Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Ο δογματικός χαρακτήρας των ομιλιών του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Διπλωματική Εργασία πατρός Αλεξάνδρου Τσόρλου (ΑΕΜ: 1586)





ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΛΑΔΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ)
Επιβλέπων καθηγητής:
κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης
Θεσσαλονίκη 2014
2
Στον πνευματικό μου,
πατήρ Ηλία ,
που μου διδάσκει την απλότητα
και την ασφαλή
Πατερική οδό.
3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ................................................................................................ ................5
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...............................................................................................7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ...................................................................................................................8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
1.1.Το τρισυπόστατο του Θεού..............................................................................12
1.2. Η σχέση «υπακοής» Υιού και Πατρός..........................................................16
1.3. Η κάθοδος του Παρακλήτου...........................................................................19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ ΩΣ ΔΩΡΕΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
2.1. Το έργο και η αποστολή των «υπερκόσμιων νοών».................................23
2.2. Η ορατή κτίση, ως «κάτοπτρο των υπερκοσμίων»....................................25
2.3. Ο άνθρωπος, ως εικόνα του Θεού.................................................................29
2.4. Ο «αρχέκακος όφις» και η απώλεια της «άφθαρτης τρυφής» ...............33
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΘΕΪΚΗ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΣΙΣ
3.1. Ο Λόγος του Θεού «κλίνας ουρανούς επι την γην κατήλθε».................37
3.2. Το θεανδρικό πρόσωπο του Υιού του ανθρώπου ......................................44
3.3. Ο «αγώνας» περί του ακτίστου φωτός.........................................................49
4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΩΣ «ΜΕΘΟΡΙΟ» ΚΤΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
4.1. Η Χώρα του Αχωρήτου.....................................................................................53
4.2. Η Παναγία, ως «πύλη» της σωτηρίας των ανθρώπων.............................58
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΩΣ «ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ» ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΥ ΖΩΗΣ
5.1. Το «λουτρό της παλιγγενεσίας»....................................................................62
5.2. O «θεουργός» άρτος....................................................................................….67
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»
6.1. Το σωτήριο ξύλο του Σταυρού και η Εκκλησία, ως «κιβωτός» σωτηρίας....................................................................................................................72
6.2. Η σωτηριώδης πίστη, τα έργα αγάπης και η συμβολή της θείας Χάριτος στη σωτηρία του ανθρώπου...................................................................80
ΕΠΙΛΟΓΟΣ................................................................................................................85
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.......................................................................................................89
5
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η εργασία αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας αρκετά επίπονης προσπάθειας, κάτι το οποίο δεν είχα συνειδητοποιήσει πριν αναλάβω να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο θέμα. Συζητώντας με τον σύμβουλό μου καθηγητή την επιθυμία μου να ασχοληθώ με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η πρώτη και άμεση εισήγηση του ήταν να μελετήσω το δογματικό χαρακτήρα των ομιλιών του αγίου. Προφανώς, βλέποντας τις πνευματικές και ποιμαντικές μου ελλείψεις, θέλησε μέσα από αυτή την διατριβή να ωφεληθώ και εγώ πνευματικά ως λειτουργός του Υψίστου. Πράγματι, για να είμαι ειλικρινής, ενώ είχα ασχοληθεί με αρκετά έργα του Παλαμά, οι σπουδαίες ομιλίες με το πλούσιο δογματικό τους περιεχόμενο, μου ήταν σχεδόν άγνωστες. Όσο περισσότερες φορές τις διάβαζα, ένιωθα, όχι μόνο σαν να γράφτηκαν μόλις πρόσφατα, αλλά σαν να είχαν προσωπικό αποδέκτη την ελαχιστότητά μου. Κατάλαβα ότι είμαι αδύναμος και κυρίως ανεπαρκής, όχι μόνο να μελετήσω βαθύτερα τις αγιοπνευματικές αυτές ομιλίες, αλλά και να εκπονήσω μια σχετική εργασία. Αρκετές φορές μπήκα στον πειρασμό να εγκαταλείψω την προσπάθεια, συνέχισα όμως από υπακοή και μόνο στον πνευματικό μου πατέρα, τον οποίο εκ βάθους καρδίας ευχαριστώ για όλα όσα μου προσφέρει. Χωρίς τη προτροπή και τις ευχές αυτού δεν θα έπαιρνα ούτε το πτυχίο της Θεολογίας πριν από δύο περίπου έτη, γι’ αυτό και τώρα συνέχισα, ζητώντας τις προσευχές του, ώστε να ενισχυθώ και σ’ αυτή μου τη προσπάθεια. Κατάλαβα όμως ότι εκτός από τις δικές του προσευχές απαιτείται και η δική μου προσπάθεια, αλλά και προσευχή.
Ως πρώην αξιωματικός του ελληνικού στρατού, γνωρίζω τι σημαίνει πειθαρχία στον εκάστοτε διοικητή, ως ιερέας όμως δε γνωρίζω, αν θα μάθω ποτέ να πειθαρχώ στο θέλημα του Υψίστου. Γι’ αυτό παρακάλεσα τον Θεό, που γνωρίζει την πνευματική μου τύφλωση, να με φωτίσει όσο χρειάζεται για να φέρω εις πέρας την αποστολή, την οποία ανέλαβα. Επισκέφθηκα αρκετές φορές το χαριτόβρυτο λείψανο του αγίου Γρηγορίου, παρακαλώντας τον να καθοδηγεί τη σκέψη και το χέρι μου, γνωρίζοντας ότι αυτός δεν μελέτησε απλά την διδασκαλία της Ορθοδόξου πίστεως, αλλά κυρίως την βίωσε, γενόμενος δεκτικός της ακτίστου θείας Χάριτος. Αυτές οι προσευχές μου, δεν γνωρίζω κατά πόσο εισακούστηκαν, καθώς η καθαρή προσευχή απαιτεί και καθαρή καρδία. Ωστόσο, στη
6
παρούσα εργασία προσπάθησα, με τη Χάρη του αγίου και όσο μου επέτρεπαν οι ελάχιστες δυνατότητες μου, να παραθέσω το δογματικό χαρακτήρα των ομιλιών του, μαζί με άλλες Παλαμικές και Πατερικές πηγές, καθώς και άλλα βοηθήματα.
Ευχαριστίες οφείλω και στον σύμβουλο καθηγητή μου, κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, για την πολύτιμη καθοδήγησή και βοήθεια του, αλλά κυρίως για το θέμα που μου ανέθεσε, διότι μου δόθηκε η ευκαιρία όχι μόνο να ωφεληθώ εγώ προσωπικά «ελεγχόμενος» σε κάθε ομιλία, αλλά και να καταλάβω την βαρύτατη ευθύνη της ποιμαντικής μου διακονίας. Μου είχε ζητήσει ο κ. Τσελεγγίδης να προσθέσω και εγώ ένα μικρό λιθαράκι σε όλα όσα έχουν γραφεί μέχρι τώρα για τον άγιο Γρηγόριο το Παλαμά. Δεν γνωρίζω, αν ανταποκρίθηκα ή όχι. Ωστόσο, εύχομαι η παρούσα εργασία να αποτελέσει απλά το έναυσμα, για οποιονδήποτε άλλον, που θα θελήσει να ασχοληθεί με το ίδιο θέμα και να παρουσιάσει ένα πολύ πιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Πολλές ευχαριστίες, επίσης, οφείλω και στους υπόλοιπους καθηγητές της Δογματικής Θεολογίας και όχι μόνο, από τους οποίους προσπάθησα, ενθυμούμενος τον Μέγα Βασίλειο, σαν την μέλισσα, να πάρω ό,τι «ευώδες άνθος» είχαν να μου προσφέρουν, προσπαθώντας να αποφύγω τα επικίνδυνα νεωτεριστικά και οικουμενιστικά «αγκάθια», που ποτέ δεν λείπουν από χώρους, όπου εκφράζεται η Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία. Ευχαριστώ, τέλος, την πρεσβυτέρα μου και τα τρία παιδιά μας για την υπομονή τους, καθώς και τον Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μου, μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα για το ενδιαφέρον που έδειξε για την ακαδημαϊκή μου πρόοδο, την οποία δικαίως επιζητεί από όλους τους ιερείς του.
Θεσσαλονίκη, 14 Νοεμβρίου 2013
Μνήμη αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
π. Αλέξανδρος Τσόρλος
7
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΕΕΘΣ/ΑΠΘ Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
ΕΕΘΣ/ΠΑ Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΠΕ Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1981-2009.
ΠΔΕΣΑΛ Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών (13-15 Νοεμβρίου 1998) και Λεμεσού (5-7 Νοεμβρίου 1999): Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην Ιστορία και το παρόν. (εποπτεία Γεωργίου Μαντζαρίδη)
ΠΘΣ Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 12-14 Νοεμβρίου 1984, Εις τιμήν και μνήμην του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά. (προνοία του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ Παντελεήμονος Β΄)
PG Patrologia Graeca, J. PMigne, Paris 1857-1886.
8
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αν τολμούσε κάποιος να κατατάξει ως πρώτο κάποιον από τους μεγάλους αγίους, που ανέδειξε η Εκκλησία μας κατά την πρώτη χιλιετία, θα λάμβανε ως απάντηση αυτό που είπαν οι τρεις Ιεράρχες στον επίσκοπο Ευχαϊτών Ιωάννη, ότι δηλαδή ανάμεσα μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος ούτε δεύτερος, αλλά αν πεις τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι άλλοι δύο. Ωστόσο, στη δεύτερη χιλιετία, η αγία μορφή που για πολλούς λόγους ξεχωρίζει, είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ισοστάσιος των μεγάλων Πατέρων της πρώτης χιλιετίας, ο οποίος έβαλε τη δική του σφραγίδα, με τη ζωή του, τα συγγράμματά του, και τους θεολογικούς του αγώνες. Η ζωή και η διδασκαλία1 του ησυχαστή, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης και κορυφαίου θεολόγου, αγνοήθηκαν παραδόξως για ένα πολύ μεγάλο διάστημα2, τελικά όμως, ευτυχώς, απoτέλεσαν αντικείμενο θεολογικής ενασχόλησης, με αποτέλεσμα να βγει στην επιφάνεια ένας ακένωτος θεολογικός «θησαυρός».
Μέσα στο θεολογικό «θησαυρό» του Παλαμά, που αποτελεί σύνθεση και σύνοψη της προγενεστέρας αυτού πατερικής παραδόσεως3, εντάσσεται και η συλλογή των ομιλιών του, το δογματικό χαρακτήρα των οποίων εξετάζει η παρούσα εργασία. Ο ίδιος ο Παλαμάς θεωρούσε πολύ σημαντική τη διακονία του λόγου του Θεού, καθώς ο ίδιος ομολογεί: «κοπιῶ ὑπὲρ ὑμῶν, ἀδελφοί, καὶ ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλίᾳ πνευματικῇ καθ’ ἡμέραν μὲν τοῖς προσιοῦσιν, ἐπ’ Ἐκκλησίας δὲ καὶ κοινῇ πρὸς πάντας, τοῦ καιροῦ διδόντος»4.
Εκ των ομιλιών που εκφώνησε, από τότε που δι’ οράματος έλαβε το χάρισμα του λόγου στη Ι. Μονή Μεγίστης Λαύρας, ένα ποσοστό μόνο αυτών θα πρέπει να κατεγράφησαν. Από τις καταγραφείσες δε, μόνο εξήντα τρείς (63) ομιλίες διασώθηκαν μέχρι σήμερα, καθώς, λόγω των
1 Για τη ζωή και τη δράση του αγίου, βλ. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: ο βίος και η θεολογία του: 1296- 1359, εκδ. Σπηλιώτη, Άγιον Όρος 2001.
2 Βλ. Θεοδώρου Ζήση, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 113-118.
3 Βλ. Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγος εις τον εν αγίοις πατέρα ημών Γρηγόριον, αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης, PG 151, 590D.
4 Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία ΛΓ΄, PG 151, 413B. Εφεξής για τα συγγράμματα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και μόνο, θα αναφέρονται ο τίτλος του έργου, ο τόμος από τη σειρά εκδόσεως πατερικών κειμένων (PG ή ΕΠΕ ή Π. Χρήστου) και η αντίστοιχη σελίδα του παραθέματος.
9
ιδιαιτέρων συνθηκών της ταραχώδους εκείνης περιόδου, αρκετά από τα τετράδια που περιείχαν ομιλίες απωλέσθηκαν. Ο άγιος αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης, πόλη στην οποία εκφωνήθηκαν και οι περισσότερες ομιλίες, κήρυττε τόσο κατά τη θεία Λειτουργία, όσο και κατά τη διάρκεια άλλων ακολουθιών, αντλώντας τα θέματα του κυρίως από το ευαγγέλιο της ημέρας ή από το εκάστοτε εορταζόμενο γεγονός5. Μελετώντας όλες τις διασωθείσες ομιλίες, διαπιστώνουμε, ότι σχεδόν σε κάθε ομιλία υπάρχουν στοιχεία δογματικής διδασκαλίας, σε άλλες περισσότερα και σε άλλες λιγότερα.
Εδώ φυσικά δεν πρόκειται για τις θεολογικές του πραγματείες, στις οποίες ο Παλαμάς αναλύει κυρίως δογματικά θέματα. Αλλά ακόμη και στις πραγματείες του αυτές, δεν έχει σκοπό να συγκρουστεί με πρόσωπα (Βαρλαάμ, Ακίνδυνο, Γρηγορά κτλ.), αλλά με το σχολαστικισμό και τον ορθολογισμό, που αυτά εκπροσωπούν και να αποδείξει, κυρίως, ότι η ορθόδοξη θεολογία έχει ως θεμέλιο την εμπειρία και τα «πράγματα»6, κάτι το οποίο αποδεικνύεται και στις ομιλίες του. Όλα τα έργα του αγίου είναι ποιμαντικά, καθώς ότι και να συνέγραφε, είχε πάντοτε στο νου του την ωφέλεια και τη σωτηρία των πιστών7. Αυτό που διαφέρει κυρίως, λόγω του ότι αλλάζει και ο αποδέκτης, είναι το ύφος, το οποίο από αντιρρητικό που είναι, συνήθως, στα περισσότερα έργα του μετατρέπεται σε ειρηνικό στις ομιλίες. Διαφέρει επίσης και η μεθοδολογία του Παλαμά, αφού δε χρειάζεται πλέον να αποδείξει τα «αυτονόητα», όπως π.χ στην περίπτωση του υποκριτή και προδότη Βαρλαάμ8, μια και τώρα απευθύνεται κυρίως σε πιστούς χριστιανούς, που επιζητούν λόγο παρηγορίας και νουθεσίας. Έτσι δεν χρειάζεται, όπως θα δούμε, να αποδειχθεί, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνο εκ του Πατρός, ή ότι ο Θεός κοινωνεί με τους ανθρώπους μόνο δια των θείων ενεργειών του. Αυτά υπενθυμίζονται φυσικά από τον Παλαμά στο ποίμνιο του, αλλά δεν πραγματεύονται. Φυσικά σε κάποιες περιπτώσεις ο άγιος προβαίνει και σε αποδεικτικούς
5 Βλ. ΕΠΕ, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, Εισαγωγή, τομ. 9, εκδ. Το Βυζάντιον, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 7-11.
6 Βλ. Νίκου Ματσούκα, Η διπλή θεολογική μεθοδολογία Γρηγορίου του Παλαμά, ΠΘΣ, Ανάτυπο, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 89.
7 Βλ. Γεωργίου Καψάνη, Το ποιμαντικό έργο του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ΠΔΕΣΑΛ, εκδ. Ι. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000, σελ. 393.
8 Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Εισαγωγή, Π. Χρήστου, τομ. Α’, σελ. 350, 351.
10
συλλογισμούς, όπως στη περίπτωση του ακτίστου Θαβωρίου φωτός, για λόγους πάλι καθαρά σωτηριολογικούς.
Πάντως οποιαδήποτε μέθοδος και αν χρησιμοποιείται, για να εκφραστούν τα δογματικά στοιχεία που διέπουν τις ομιλίες, αυτή αποσκοπεί στο να οδηγηθεί ο ακροατής στη μετοχή της θείας ζωής του Χριστού, γενόμενος τίμιο μέλος του σώματός Του και συγκληρονόμος της βασιλείας Του. Η θέωση, άλλωστε, του ανθρώπου αποτελεί όχι μόνο έναν από τους βασικότερους άξονες της δογματικής διδασκαλίας του αγίου9, αλλά και όλη την ουσία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής. Για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού, η δογματική συνδέεται οργανικά και άρρηκτα με την ζωή, καθώς γνωρίζει πολύ καλά ο Παλαμάς, ότι τα δόγματα αποτελούν δείκτες ζωής για τους πιστούς10 και το να σφάλει κάποιος στα θεία είναι «ψυχής όλεθρος»11. Με γλώσσα απλή, χωρίς δύσκολους δογματικούς όρους, με ύφος φυσικό, ταπεινό και ανεπιτήδευτο, με παραστατικές εικόνες και με τη χρήση της συμβολικής και της τυπολογικής μεθόδου κατορθώνει, να παραθέτει με σαφήνεια τα δογματικά εκείνα στοιχεία, που είναι απαραίτητα για την πνευματική οικοδομή των πιστών.
Η δογματική διδασκαλία, παρατίθεται στη παρούσα εργασία σε έξι κεφάλαια με επιμέρους ενότητες, και συνεξετάζεται σχεδόν πάντα σε σχέση με τη ζωή των πιστών, στους οποίους, άλλωστε, απευθύνονται οι ομιλίες. Η αντιπαράθεση που γίνεται σε ορισμένα σημεία με τη δυτική δογματική διδασκαλία, αποσκοπεί στο να δείξει τον θεανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της ορθοδόξου ποιμαντικής12, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τις ομιλίες του Παλαμά, σε αντίθεση με την ανθρωποκεντρική προσέγγιση της Δύσεως13, αποτέλεσμα αποσύνδεσης της ζωής από το δόγμα, με τελικό θύμα τον ίδιο τον άνθρωπο και την αδυναμία του να θεωθεί. Για τον Παλαμά, δογματική και ζωή είναι ένα και το αυτό. Οι σχέσεις των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, που εξετάζονται στο πρώτο κεφάλαιο, αποτελούν πρότυπο σχέσεως τόσο του ανθρώπου με τον
9 Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 1, Π. Χρήστου, τομ. Α΄, σελ. 637-647.
10 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική Ι, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 170, 171.
11 Βλ. Αντιρρητικός Δ΄, Π. Χρήστου, τομ. Γ’, σελ. 285.
12 Κολ. 2, 19.
13 Βλ. Γεωργίου Καψάνη, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η σύγχρονη ποιμαντική και θεολογία, ΠΔΕΣΑΛ, εκδ. Ι. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000, σελ. 466, 467.
11
πλησίον του όσο και με το Θεό. Όλη η ορατή και η αόρατη κτίση, που μελετώνται στο επόμενο κεφάλαιο, «υπέρ υμών προήχθη»14, ενώ στον ίδιο τον άνθρωπο δόθηκε εξ’ αρχής, με τη δημιουργία του, η δυνατότητα να θεωθεί. Μετά τη πτώση των πρωτοπλάστων, αυτή η δυνατότητα δόθηκε πάλι, με την ενανθρώπηση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Το τρίτο κεφάλαιο, που ασχολείται με τον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού, είναι, κατά την γνώμη μου, το κεφάλαιο που αποτελεί τον συνδετικό κρίκο με όλα τα υπόλοιπα. Και αυτό, διότι όλες οι ομιλίες του αγίου είναι Χριστοκεντρικές. Έτσι, σε πλήρη αναφορά με τον Χριστό μελετάται και το πρόσωπο της Παναγίας, καθώς και ο ρόλος της στην σωτηρία του ανθρώπου. Ο Χριστός είναι «παρών» και στα δύο σημαντικά μυστήρια του Βαπτίσματος και της θείας Ευχαριστίας, όπως θα δούμε στο αντίστοιχο κεφάλαιο. Αλλά και στο τελευταίο κεφάλαιο, ο Χριστός και η Εκκλησία του αποτελούν τη πηγή της σωτηρίας για τους ανθρώπους, οι οποίοι μέσα από τη βιωματική πίστη ομολογούν τον Θεάνθρωπο, προσμένοντας τη θεία Χάρη για να γίνουν πολίτες της ουρανίου βασιλείας. Κεφάλαιο με εσχατολογικό περιεχόμενο δεν υπάρχει, ωστόσο, εσχατολογικά στοιχεία υπάρχουν σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο της εργασίας. Άλλωστε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς δεν τοποθετεί τα έσχατα αποκλειστικά στο μέλλον, αλλά κυρίως στο παρόν15, και ως παρόντα θέλει να βιώνονται από τους πιστούς, μέσα από τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, ως πρόγευση και αρραβώνας της μελλοντικής βασιλείας του Θεού16.
14 Βλ. Ομιλία ΝΑ΄ , ΕΠΕ, τομ.11, σελ. 216.
15 Α΄ Ιω. 2, 18.
16 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ο χαρακτήρας της ελευθερίας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ΠΔΕΣΑΛ, εκδ. Ι. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000, σελ. 237.
12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
1.1. Το τρισυπόστατο του Θεού.
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς στις ομιλίες του προσπαθεί να κατοχυρώσει, κυρίως, την οντολογική ταυτότητα των προσώπων της Τριάδος, υπογραμμίζοντας την ομοτιμία και συμφυΐα τους και απορρίπτοντας ταυτόχρονα την ετερουσιότητά τους, διαλύοντας με αυτό τον τρόπο οποιαδήποτε αμφισβήτηση περί της θεότητας και της ιδιαιτερότητας των θείων προσώπων. Από την κατοχύρωση αυτή, άλλωστε, εκκινείται και όλος ο αντιρρητικός αγώνας που αναπτύσσει σε όλα τα υπόλοιπα έργα του εναντίον των διαφόρων αιρέσεων.
Στην έκθεση της ορθόδοξης ομολογίας, που παρατίθεται στην «Περί πίστεως» ομιλία, η οποία εκφωνήθηκε την Κυριακή της Ορθοδοξίας, ο Παλαμάς, ως ακριβής ερμηνευτής της πίστεως της Εκκλησίας, μας προτρέπει να ακολουθούμε αυτούς που έχουν ορθόδοξο φρόνημα, ομολογώντας έναν Θεό Τριαδικό, από τον οποίο και δια του οποίου έγιναν τα πάντα, «ὅς ἐστι πρὸ πάντων καὶ ἐπὶ παντων καὶ ἐν πᾶσι καὶ ὑπὲρ τὸ πᾶν, Μονὰς ἐν Τριάδι, καὶ Τριὰς ἐν Μονάδι, ἀσυγχύτως ἑνουμένη, καὶ ἀμερίστως διαιρουμένη». Παρατίθεται, δηλαδή, ξεκάθαρα, η βασική δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, σύμφωνα με την οποία ο Θεός είναι ένας και Τριαδικός, με τον Πατέρα να είναι άχρονος, άναρχος, αΐδιος και μόνος αιτία και ρίζα της Θεότητος, που ενυπάρχει στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα17.
Αυτός ο ένας και Τριαδικός Θεός, είναι ο ίδιος με αυτόν που φανερώνεται και στη Παλαιά Διαθήκη, ήδη από την αφήγηση της Δημιουργίας. Έτσι λοιπόν, ο λόγος του Θεού: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν»18, ερμηνεύεται από πολλούς Πατέρες ως έκφραση της τριαδικότητας του Θεού. Στη δημιουργία δηλαδή του ανθρώπου, ήταν παρόντα και συνεργάστηκαν και τα τρία πρόσωπα της
17 Βλ. Ομιλία Η΄, PG 151, 97C.
18 Γεν. 1, 26.
13
Αγίας Τριάδος19. Κατά τον Παλαμά, στην πλάση του ανθρώπου, φανερώνεται το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, όχι μόνο διότι ο άνθρωπος είναι ο μόνος «μύστης» και «ἐπίγειος προσκυνητής» αυτής, αλλά και διότι είναι ο μόνος κατ’ εικόνα της τρισυπόστατης φύσεως, καθώς έχει νου, λόγο αλλά και ζωοποιό πνεύμα, το οποίο ζωοποιεί το σώμα του. Τα μεν άλογα ζώα, ενώ έχουν ζωτικό πνεύμα, στερούνται εντούτοις τελείως, νου και λόγου. Αντιθέτως οι άγγελοι, ενώ είναι νοεροί και λογικοί, στερούνται ζωοποιού πνεύματος, επειδή δεν έχουν σώμα, που να ζωοποιείται απ’ αυτό20. Η Τριαδική συμμετοχή πάντως, αλλά και ο ειδικός ρόλος του κάθε προσώπου τόσο στο έργο της Δημιουργίας, όσο και γενικότερα της Θείας Οικονομίας, μαρτυρείται γενικότερα στα έργα του Παλαμά και ως απάντηση σε ορισμένους «προκατειλημμένους δυτικούς θεολόγους», όπως τους αποκαλεί χαρακτηριστικά ο επίσκοπος Αθανάσιος Γιέφτιτς, οι οποίοι κατηγορούν τον άγιο, ότι δήθεν αγνοεί τον οικονομικό ρόλο των Τριαδικών προσώπων21.
Ερμηνεύοντας ένα άλλο Παλαιοδιαθηκικό χωρίο, στο οποίο παρατίθεται η θαυμάσια θεοπτία του Αβραάμ, κοντά στη βαλανιδιά του Μαμβρή22, ο άγιος εκλαμβάνει την εμφάνιση των τριών αγνώστων, που φιλοξενούνται από τον Πατριάρχη, ως μαρτυρία περί του τρισυποστάτου της θεότητας23.
Στην ομιλία μάλιστα κατά την μεγάλη ημέρα της Πεντηκοστής, ο άγιος τονίζοντας το τρισυπόστατο της παντοδύναμης θεότητας, αναφέρει πως το Άγιο Πνεύμα ήταν πάντοτε και συνυπήρχε με τον Υιό, στον Πατέρα. Διότι δεν μπορεί να υπάρξει Πατήρ και νους άναρχος, χωρίς Υιό και Λόγο συνάναρχο. Όπως επίσης, δεν μπορεί να υπάρξει Λόγος αιώνιος χωρίς συναιώνιο Πνεύμα. Το Άγιο Πνεύμα μαζί με τον Πατέρα και τον
19 Βλ. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Λόγος κατά Ελλήνων, PG 25, 92C. Βλ. και Βασιλείου Καισαρείας, Εις την εξαήμερον, PG 29, 205A · Παναγιώτου Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Α' , εκδ. Ζωή, Αθήνα 1959, σελ. 229.
20 Βλ. Ομιλία Ξ΄, ΕΠΕ, τομ.11, σελ. 512.
21 Βλ. Αθανασίου Γιέφτιτς, Φως Ιλαρόν, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1991, σελ. 141.
22 Γεν. 18,1.
23 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 129CD. Βλ. και Παναγιώτου Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Α΄, όπ. παρ., σελ. 230.
14
Υιό, δημιουργούν, ανακαινίζουν, συγκρατούν στην ύπαρξη και εποπτεύουν τα πάντα24.
Δύο σημαντικά γεγονότα της επίγειας παρουσίας του Χριστού, τα οποία συναντούμε στις ομιλίες του αγίου, η Μεταμόρφωση του Σωτήρος στο όρος Θαβώρ και η Βάπτισή Του στον Ιορδάνη ποταμό, του προσφέρουν τη δυνατότητα να αναφερθεί στις σχέσεις μεταξύ των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Ο άγιος προσπαθώντας να αποδείξει ότι δεν υπάρχει καμία διαφωνία μεταξύ των ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά, όταν ομιλούν για διάστημα έξι και οκτώ ημερών αντίστοιχα, από την ημέρα της επαγγελίας μέχρι και το γεγονός της Μεταμορφώσεως, αναφέρει πως και τα πρόσωπα πάνω στο όρος δεν είναι έξι, αλλά οχτώ, καθώς μαζί με τον Κύριο συνυπάρχουν αοράτως και τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Ο μεν Πατήρ επιβεβαιώνει με τη φωνή του, ότι αυτός είναι ο αγαπητός του Υιός, το δε Άγιο Πνεύμα «διὰ τῆς φωτεινῆς νεφέλης συνεκλάμπον, καὶ τὸ τοῦ Υἱοῦ πρός τε αὐτὸ καὶ τὸν Πατέρα συμφυὲς καὶ ἑνιαῖον τοῦ φωτὸς δεικνύον»25.
Το άνοιγμα των ουρανών όμως κατά την ώρα της Βάπτισης του Χριστού, είναι το κατεξοχήν μυστήριο της Θείας Οικονομίας, στο οποίο φανερώνεται, ότι ο βαπτιζόμενος, «πρὸς τὸν Θεὸν ὢν καὶ Θεοῦ Λόγος και Υἱὸς ὢν», πάντοτε συνυπάρχει μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα26. Εδώ ο Πατήρ χρησιμοποιεί ως «δάκτυλό» του το συναΐδιο και ομοούσιο και υπερουράνιο Πνεύμα, φωνάζοντας αλλά και δείχνοντας ταυτόχρονα, ότι ο υπό του Ιωάννη βαπτιζόμενος είναι ο αγαπητός του Υιός. Τα δύο λοιπόν πρόσωπα, είναι αυτά τα οποία δίνουν μαρτυρία για τον ένα, τον Υιό και Λόγο του Θεού27. Σύμφωνα όμως με τον άγιο, δεν δίνεται μαρτυρία μόνο για την θεότητα των τριών προσώπων, αλλά και για τη μεταξύ τους συμφυΐα και διάκριση28. Εντυπωσιακή είναι η εικόνα που περιγράφει ο
24 Βλ. Ομιλία ΚΔ΄, PG 151, 316D-317A. Βλ. και Βασιλείου Τσίγκου, Ο ανακαινισμός του ανθρώπου κατά τη δογματική διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 45.
25 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 425C.
26 Βλ. Ομιλία Ξ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 516.
27 Βλ. Ομιλία Ξ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 526, 528.
28Βλ. Ομιλία Ξ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 530: «τὴν μὲν θεότητα ἐκ τῆς ὑπερανῳκισμένης δεσποτείας, ἀφ' ἧς οἱ οὐρανοὶ πάντες ἀθρόον ἐσχίσθησαν, τὴν δὲ συμφυΐαν διὰ τῆς ἄκρας καὶ διηνεκοῦς συναφείας καὶ τῆς συννεύσεως, τὴν δὲ διάκρισιν διὰ τῆς τῶν ὑποστατικῶν ὀνομάτων ὑπαλλαγῆς καὶ τῆς σχέσεως».
15
ομιλητής προς το ακροατήριο του, στην οποία οι ουρανοί, που ανοίγονται κατά τη Βάπτιση, είναι τα παγκόσμια στόματα που διατρανώνουν, όχι μόνο στους αγγέλους αλλά και στους ανθρώπους, την ομοτιμία ως προς την ουσία και τη δύναμη, του Υιού του Θεού, «πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ το ἐξ αὐτοῦ Πνεῦμα προελθὸν ἐκπορευτῶς»29. Ο Παλαμάς εδώ διευκρινίζει παραστατικά, ότι κάθε πρόσωπο είναι φορέας της θείας ουσίας και δυνάμεως, είναι δηλαδή όλος ο Θεός, όπως μαρτυρείται και από πλήθος άλλων χωρίων μέσα στην Αγία Γραφή30.
Σε άλλη πάντως ομιλία, που έχει ως θέμα το πρώτο εωθινό ευαγγέλιο, ο άγιος Γρηγόριος αναφέρει πως όταν βαπτίσθηκε ο Κύριος, φανερώθηκε το τρισυπόστατο, όχι όμως τόσο εμφανώς η συμφυΐα και η ομοτιμία των τριών προσώπων. Αυτά τα τελευταία κηρύσσονται πλέον ξεκάθαρα με την εντολή του Χριστού προς τους μαθητές του, να βαπτίζουν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος31, διότι «ἓν ὄνομα τῶν τριῶν, εἷς ὁ ἐκ τούτων ἁγιασμός, μία ἡ πρὸς ταῦτα πίστις»32. Αποσαφηνίζει λοιπόν με απλό, σύντομο και σαφή τρόπο ο Παλαμάς, το Τριαδικό δόγμα ομιλώντας περί του Θεού Πατρός, ο οποίος είναι το μοναδικό αίτιο του τρόπου υπάρξεως της Αγίας Τριάδος, περί της ομοουσιότητας των τριών Προσώπων και περί της διακρίσεως-ετερότητας αυτών33.
Δεν περιγράφει όμως ο Παλαμάς μόνο τις αΐδιες σχέσεις μεταξύ των τριών υποστάσεων, αλλά αναφέρεται και στην Οικονομία, τη σχέση δηλαδή της Τριάδος προς τον κόσμο, μέσω της θείας ενεργειακής παρουσίας. Η φανέρωση λοιπόν του Τριαδικού Θεού, που περιγράψαμε παραπάνω, δεν γίνεται ως προς την ουσία του, η οποία είναι αφανέρωτη, και αμέθεκτη, αλλά κατά τη δύναμη και την ενέργεια, η οποία είναι κοινή των τριών προσώπων34. Η ουσία του Θεού είναι καθ’ ολοκληρίαν αμέριστος, επομένως είναι και καθ’ ολοκληρίαν αμέτοχος. Το μερίζεσθαι είναι ιδιότητα της θείας ενεργείας35 και αυτής μετέχουν όσοι αξιώνονται
29 Βλ. Ομιλία Ξ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 522, 524.
30 Βλ. Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1956, σελ. 75, 76.
31 Ματθ. 28, 19.
32 Βλ. Ομιλία ΛΗ΄, PG 151, 480Β. Βλ. και Εφ. 4, 5.
33Βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Γ΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 82.
34 Βλ. Ομιλία Η΄, PG 151, 100D.
35 Βλ. Θεοφάνης, Π. Χρήστου, τομ. Β΄, σελ. 247.
16
της θείας Χάριτος, γενόμενοι ό,τι είναι ο Θεός, χωρίς όμως την «κατ’ ουσίαν ταυτότητα»36. Επομένως είναι φανερό ότι μόνο με τις θείες ενέργειες κοινωνεί ο τριαδικός Θεός και ενώνεται κατά Χάρη με τους αγγέλους και τους ανθρώπους, χωρίς ωστόσο να εκπίπτει του ενιαίου και της απλότητας Του, εξαιτίας του μεριστού και διαφόρου των υποστάσεων, και του μεριστού και του ποικίλου των θείων δυνάμεων και ενεργειών37.
1.2. Η σχέση «υπακοής» Υιού και Πατρός.
Σχεδόν σε κάθε ομιλία του αγίου, υπάρχει αναφορά στο δεύτερο πρόσωπο της Aγίας Τριάδος. Αυτή η αναφορά, άλλοτε είναι μικρή και άλλοτε καλύπτει σχεδόν ολόκληρη την ομιλία του. Ιδιαίτερη έμφαση, βεβαίως, δίνεται στην ένσαρκη οικονομία του Υιού και Λόγου του Θεού, καθώς δι’ Αυτού δόθηκε η δυνατότητα πλέον στους ανθρώπους να γίνουν συγκληρονόμοι Του και κληρονόμοι του Θεού, μετέχοντας της αιωνίου Βασιλείας38. Για το μυστήριο όμως της θείας ενανθρωπήσεως θα αναφερθούμε εκτενώς σε επόμενο κεφάλαιο.
Υπάρχουν ωστόσο και αρκετές αναφορές στη σχέση του Υιού με τον Πατέρα, διότι ο άγιος Γρηγόριος επιθυμεί, απ’ ό,τι φαίνεται, το ποίμνιο του να έχει αποκρυσταλλωμένα τα βασικά δόγματα της Ορθόδοξης πίστης. Και αυτό διότι, ως γνήσιος ποιμένας, γνωρίζει ότι τα δόγματα όχι μόνο αποτελούν δείκτες για τη ζωή της Εκκλησίας και των πιστών39, αλλά κυρίως έχουν σωτηριολογικό χαρακτήρα, διότι εκφράζουν τον Χριστό στο λυτρωτικό Του έργο40. Επίσης η ορθή πίστη προστατεύει τους πιστούς, όχι μόνο από την άγνοια και τις υποβολές του διαβόλου, αλλά και από την αίρεση, η οποία οδηγεί στην απώλεια41. Έτσι λοιπόν, στην όγδοη ομιλία, όπου υπάρχει ενσωματωμένο ένα μέρος της ομολογίας του αγίου, την οποία είχε υποβάλει στην Εκκλησία, όταν διώκονταν, περί το 1342, και είχε προσαρτήσει στην επιστολή του προς τον
36 Βλ. Προς Αρσένιον, Π. Χρήστου, τομ. Β΄, σελ. 318. Βλ. και Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον, 22, PG 90, 320A.
37 Βλ. Ομιλία Η΄, PG 151, 101A.
38 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 201A.
39 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική Ι, όπ. παρ., σελ. 171.
40 Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Ο Θεός, ο κόσμος και ο άνθρωπος, Εισαγωγή στην ορθόδοξη δογματική θεολογία, (μετάφραση π. Κων/νος Coman, Γιώργος Παπαευθυμίου), εκδ. Αρμός, Αθήνα 1990, σελ. 114.
41 Βλ. Ομιλία Η΄, PG 151, 97ΑΒ.
17
Διονύσιον42, δίνεται μια σύντομη αλλά πλήρης εικόνα του μονογενούς Υιού και Λόγου, ο οποίος είναι συναΐδιος με τον Πατέρα και συνάναρχος. Έχει γεννήτορα και ρίζα τον Πατέρα, από τον οποίο προήλθε ασωμάτως, απαθώς, αρρεύστως, με γέννηση, αλλά χωρίς διαίρεση43, με τρόπο που μόνο ο Θεός γνωρίζει, όπως συμπληρώνει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στην «Έκδοση ακριβή της Ορθοδόξου πίστεως», παραθέτοντας το παράδειγμα της φωτιάς και του φωτός που συνυπάρχουν αχώριστα44.
Ο άγιος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, έχοντας υπόψη του τις αιρέσεις που ταλαιπωρούν και πολεμούν την Εκκλησία, θέλει να ξεκαθαρίσει τις δογματικές διαφορές που σχετίζονται κυρίως με το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, διότι στη λανθασμένη διδασκαλία περί Αυτού έχουν τη ρίζα τους οι περισσότερες αιρέσεις. Είναι λοιπόν ο Υιός, «Θεὸς ὢν ἐκ Θεοῦ, οὐκ ἄλλος μέν, καθὸ Θεὸς, ἄλλος δὲ καθὸ Υἱός· ἀεὶ ὢν καὶ ἀεὶ ὢν Υἱὸς, καὶ ἀεὶ πρὸς τὸν Θεὸν ἀσυγχύτως ὢν». Όλα δε τα δημιουργήματα έχουν την αρχή και την αιτία τους στον Υιό, καθώς όλα έγιναν δι’ Αυτού45. Γνωρίζει πολύ καλά ο Παλαμάς, ότι η οποιαδήποτε αμφισβήτηση σχετικά με το πρόσωπο του ενός, θα επιφέρει άμεσο αντίκτυπο στο πρόσωπο του άλλου, γι’ αυτό, όπως θα φανεί παρακάτω, τονίζεται ιδιαίτερα η λειτουργικότητα στις σχέσεις ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό. Η ταυτότητα της ουσίας των δύο θείων προσώπων, αλλά και η μεταξύ τους ομοτιμία, δεν αποτελεί μόνο για τον Παλαμά ένα θέμα υψίστης θεολογικής σημασίας, αλλά για όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας, διότι όπως προαναφέραμε πλήθος κακοδοξιών αναπήδησαν από τη λαθεμένη ερμηνεία των σχέσεων Πατρός και Υιού46.
Σε ομιλία που εκφωνήθηκε την Κυριακή των Βαΐων, γίνεται αναφορά στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της προηγούμενης ημέρας, στο θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου, προκειμένου να αποδειχθεί η ομοτιμία του Υιού με τον Πατέρα. Προτού λοιπόν ο Χριστός αναστήσει τον Λάζαρο, δείχνοντας έτσι ότι είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου, σηκώνει τους οφθαλμούς στον ουρανό λέγοντας: «πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου· ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον
42 Βλ. ΕΠΕ, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, Εισαγωγή, τομ. 9, όπ. παρ., σελ. 19.
43 Βλ. Ομιλία Η΄, PG 151, 97D.
44 Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 816AB.
45 Βλ. Ομιλία Η΄, PG 151, 97D.
46 Βλ. Νίκου Νικολαΐδη, Η Τριαδολογία του Αγίου Επιφανίου Κύπρου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 37-39.
18
τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας»47. Αποδεικνύεται έτσι, ότι όχι μόνο είναι Θεός ο Χριστός και έρχεται από τον Πατέρα, αλλά και ότι ενεργεί τα θαύματα με την συναίνεση του Πατρός. Μάλιστα, ο άγιος παραλληλίζει το θαύμα αυτό με τη δημιουργία του ανθρώπου, ώστε να δείξει την ομοβουλία Πατρός και Υιού. Και στις δύο περιπτώσεις προηγείται μια βουλή. Στη περίπτωση που επρόκειτο να πλασθεί ο άνθρωπος, είπε ο Πατήρ προς τον Υιό, ο Υιός άκουσε και έτσι ο άνθρωπος ήρθε στην ύπαρξη. Για να αναστηθεί όμως ο Λάζαρος, είπε ο Υιός και ο Πατέρας άκουσε48.
Αλλά και όταν ο Κύριος βρέθηκε στην Καπερναούμ, λέγοντας στον παραλυτικό: «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»49, για να αποδείξει στους Γραμματείς ότι ο λόγος του δεν είναι ανενεργός και ότι δεν κατέφυγε στην άφεση της αμαρτίας, επειδή αδυνατούσε να θεραπεύσει τη νόσο, τελικά θεραπεύει τον παράλυτο, ως έχων «ἐξουσίαν θεϊκὴν ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς Υἱός ὁμοούσιος τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς Πατρὶ»50. Σε άλλο σημείο η αδιαχώριστη σχέση των δύο προσώπων, καθώς είναι αδύνατο να υπάρξει ή να εννοηθεί ποτέ Θεός στερημένος Λόγου, περιγράφεται με το παράδειγμα του ήλιου. Όπως, δηλαδή, το απαύγασμα του ήλιου δεν είναι άλλο φως από τον ήλιο, και οι ηλιακές ακτίνες δεν είναι άλλοι ήλιοι, έτσι και «ὁ ἐκ Θεοῦ Θεός Λόγος , ἐξ ἐκείνου μέν ἐξ’ ἀϊδίου ὤν, ἀλλὰ καί ἐν ἐκείνω»51.
Αυτή η σχέση «υπακοής» μεταξύ Πατρός και Υιού, αποκτά και ποιμαντικές διαστάσεις, καθώς την προβάλλει ο Παλαμάς ως παράδειγμα προς εμάς. Ο Χριστός, λοιπόν, προσέφερε τον εαυτό του θυσία και προσφορά στον ουράνιο Πατέρα, υπέστη δε το πάθος με τη γνώμη Του, κατατροπώνοντας τον Διάβολο52. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει και εμείς να υπακούμε στον Σωτήρα μας, γιατί, ενώ χαθήκαμε με την παρακοή, με την υπακοή και τη πίστη σ’ Αυτόν θα συναντήσουμε το πρόσωπο του Θεού και θα αγιασθούμε53.
47 Ιω. 11, 42.
48 Βλ. Ομιλία ΙΕ΄, PG 151, 181CD.
49 Ματθ. 9, 2.
50 Βλ. Ομιλία Ι΄, PG 151, 117CD.
51 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 192Β.
52 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 208A.
53 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 205Β.
19
1.3. Η κάθοδος του Παρακλήτου.
Το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος εκπορεύεται από τον αΐδιο και άναρχο Πατέρα, είναι συνάναρχο με τον Πατέρα και τον Υιό, είναι άχρονο αλλά όχι άναρχο, ενώ είναι και απαράλλακτο με τα άλλα δυο πρόσωπα, χωρίς της αγεννησίας και της γεννήσεως. Έχει δε αρχή και αιτία μόνο τον Πατέρα, από τον οποίο προήλθε αρρεύστως, απαθώς και εκπορευτώς, «ἐκ Πατρός την ὕπαρξιν ἔχον καὶ δι᾿ Υἱοῦ πεμπόμενον»54. Το πρόβλημα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, που είχε προκύψει με του Λατίνους, δεν εξετάζεται από τον άγιο σε καμιά από τις ομιλίες, που διασώθηκαν και κατεγράφησαν. Η αίρεση του Filioque, άλλωστε, εξετάζεται στους δύο αποδεικτικούς λόγους «Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», που είναι καθαρά δογματικές πραγματείες, στις οποίες ο Παλαμάς χρησιμοποιεί πλήθος πατερικών χωρίων, καταφεύγοντας στις θεολογικές προϋποθέσεις περί Τριάδος, για να αποδείξει ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός55 και όχι και εκ του Υιού, όπως βλασφήμως υποστηρίζουν ακόμη και σήμερα οι παπικοί56. Το Άγιο Πνεύμα είναι επίσης, συμφυές, συνεργό και ομότιμο με τον Πατέρα και τον Υιό, διότι δεν αποστέλλεται μόνο, αλλά είναι και αυτό το οποίο αποστέλλει τον από τον Πατέρα αποστελλόμενο Υιό57. Eίναι εκείνη η υπόσταση της Αγίας Τριάδος, που στην οικονομική φανέρωση επιτελεί το ειδικό έργο του αγιασμού και της τελειώσεως των πάντων. Γι’ αυτό και στο κεφάλαιο όπου εξετάζονται τα μυστήρια του Βαπτίσματος και της θείας Ευχαριστίας, είναι συχνές οι αναφορές του Παλαμά στο τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, καθώς με την επίκληση Του, κατέρχεται και επιτελεί τα μυστήρια58.
Την εορτή της Πεντηκοστής ο άγιος ομιλεί για την φανέρωση και την διανομή του Αγίου Πνεύματος, παρουσιάζοντας την έκχυση Του, σαν μία προαναγγελία του Πατέρα, που ξεκινάει από τη εποχή των προφητών
54 Βλ. Ομιλία Η΄, PG 151, 100C. Βλ. και Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως (κείμενο-μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Νίκου Ματσούκα), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 60.
55 Βλ. Λόγοι Αποδεικτικοί Δύο, Εισαγωγή, Π. Χρήστου, τομ. Α΄, σελ.16.
56 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ΙΔ’ αιώνα, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 36, 37.
57 Βλ. Ομιλία ΚΔ΄, PG 151, 308D.
58 Βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Γ΄, όπ. παρ., σελ. 99, 100.
20
στη Παλαιά Διαθήκη59, συνεχίζεται στη Καινή Διαθήκη από τον ίδιο τον Κύριο60 και εκπληρώνεται την Πεντηκοστή. Στη Παλαιά Διαθήκη όμως δεν υπάρχει μόνο η προαναγγελία, αλλά ο Θεός δια του στόματος των προφητών Ιωήλ61 και Δαυίδ62 φανερώνει και την προέλευση του θείου Πνεύματος, που είναι ο ίδιος ο Πατρικός κόλπος, λέγοντας: «ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα» και «ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς», αντίστοιχα63. Όταν, λοιπόν, ο Χριστός αναλήφθηκε, κάθισε στα δεξιά του Πατρός και από εκεί συνήργησε για την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές του, «καθάπερ καὶ συνεπηγγείλατο, τὴν ἐξ’ ὕψους δύναμιν»64.
Ενώ όμως το Πνεύμα το Άγιο δρούσε τόσο στην Παλαιά Διαθήκη, ομιλώντας δια του στόματος των προφητών και αναγγέλλοντας τα μέλλοντα, όσο και έπειτα δια των Αποστόλων, τελώντας θαύματα, τώρα, τη μέρα αυτή, πενήντα ημέρες μετά την ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου, φανερώνεται πλέον σε όλους «ἐν ἰδία ὑποστάσει», με τη μορφή πυρίνων γλωσσών, καθήμενο επάνω στους μαθητές. Η μεν μορφή των γλωσσών, σύμφωνα με τον ομιλητή, δεικνύει πρώτον τη συμφυΐα του Πνεύματος με το Λόγο του Θεού, αφού η γλώσσα είναι ότι πιο συγγενικό υπάρχει προς το λόγο και δεύτερον τη χάρη της διδασκαλίας, γιατί «γλώσσης κεχαριτωμένης ὁ κατὰ Χριστὸν διδάσκαλος δεῖται». Είναι πύρινες δε οι γλώσσες, όχι μόνο γιατί τα τρία πρόσωπα είναι ομοούσια, αλλά γιατί ο Θεός είναι και φωτιά που καίει τη «μοχθηρία»65. Τέλος, το πύρινο των γλωσσών υποδηλώνει και την διπλή ιδιότητα που έχει το αποστολικό κήρυγμα, να τιμωρεί και να ευεργετεί. Όπως δηλαδή η φωτιά μπορεί να φωτίσει και να κάψει, έτσι και ο λόγος της κατά Χριστόν διδασκαλίας, φωτίζει αυτούς που υπακούουν και παραδίδει στο αιώνιο πυρ τους απειθούντας66.
59 Ιεζ. 36, 26: «Δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ἐν ὑμῖν καὶ ἀφελῶ τὴν καρδίαν τὴν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκὸς ὑμῶν καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην».Βλ. και Ιωήλ. 3, 1 · Αριθμ. 11, 29.
60 Βλ. Ομιλία ΚΔ΄, PG 151, 313CD, 316A.
61 Ιωήλ. 2, 28.
62 Ψαλμ. 103, 31.
63 Βλ. Ομιλία ΚΔ΄, PG 151, 308BC.
64 Βλ. Ομιλία ΚΔ΄, PG 151, 309A.
65 Βλ. Ομιλία ΚΔ΄, PG 151, 312CD.
66 Βλ. Ομιλία ΚΔ΄, PG 151, 312D.
21
Στη Παλαιά Διαθήκη το πυρ συνδέεται με θεοφάνειες67 και είναι ορατό σημάδι της θεϊκής παρουσίας, όπως στη περίπτωση της πύρινης νεφέλης, που συνόδευε το λαό του Ισραήλ στη πορεία του68. Ενίοτε δε, στους προφήτες το συναντούμε και ως μέσο τιμωρίας των αμαρτωλών69. Στην πατερική παράδοση συναντούμε διάφορες ερμηνείες για τις «πύρινες γλώσσες» της Πεντηκοστής70. Σύμφωνα, πάντως, με τον μακαριστό καθηγητή Βασίλειο Στογιάννο, η παραπάνω ερμηνεία του Παλαμά συνοψίζει όλες τις παλαιότερες ερμηνείες που έχουν δοθεί, καθώς «στο κείμενο του Παλαμά βλέπουμε πως η ερμηνευτική παράδοση αξιοποιείται για να δώσει μια νέα οργανική σύνθεση, που συνδυάζει την πιστότητα στο λόγο της Γραφής με την ένταξή του στην εκκλησιαστική πραγματικότητα… Ο Παλαμάς ξέρει να ενορχηστρώνει σε πολυφωνική αρμονία τις διάφορες ερμηνευτικές φωνές, γιατί διαπνέεται από το πνεύμα και καθοδηγείται από το Πνεύμα της Πεντηκοστής»71.
Το Άγιο Πνεύμα, όμως, δίνεται αμέριστο από τον Πατέρα μόνο στον Χριστό, γι’ αυτό και οι πύρινες γλώσσες φάνηκαν να διαμερίζονται στους μαθητές. Δηλαδή, εκτός του Θεανθρώπου, που έχει ολόκληρη τη θεία δύναμη και την ενέργεια, σε κανέναν άλλον δε δίνεται ολόκληρη η Χάρη του Πνεύματος, «ἀλλ’ ἐκ μέρους ἕκαστος, ἄλλος ἄλλου τινὸς τυγχάνει τῶν χαρισμάτων». Η εξήγηση, που δίνει ο άγιος γι’ αυτό, είναι ότι αυτό που είναι χάρισμα και δωρεά του Αγίου Πνεύματος, δεν πρέπει να θεωρηθεί, πως αποτελεί φύση των αγίων. Εντούτοις, όμως, αποτελεί ιδιότητα του Αγίου Πνεύματος, ακόμη και όταν διαμερίζεται κατά τις διάφορες δυνάμεις και ενέργειες του, να είναι παρόν και να ενεργεί ολόκληρο, αμερίστως μεριζόμενο και ολοσχερώς μετεχόμενο72.
Παραθέτοντας πάντως ο Παλαμάς τα χαρακτηριστικά του Αγίου Πνεύματος, ιδιαίτερα δε την έννοια του ομοουσίου με τα άλλα δύο πρόσωπα, αποκλείει εμμέσως οποιαδήποτε εκδοχή περί κτιστότητας του Πνεύματος και κατ’ επέκταση περί κτιστών ενεργειών, διότι η ενέργεια
67 Εξ. 3, 2. 19, 17. 24, 17: «τὸ δὲ εἶδος τῆς δόξης κυρίου ὡσεὶ πῦρ φλέγον ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους ἐναντίον τῶν υἱῶν Ισραηλ».
68 Εξ. 13, 21 · Αρ. 14, 14.
69 Ωσ. 8, 14 · Ιεζ. 15, 7.
70 Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την Πεντηκοστήν λόγος β΄, PG 52, 809.
71 Βλ. Βασιλείου Στογιάννου, Η Πεντηκοστή (Πρ. 2, 1-13), ΕΕΘΣ/ΑΠΘ, τομ. 24, Ανάτυπο, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 209.
72 Βλ. Ομιλία ΚΔ΄, PG 151, 313AB. Βλ. και Α΄ Κορ. 12, 4-11.
22
εκάστου χαρακτηρίζει και την φύση του, σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο, τον οποίο πολλάκις μνημονεύει στα έργα του73. Αλλά και μόνο η εκπόρευση του Πνεύματος εκ του Πατρός, αποκλείει σύμφωνα με την τριαδική διδασκαλία του αγίου Επιφανίου, οποιαδήποτε τέτοια υπόνοια74. Έτσι, χωρίς να αναπτύσσεται μια ολοκληρωμένη διδασκαλία περί κτιστών και ακτίστων ενεργειών, όπως π.χ στο «Περί θείων ενεργειών» έργο του Παλαμά, δίδεται στις ομιλίες μια έμμεση απάντηση στους επικριτές του, που δέχονταν ότι η θεοποιός Χάρη είναι κτιστή75.
Αυτό λοιπόν το Άγιο Πνεύμα, αφού πρώτα καταύγασε με τη λάμψη του τους μαθητές του Χριστού, στη συνέχεια με αυτούς φώτισε ολόκληρη την οικουμένη. Η Χάρη δε του Αγίου Πνεύματος, διαδίδεται από γενεά σε γενεά με τη χειροτονία από τους αποστόλους στους διαδόχους τους μέχρι σήμερα και φωτίζει όσους υπακούουν στους πνευματικούς ποιμένες και διδασκάλους76. Εδώ όμως πρέπει να τονίσουμε, ότι βασική προϋπόθεση για να καθοδηγείται ο άνθρωπος από το πανάγιο Πνεύμα είναι να ζει εν μετανοία, παρά την αμαρτωλοτητά του, όπως ο Δαυίδ, διότι σε αυτούς που αμαρτάνουν αμετανόητα το θείο Πνεύμα απομακρύνεται. Όταν λοιπόν τα έργα και τα λόγια της ζωής μας διέπονται από αληθινή μετάνοια, τότε μόνο το Πνεύμα μας συνετίζει, μας φροντίζει, μένει μαζί μας και μας παρέχει την ουράνια σωτηρία77. Χαρακτηριστικό είναι δε, ότι το Άγιο Πνεύμα δεν θα παραμείνει κοντά μας μόνο μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, «ἀλλὰ πολλῶ μᾶλλον τοῖς ἀξίοις συμπαραμενεῖ, κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα ...ἀπαθανατίζον τούτων καὶ πληροῦν ἀϊδίου δόξης καὶ τὰ σώματα»78. Ένα δείγμα του τελευταίου, άλλωστε, είναι και το γεγονός ότι, πολλά από τα λείψανα των αγίων μας θαυματουργούν79, ευωδιάζουν ή αναβλύζουν μύρο, με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, όπως το μαρτυρικό σώμα του αγίου Δημητρίου, τη ζωή και το μαρτύριο του οποίου εγκωμιάζει ο επίσης άγιος της Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς80.
73 Βλ. Περί θείων ενεργειών, Π. Χρήστου, τομ. Β΄, σελ. 106: «τῆς μὲν ἀκτίστου ἐνεργείας ἄκτιστον δεικνύσης φύσιν, κτιστὴν δὲ τῆς κτιστῆς». Βλ. και Μαξίμου Ομολογητού, Ζήτησις μετά Πύρρου, PG 91, 341A.
74 Βλ. Νίκου Νικολαΐδη, Η Τριαδολογία του Αγίου Επιφανίου Κύπρου, όπ. παρ., σελ. 209.
75 Βλ. Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως, Π. Χρήστου, τομ. Β΄, σελ. 137.
76 Βλ. Ομιλία ΚΔ΄, PG 151, 316AB.
77 Βλ. Ομιλία ΝΘ΄, ΕΠΕ, τομ.11, σελ. 502.
78 Βλ. Ομιλία ΚΔ΄, PG 151, 317A.
79 Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 2, Π. Χρήστου, τομ. Α’, σελ. 518, 519.
80 Βλ. Ομιλία ΜΘ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 186.
23
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ ΩΣ ΔΩΡΕΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
2.1. Το έργο και η αποστολή των «υπερκόσμιων νοών».
Σε αρκετά σημεία των ομιλιών του, ο άγιος υπενθυμίζει πως όλος ο αόρατος και ορατός κόσμος κατασκευάστηκε από τον Θεό για τον άνθρωπο. Χαρακτηρίζονται μάλιστα, ως προγενέστερες δωρεές που κτίσθηκαν με φιλανθρωπία «ἐκ μὴ ὄντων» και δόθηκαν από τον Θεό προτού ακόμη πλασθεί ο άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος με τη γέννηση του απολαμβάνει όλη αυτή την κτίση, ορατή και αόρατη, η οποία δεν είναι κάποιου είδους απόδοση ή ανταπόδοση αλλά αληθινή δωρεά, όπως είπαμε, του μεγαλοτέχνη Δημιουργού81.
Ακόμη, λοιπόν, και αυτά τα πολυάριθμα και πολυειδή νοερά όντα, τα αγγελικά τάγματα, κτίσθηκαν και ορίστηκαν για να υπηρετούν το ανθρώπινο είδος, έχοντας ως αποστολή, άλλοι να είναι κοσμαγωγοί και αρχηγοί των εθνών και άλλοι διάκονοι «ὑπέρ τῶν μελλόντων κληρονομεῖν τὴν αἰωνίον σωτηρίαν»82, όπως αποκαλύπτει ο απόστολος Παύλος83. «Λειτουργούς του Θεού» ονομάζει πολύ εύστοχα, ο θείος Δαμασκηνός τους αγγέλους, που είναι ουσίες νοερές, αεικίνητες, αυτεξούσιες και ασώματες84. Στους πιστούς μάλιστα που τηρούν την εντολή της προσευχής και της νηστείας (σωματικής και πνευματικής), οι άγγελοι στρέφονται προς αυτούς και καθίστανται φύλακες και βοηθοί85, όπως συνέβη στη περίπτωση του προφήτη Δανιήλ86 και των τριών νέων στη Βαβυλώνα87. Σε άλλο πάλι σημείο οι άγγελοι παρουσιάζονται ως αγγελιοφόροι του Θεού, μεταφέροντας και αναφέροντας στον Κύριο τα πεπραγμένα των ανθρώπων. Μάλιστα κατά την ημέρα της κρίσεως, όσοι ήταν «ἀνηλεεῖς καὶ ἀμείλικτοι» προς τους συνανθρώπους τους, αυτοί θα
81 Βλ. Ομιλία ΝΑ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 216.
82 Βλ. Ομιλία ΛΣΤ΄, PG 151, 449D. Βλ. και Προς Γαβράν, Π. Χρήστου, τομ. Β’, σελ. 352 · Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, Π. Χρήστου, τομ. Ε’ , σελ. 60 · Πραξ. 12, 7-15 · Δαν. 10, 13.
83 Εβρ. 1, 14.
84 Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, (κείμενο- μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Νίκου Ματσούκα), όπ. παρ., σελ. 100.
85 Βλ. Ομιλία Ζ΄, PG 151, 93A.
86 Δαν. 9, 1. εε.
87 Δαν. 3, 25. εε.
24
δουν τους αγγέλους να παροτρύνουν το Θεό εναντίον τους88! Γενικότερα πάντως είναι γνωστό ότι, η Ορθόδοξη Παράδοση θέλει τους αγγέλους να επεμβαίνουν στη ζωή των ανθρώπων και να είναι αρωγοί στον πνευματικό τους αγώνα89. Εντούτοις αν και ασώματοι δεν είναι πανταχού παρόντες90, γι’ αυτό και όταν στέλνονται στη γη, δεν μένουν στον ουρανό, είναι δηλαδή περιγραπτοί91.
Αυτοί λοιπόν οι άυλοι άγγελοι πρωτύτερα ακόμη από το άλλο λογικό κτίσμα, τον άνθρωπο, ήταν αυτοί που δεν διαφύλαξαν την υπακοή προς τον Κτίστη, καθώς κάποιοι προσβλήθηκαν από τη νόσο της αποστασίας. Όσοι εκ των αγγέλων όμως δε νόσησαν από την υπερηφάνεια, αυτοί είναι φως, πληρούνται πάντοτε από φως και γίνονται συνεχώς φωτοειδέστεροι, «μακαρίως τῇ ἐμφύτῳ χρώμενοι τροπῇ καὶ χορεύοντες ἐν χαρᾷ περὶ τὸ πρῶτον φῶς»92. Προκόβουν λοιπόν οι άγγελοι επ’ άπειρον ως προς τη θεοπτία, «χωρητικωτέρους ὑπὸ τῆς προλαβούσης ἐπιτελούμενους πρὸς τὴν τρανοτέραν ἔλλαμψιν»93. Βλέπουν και δοξολογούν διαρκώς οι αγγελικές δυνάμεις την πηγή του φωτός και ταυτόχρονα ως διάκονοι αυτού του φωτός, μεταβιβάζουν τη φωτοποιό Χάρη προς τους «ὑποβεβηκότας τῶν φωτιζομένων»94. Φωτοδοτικό λοιπόν κατ’ εξοχήν το έργο των αγγελικών ταγμάτων, όπως αναφέρει και ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, στο έργο του «Περί της ουρανίου ιεραρχίας»95. Ως προς την ιδιότητα δε του ατρέπτου, που χαρακτηρίζει τους αγγέλους, ο Παλαμάς στην ομιλία του την εορτή των Χριστουγέννων, αναφέρει πως αιτία για την λάβουν ήταν η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, καθώς και εμπράκτως πλέον έμαθαν από το Δεσπότη, ότι η οδός που οδηγεί στη ομοίωση προς αυτόν δεν είναι η έπαρση, αλλά η ταπείνωση96.
88 Βλ. Ομιλία ΛΣΤ΄, PG 151, 457ΑΒ.
89Βλ. Δημητρίου Τσάμη, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 99, 100.
90 Βλ. Ομιλία ΙΘ΄, PG 151, 260A.
91Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, (κείμενο- μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Νίκου Ματσούκα), όπ. παρ., σελ. 102.
92 Βλ. Ομιλία ΚΒ΄, PG 151, 288C. Το φως αυτό με το οποίο περιλάμπονται οι άγγελοι, δεν το έχουν από τη φύση τους, αλλά το αποκτούν από μέθεξη, με τη στροφή και την υπηρεσία τους προς το Θεό. Γι’ αυτό και ο Παλαμάς τους ονομάζει και «δεύτερα φώτα». Βλ. Κατά Γρηγορά Δ΄, Π. Χρήστου, τομ. Δ΄, σελ. 368, 369.
93 Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 2, Π. Χρήστου, τομ. Α΄, σελ. 517.
94 Βλ. Ομιλία ΚΒ΄, PG 151, 288CD.
95 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί της ουρανίου ιεραρχίας, PG 3, 200D-201A.
96 Βλ. Ομιλία ΝΗ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 462.
25
Ενώ λοιπόν στην κατά σάρκα γέννηση του Κυρίου, οι άγγελοι παραδειγματίζονται από τον Δημιουργό τους ως προς αρετή της ταπεινώσεως και αναπέμπουν με τους ποιμένες κοινή δοξολογία97, την ημέρα της Αναστάσεως, συνεορτάζουν μαζί μας και αναλαμβάνουν ως αποστολή, να διαλευκάνουν και να διασαφηνίσουν το μυστήριο της μεγάλης αυτής Δεσποτικής εορτής. Γι’ αυτόν τον λόγο οι δύο άγγελοι, που παρουσιάζονται στον πανάγιο τάφο, είναι ενδεδυμένοι με το λευκό αναστάσιμο φως και όχι απλά και μόνο επειδή είναι εκ φύσεως καθαροί και φωτοειδείς. Ο ομιλητής δίνει διπλή ερμηνεία στο γεγονός ότι οι άγγελοι ήταν καθισμένοι επάνω στο άδειο μνήμα. Έτσι, ως αόρατοι, ήταν από τη πρώτη στιγμή της Αναστάσεως παρόντες, χωρίς όμως να γίνονται αντιληπτοί. Τώρα όμως φανερώθηκαν στη Παναγία για να αντιληφθεί την αξία τους, αναλογιζόμενη ποιοι είναι αυτοί που αν και παρόντες, προηγουμένως δεν μπορούσε να τους δει. Η δεύτερη ερμηνεία συνδέεται με το πόθο των αγγέλων να προσεγγίσουν όσο γίνεται περισσότερο, το μέρος όπου κείτονταν πριν το δεσποτικό σώμα98. Τέλος, σύμφωνα με τον άγιο φανερώνεται έμπρακτα, ότι Κύριος και αυτών ακόμη των αγγέλων είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αυτό αποδεικνύει η συμπεριφορά τους, όταν εμφανίζεται απέναντι τους ο αναστάς Κύριος, οπότε και «ἐξανέστησαν εὐθὺς καὶ τούτῳ μετ’ εὐλαβείας καὶ θάμβους ἐν οἰκετικῷ σχήματι προσέσχον ἀτενῶς»99. Εδώ ο Παλαμάς παρόλο που διασάφησε ότι οι άγγελοι είναι κτίσματα, ξεκαθαρίζει ότι Κύριος όλων είναι ο Χριστός. Ίσως ακόμη να υπήρχαν κάποιες αιρετικές παραφυάδες, που απέδιδαν στους αγγέλους τιμή ίδια με αυτή του Χριστού ή και μεγαλύτερη100! Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σχέση των αύλων ταξιαρχιών με το πρόσωπο της Θεοτόκου, για την οποία όμως θα αναφερθούμε σε άλλη παράγραφο.
2.2. Η ορατή κτίση, ως «κάτοπτρο των υπερκοσμίων».
Έχοντας μάρτυρα τον θεόπτη Μωυσή, ο οποίος έπειτα από πολυήμερη νηστεία επάνω στο όρος Σινά, συνομιλεί με τον ίδιο το Θεό,
97 Λουκ. 2, 14.
98 Βλ. Ομιλία Κ΄, PG 151, 268BC.
99 Βλ. Ομιλία Κ΄, PG 151, 269A.
100 Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 873B.
26
διδασκόμαστε μέσω της Γραφής, ότι «αὐτός», δηλαδή ο Θεός, «ἐστιν ὁ ἀεὶ ὢν καὶ πρὸς τὸ μὴ ὂν οὐκ ἰών, ἀλλὰ καὶ τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα καλῶν, καὶ ἐκ μὴ ὄντων τὰ πάντα παραγαγὼν καὶ πρὸς τὸ μὴ ὂν διαπεσεῖν οὐκ ἐῶν». Όλα αυτά έγιναν μόνο το νεύμα και το θέλημα Του101, απολύτως δηλαδή ελεύθερα, όπως μαρτυρεί η αγία Γραφή και η ιερή Παράδοση, χωρίς να υπάρχει πίεση ή εξαναγκασμός, ή ανάγκη102. Αυτός λοιπόν παρήγαγε την αισθητή κτίση «ἐκ μὴ ὄντων», δημιουργώντας στην αρχή τον ουρανό και τη γη, «οἷον τινα ὕλην πανδεχῆ καὶ δυνάμει τὰ πάντα φέρουσαν». Το τελευταίο μάλιστα αποτελεί ένα ισχυρό «ράπισμα» για αυτούς που θεωρούν, ότι η ύλη προϋπήρχε αυτοτελώς103, τους παραχαράκτες της αληθείας, όπως τους ονομάζει ο Μέγας Βασίλειος104. Ενώ δηλαδή για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, είναι αδύνατη η δημιουργία χωρίς τη προΰπαρξη κάποιου πρωταρχικού υλικού, αντίθετα για τον Παλαμά, αλλά και για όλη τη βιβλική και πατερική παράδοση, ο κόσμος προήλθε από το μη ον με μόνη την ελεύθερη βούληση και ενέργεια του Θεού105. Ο Θεός δηλαδή, είναι ο δημιουργός της ίδιας της ουσίας της ύλης και όχι απλώς διαμορφωτής της άμορφης ύλης106.
Ο Παλαμάς παρουσιάζει τον Θεό ως αριστοτέχνη, ο οποίος εξάγοντας από κρυφό θησαυροφυλάκιο αυτά, τα οποία είχε κατά είδος φυλαγμένα, καλλιεργεί και στολίζει τον κόσμο, με μόνο το πρόσταγμα του σε έξι ημέρες107. Αυτή η έννοια του προστάγματος είναι που ουσιαστικά ξεχωρίζει τον Δημιουργό από τα δημιουργήματα του, φανερώνοντας όχι μόνο την αυθεντία του, αλλά και την κυριαρχική του δύναμη πάνω σ’ αυτά108. Χρησιμοποιώντας λοιπόν ο άγιος, ζωντανές και παραστατικές εικόνες, αρχιτεκτονικούς όρους, αλλά και όρους της
101 Βλ. Ομιλία ΣΤ΄, PG 151, 80AB.
102Βλ. Νικολάου Ξεξάκη, Η θεολογία της «εξ’ ουκ όντων» δημιουργίας του κόσμου, ΕΕΘΣ/ΠΑ, Τόμος ΛΣΤ΄, Ανάτυπο, Αθήνα 2001, σελ. 663, 664.
103Βλ. Ομιλία ΣΤ΄, PG 151, 80B. Βλ. και Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, (κείμενο-μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Νίκου Ματσούκα), όπ.παρ., σελ. 108.
104 Βλ. Βασιλείου Καισαρείας, Εις την Εξαήμερον, PG 29, 29CD.
105Βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β’, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 63, 64.
106Βλ. Νίκου Ματσούκα, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 161, 162.
107 Βλ. Ομιλία ΣΤ΄, PG 151, 80C.
108 Βλ. Σταύρου Καλαντζάκη, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός, Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 96, 97.
27
φυσικής επιστήμης της εποχής του, περιγράφει την αρμονία, την άριστη συμφωνία και την απόλυτη τάξη, με την οποία συνετέθησαν όλα, τόσο μεταξύ τους, όσο και προς το γενικότερο σύνολο. Ως κέντρο της δημιουργίας λαμβάνεται η γη, γύρω από την οποία τοποθετείται ο αεικίνητος ουρανός και με όλα τα ενδιάμεσα συνδεδεμένα με σοφία ώστε να υπάρχει τελικά απόλυτη ισορροπία μεταξύ στάσης και κίνησης109. Όπως ο ιερός Δαμασκηνός110, έτσι και ο Παλαμάς διαχωρίζει τα υλικά σώματα σε ελαφριά, τα οποία είναι δραστικής φύσεως και σε βαριά παθητικής φύσεως. Τα ελαφριά τοποθετήθηκαν υψηλότερα από τα βαρύτερα, αλλά κινούνται όλα σε τέτοια απόσταση μεταξύ τους, η οποία εξασφαλίζει τόσο τις ωφέλιμες εποχικές εναλλαγές, όσο και τις υπόλοιπες χρονικές διαφορές111. Αλλού πάλι ο Θεός παρουσιάζεται να απλώνει τον ουρανό, σαν να στήνει κάποια σκηνή «κοινή και ομότιμη» για όλους μας. Στη σκηνή αυτή, τοποθετεί ο Παλαμάς ως προσωρινούς ενοίκους τους ανθρώπους, που ναι μεν μπορούν να απολαμβάνουν όλα τα αγαθά, αλλά οφείλουν να διδάσκονται, ότι η επίγεια ζωή τους είναι πρόσκαιρη112.
Σημαντικό πάντως είναι ότι όλα ο Θεός τα έκτισε, τα διέταξε και τα διακόσμησε όχι μόνο για χάρη του παγκόσμιου κάλλους και της πολυειδούς ωφελείας, αλλά κυρίως αυτό που τονίζεται διαρκώς στις Ομιλίες είναι, ότι όλη αυτή η κτίση, όπως και η ίδια ακόμη η βασιλεία των ουρανών, ετοιμάσθηκε για να υποδεχθεί και να υπηρετεί το ανώτερο από όλα τα κτίσματα, τον άνθρωπο113. Άλλωστε όλα αυτά δεν τα χρειάζεται ούτε η νοερά φύσις που είναι υπεραισθητή, ούτε η φύσις των άλογων ζώων, που ζει μόνο κατ’ αίσθηση. Μόνο ο άνθρωπος μπορεί με την αίσθηση να απολαμβάνει τις δωρεές αυτές και το κάλλος της ορατής κτίσης, ενώ με το νου του μπορεί να τα αντιλαμβάνεται 114.
Αξιοσημείωτος είναι και ο παραλληλισμός που γίνεται από τον άγιο των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα κατά τη δημιουργία, τόσο με την υπεραγία Θεοτόκο, τα οποία όμως θα αναφερθούν σε άλλο κεφάλαιο,
109 Βλ. Ομιλία ΣΤ΄, PG 151, 80C.
110Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, (κείμενο- μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Νίκου Ματσούκα), όπ. παρ., σελ. 110.
111 Βλ. Ομιλία ΣΤ΄, PG 151, 80D, 81A.
112 Βλ. Ομιλία Γ΄, PG 151, 33CD.
113 Βλ. Ομιλία ΣΤ΄, PG 151, 81B.
114 Βλ. Ομιλία Γ΄, PG 151, 33D, 36A.
28
όσο και με άλλα περιστατικά της Καινής Διαθήκης. Στην Ομιλία λοιπόν, που εκφωνήθηκε τη δεκάτη πέμπτη Κυριακή του Λουκά, ο αρχιτελώνης Ζακχαίος απαλλάσσεται και διορθώνεται από το φοβερό σκότος της φιλαργυρίας, με έναν απλό λόγο του Ιησού115, κατά τον ίδιο απλό τρόπο με τον οποίο περιγράφεται στη Γένεση116 η σύσταση του φωτός, όπου διαλύεται το σκότος και καταφωτίζεται η κτίση117.
Ο δεύτερος πραγματικά πρωτότυπος παραλληλισμός γίνεται από τον θεόπνευστο ομιλητή, με αφορμή μια λέξη του ευαγγελικού αναγνώσματος, φανερώνοντας την σε βάθος γνώση των Γραφών και των πατερικών κειμένων, αλλά και την ικανότητά του αγίου να συνδέει με παραστατικό και απλό τρόπο, χωρία με ποικίλο περιεχόμενο, προς πνευματική ωφέλεια πάντοτε των ακροατών.
Η λέξη «διήρχετο» λοιπόν, αναφέρεται στον Ιησού που, αφού μπήκε στη Ιεριχώ, διερχόταν αυτήν. Ο Κύριος λοιπόν είναι ο «Ήλιος της δικαιοσύνης», στον οποίο υπάρχει το πλήρωμα τη θεότητας, είναι ο βασιλέας του παντός, και «οὑκ ἐφ' ἑνὸς τόπου καθῆσθαι ἠνέσχετο, ἀλλὰ περιιέναι εὐδόκησε», διέρχονταν δηλαδή σε όση έκταση ήταν απαραίτητο, έως ότου απεργασθεί τη σωτηρία των ανθρώπων118. Κατά παρόμοιο τρόπο o Θεός στην αρχή της δημιουργίας συνήγαγε σε ένα δίσκο όλο το φως, καθιστώντας έτσι βασιλέα της ημέρας τον ήλιο119, τον οποίο «οὑκ ἀφῆκεν ἑστάναι, ἀλλὰ περιπολοῦντα πεποίηκεν», όχι σε όλο τον ουρανό αλλά στο μεσαίο μέρος του ζωδιακού πόλου120.
Τέλος δεν θα μπορούσε να μην υπάρχει αναφορά στις Ομιλίες και στην έβδομη μέρα, την επομένη δηλαδή της δημιουργίας του ανθρώπου, για την οποία θα αναφερθούμε αμέσως παρακάτω, όπου ο Θεός όχι μόνο κατέπαυσε τα έργα του την ημέρα αυτή, αλλά ταυτοχρόνως την ευλόγησε και την αγίασε121, διότι, όπως υποστηρίζει ο Παλαμάς, ο Θεός θέλει να μας δείξει ότι πρέπει να αποζητούμε τα πνευματικά έργα, περισσότερο από οτιδήποτε, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή είναι ένα είδος επανόδου δια της
115 Λουκ. 19, 5: «σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι».
116 Γεν. 1, 3.
117 Βλ. Ομιλία ΞΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 564.
118 Πραξ. 10, 38.
119 Ψαλμ. 135, 8.
120 Βλ. Ομιλία ΞΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 564, 566.
121 Γεν. 2, 3.
29
καταπαύσεως «ἀπὸ τῶν κάτω πρὸς ἐκεῖνα τὰ κρείττω καὶ ὑπερκόσμια»122. Μετά δηλαδή την ευλογία και τον αγιασμό, δίδεται στον άνθρωπο μια ημέρα πνευματικής περισυλλογής, λατρείας και δοξολογίας του Δημιουργού και επικοινωνίας με Αυτόν123. Στηριζόμενος δε στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη124, λέγει ο Παλαμάς, ότι ο Θεός συγκαταβαίνει φιλανθρώπως και κατασκευάζει τον αισθητό κόσμο μας σε έξι ημέρες. Την έβδομη όμως, «εἰς τὸ οἰκεῖον ὕψος, ὃ μηδ’ ἀπέλιπε, θεοπρεπῶς ἐπανῆλθε», υποδεικνύοντας την κατ’ αυτήν κατάπαυση ως ευλογημένη και διδάσκοντας μας παράλληλα, να ζητούμε να εισέλθουμε, «εἰς ἐκείνην τὴν κατάπαυσιν, ἥτις ἐστὶν ἡ κατὰ νοῦν ἡμῶν θεωρία καὶ ἡ διὰ ταύτης πρὸς Θεὸν ἀνάνευσις»125.
2.3. Ο άνθρωπος, ως εικόνα του Θεού.
Αφού ο Θεός δημιούργησε τα πάντα από την ανυπαρξία, στο τέλος ως κορωνίδα και επιστέγασμα όλης της δημιουργίας126, δημιούργησε τον άνθρωπο, στον οποίο συγκεφαλαίωσε ολόκληρη την κτίση. Κτίσθηκε τελευταίος μάλιστα, σύμφωνα με τον άγιο, ώστε να μπορεί να είναι μέτοχος τόσο του ορατού όσο και του αόρατου κόσμου, καθώς μόνο στον άνθρωπο συνυπάρχει ο νους και η αίσθηση127, όπως θα δούμε παρακάτω. Συγκεντρώνοντας λοιπόν ο άνθρωπος τους δύο αυτούς κόσμους στον εαυτό του, μπορεί να συμμετέχει σε όλες τις σφαίρες του κτιστού σύμπαντος128. Πολύ ωραία αποδίδεται αυτή η έννοια από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή: «ἔσχατος ἐπεισάγεται τοῖς οὖσιν ὁ ἄνθρωπος, οἱονεὶ σύνδεσμός τις φυσικός τοῖς καθόλου διὰ τῶν οίκείων μερῶν μεσιτεύων ἄκροις, καὶ εἰς ἓν ἄγων ἐν ἑαυτῷ τὰ πολλῷ κατὰ τὴν φύσιν ἀλλήλων διεστηκότα τῷ διαστήματι»129.
122 Βλ. Ομιλία ΙΖ΄, PG 151, 225ΑB.
123 Βλ. Σταύρου Καλαντζάκη, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός, Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, όπ. παρ., σελ. 318, 319.
124 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων, PG 3, 712ΑΒ.
125 Βλ. Ομιλία ΙΖ΄, PG 151, 225BC.
126 Βλ. Παναγιώτου Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Α΄, όπ. παρ., σελ. 458.
127 Βλ. Ομιλία ΚΣΤ΄, PG 151, 332C.
128 Βλ. Βλαδίμηρου Λόσκυ, Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, (μετάφραση Στέλλας Πλευράκη), Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 121.
129 Βλ. Μαξίμου Ομολογητη, Περί αποριών, PG 91, 1305ΒC.
30
Ο τρόπος βέβαια κατασκευής του ανθρώπου από το χώμα είναι τόσο παράδοξος, όσο ακατανόητο είναι και το μυστήριο της συλλήψεως του Θεανθρώπου από την Αειπάρθενη. Στη προσπάθεια του ο Παλαμάς να καταδείξει πόσο απερινόητο είναι αυτό το μυστήριο, χρησιμοποιεί ανθρωπολογικούς όρους της εποχής του, μιλώντας για νεύρα, σάρκα, αισθητήρια όργανα, οστά που διαιρούνται και συνενώνονται, καθώς και για σπλάχνα και χυμούς που συνθέτουν το ανθρώπινο σώμα. Ακόμη και ο ίδιος ο Μωυσής αδυνατεί να καταδείξει τον τρόπο, με τον οποίο έγιναν όλα αυτά, δεν μπορεί δηλαδή να απάντηση στο «πώς», παρά μόνο στο «ποιος»130.
Η απάντηση στο «ποιος» είναι φυσικά ο Θεός, ο οποίος είναι ο κοινός τεχνίτης τόσο του κόσμου, όσο και του ανθρώπου, με αποτέλεσμα οι δύο κατασκευές να παρουσιάζουν μεγάλη συγγένεια μεταξύ τους, υπερέχοντας όμως ταυτόχρονα, ο ένας προς το μέγεθος και ο άλλος προς τη σύνεση. Μια παραστατική εικόνα που συνδέει τη σχέση ανθρώπου και κόσμου, είναι αυτή του πολύτιμου αντικειμένου που υπάρχει μέσα σε μια μεγάλη οικία, το οποίο φυσικά είναι κατά πολύ πολυτιμότερο από αυτό που το περιέχει131.
Η υπεροχή του ανθρώπου έγκειται στο ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν». Εκτός από το σώμα, έλαβε ο άνθρωπος από τον ίδιο το Θεό, με απόρρητο εμφύσημα, την ψυχή132, που αποτελεί τη σφραγίδα που έβαλε ο Δημιουργός στο ανώτερο κτίσμα του. Η ψυχή είναι αυτή που συνέχει το σώμα, με το οποίο συνεκτίσθη, είναι πανταχού του σώματος, «οὐχ ὡς ἐν τόπῳ, οὐδ’ ὡς περιεχομένη, ἀλλ’ ὡς συνέχουσά τε καὶ περιέχουσα τὸ σῶμα, κατ’ εἰκόνα καὶ τοῦτ’ ἔχουσα Θεοῦ»133.
Σε ομιλία που εκφωνήθηκε τον καιρό του θερισμού και στην οποία ο άγιος ομιλεί συμβολικά περί του πνευματικού θέρους, ο ουρανός και η γη συγκρίνονται με τον ανθρώπινο νου και την ανθρώπινη αίσθηση αντίστοιχα, με τα δύο τελευταία να είναι φυσικά κατά πολύ ανώτερα. Ο μεν νους είναι κατ’ εικόνα του ίδιου του Θεού και αναγνωρίζει τον Δημιουργό, η δε αίσθηση είναι αυτή που αντιλαμβάνεται και διαπιστώνει
130 Βλ. Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 168CD.
131 Βλ. Ομιλία ΚΣΤ΄, PG 151, 332D, 333A.
132 Βλ. Ομιλία ΣΤ΄, PG 151, 81BC. Βλ. και Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, Π. Χρήστου, τομ. Ε’, σελ. 48.
133 Βλ. Ομιλία ΙΘ΄, PG 151, 260A.
31
όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, χαρίζοντας ουσιαστικά την αρχή στις λογικές επιστήμες. Εκτός όμως από το νου και την αίσθηση, ο σοφός Δεσπότης μας προίκισε και με ποικίλα χαρίσματα, γνωστικές δυνάμεις134 και ενέβαλε μέσα μας ό,τι είναι απαραίτητο για να καθοδηγούμαστε προς την αρετή. Υπάρχει μέσα μας επίσης, ως έμφυτος νόμος, η προσωπική συνείδηση η οποία λειτουργεί ως «ἀπαρέγκλιτη στάθμη» και «ἀνεξαπάτητος κριτὴς», που μας οδηγεί στην κατανόηση του αγαθού135. Εκτός της συνειδήσεως, ενυπάρχουν μέσα μας φυσικώς, η κριτική ικανότητα, η θέληση, αλλά και η επιθυμία να αγαθοποιούμε τόσο τους άλλους όσο και τον εαυτό μας και αυτό, διότι έχουμε γίνει κατ’ εικόνα του αγαθού Θεού136. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι στον Παλαμά, η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο δεν αναφέρεται μόνο σ’ ένα μέρος του, όπως για παράδειγμα τη ψυχή, το σώμα, τη συνείδηση ή το νου του, αλλά σε ολόκληρο τον άνθρωπο, ως μοναδικό πρόσωπο, που ανακεφαλαιώνει όλη την κτίση137.
Πλάθοντας όμως ο Θεός τον προπάτορά μας Αδάμ, ενεφύσησε σ’ αυτόν και τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, διατηρώντας έτσι το καθ’ ομοίωσιν138. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, επίσης, ανάγει αυτήν την παροχή της άκτιστης Χάρης προς τον άνθρωπο στο «εμφύσημα» του Θεού. Ερμηνεύοντας μάλιστα το σχετικό χωρίο της Γενέσεως139, παρατηρεί, ότι αυτό το «εμφύσημα» παρέχεται στην ανθρώπινη φύση για την τελείωση της140. Δόθηκε δηλαδή με το «καθ’ ομοίωσιν», η δυνατότητα στον άνθρωπο να αναδειχθεί και να τελειωθεί, ως «καινός» άνθρωπος141, να γίνει δηλαδή χωρητικός της μακαριότητας της θείας κληρονομίας, για την οποία έγιναν όλα τα ορατά και τα αόρατα142. Σε σχέση πάντως με τους
134 Βλ. Ομιλία ΚΣΤ΄, PG 151, 332D, 333ABC.
135 Βλ. Ομιλία Γ΄, PG 151, 36B.
136 Βλ. Ομιλία ΜΕ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 76.
137 Βλ. Αθανασίου Γιέφτιτς, Φως Ιλαρόν, όπ. παρ., σελ. 56, 57.
138 Βλ. Ομιλία ΝΔ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 360.
139 Γεν. 2, 7.
140 Βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θησαυροί, PG 75, 584D. Βλ. και Δημητρίου Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατα την πατερική παράδοση του ΙΔ’ αιώνα, όπ. παρ., σελ. 51, 52.
141 Βλ. Βασιλείου Τσίγκου, Ο ανακαινισμός του ανθρώπου κατά τη δογματική διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, όπ.παρ., σελ 52.
142 Βλ. Ομιλία Γ΄, PG 151, 53D, 54A.
32
αγγέλους, σύμφωνα με τον Παλαμά, ο άνθρωπος, ενώ υπερτερεί ως προς το «κατ’ εἰκόνα», υστερεί ως προς το «καθ’ ὁμοίωσιν»143.
Την Κυριακή των Πατέρων, άλλωστε, μιλώντας ο άγιος περί της κατά σάρκα γενεαλογίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, επισημαίνει το γεγονός, πως ο ευαγγελιστής Λουκάς, συντάσσοντας τη γενεαλογία, φτάνει όχι μόνο μέχρι τον Αδάμ, «ἀλλὰ καὶ τὸν Θεὸν ἐν τοῖς κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοῦ Χριστοῦ προπάτορσι συνηρίθμησεν». Αυτό δεικνύει, κατά τον Παλαμά, ότι εξ’ αρχής ο άνθρωπος δεν ήταν μόνο κτίσμα του Θεού, αλλά και χαρισματικώς υιός ως προς το πνεύμα, το οποίο του δόθηκε τότε μαζί με τη ψυχή μέσω του ζωαρχικού εμφυσήματος. Αυτό ήταν και ένα είδος αρραβώνα, μέσω του οποίου θα μπορούσε ο άνθρωπος να ενωθεί με το Θεό και να γίνει μέτοχος της αιώνιας ζωής, εφόσον τηρούσε την εντολή, που του δόθηκε στον Παράδεισο144.
Η αθέτηση αυτής της εντολής ήταν αποτέλεσμα λανθασμένης χρήσης μιας άλλης μεγάλης θεϊκής δωρεάς, του αυτεξουσίου, που χαρακτηρίζει μόνο τη λογική φύση145. Ενώ η δωρεά αυτή δόθηκε, για να εμποδίσει το θάνατο να εισέλθει στη ζωή μας, εντούτοις κάνοντας ο άνθρωπος κακή χρήση της οδηγήθηκε στο σωματικό και ψυχικό θάνατο146. Μπορούμε βέβαια τώρα, όπως θα δούμε στο τελευταίο κεφάλαιο, με τη σωστή χρήση του να ομοιάσουμε το Θεό και να γίνουμε υιοί Του κατά Χάρη. Πάντως, αν και ο Θεός είχε προβλέψει τη λαθεμένη χρήση του αυτεξουσίου, λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος ότι: «Εἰ καὶ μόνος εἷς ἔμελλεν ἔσεσθαι ὁ ἀγαθός, οὐδ’ οὕτω τῆς δημιουργίας ἀφεῖσθαι δίκαιον»147.
Επιπλέον, σημαντικός λόγος για τον οποίο ο Θεός, παρόλο που προγνώριζε τη πτώση μας και τη μετέπειτα πορεία μας, όχι μόνο δεν απέτρεψε την ανθρώπινη δημιουργία, αλλά στόλισε την ανθρώπινη φύση με όλες αυτές τις δωρεές, ήταν και διότι ήξερε ότι κάποια στιγμή θα καταστήσει τη φύση μας και δική του ενδυμασία, κάνοντάς την έτσι κατά πολύ ανώτερη και τοποθετώντας την στα ουράνια148.
143 Βλ. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, Π. Χρήστου, τομ. Ε’, σελ. 71, 72 · Κεφάλαια φυσικά και θεολογικά, PG 150, 1145D-1148A.
144 Βλ. Ομιλία ΝΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 426.
145 Βλ. Ομιλία ΚΒ΄, PG 151, 288Β.
146 Βλ. Ομιλία ΛΑ΄, PG 151, 388D, 389A.
147 Βλ. Ομιλία ΜΑ΄, PG 151, 517D.
148 Βλ. Ομιλία ΚΣΤ΄, PG 151, 333B.
33
2.4. Ο «αρχέκακος όφις» και η απώλεια της «άφθαρτης τρυφής».
Της πτώσεως και εξώσεως των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, προηγείται η φοβερή πτώση του Εωσφόρου, ο οποίος όντας κτίσμα δεν αρκέστηκε στην ύψιστη θέση που κατείχε μεταξύ των ασωμάτων δυνάμεων και θέλησε, από έπαρση, να εξομοιωθεί ως προς την υπεροχή, με τον ίδιο τον Κτίστη149. Ο Σατανάς «αφηνίασε», όπως λέγεται χαρακτηριστικά, και αθέτησε την υπόσχεση υποταγής που είχε δώσει στον Θεό, με αποτέλεσμα να ξεπέσει από το φώς και να περιπέσει πλέον στο σκότος150. Από τη νόσο της αποστασίας όμως προσβλήθηκαν και άλλοι άγγελοι μαζί με τον διάβολο, ώστε «οἱ τῆς πονηρίας πάντες ἄγγελοι οἷον αὐτοσκότος ὄντες, ὡς μὴ κατὰ μετοχὴν τοῦτο γεγονότες, ἀλλ’ ἀρχὴ καὶ πλήρωμα τῆς ἀπειθείας ὄντες», αποτελώντας μάλιστα την ρίζα και τη πηγή κάθε αμαρτίας151. Δαιμονίστηκαν δηλαδή αυτοί οι άγγελοι, μένοντας μακριά από τη θεοποιό ενέργεια και δόξα και αναπτύσσουν πλέον καταστροφικές δυνάμεις152. Η στρατιά αυτή των δαιμονικών αγγέλων, που κινείται μανιωδώς εναντίον μας153, έχει, όπως λέει και ο μακαριστός καθηγητής Ιωάννης Ρωμανίδης, την ίδια διδασκαλία με τον αρχηγό τους τον Σατανά, ο οποίος όχι μόνο είναι πηγή της αμαρτίας, όπως προαναφέρθηκε, αλλά δια του φόβου και του ψεύδους υποκινεί την αμαρτία κατά διαφόρους βαθμούς154.
Όχι όμως μόνο της αμαρτίας αλλά και του ίδιου του θανάτου είναι πρόξενος ο αρχέκακος όφις, διότι αυτομολώντας προς την κακία στερήθηκε την αγαθή και αληθινή ζωή και έγινε νεκρό πνεύμα, όχι ως προς την ουσία, αλλά ως προς την αποβολή της όντως ζωής. Έχοντας μάλιστα μεγάλη ορμή προς την κακία, όχι μόνο κατέστησε τον εαυτό του νεκροποιό πνεύμα, αλλά και «τὸν ἄνθρωπο ἐπισπασάμενος πρὸς κοινωνίαν τῆς οἰκείας νεκρώσεως»155, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
149 Βλ. Ομιλία ΝΗ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 460.
150 Β. Πέτρ. 2, 4.
151 Βλ. Ομιλία ΚΒ΄, PG 151, 288D, 289A.
152Βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Β’, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 189.
153 Βλ. Ομιλία ΚΓ΄, PG 151, 305Β. Βλ. και Ιω. 8, 14.
154 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, Το προπατορικό αμάρτημα, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 67, 69.
155 Βλ. Ομιλία ΛΑ΄, PG 151, 396C.
34
Αυτή η πτώση του Σατανά, είναι αθεράπευτη και χωρίς επιστροφή, «ὡς μὴ κατὰ μετοχὴν τὴν ἔπαρσιν κεκτημένος, ἀλλ' αὐτοκακία καὶ πλήρωμα κακὶας γεγενημένος καὶ πρὸς μέθεξιν τοῦ κακοῦ τοῖς βουλομένοις προκείμενος»156. Σε αντίθεση μάλιστα με τον άνθρωπο, που, αν και καταδικάσθηκε σε θάνατο, έχει τη δυνατότητα να μετανοήσει στη πρόσκαιρη αυτή ζωή, ο Σατανάς και οι δαίμονες παραμένουν αμετανόητοι157. Όπως δηλαδή για τους ανθρώπους δεν υπάρχει μετάνοια μετά τον θάνατο, έτσι και για τους δαίμονες μετά την έκπτωση τους158.
Ο άνθρωπος, όπως είπαμε, ως το ανώτερο και τελειότερο από όλα τα δημιουργήματα του Παντοκράτορα, έλαβε ως κατοικία τον Παράδεισο, όπου είχε τη δυνατότητα να συνομιλεί αυτοπροσώπως με τον ίδιο τον Πλάστη του. Έλαβε όμως μία εντολή απ’ το Θεό, που όριζε την εκεί αρμόζουσα νηστεία, την οποία αν κρατούσε και διατηρούσε, θα παρέμενε αθάνατος, «ἀκάματος» και «ἄλυπος»159. Η εντολή αυτή δεν έχει την έννοια της απειλής από το Θεό, για την ποινή που θα επέβαλε στους πρωτοπλάστους, αν παρέβαιναν το θέλημα του, αλλά, σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, ήταν μια φιλάνθρωπη προειδοποίηση160.
Αυτήν τη θεϊκή δόξα, με την οποία περιλάμπονταν οι πρωτόπλαστοι, αλλά και τον τόπο της άφθαρτης μακαριότητας που απολάμβαναν, φθόνησε ο ανθρωποκτόνος Σατανάς. Ως βασικότεροι λόγοι, για τους οποίους ο τελευταίος κινήθηκε εναντίον μας υποδουλώνοντας τη φύση μας, αναφέρονται ο φθόνος, η ζηλοτυπία, το μίσος και ο δόλος. Όλα αυτά οδηγούν τον μισάνθρωπο όφι να καταστρέψει το τελειότερο πλάσμα του Θεού, επιτιθέμενος όχι κατά πρόσωπο αλλά με δόλο και πονηρία, καταφέρνοντας τελικά δια της αντίθεης συμβουλής, να χύσει σαν δηλητήριο τη θανατηφόρα δύναμη, την
156 Βλ. Ομιλία ΝΗ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 460.
157 Βλ. Ομιλία ΚΒ΄, PG 151, 288D, 289A: «οἱ μὲν τῆς πονηρίας πάντες άγγελοι…ἀσύγγνωστον ἔχουσι τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἀκρατῶς ἐπὶ τὸ σκοτοειδέστερον ἀεὶ χωροῦσι, προκόπτοντες καθ’ ἑαυτῶν καὶ ἀνεπιστρόφως ἔχοντες πρὸς τὸ πάσης λογικῆς φύσεως φωτιστικόν. Ἡμῖν δὲ ὡς μὴ αὐτοκινήτοις ἐπὶ τὸ κακὸν γεγενημένοις μετ’ ἐλέους ἡ παρὰ τοῦ Θεοῦ παιδεία ἐξ’ ἀρχῆς ἐπάγεται· εἰ γὰρ καὶ κατεδικάσθημεν θανάτῳ, ἀλλὰ μετὰ τὸ λαβεῖν μετανοίας προθεσμίαν τὸν πολυετῆ χρόνον, ὃν ὁ Αδὰμ μετὰ τὴν παρακοὴν ἐπέζησε καὶ ὃν ἕκαστος διαβιοῦμεν».
158 Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 877C.
159 Βλ. Ομιλία ΣΤ΄, PG 151, 81C.
160Βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ’, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 33.
35
οποία έχει μέσα του, ως ο πρώτος αποστατών από την αληθινή ζωή161, αλλά και ως πηγή παντός ψεύδους162. Σε όλα τα συγγράμματα του, ο Παλαμάς φαίνεται ότι ακολουθεί τη βιβλική και πατερική παράδοση, που υποστηρίζει ότι αιτία και πηγή όλων των κακών είναι ο διάβολος. Άλλωστε και όλοι οι χαρακτηρισμοί, που αποδίδει ο άγιος στον Σατανά, φανερώνουν και την υπόσταση του163.
Συχνά επαναλαμβάνεται ότι ο άνθρωπος, εκουσίως, αποδέχτηκε τη θανατηφόρο αυτή συμβουλή164, καταλύοντας ουσιαστικά την εντεταλμένη υπό του Θεού νηστεία, που του εξασφάλιζε την αθανασία. Σε ομιλία που εκφωνήθηκε το πρωί της Τετάρτης, της πρώτης εβδομάδος των Νηστειών165, αντιπαραβάλλεται η κατάλυση της παραδείσιας αυτής νηστείας, που μας οδήγησε από τη ζωή στο θάνατο, τόσο με τη νηστεία που τήρησε επάνω στο Σινά, ο ελευθερωτής του Αβραμιαίου γένους, Μωυσής, όσο και με τη νηστεία στην έρημο, του Χριστού που ελευθέρωσε το ανθρώπινο γένος166.
O άνθρωπος, επομένως, πρώτος αυτός εγκαταλείπει το Θεό και οδηγείται τελικά στη νέκρωση, όπως λέγεται χαρακτηριστικά. Η νέκρωση αυτή μεταδόθηκε από τον διάβολο στους προπάτορες του γένους μας, αφού «ὁ Σατᾶν οὐ νεκρόν ἐστι πνεῦμα μόνον, ἀλλὰ καὶ νεκροῦν τοὺς ἐγγίζοντας»167. Το αποτέλεσμα ήταν τελικά αυτός ο πρώτος άνθρωπος, που ήταν προορισμένος να ζήσει άφθαρτος και αθάνατος, να απωλέσει τη λαμπρότητα, να αποβάλλει δηλαδή το σεπτό και εξαίρετο κάλλος168.
161 Βλ. Ομιλία ΝΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 240.
162Βλ. Ειρηναίου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού Κηρύγματος, (μετάφραση Ιωάννου Καραβιδόπουλου), Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 36: «Ὁ ἄνθρωπος…παρήκουσε τὸν Θεὸν ἀπατηθείς ὑπό τοῦ ἀγγέλου, ὁ οποῖος, ἕνεκα τῶν πολλῶν δώρων τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ἐζήλωσεν καὶ ἐβάσκανεν αὐτόν, οὕτω καταστρέψας ἑαυτόν καὶ πείσας τὸν ἄνθρωπον νά ἁμαρτήση διὰ τῆς παρακοῆς τῶν ἐντολῶν του Θεού…Οὕτως ὁ διάβολος διὰ τοῦ ψεύδους… ἐγένετο ἡ αἰτία τῆς ἐξώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐκ τοῦ Παραδείσου». Βλ. και Ιωάννου Ρωμανίδη, Το προπατορικό αμάρτημα, όπ. παρ., σελ. 67.
163 Βλ. Ανέστη Κεσελόπουλου, Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1982, σελ. 67, 68.
164 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 189B: «ὡς αὐτὸς πρῶτος ἐγκαταλιπὼν αὐτόν, καὶ τῷ ἀρχεκάκῳ προσδραμὼν ἑκὼν…» · Ομιλία ΛΑ΄, PG 151, 389C: «οἱ τοῦ οἰκείου θανάτου γεννήτορες, καταλιπόντες ἑκόντες τὸν εἰς τὸ ζῆν κτίσαντα».
165 Βλ. ΕΠΕ, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, Εισαγωγή, τομ.11, εκδ. Το Βυζάντιον, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 18.
166 Βλ. Ομιλία ΣΤ΄, PG 151, 81D, 84A · Ομιλία ΙΓ΄, PG 151, 157CD, 160AB.
167 Βλ. Ομιλία ΛΑ΄, PG 151, 396D, 397A, 389D.
168 Βλ. Χρυσoστόμου Σταμούλη, Κάλλος το άγιον, εκδ. Ακρίτας, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 160, 161.
36
Κατέστη έτσι παλαιός και φθαρμένος, «μηκέτι κατὰ Θεὸν, τουτέστι καθ’ ὁμοίωσιν ὑπάρχων τοῦ ποιήσαντος», χωρίς να μπορεί πλέον να γεννά όμοιους με το Θεό αλλά όμοιους με τον εαυτό του, δηλαδή «παλαιούς» και «διεφθορότας»169.
Με αφορμή αυτή τη παλαίωση και τη νέκρωση, που προήλθε από την παρακοή του πρώτου Αδάμ, ο άγιος ομιλεί για την ανακαίνιση που χρειαζόταν πλέον το ανθρώπινο γένος και την οποία προσέφερε ο Χριστός. Έχουμε λοιπόν απ’ τη μια μεριά τον παλαιό Αδάμ που εκουσίως νικήθηκε, αχρειώθηκε170, και εξέπεσε σε παρά φύση κατάσταση και από την άλλη αυτόν, ο οποίος «οὐκ ἐν ἀνομίαις συλληφθεὶς, οὐδ’ ἐν ἁμαρτίαις κυηθεὶς», τον νέο Αδάμ, που θεραπεύει τη δική μας παρακοή και ζωοποιεί το ανθρώπινο γένος171. Πολύ χαρακτηριστικά αποδίδει το γεγονός αυτό, ο καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης: «στο πρόσωπο του Χριστού το κατ' εικόνα παίρνει όλη την λαμπρότητα και την δόξα του πρωτοτύπου, αφού η ανθρώπινη φύση του Χριστού λόγω της υποστατικής ενώσεως δέχεται το πλήρωμα της θείας Χάριτος και όλη την θεότητα... Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου αποτελεί τη θεμελειώδη προϋπόθεση για να ανακτήσει ο μεταπτώτικός άνθρωπος τις οντολογικές προϋποθέσεις, ώστε να μπορεί να μετέχει και πάλι στην άκτιστη θεία Χάρη»172. Για τον δεύτερο αυτό άνθρωπο, που έγινε «εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν», σε αντίθεση με τον πρώτο, τον Αδάμ, που έγινε «εἰς ψυχὴν ζῶσαν»173, θα αναφερθούμε στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο.
169 Βλ. Ομιλία ΝΔ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 360.
170 Βλ. Ομιλία ΝΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 242.
171 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 192D, 193A.
172 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ΙΔ’ αιώνα, όπ. παρ., σελ. 53, 54.
173 Α΄ Κορ. 15, 45.
37
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΘΕΪΚΗ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΣΙΣ
3.1. Ο Λόγος του Θεού «κλίνας ουρανούς επι την γην κατήλθε».
Η πτώση λοιπόν του πρώτου ανθρώπου όπως είδαμε, είχε ως συνέπεια όλο το ανθρώπινο γένος να γίνει κοινωνός της φθοράς και του θανάτου και να αμαυρωθεί το «κατ’ εἰκόνα» μας. Μόνο ένας μπορεί να επέμβει πλέον για να ανατρέψει τη κατάσταση και αυτός δεν είναι άλλος από το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, για το οποίο μιλήσαμε σε προηγούμενη παράγραφο, ο νέος Αδάμ, ο προαιώνιος Λόγος του Θεού. Αυτός, αφού προσχεδίασε ολόκληρο το μυστήριο της ένσαρκης οικονομίας Του, φανερώνεται πλέον, αναλαμβάνοντας με τρόπο σοφό και φιλάνθρωπο, να μας αναπλάσει και να μας ανοίξει το δρόμο της σωτηρίας174. Ή, όπως λέγεται πολύ παραστατικά: «Διὰ τοῦτο αὐτὸς κατέβη πρὸς ἡμᾶς, ἐν οὐρανῷ μένων ὡς Θεὸς, ἵνα ἡμᾶς, καὶ μένοντας ἐπὶ γῆς ἔτι, πρὸς οὐρανὸν ἀναγάγη διὰ τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας»175. Μας προσφέρθηκε δηλαδή η δυνατότητα, με την κατάργηση του θανάτου και την προσφορά της αιώνιας ζωής, να ανακτήσουμε εκείνες τις οντολογικές προϋποθέσεις, ώστε να μπορέσουμε να μετέχουμε και πάλι στην άκτιστη θεία Χάρη 176. Αξίζει εδώ να σημειωθεί, ότι αυτή η προσδοκία της βίωσης της βασιλείας του Θεού, της οποίας η φανέρωση αποτελεί δωρεά της αγάπης του Θεού177, αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της ποιμαντικής διακονίας του αγίου178, γι’ αυτό και σχεδόν όλες οι ομιλίες του καταλήγουν με την ευχή απόκτησης της αιωνίου δόξης179. Αυτή η βασιλεία του Θεού αποτελεί
174 Βλ. Ομιλία ΚΒ΄, PG 151, 289D.
175 Βλ. Ομιλία ΝΔ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 372.
176 Βλ. Ομιλία ΛΗ΄, PG 151, 477D: «Οὐκέτι τελευτὴ καὶ τελεία λῆξις ὁ θάνατος· ἡ γὰρ ἀθάνατος ζωὴ τοῦτον ἐν ἐμοὶ διεδέξατο, καὶ δι’ ἐμοῦ πάντες οἱ θανόντες εἰς ζωὴν αἰώνιον μεταβήσονται. Οὐκέτι καθέξει τὰ σώματα τῶν θανόντων ἐπὶ γῆς ὁ θάνατος· ἐγὼ γὰρ τὸ γηγενὲς ἐμὸν σῶμα τοῖς ἐν οὐρανοῖς ἐνθρονίσω» · Ομιλία ΝΑ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 232, 234.
177 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 114.
178 Βλ. Ομιλία ΝΕ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 388: «Ἀδελφοί, ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ οὐ μόνον τῆς ἀδιαδόχου ταύτης βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἰς αἰῶνας κληρονόμοι ἔσεσθαι, διὰ τῆς αὐτοῦ χάριτος δικαιωθέντες, ἀλλὰ καὶ τὰ παρόντα προστεθήσεται ὑμῖν».
179 Βλ. Ομιλία Α΄, PG 151, 17C · Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 220C · Ομιλία ΚΖ΄, PG 151, 353A: «καὶ εἰς τὴν ἐκείνου βασιλείαν ὡς κληρονόμος εἰσέλθοι χαίρων, τῇ θείᾳ δόξῃ περιλαμπόμενος.
38
για τον Παλαμά το τέλος ενός εσχατολογικού γεγονότος, που έχει ως αρχή την ενανθρώπηση του Χριστού, κατά την οποία ο ένας και μοναδικός Θεάνθρωπος, η Χώρα των ζώντων, γίνεται «μυριοϋπόστατος»180.
Ο αρχηγός της ζωής, λοιπόν, κινήθηκε υπέρ ημών από υπερβολική αγάπη, σε αντίθεση με τον ανθρωποκτόνο Σατανά που, όπως είδαμε παραπάνω, ξεσηκώθηκε εναντίον μας από φθόνο και μίσος181. Και ενώ ο μεν πρώτος υποδύθηκε το φίδι για να εξαπατήσει τον άνθρωπο, ο Λόγος του Θεού αναλαμβάνει την ανθρώπινη φύση182, η οποία αποτέλεσε το δόλωμα, στο οποίο αγκιστρώθηκε ο αρχέκακος όφις, για να ελευθερώσει όλο το υποδουλωμένο στον Διάβολο ανθρώπινο γένος183.
Πάντως, ενώ το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ήταν στον κόσμο και προτού να σαρκωθεί, ως άσαρκος Λόγος, οι άνθρωποι, που μετά τη πτώση εξετράπησαν προς το κακό χωρίς να μπορούν να μείνουν άτρεπτοι προς αυτό184, δεν τον αναγνώρισαν, «ἐπεὶ οὐκ ἠθέλησαν», όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος. Παρόλα αυτά, κάποιοι τον γνώρισαν και πριν ακόμη την ενανθρώπηση του, όπως ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ185 και δόθηκε σ’ αυτούς, όπως και στους πατριάρχες του Ισραήλ, που τους διαδέχθηκαν, «ἐπαγγελία καὶ πρόρρησις ἐλέους κρείττονος, καὶ φιλανθρωπίας κατὰ κράτος νικώσης τὰς ἡμῶν ἁμαρτίας», ότι θα κατέβει δηλαδή απ’ τους ουρανούς ο ίδιος ο μέγας Ποιμένας, προς αναζήτηση του χαμένου προβάτου. Αυτόν τον ερχομό του Χριστού με ανθρώπινη σάρκα, φανέρωσαν ουσιαστικά και οι μετέπειτα νομοθέτες, κριτές και βασιλείς του Ισραήλ186. Αλλά και ακόμη πιο πριν, ο άγιος Γρηγόριος ομιλεί για προφητεία του Λάμεχ, ο οποίος προείδε στον Νώε το Χριστό, που επρόκειτο να έρθει αργότερα. Όταν ο Λάμεχ, λοιπόν, λέει να ονομαστεί το παιδί Νώε, γιατί αυτός θα μας αναπαύσει187, βάζοντας και τον εαυτό
Ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ…».
180 Βλ. Αθανασίου Γιέφτιτς, Χριστός η Xώρα των ζώντων, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2007, σελ. 100, 101.
181 Βλ. Ομιλία ΝΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 244.
182 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 209AB.
183 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 205CD.
184 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 197ΑΒ.
185 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 473D, 476A.
186 Βλ. Ομιλία ΚΒ΄, PG 151, 289CD.
187 Γεν. 5, 9.
39
συμμέτοχο της προφητευούσης αυτής αναπαύσεως, δεν ομιλεί φυσικά για τον επερχόμενο τότε κατακλυσμό, (διότι ο Λάμεχ δεν έζησε μέχρι τότε), αλλά γι’ αυτόν τον Θεάνθρωπο, που ανέπαυσε το ανθρώπινο γένος, άνοιξε τον ουρανό και ανήγαγε εκεί την ανθρώπινη φύση μας, την οποία και ο ίδιος προσέλαβε188.
Αυτήν την ένοχη φύση μας αναλαμβάνει ο Υιός και Λόγος του Θεού, από ακήρατο Παρθένο, μένοντας άτρεπτος στη θεότητα του189, ενώνοντάς την στη δική του υπόσταση και καθιστώντας την νέα και δεδικαιωμένη, «ὡς καὶ τοὺς ἐξ’ αὐτοῦ κατὰ πνεῦμα γεννωμένους ἔπειτα πάντας τῆς προγονικῆς ἐκείνης ἀρᾶς καὶ καταδίκης μένειν ἐκτός»190.
Όπως ο άγιος Πρόκλος191, έτσι και ο Παλαμάς αποδίδει την αγάπη του Θεού, το κίνητρό του δηλαδή για την σωστική Του αυτή επέμβαση, με εκφράσεις: όπως «φιλανθρωπία»192, «αγαθότητα»193, αλλά και με άλλες εκφράσεις που αποδίδουν την λύτρωση, που προσέφερε ο Χριστός, εκφράσεις οι οποίες συνδέονται και με το ρόλο της Παρθένου στο μυστήριο της σωτηρίας, όπως θα δούμε στο αντίστοιχο κεφάλαιο. Αποτελεί λοιπόν η εν Χριστώ αποκάλυψη, «όχι τόσο την τελική μορφή φανέρωσης της βουλής του Θεού προς τον άνθρωπο, όσο κυρίως την τελική φάση της εκδηλώσεως των ενεργειών του προς σωτηρία και ανακαίνιση του κόσμου»194. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος, για τον οποίο το μυστήριο αυτό της συλλήψεως και ενανθρωπήσεως του ίδιου του Θεού αποτελεί το κεντρικό θέμα των περισσοτέρων ομιλιών του αγίου Γρηγορίου.
Ιδιαίτερα δε τονίζεται το παράδοξο και το ακατανόητο του μυστηρίου αυτού195, αφού ο τρόπος σαρκώσεως του Λόγου υπερβαίνει την ανθρώπινη κατάληψη και γνώση, όπως αναφέρει και ο Βασίλειος Σελευκείας, ο οποίος, για να καταδείξει το ακατανόητο της ενώσεως
188 Βλ. Ομιλία ΝΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 436.
189 Βλ. Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 169D. Βλ. και Βασιλείου Τσίγκου, Ο ανακαινισμός του ανθρώπου κατά τη δογματική διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, όπ. παρ., σελ 69.
190 Βλ. Ομιλία Ε΄, PG 151, 64C.
191Βλ. Ιωάννου Κουρεμπελέ, Η ομιλία του Πατριάρχου Πρόκλου «εις την Παναγίαν Θεοτόκον» και η απάντηση του Νεστορίου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 169.
192 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 196C.
193 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 189D.
194 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Μέθεξις Θεού, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 66.
195 Βλ. Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 168AB.
40
«Θεού και σαρκός», καταφεύγει στο παράδειγμα της ενώσεως μεταξύ σώματος και ψυχής196. Ακατανόητο όμως όχι μόνο στους ανθρώπους αλλά και στους αγγέλους, καθώς και ο ίδιος ο αρχάγγελος, που ευαγγελίζεται στη Θεοτόκο τη σύλληψη, αδυνατώντας να ερμηνεύσει τον τρόπο197 καταφεύγει και αυτός προς το Θεό198. Διότι της συλλήψεως αυτής «οὐ σαρκός ἐπήνεγκεν ὄρεξις»199, αλλά ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος και η δύναμις του Υψίστου200. Διευκρινίζει ο Παλαμάς, ότι εδώ δεν έχουμε απλά επισκίαση, αλλά ενοίκηση της ίδιας της ενυπόστατης δύναμις του Υψίστου. Και αυτό διότι αυτή η δύναμη επισκιάζει την παρθενική γαστέρα άμεσα, χωρίς παραπέτασμα ή κάτι άλλο ενδιάμεσο, όπως συνέβη στη περίπτωση του θεόπτη Μωυσή201 και του προφήτη Ηλία202. Μάλιστα ο άγιος υποστηρίζει, ότι «ἐπεὶ ἀεὶ πέφυκε τὸ σκιάζον τὴν ἑαυτόῦ μορφὴν καὶ τὸν οἰκεῖον τύπον τῷ ἐπισκιαζομένῳ ἐμποιεῖν, οὐχ ἕνωσις μόνον, ἀλλὰ καὶ μόρφωσις γέγονεν ἐν τῇ γαστρί, καὶ τὸ ἐξ’ ἀμφοῖν μεμορφωμένον, τῆς τε τοῦ Ὑψίστου δυνάμεως καὶ τῆς παναγίας ἐκείνης καὶ παρθενικῆς γαστρός, Λόγος ἦν Θεοῦ σεσαρκωμένος»203.
Ο ομιλητής με απλό και κατανοητό τρόπο εξηγεί στους πιστούς τους λόγους, για τους οποίους ο Θεάνθρωπος έπρεπε να κυοφορηθεί χωρίς τα πάθη της μιασμένης, λόγω της παραβάσεώς της, φύσεώς μας204. Κυρίως όμως ήταν αδύνατο, η ύψιστη εκείνη και υπέρ νουν καθαρότητα
196 Βλ. Γεωργίου Μαρτζέλου, Η Χριστολογία του Βασιλείου Σελευκείας και η οικουμενική σημασία της, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 203.
197 Λουκ. 1, 35.
198 Βλ. Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 168BC.
199 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 192D.
200 Βλ. Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 176C: «Πνεῦμα δὲ πάλιν ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ, δι’ ἁγιασμοῦ προσθήκης ὑψηλοτέρας, ἑτοιμάζον καὶ προκαταρτίζον τὴν ἐν σοὶ θεουργίαν· καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι, συνεπιρρωννῦσά τε ἅμα καὶ διὰ τῆς ἐν σοὶ ἐπισκιάσεως καὶ συναφείας ἑαυτῇ μορφοῦσα τὴν ἀνθρωπότητα, ὡς εἶναι τὸ γεννώμενον ἅγιον, Υἱὸν Θεοῦ, δύναμιν Ὑψίστου μεμορφωμένην κατ’ ἄνθρωπον».
201 Εξ. 3, 2-4. 19, 18. 20, 21 · Δευτ. 4, 12-15.
202 Γ΄ Βασ. 19, 12 · Ιωβ. 4, 16.
203 Βλ. Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 461D, 464A · Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 318, 320.
204 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 192D, 193A: «ὡς ἂν ᾖ καὶ κατὰ τὸ πρόσλημμα τελείως καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος, καὶ μὴ κατ’ αὐτὸ δι’ αὑτὸν καθαρσίων δεόμενος, ἀλλὰ δι’ ἡμᾶς τὰ πάντα σοφῶς δεχόμενος· καὶ οὕτω νέος ὄντως Ἀδὰμ χρηματίσῃ καὶ διαμείνῃ νέος ὄντως καὶ εὐσθενής, μηδαμῶς παλαιούμενος, καὶ τὸν παλαιὸν Ἀδὰμ ἐν ἑαυτῶ καὶ δι’ ἑαυτοῦ ἀνακτίσῃ καὶ εἰς ἀεὶ συντηρήσῃ νέον, δυνατὸς ὢν εἰς ἅπαν ἀποσείσασθαι τὴν παλαίωσιν» · Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 169CD.
41
να ενωθεί με μολυσμένη φύση, προτού αυτή να καθαρισθεί, όπως και έγινε με την καθαρότατη και αμόλυντο Αειπάρθενο205.
Πάντως, σύμφωνα με τον άγιο αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ο προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού, ως παντοκράτορας και παντοδύναμος, θα μπορούσε να μας απαλλάξει από την φθορά και τον θάνατο χωρίς να χρειαστεί να περιβληθεί την ανθρώπινη φύση. Επιλέγεται όμως αυτή η τακτική της θείας ενανθρωπήσεως, όχι μόνο διότι είναι η πιο προσαρμοσμένη στη φύση μας και στην αδυναμία μας, αλλά κυρίως γιατί υπάρχει στη τακτική αυτή η δικαιοσύνη206, στοιχείο που χαρακτηρίζει κάθε θεϊκή ενέργεια. Αυτή η δικαιοσύνη του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται η αγιότητα και η αγάπη του207. Πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε ότι ο Παλαμάς κάνει μια ορθόδοξη προσέγγιση της θείας δικαιοσύνης, που δεν έχει καμιά σχέση με τη δυτική διδασκαλία, όπου η δικαιοσύνη του Θεού κατανοείται με βάση τις αρχές των ανθρωπίνων δικαιϊκών σχέσεων208.
Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή τη δίκαιη τακτική, αφού πρώτα έλαβε χώρα στη παρθενική γαστέρα η άσπορη σύλληψη, όπου με ευδοκία του Πατρός και τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος «εἰς οὐσίαν ἦλθεν ὁ ὑπερούσιος Λόγος», στη συνέχεια την ημέρα πλέον της κατά σάρκας γέννησής Του «ἐκ γαστρὸς λύεται καὶ ὡς βρέφος γεννᾶται, μὴ λύσας, ἀλλ' ἀδιαλώβητα τηρήσας τῆς παρθενίας τὰ σύμβολα, τεχθεὶς ἀπαθῶς, ὡς ἀπαθῶς συνελήφθη». Την ημέρα αυτή, για την οποία ο άγιος λέει: «οὐδὲν τῶν ἐξ’ αἰῶνος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ γεγονότων κοινωφελέστερον ἤ θειότερον τῶν Χριστοῦ γενεθλίων»209, βλέπεται πλέον αισθητώς με τους οφθαλμούς, αυτός που είναι αθέατος από τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ. Συναντούμε πάλι παραστατικές εικόνες που περιγράφουν τη γέννηση του Χριστού στο σπήλαιο, όπου αντιπαραβάλλεται από τη μια το μεγαλείο και το ύψος του Θεού και από την άλλη η «πτωχεία», την οποία υφίσταται εκουσίως210.
205 Βλ. Ομιλία ΝΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 244, 246.
206 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 189ABC: «Ἐπεὶ δὲ καὶ τὴν ἀρχὴν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλειφθεὶς ὑπὸ Θεοῦ δικαίως, ὡς αὐτὸς πρῶτος ἐγκαταλιπὼν αὐτόν, καὶ τῷ ἀρχεκάκῳ προσδραμὼν ἑκὼν καὶ τ’ ἀναντία σὺν δόλῳ συμβουλεύοντι πεισθεὶς δικαίως ἐκείνῳ παρεδόθη, καὶ οὕτω φθόνῳ τοῦ πονηροῦ και συγχωρήσει δικαίᾳ τοῦ αγαθοῦ θάνατος εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθεν».
207 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική Ι, όπ. παρ., σελ. 153, 154.
208 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης κατά τον Άνσελμο Καντερβουρίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 47.
209 Βλ. Ομιλία ΝΗ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 456.
210 Βλ. Ομιλία ΝΗ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 462, 464.
42
Αυτή την ταπείνωση του Κυρίου, σε άλλη ομιλία, ο Παλαμάς την αντιπαραβάλλει με την υπερηφάνεια και την αλαζονεία που υποδεικνύει προσευχόμενος ο Φαρισαίος της γνωστής παραβολής211. Γενικότερα δε και σε άλλα σημεία, η ταπείνωση και η αγάπη που υπέδειξε ο Θεός Λόγος κατεβαίνοντας από τα ουράνια προς την ανθρώπινη εσχατιά, προβάλλονται ως παράδειγμα για τους ανθρώπους, σαν τη μοναδική οδό212, την οδό της ανακλήσεως και της ανορθώσεως που οδηγεί τελικά στην αιώνια ζωή213.
Εκτός όμως από το δρόμο της ταπείνωσης και της αγάπης, που μας υποδεικνύει η σάρκωση του Κυρίου μας, ο άγιος θεωρεί πως ο Θεός έκλινε τους ουρανούς για να μας προσφέρει και την ειρήνη του, συμφιλιώνοντάς μας με τον Ύψιστο Πατέρα. Μάλιστα, ενώ προ της ενανθρωπήσεως ο Θεός παρουσίασε δείγματα της ειρήνης του προς τους ανθρώπους, τώρα είναι η πρώτη φορά που η ειρήνη συνυπάρχει με τη ευδοκία του Θεού214. Αυτό άλλωστε φανερώνει και ο αγγελικός ύμνος κατά τη γέννηση του Θεανθρώπου215. Την ειρήνη αυτή έλαβαν ως κληρονομιά από τον τεχθέντα Σωτήρα όχι μόνο οι μαθητές του216, αλλά και όλο το ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτό και ο άγιος σε πολλά σημεία προτρέπει τους πιστούς να διαφυλάττουν την ειρήνη που τους χάρισε η ενανθρώπηση του Κυρίου, διότι έτσι μπορούν να γίνουν υιοί της ειρήνης, δηλαδή υιοί του ίδιου του Θεού217.
Γίναμε δηλαδή υιοί του Θεού, αφού πρώτα έγινε ο ίδιος ο Λόγος υιός του ανθρώπου. Μάλιστα η συγγένεια της φύσης μας με το Θεό ήταν τόση «ὡς καὶ δύνασθαι συνελθεῖν αὐτῷ πρὸς μίαν ὑπόστασιν». Το αποτέλεσμα ήταν να τιμηθεί τόσο πολύ η θνητή σάρκα μας, «ὡς μὴ τὰ ὑπερήφανα πνεύματα προτιμητέα τοῦ ἀνθρώπου καὶ νομίζειν ἑαυτὰ καὶ
211 Βλ. Ομιλία Β΄, PG 151, 21BC: «ὁ γὰρ τῶν προφητῶν Θεὸς καθ’ ἡμᾶς δι’ ἡμᾶς γενόμενος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, καθά φησιν ὁ ἀπόστολος· διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὑτὸν ὑπερύψωσεν. Ὁ δὲ Φαρισαῖος μέγα φυσῶν καὶ ἀλαζονευόμενος ἄνεισιν, ὡς καὶ δικαιώσων ἑαυτόν».
212 Βλ. Ομιλία ΝΗ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 460, 462 · Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 420: «ὃτι καὶ αὐτὸς διὰ τὴν εἰς ἡμᾶς ἀγάπην μέχρις ἡμῶν ἑαυτὸν ἐκένωσε καὶ τὴν ψυχὴν ἔθηκεν ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ὁδὸν τῆς ταπεινώσεως ἡμῖν ὑποδείξας» · Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 201C.
213 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Παλαμικά, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 119, 120.
214 Βλ. Ομιλία ΝΗ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 472, 474.
215 Λουκά 2, 14.
216 Ιω. 14, 27 · Μαρκ. 9, 50 · Ιω. 13, 35.
217 Βλ. Ομιλία Α΄, PG 151, 16CD, 17A · Ομιλία ΝΗ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 474, 476.
43
νομίζεσθαι καὶ θεοποιεῖσθαι διὰ τὴν ἀσαρκίαν καὶ τὴν δοκοῦσαν ἀθανασίαν»218.
Αρκετά συχνά ο ομιλητής ζητεί από τους ακροατές του, τούτο το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως να το κατανοήσουν και διαμέσου της συμβολικής μεθόδου που συχνά χρησιμοποιεί κατά την ανάλυση των ευαγγελικών κειμένων. Έτσι στο ευαγγέλιο της δεκάτης τετάρτης Κυριακής του Ματθαίου, το γεύμα που παραθέτει ο βασιλιάς για τους γάμους του γιου του, δεν είναι άλλο από την ενανθρώπηση του Κυρίου, το μόνο «αληθινό γεύμα», όπου «ἐτελέσθη τῶν παρὰ Θεοῦ γεγονότων τὸ ἄριστον»219. Αλλά και η περιγραφή της κλήσης του ευαγγελιστή Ματθαίου, σύμφωνα με τον Παλαμά, περιγράφει με σοφό τρόπο όλο το σωτήριο σχέδιο του Κυρίου μέσω της ενανθρωπήσεως220. Αναγωγική ερμηνεία δίδεται και στο θαλάσσιο πέρασμα του Ιησού μέσω του πλοίου εις την ιδίαν πόλη (την Καπερναούμ), όπου θεράπευσε τον παραλυτικό. Στην περίπτωση αυτή το πλοίο είναι η δική μας σάρκα, την οποία ενδύθηκε ο Σωτήρας και αφού «διεπέρασε τὴν καθ’ ἡμᾶς τοῦ βίου τούτου θάλασσαν», ήρθε ξανά στη δική του υπερουράνια κατοικία221. Τέλος το ψητό ψάρι και η κηρήθρα, που ζήτησε από τους Αποστόλους για να φάει ο αναστάς Κύριος, αποτελούν και αυτά σύμβολα της ενανθρωπήσεως του Κυρίου. Το μεν ψάρι είναι η ανθρώπινη φύση, η οποία κολυμπούσε μέσα στα πάθη και την οποία «ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἑνὼσας ἑαυτῷ καθ’ ὑπόστασιν» καθάρισε με το απρόσιτο πυρ της θεότητάς του, καθιστώντας την ομόθεη και διάπυρη. Η δε κηρήθρα είναι πάλι η φύση μας που μπορεί να μην έχει μέλι, έχει όμως πλέον ενθησαυρισμένη τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος222, που αποτελεί και αυτή (η θεία Χάρη) μέρος του σωτηρίου σχεδίου της θείας ενανθρωπήσεως, όπως θα δούμε στο τελευταίο κεφάλαιο.
Έχοντας εξαντλήσει ο άγιος αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης όλες τις διαστάσεις του σωτηρίου αυτού σχεδίου, που δικαίως καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των ομιλιών του, σε μια ομιλία του κάνει μια διαπίστωση, που αποτελεί ίσως και μια σύνοψη της σημασίας του μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως. Αναφέρει, λοιπόν, πως αν δεν
218 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 204Α. Βλ. και Ιωάννου Κουρεμπελέ, Η ομιλία του Πατριάρχου Πρόκλου «εις την Παναγίαν Θεοτόκον» και η απάντηση του Νεστορίου, όπ. παρ., σελ. 175.
219 Βλ. Ομιλία Β΄, PG 151, 521C.
220 Βλ. Ομιλία Λ΄, PG 151, 380D, 381A.
221 Βλ. Ομιλία KΘ΄, PG 151, 365D, 368A.
222 Βλ. Ομιλία ΚA΄, PG 151, 280D, 281A.
44
ενσαρκωνόταν ο Λόγος του Θεού, «οὐκ ἂν ἐδείκνυτο Πατὴρ ἀληθῶς ὁ Πατήρ· οὐκ ἂν ἀληθῶς Υἱὸς ὁ Υἱός· οὐκ ἂν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, προϊὸν καὶ αὐτὸ ἐκ τοῦ Πατρός· οὐκ ἂν ὁ Θεὸς ἐν οὐσίᾳ καὶ ὑποστάσεσιν, ἀλλ’ ἐνέργειά τις μόνον ἐνθεωρουμένη τοῖς κτίσμασι, καθάπερ οἵ τε μωρανθέντες ἔφησαν πάλαι σοφοὶ καὶ οἱ νῦν κατὰ τὸν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνον φρονοῦντες»223.
3.2. Το θεανδρικό πρόσωπο του Υιού του ανθρώπου.
Σαρκώθηκε, όπως είδαμε, ο Υιός του Θεού, παραμένοντας όμως συγχρόνως τέλειος άνθρωπος καταγόμενος από το σπέρμα του Δαυίδ, αλλά και Κύριος των πάντων, ως προαιώνιος Θεός. Την ομολογία αυτή, ερμηνεύοντας το αντίστοιχο ευαγγελικό ανάγνωσμα, τοποθετεί ο ιερός Παλαμάς στα χείλη της Χαναναίας γυναίκας που ζητεί τη θεραπεία της δαιμονισμένης κόρης της224. Αλλά και στα λόγια του αρχαγγέλου Γαβριήλ, που στάλθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου225, υπάρχει μια λεπτομέρεια, η οποία προαναγγέλλει τη διπλή φύση του Χριστού. Ο αρχάγγελος, λοιπόν, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο, χρησιμοποιεί μέλλοντα χρόνο λέγοντας, πως «οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται», διότι αναφέρεται στο ανθρώπινο πρόσλημμα του Χριστού, ενώ ίσως θα ήταν πιο λογικό αν έλεγε, πως είναι μέγας και υιός Υψίστου. Η δε βασιλεία χωρίς τέλος, για την οποία γίνεται λόγος στη συνέχεια του αρχαγγελικού λόγου, αναφέρεται στη θεϊκή φύση του Χριστού, αφού η μόνη αιώνια βασιλεία είναι αυτή του Θεού226.
Αλλά και στη Παλαιά Διαθήκη και πιο συγκεκριμένα στη περίπτωση των Ισαάκ και Ιακώβ, κηρύττοντας ο άγιος κατά τη μεγάλη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, βλέπει στους δύο άνδρες όχι μόνο τη προτύπωση του μυστηρίου του Σταυρού, αλλά και αυτή του μυστηρίου του διπλού κατά τη φύση Ιησού227. Σύμβολα του μυστηρίου
223 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 204B.
224 Βλ. Ομιλία ΜΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 26.
225 Λουκ. 1, 32-34.
226 Βλ. Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 173CD. Βλ. και Δαν. 7, 14: «καὶ ἡ ἐξουσία αὐτοῦ ἐξουσία αἰώνιος, ἥτις οὐ μὴ ἀρθῇ, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ, ἥτις οὐ μὴ φθαρῇ».
227 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 133BC: «Εἰ δὲ οὐκ ἐσφάγη, ἀλλὰ πέπραται ὁ Ἰωσήφ, θαυμαστὸν οὐδεν· οὐδὲ γὰρ Ἰσαὰκ ἐσφάγη· καὶ γὰρ οὐκ αὐτοὶ ἦσαν ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ τύπος τῆς μελλούσης ἀληθείας. Εἰ δὲ δεῖ κἀν τούτοις τὸ διπλοῦν συνιδεῖν μυστήριον τοῦ διπλοῦ τὴν φύσιν Ἰησοῦ, τὸ μὲν ἀχθῆναι πρὸς σφαγὴν τὸ κατὰ σάρκα πάθος τοῦ θεανθρώπου προϋπέφηνε, τὸ δὲ μηδὲν παθεῖν, τῆς θεότητος τὸ ἀπαθές».
45
αυτού είναι και οι θέσεις, στις οποίες κάθισαν οι δύο άγγελοι, όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, στο άδειο δεσποτικό μνήμα228. Συνέδεσε δηλαδή ο Ιησούς Χριστός σε μία υπόσταση τα «φύσει διεστῶτα», δηλαδή τους ανθρώπους με το Θεό, γενόμενος όπως λέγεται χαρακτηριστικά μεσίτης διπλός ως προς τη φύση229.
Αναφερόμενος ο άγιος στον τρόπο ενώσεως των δύο φύσεων του θεανδρικού προσώπου του Χριστού, μπορεί να μην χρησιμοποιεί εκφράσεις, όπως: «ἀσυγχύτως», «ἀδιαιρέτως», «ἀτρέπτως», «ἀναλλοιώτως» και «ἀχωρίστως», αποδίδει όμως το ίδιο νόημα με αυτές ομιλώντας συμβολικά. Εδώ, άλλωστε, δεν πρόκειται για δογματικές πραγματείες, αλλά για ομιλίες που απευθύνονται σε ποικίλου μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου ακροατήριο, όπου ο σκοπός είναι αποκλειστικά ποιμαντικός. Συμβολίζεται λοιπόν ο τρόπος συνάφειας μεταξύ θεότητος και σαρκός, με τον ιμάντα του υποδήματος του Λόγου του Θεού στον Ιορδάνη ποταμό, για τον οποίο ιμάντα ο Βαπτιστής Ιωάννης είπε, ότι δεν είναι άξιος να λύσει230. Το μεν υπόδημα είναι η σάρκα την οποία ενδύθηκε για χάρη μας ο Χριστός, ο δε ιμάντας, όπως ελέχθη, είναι ο τρόπος ένωσης των δύο φύσεων, που είναι απόρρητο μυστήριο, το οποίο δεν είναι ικανός λύσει και να διευκρινίσει ούτε ο ίδιος ο Πρόδρομος, που είναι ο «υψηλότερος» ανάμεσα στους γεννητούς εκ γυναικών231.
Αλλά και στη περίπτωση της θεραπείας του παραλύτου στην Καπερναούμ, οι ισχυρισμοί των Φαρισαίων ότι ο Χριστός είναι ψιλός άνθρωπος καταρρίπτονται, αφού φανερώνεται ο ίδιος ως Θεός και άνθρωπος, έχοντας δηλαδή δύο φύσεις αλλά και δύο ενέργειες232. Έχουμε λοιπόν άμεση αναφορά στις δύο φυσικές ενέργειες του Χριστού, λόγω της διπλής φύσεως του. Ως Θεός δηλαδή ομοούσιος με τον Πατέρα, είχε τη
228 Βλ. Ομιλία Κ΄, PG 151, 268C: «οἱονεὶ γὰρ ὑπὸ τῆς ἀγάπης προσεφύοντο τῷ μνήματι καθεζόμενοι, εἷς πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ὁ ἕτερος πρὸς τοῖς ποσί, καὶ δεικνῦντες ἐπίσης ἐφετὸν καὶ τίμιον ἀγγέλοις καὶ τὴν τοῦ Χριστοῦ θεότητα, ἧς σύμβολον ὁ τῆς κεφαλῆς τόπος, καὶ τὴν ἐνανθρώπησιν αὐτοῦ, ἧς τύπος ὁ τόπος τῶν ποδῶν».
229 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 204A.
230 Λουκ. 3, 16.
231 Βλ. Ομιλία ΝΘ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 498.
232 Βλ. Ομιλία Ι΄, PG 151, 120AΒ: «νῦν ἀνεφάνη Θεὸς καὶ ἄνθρωπος αὐτός, διττὴν καὶ τὴν φύσιν ἔχων καὶ τὴν ἐνέργειαν, καὶ λαλῶν μὲν καθ’ ἡμᾶς ὡς ἄνθρωπος, ποιῶν δὲ ὅσα θέλει λόγῳ καὶ προστάγματι μόνῳ ὡς Θεός…Ἠ μὲν γὰρ τῶν πταισμᾶτων ἄφεσις καὶ παρά τῶν ἀνθρώπων εἰς οὓς ἄν τις πταίσῃ πολλάκις διὰ λόγου τελεῖται, νόσον δέ, καὶ ταῦτα τοιαύτην φυγαδεῦσαι προστάγματι καὶ λόγῳ μόνῳ μόνου Θεοῦ».
46
θεία ενέργεια και ως ομοούσιος με τους ανθρώπους είχε την ανθρώπινη ενέργεια. Έχοντας όμως μία υπόσταση ο Χριστός και για τις δύο φύσεις, ένας είναι τελικά αυτός που ενεργεί κατά τρόπο φυσικό και για τις δύο φύσεις, «ἐξ' ὦν, καὶ ἐν αἶς, καὶ ἅπερ ἐστὶ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν»233. Την εκδήλωση των δύο ενεργειών τη συναντούμε και στη ευαγγελική περικοπή που αναγιγνώσκεται τη τετάρτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά τη περιγραφή του θαύματος της θεραπείας του δαιμονιζομένου όπου: «ὁ Κύριος τῆς χειρὸς τοῦ ἀνθρώπου λαβόμενος ἤγειρεν αὐτὸν καὶ ἀνέστη, δεικνὺς ἐντεῦθεν ὅτι πολλὴν ἔχει τὴν ἐνέργειαν· τὸ μὲν γὰρ τῇ χειρὶ λαβέσθαι κτιστῆς ἦν ἐνεργείας τῆς καθ’ ἡμᾶς· τὸ δὲ ἀναστῆσαι τοῦτον ἀπαθῆ κακῶν τῆς ἀκτίστου καὶ θείας καὶ ζωαρχικῆς ἐνεργείας»234. Άλλωστε γνωρίζει πολύ καλά ο Παλαμάς ότι, σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία, δεν υπάρχει καμία φύση ανενέργητη. Για την κατοχύρωση αυτής της αλήθειας, ο ίδιος έδωσε πραγματική μάχη μέσα από τα θεολογικά του συγγράμματα235.
Tο δε πάθος, το οποίο υπέστη αργότερα ο Κύριος για χάρη του ανθρωπίνου γένους, προϋπέθετε και αυτό διπλή φύση σε μία υπόσταση καθώς, «εἰ μὴ ἄνθρωπος ἦν, οὐκ ἦν δυνατὸν παθεῖν· εἰ δὲ μὴ Θεός, ἀπαθὴς κατὰ τὴν θεότητα διαμένων, οὐκ ἂν ὑπὲρ ἡμῶν ὑπέστη σαρκὶ τὸν θάνατον, δι’ αὐτοῦ τὴν ἀνάστασιν, μᾶλλον δὲ ἐξανάστασιν καὶ ἀθανασίαν ἡμῖν χαριζόμενος»236. Το πάθος όμως αυτό, όπως προείπαμε, το υπέστη εκούσια με τη γνώμη του Πατέρα Του. Επομένως, ο Παλαμάς, εμμέσως πλην σαφώς, κάνει λόγο για το «γνωμικό θέλημα», το οποίο δεν είχε ο Χριστός, καθώς δεν θα μπορούσε να θέλει κάτι διαφορετικό ή αντίθετο από το θείο θέλημα του. Μετά λοιπόν από τις δύο ενέργειες, που είδαμε παραπάνω, γίνεται έμμεση αναφορά και στις δύο θελήσεις, όπου το θέλημα της ανθρώπινης φύσης ακολουθούσε εκουσίως και ήθελε αυτά που ήθελε και η θεία θέληση237.
Το ότι δε ο ίδιος ο Κύριος σε πολλές παραβολές, όπως αυτή του Ασώτου, αποκαλεί τον εαυτό του άνθρωπο, είναι απολύτως φυσιολογικό για τον Παλαμά, αφού έχει κάθε δικαίωμα αυτός, που έγινε πραγματικά
233 Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 1033AB.
234 Βλ. Ομιλία ΙΒ΄, PG 151, 152C.
235 Βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Β’, όπ. παρ., σελ. 328.
236 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 212BC.
237 Βλ. Νίκου Νικολαΐδη, Θέματα Πατερικής Θεολογίας, εκδ. Μέλισσα, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 328.
47
άνθρωπος για τη σωτηρία μας, να προβάλλεται ως άνθρωπος προς ωφέλεια μας238.
Στη περίπτωση δε της Μεταμορφώσεως στο όρος Θαβώρ, ο Χριστός εμφάνισε τη λαμπρότητα που είχε από πάντα λόγω της θείας φύσεως. Απλά αυτό το θείο φως καλύπτονταν από την ανθρώπινη σάρκα. Γι’ αυτό και τους αιρετικούς, που υποστηρίζουν ότι το θείο αυτό φως είναι κτιστό, ο Παλαμάς τους κατηγορεί, ότι αποδίδουν και μία τρίτη φύση στο Χριστό, δηλαδή αυτή που εκδηλώθηκε με το φως αυτό239. Ιδιαίτερα δε για το άκτιστο αυτό φως, θα αναφερθούμε στην αμέσως επόμενη παράγραφο. Το θείο φως δηλαδή, που είναι προάναρχο, κλείστηκε στο ανθρώπινο πρόσλημμα που έλαβε ο Υιός του Θεού240 και απλά στο Θαβώρ αυτή η δόξα, που προέρχεται από τη θεία φύση του Χριστού, φανερώθηκε εξίσου και στο ανθρώπινο σώμα του, για να φανεί η ενιαία θεανθρώπινη υπόσταση241. Το δεσποτικό αυτό σώμα μάλιστα, δεν χρειάζεται προσευχή για να φωτιστεί, αφού διαθέτει ήδη αυτή τη λαμπρότητα, κάτι το οποίο φυσικά δεν ισχύει για εμάς, που εάν θέλουμε να προσελκύσουμε το θείο φως, απαιτείται οπωσδήποτε και η προσευχή242.
Πέρα όμως από το όρος Θαβώρ, υπάρχουν και άλλες αναφορές στις ομιλίες του αγίου Γρηγορίου γι’ αυτό το δεσποτικό σώμα, τόσο κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Χριστού όσο και μετά την Ανάσταση. Ο ίδιος ο Διάβολος μάλιστα μέχρι να αντιληφθεί ότι ο Ιησούς περιβάλλεται από παθητό και θνητό σώμα, δεν τολμούσε να το προσβάλλει. Όταν ο Ιησούς τήρησε τεσσαρακονθήμερη νηστεία στην έρημο χωρίς να πεινάσει, «εἰ γὰρ καὶ σῶμα παθητὸν περιέκειτο, ἀλλὰ τότ’ ἔπραττε τοῦτο καὶ ἔπασχε τὰ οἰκεῖα ἡνίκα ὑπὸ τῆς συνημμένης συνεχωρεῖτο παντοδυνάμου δυνάμεως», έπειτα πείνασε και τότε ξεθάρρεψε ο Σατανάς. Φυσικά, ο τελευταίος αποκρούσθηκε φεύγοντας ντροπιασμένος, διότι επεχείρησε να εμβάλει αμαρτία στον αναμάρτητο, μη γνωρίζοντας ότι αυτή η θεανδρική ψυχή είναι όχι μόνο ανώτερη σε όλα από τα πάθη αλλά και ανεπίδεκτη θανάτου243. Το ίδιο αυτό σώμα έχοντας τη ζωοποιό δύναμη, όντας ομόθεο, πλησιάζει, αγγίζει και ανασταίνει τελικά το νεκρό γιο της χήρας στη πόλη
238 Βλ. Ομιλία Γ΄, PG 151, 33BC.
239 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 433A.
240 Βλ. Ομιλία ΛΕ΄, PG 151, 440A.
241 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 432C.
242 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 432BC.
243 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 209ΒCD, 212A.
48
Ναΐν244. Σημειώνει μάλιστα ο ομιλητής, ότι ο Ιησούς έρχεται αυτόκλητος, για να τελέσει αυτό το θαύμα της αναστάσεως, για να δείξει ότι δεν έχει μόνο τη ζωοποιό δύναμη, αλλά και ασύγκριτη αγαθότητα και ευσπλαχνία245. Από τις περιγραφές αυτές του αγίου, ο ακροατής καταλαβαίνει ότι ο ίδιος ο Χριστός είναι αυτός που ενεργεί και τα θεία και τα ανθρώπινα. Δεν ενεργεί ποτέ μεμονωμένα τα ανθρώπινα ως άνθρωπος και τα θεία ως Θεός, αλλά σε κάθε πράξη, ταπεινή ή υψηλή, η μια υπόσταση του Θεού Λόγου συντελεί, ώστε η μια φύση να «αντιδίδει» στην άλλη τα δικά της γνωρίσματα246.
Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν με μόνο το πρόσταγμα του ανασταίνει όχι μόνο τον νέο αυτό αλλά και άλλους. Ο Παλαμάς θεωρεί ότι οι προφήτες Ηλίας και Ελισαίος, που και αυτοί ανέστησαν νεκρούς, βεβαίωναν από τότε τη θεανδρική ζωοποιό ενέργεια του Χριστού. Ενώ όμως αναστήθηκαν πολλοί, αυτοί ανέκτησαν πάλι το ίδιο με πριν θνητό σώμα247. Το θεανδρικό πρόσωπο όμως του Ιησού, αφού υπέστη εκουσίως το πάθος επάνω στο Σταυρό, κατατρόπωσε τον Διάβολο248, κατέβηκε και απογύμνωσε το βασίλειο του Άδη249 και έπειτα από τρεις ημέρες αναστήθηκε, γενόμενος αρχηγός της ζωής και απαρχή των κεκοιμημένων250.
Μετά από την ένδοξη αυτή ανάσταση, το παθητό και θνητό σώμα του Ιησού γίνεται πλέον απαθές και αθάνατο. Αυτό το άφθαρτο σώμα εισέρχεται μέσα από τις κλειστές θύρες και παρουσιάζεται ενώπιον των μαθητών, έχοντας τις ουλές και τα τρυπήματα στα χέρια και στη πλευρά. Για τις ιδιότητες αυτές του ακηράτου σώματος, ο άγιος Γρηγόριος δίνει δύο πολύ ωραίες ερμηνείες251. Σε άλλη πάλι περίπτωση, το ίδιο αυτό δεσποτικό
244 Λουκ. 7, 11.
245 Βλ. Ομιλία MB΄, PG 151, 529A.
246 Βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Β’, όπ. παρ., σελ. 277, 278.
247 Βλ. Ομιλία MB΄, PG 151, 532C.
248 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 205D, 208A.
249 Βλ. Ομιλία ΚΓ΄, PG 151, 297D · Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 205A · Ομιλία ΙΗ΄, PG 151, 244A: «Οὗτος γάροὐ μόνον ᾅδου καὶ θανάτου καὶ τάφου κλείθροις καὶ μοχλοῖς καὶ σφραγῖσίν ἐστιν ἀκάθεκτος...»
250 Βλ. Ομιλία ΙΘ΄, PG 151, 248D, 249A · Ομιλία MB΄, PG 151, 532D.
251 Βλ. Ομιλία ΙΖ΄, PG 151, 233ΑBC: «Εἰ γὰρ τῆς κατὰ σάρκα τεκούσης αὐτὸν Παρθένου τὴν μήτραν οὐκ ἐλυμήνατο μηδαμῶς λύσας, ἀλλ’ ἀσινῆ τηρήσας ἐν τῷ τίκτεσθαι τῆς παρθενίας τὰ σύμβολα, καίπερ τηνικαῦτα παθητὸν καὶ θνητὸν περικείμενος σῶμα, τί θαυμαστὸν εἰ ἀπαθανατίσας τὸ πρόσλημμα καὶ σῶμα νῦν κεκτημένος ἀθάνατον κεκλεισμένας εἰσέδει θύρας;…Θνητὸν μὲν σῶμα καὶ παθητὸν οὐκ ἂν ὠτειλάς τε καὶ διατρήσεις ἐπιδεῖξαι δύναιτο, καὶ σῶον καὶ ὑγιὲς διαμένειν· τὸ δὲ ἀπαθὲς καὶ ἀθάνατον ἔχει καὶ ὠτειλὰς
49
σώμα ζητάει να τραφεί, όχι γιατί είχε ανάγκη από τροφή, αλλά για να επιβεβαιώσει την ανάστασή του και να δείξει ότι και τώρα είναι το ίδιο σώμα, που έτρωγε μαζί με τους μαθητές και πριν απ’ το πάθος. Κατανάλωσε τη τροφή αυτή όμως, όχι όπως τα θνητά σώματα «ἀλλὰ κατὰ θείαν ἐνέργειαν, καὶ ὡς ἂν εἴποι τις, ὡς τὸ πῦρ ἀναλίσκει τὸν κηρόν, πλὴν ὅτι πῦρ μὲν ὑπεκκαύματος δεῖται πρὸς τὸ συνίστασθαι, τὰ δὲ ἀθάνατα σώματα τροφῆς οὐ δεῖται πρὸς τὸ συνίστασθαι»252.
Τέλος, το θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ολοκληρώνει την ένσαρκη οικονομία με την ένδοξη Ανάληψή του, όπου ανεβαίνει στον ουρανό και εισέρχεται στα άγια των αγίων, καθεζόμενος στα δεξιά του Πατρός, ανεβάζοντας και τη δική μας φύση, την οποία ανέλαβε, καθιστώντας την ομόθεη και ομόθρονη253.
3.3. Ο «αγώνας» περί του ακτίστου φωτός.
Στις δύο ομιλίες που εκφώνησε ο άγιος Γρηγόριος για την εορτή της σεπτής Μεταμόρφωσης του Χριστού πραγματεύεται το φως, το οποίο εμφανίστηκε σ’ αυτή, γύρω από το οποίο μάλιστα έγινε «σκληρός αγώνας» από τους «εχθρούς του φωτός»254, όπως αποκαλούνται χαρακτηριστικά οι αιρετικοί, που δεν αποδέχονται τις πατερικές εξηγήσεις για τις ιδιότητες του θείου φωτός. Φυσικά ο άγιος για τη θεολογική αυτή έριδα έχει αναπτύξει ιδιαίτερη διδασκαλία255, με την οποία αντιμετώπισε επιτυχώς τον Βαρλαάμ αρχικά και τον Ακίνδυνο στη συνέχεια, που συντάσσονταν με τους Λατίνους, οι οποίοι μέχρι και σήμερα υποστηρίζουν ότι η θεία Χάρη είναι κτιστή και ορατή με τις αισθήσεις256!
Στις ομιλίες του ο «κήρυξ τῆς χάριτος»257, δεν διστάζει να καταφερθεί εναντίον τόσο παλαιών όσο και συγχρόνων του κακοδόξων,
δεικνῦναι καὶ διατρήσεις ἃς προϋπέστη καὶ οἷς ἂν θέλῃ καὶ μένειν οὐδὲν ἧττον ἀπαθὲς καὶ ἀθάνατον»
252 Βλ. Ομιλία ΚΑ΄, PG 151, 280CD.
253 Βλ. Ομιλία ΚΑ΄, PG 151, 281CD, 276BCD · Ομιλία ΚΒ΄, PG 151, 285CD.
254 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 425A.
255 Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Εισαγωγή, Π. Χρήστου, τομ. Α΄, σελ. 324-326.
256 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ΙΔ’ αιώνα, όπ. παρ., σελ. 32, 33.
257 Απολυτίκιο αγίου Γρηγορίου Παλαμά εσπερινού Κυριακής Β΄ Νηστειών, Βλ. Τριώδιον, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1960, σελ. 179.
50
προσπαθώντας να αποδείξει ότι αυτό το θείο φως είναι άκτιστο, χωρίς όμως να είναι και η ουσία του Θεού.
Όπως είπαμε στην προηγούμενη παράγραφο, ο Χριστός μεταμορφώθηκε όχι αποκτώντας κάτι που δεν διέθετε από πριν, ούτε μεταβλήθηκε σε κάτι που δεν ήταν, αλλά έδωσε στους μαθητές του τη δυνατότητα να τον δουν όπως ακριβώς ήταν, καταυγαζόμενος από το αιώνιο φως της θεότητός του258. Παρουσίασε δηλαδή ο Διδάσκαλος τη λαμπρότητα της θεϊκής του φύσεως, που ήταν κρυμμένη κάτω από τη σάρκα. Οπότε, αφού είναι θεϊκό αυτό το λαμπρό φως, θα πρέπει να είναι και άκτιστο259. Ως εκ τούτου, ούτε μπορεί να περιγραφεί, «οὐδ΄ αἰσθητικῇ δυνάμῃ ὑποπίπτει», παρόλο που έγινε ορατό για λίγο χρόνο από τους σωματικούς οφθαλμούς των τριών Αποστόλων. Αυτό συνέβη διότι «μετέβησαν οἱ τοῦ Κυρίου μύσται τῇ ἐναλλαγῇ τῶν αἰσθήσεων, ἥν αὐτοῖς τό Πνεῦμα ἐνήργησε, καὶ οὕτως εἶδον, οὖ τε καὶ ἐφ' ὄσον ἐχαρίσατο τούτοις ἡ τοῦ θείου Πνεύματος δύναμις, τὸ ἀπόρρητον ἐκεῖνο φῶς»260. Ξέφυγαν δηλαδή οι Απόστολοι για λίγο από τις κατηγορίες του χώρου και του χρόνου και γεύθηκαν την πραγματικότητα της αιωνιότητας261. Την εμπειρία αυτή των μαθητών του Χριστού συσχετίζει ο Παλαμάς με την αρπαγή στους ουρανούς του αποστόλου Παύλου, ο οποίος, απαλλαγμένος από κάθε φυσική δύναμη, πέτυχε δια του Πνεύματος να ενωθεί με το θείο φως και να γίνει ο ίδιος φως και πνεύμα262.
Αντιθέτως, οι επικριτές του αγίου υποστηρίζουν, ότι οι Απόστολοι είδαν με κτιστή και αισθητική δύναμη το φως της μεταμορφώσεως, υποβιβάζοντας όμως έτσι σε κτίσμα, όχι μόνο αυτό το φως, το οποίο είναι η δόξα και η βασιλεία του Θεού, αλλά και την ίδια τη δύναμη του Αγίου
258Βλ. Βλαδίμηρου Λόσκυ, Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, (μετάφραση Μ. Μιχαηλίδη), εκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 52.
259 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 433A. Βλ. και Βλαδίμηρου Λοσκυ, Η θέα του Θεού, (μετάφραση Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου), εκδ. Ι. Μ. Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2004, σελ. 210.
260 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 429A, 433B · Αντιρρητικός Ζ΄, Π. Χρήστου τομ. Γ’, σελ. 476: «Εἰ γὰρ καὶ ἀναγέγραπται, καὶ παρ' ἡμῶν εἴρηται σωματικοῖς ὀφθῆναι οφθαλμοῖς τὸ ἐν Θαβωρίῳ τοὺς μαθητὰς περιαστράψαν φῶς, ἀλλ' ὡς δεξαμένοις τὴν δύναμιν τοῦ πνεύματος, δι' ἧς ὁρᾶται τὰ τοιαῦτα».
261Βλ. Βλαδίμηρου Λοσκυ, Η θέα του Θεού, (μετάφραση Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου), όπ. παρ., σελ. 211.
262 Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 3, Π. Χρήστου τομ. Α’, σελ. 570.
51
Πνεύματος263, καθώς αυτή είναι που αποκαλύπτει τα θεία και απόρρητα στους ανθρώπους264.
«Δόξα του Θεού» λοιπόν είχε αποκαλέσει το φως αυτό ο ίδιος ο Κύριος λίγο πριν την μεταμόρφωσή του. Οπότε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των κακοδόξων, θα έπρεπε να είναι κτιστό και το ανέσπερο φως, με το οποίο θα αστράφτει ο Χριστός στην ουράνια Βασιλεία του. Όμως η βασιλεία του Θεού δεν μπορεί να είναι κτιστή, καθώς αυτή είναι «μόνη πάντων ἀβασίλευτος καὶ ἀήττητος, καὶ χρόνου παντὸς καὶ αἰῶνος ἐπέκεινα»265 και αποτελεί την κληρονομία των σωζομένων266. Άλλωστε, από το φως αυτό της αιώνιας βασιλείας θα λαμπρυνθούν και οι άγιοι, γενόμενοι οι ίδιοι θείο φως και «ὡς θείου φωτὸς γεννήματα, τὸν θείως ἀποῤῥήτως ὑπερλάμποντα ὄψονται Χριστὸν»267. Η θέωση, επομένως, δεν είναι τίποτε άλλο από τη μέθεξη του ακτίστου φωτός, το οποίο είναι υπερουράνιο, υπερκόσμιο και προκόσμιο και το φως, το οποίο θα κάνει τους δίκαιους να λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του Θεού268. Ο Παλαμάς δηλαδή το θείο αυτό φως της Μεταμορφώσεως, αλλά και αυτό που βλέπεται από τους αγίους στη παρούσα ζωή, «το τοποθετεί αξιολογικώς, στην ίδια βαθμίδα με το φως της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, εκείνο που θα περιλάμπει τους αξίους κατά την μέλλουσα ζωή»269.
Όλα τα παραπάνω επιχειρήματα του αγίου αποδεικνύουν ξεκάθαρα στους «εχθρούς του φωτός», ότι το φως αυτό της Μεταμορφώσεως είναι θείο, άκτιστο και υπερφυές. Έχει όμως ο άγιος να αντιμετωπίσει και αυτούς, που «ἐφ’ ἕτερον καταφέρονται κρημνόν». Αυτούς δηλαδή που ισχυρίζονται, ότι το φως αυτό είναι η ουσία του Θεού. Αναπτύσσεται έτσι μια νέα επιχειρηματολογία στηριζόμενη σε ευαγγελικά και πατερικά χωρία, που ανατρέπει και αυτόν τον ασεβή ισχυρισμό. Αν λοιπόν το φως αυτό, που δε διαφέρει από την ουράνια θεία
263 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 429B · Προς Άνναν Παλαιολογίναν, Π. Χρήστου, τομ. Β’, σελ. 546.
264 A΄ Κορ. 2, 9-11.
265 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 432D.
266 Βλ. Μαξίμου Ομολογητου, Κεφάλαια θεολογικά, PG 90, 1165A.
267 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 432C, 433CD · Ομιλία ΛΕ΄, PG 151, 440Β: «τὰ δὲ ἱμάτια ὡς ἐγγίζοντα τῷ σώματι ἐκείνου φωτεινά ἐγενετο, καὶ διὰ τούτων ἔδειξε, τίνες αἱ στολαὶ τῆς δόξης, ἂς ἐνδύσονται κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα οἱ ἐγγίζοντες Θεῷ» · Ομιλία ΝΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 446 · Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 3, Π. Χρήστου, τομ. Α’, σελ. 556, 557. Βλ. και Ματθ. 13, 43: «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν».
268 Βλ. Κατά Γρηγορά Γ΄, Π. Χρήστου, τομ. Δ’, σελ. 335.
269 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Προϋποθέσεις και κριτήρια του ορθοδόξως και απλανώς θεολογείν, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 62, 63.
52
δόξα, όπως προαναφέραμε, είναι η ουσία του Θεού, τότε θα πρέπει να είναι και η ουσία των αγγέλων, διότι ο ίδιος ο Κύριος λέει, πως είναι κοινή αυτή η δόξα και στον Πατέρα του αλλά και στους αγγέλους270. Μέτοχοι αυτής της δόξας και βασιλείας είναι βέβαια και οι άγιοι, με τη διαφορά ότι οι τελευταίοι μαζί με τους αγγέλους την αποκτούν κατά Χάρη, ενώ τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας την έχουν από τη φύση τους271. Ενώ επομένως «κοινὴ μὲν καὶ μία ἡ δόξα καὶ η λαμπρότης αὕτη τοῦ τε Θεοῦ καὶ τῶν αὐτοῦ ἀγίων», δεν είναι όμως κοινή και μία η ουσία τους272.
Ο άγιος όμως παρουσιάζει και άλλο ένα τελευταίο ακλόνητο επιχείρημα που αποδεικνύει, ότι αυτό το άκτιστο φως δεν μπορεί να είναι η ουσία του Θεού. Έτσι, στο όρος Θαβώρ φάνηκε ξεκάθαρα, πως το θείο φως δίδεται με μέτρο, επιδέχεται αυξομειώσεις και μερίζεται αμερίστως, σύμφωνα πάντα με την αξία αυτών που το δέχονται273. Η ουσία όμως του Θεού είναι αμέριστη, ακατάληπτη και φυσικά δεν αυξομειώνεται274.
Ο λόγος, για τον οποίο ο άγιος ξεκαθαρίζει στο ποίμνιο του την περί θείου φωτός διδασκαλία, είναι διότι έχοντας αληθινή γνώση αυτού του άυλου και αιωνίου φωτός μπορούμε τελικά οι άνθρωποι να απαλλαγούμε από το φοβερό σκότος της αμαρτίας275, «ὡς ἄν παρρησίαν σχῶμεν ἐπιδημοῦντος ἐν φωτὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ φωτισθῶμεν προσδραμόντες, καὶ συνδιαιωνίσωμεν φωτιζόμενοι εἰς δόξαν τῆς τρισηλίόυ καὶ μοναρχικωτάτης φαιδρότητος»276.
270 Βλ. Ομιλία ΛΕ΄, PG 151, 445BC. Βλ. και Λουκ. 9, 26.
271 Βλ. Ομιλία ΛΕ΄, PG 151, 445CD.
272 Βλ. Ομιλία ΛΕ΄, PG 151, 448A.
273 Βλ. Ομιλία ΛΕ΄, PG 151, 448B: «τὸ μὲν γὰρ πρόσωπον τοῦ Κυρίου ὑπὲρ ἥλιον ἔλλαμψε, τὰ δὲ ἱμάτια λαμπρὰ γέγονε καὶ λευκὰ ὡσεὶ χιών. Καὶ Μωϋσῆς δὲ καὶ Ἠλίας ἐν τῇ αὐτῇ ὤφθησαν δόξῃ· ἀλλ’ οὐδεὶς αὐτῶν τηνικαῦτα ὡς ἥλιος ἤστραπτε· καὶ αὐτοὶ δὲ οἱ μαθηταὶ τὸ μὲν εἶδον τοῦ φωτὸς ἐκείνου, τῷ δὲ ἀτενίζειν οὐκ ἠδυνήθησαν».
274 Βλ. Ομιλία ΛΕ΄, PG 151, 448C.
275 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 436ΒC.
276 Βλ. Ομιλία ΛΕ΄, PG 151, 449A.
53
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΩΣ «ΜΕΘΟΡΙΟ» ΚΤΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
4.1. Η Χώρα του Αχωρήτου.
Το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου προφητεύτηκε αιώνες πριν να γεννηθεί. Γι’ αυτό και στις ομιλίες του Παλαμά υπάρχει μια αναπτυγμένη παλαιοδιαθηκική τυπολογία με θέμα το πρόσωπο της Θεοτόκου. Οι δύο πιο ενδεικτικές προεικονίσεις, που συναντούμε, είναι η καιομένη και μη καταφλεγομένη βάτος, που είδε ο θεόπτης Μωυσής277 και η λαβίδα στο όραμα του προφήτη Ησαΐα, με την οποία το Σεραφείμ πήρε τον άνθρακα από το θυσιαστήριο278. Η Παρθενομήτωρ, λοιπόν, είναι εκείνη η βάτος και αυτή η λαβίδα, που συνέλαβε απυρπολύτως το θείο πυρ279, όπως είδαμε στο μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Αναφέρονται βεβαίως και άλλες παλαιοδιαθηκικές προφητείες280, αλλά αξιοσημείωτο είναι αυτό, που λέχθηκε στην ομιλία, που εκφωνήθηκε τη Κυριακή των Πατέρων, ότι δηλαδή «πᾶσα ἡ θεόπνευστος Γραφὴ διὰ τὴν Θεοτόκον ἀνεγράφη Παρθένον»281. Είναι δηλαδή η Παναγία η αρχή και το τέλος όλης της Παλαιάς Διαθήκης282.
Οι παραπάνω προφητείες λοιπόν, αναφέρονται στην εκλογή του προσώπου εκείνου, που θα ήταν ικανό να υπηρετήσει το σωτήριο θεϊκό σχέδιο, που μετά τη πτώση των πρωτοπλάστων θα ανακαλούσε πάλι το ανθρώπινο γένος στην ουράνια υιοθεσία. Αυτό το «κειμήλιον τῆς οἰκουμένης»283, «ὁ Θεὸς πρὸ αἰώνων ἑαυτῷ προορίζει καὶ τῶν ἀπ' αἰῶνος ἐκλέγεται», ως άμωμο και αμόλυντο σκεύος, που θα χωρούσε και θα συνεργαζόταν με την θεανδρική υπόσταση284. Έτσι, δίνεται στη Μαρία μ΄ αυτήν την προαιώνια εκλογή και τον προορισμό, ένα μοναδικό προνόμιο
277 Εξ. 3, 3.
278 Ησ. 6, 6.
279 Βλ. Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 472AB · Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 177A.
280 Βλ. Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 469BCD · Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 173BC · Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 304, 306.
281 Βλ. Ομιλία ΝΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 434.
282Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος (κείμενο-εισαγωγή-σχόλια Αθανασίου Γιέφτιτς), εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2010, σελ. 30.
283 Βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ομιλία 11, PG 77, 1032D.
284 Βλ. Ομιλία ΝΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 428.
54
και μια ξεχωριστή υπερφυσική θέση, μέσα σ’ όλη τη δημιουργία285. Αυτός ο προορισμός φυσικά δεν έχει καμία σχέση με τον απόλυτο προορισμό της δυτικής θεολογίας, «αλλά αντίθετα θεωρείται σαν ακόλουθος της πρόγνωσης του Θεού και ταυτίζεται με την ελεύθερη εκλογή»286. Το άξιο αυτό σκεύος λοιπόν, η Θεοτόκος, είναι καρπός προσευχής και άσκησης και δίδεται από τους πολυαρέτους γονείς της, ως προσφορά στο Θεό, οδηγούμενη στα άγια των αγίων. Ο Παλαμάς ομιλεί για γέννηση της Παναγίας287, χωρίς πουθενά να αφήνει να εννοηθεί, ότι ήταν απαλλαγμένη από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, όπως βλασφήμως υποστηρίζει το μαριολογικό δόγμα της άσπιλης σύλληψης της Θεοτόκου, που αποτελεί μία από τις αιρετικές διδασκαλίες των παπικών για το πρόσωπο της Παναγίας και το οποίο θεσπίσθηκε φυσικά πολύ αργότερα, το έτος 1854288. Αυτή η αναφορά έχει ιδιαίτερη σωτηριολογική σημασία, διότι αυτό το «δόγμα» ουσιαστικά αμφισβητεί την σάρκωση του Σωτήρα από ένα γνήσιο εκπρόσωπο του ανθρωπίνου γένους.
Για τα Εισόδια της Θεόπαιδος σώζονται δύο θαυμαστές ομιλίες289, εκ των οποίων η μία είναι ουσιαστικά πραγματεία, με έντονο περιεχόμενο
285Βλ. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση, (μετάφραση Παναγιώτου Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 198.
286 Βλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος και Oρθόδοξο δόγμα, εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 40 · Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λουθήρου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 65-68 · Νίκου Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Β’, όπ. παρ., σελ. 528.
287 Βλ. Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 461C · Ομιλία ΝΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 252.
288 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Προϋποθέσεις και κριτήρια του ορθοδόξως και απλανώς θεολογείν, όπ. παρ., σελ. 138 · Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος και Ορθόδοξο δόγμα, όπ. παρ., σελ. 42-45, 91-92. Για την νεώτερη αυτή αιρετική δοξασία των παπικών, αλλά και την προσπάθεια δυτικών θεολόγων να αποδώσουν την κακοδοξία αυτή στον ιερό Δαμασκηνό, βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος (κείμενο-εισαγωγή-σχόλια Αθανασίου Γιέφτιτς), όπ. παρ., σελ. 32, 33, 38, 39.
289 Αξίζει να αναφέρουμε τι γράφει ο Θεόκλητος Διονυσιάτης, για αυτές τις δύο ομιλίες: «Μέγας νοῦς, ἁγίῳ Πνεύματι κεκοσμημένος, ὁ θεῖος Γρηγόριος, ἔχοντας συλλάβει τήν ὑψηλή δογματική θέση τῆς Θεοτόκου, ἀλλά καί ἀποτίωντας φόρον εὐγνωμοσύνης γιά τήν προστάτιδά της ἀφοῦ τό πάνσεπτο πρόσωπό της εἶχεν ἀνακραθεῖ στήν ἁγία ψυχή του, συνέταξε δύο Λόγους στά Εἰσόδια, πού ἀποτελοῦν ἀληθινό, καλλίστευμα τοῦ θεοφωτίστου νοῦ του. Στον δεύτερο, κυρίως, ἀποκαλύπτεται ὁ ἱερός Ἡσυχαστής, μέ τίς νηπτικές ἐμπειρίες, μέ τίς πνευματικές θεωρίες, μέ ὃλη τήν πνευματική γνώση τῆς ἡσυχαστικῆς ἀγωγῆς…πού ὃλ’ αὐτά ἐφαρμόζει στήν «ἡσυχάζουσα» εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ θεόπαιδα Μαριάμ, πού τήν θεωρεῖ ἀρχέτυπο ἀσκήσεως, ἡσυχασμοῦ, νηπτικῆς ἀγωγῆς καί θεώσεως». Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία η Μητέρα του Θεού, εκδ. Μέλισσα, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 113.
55
περί ησυχαστικής διδασκαλίας290. Το Ιερό του Ναού ήταν το πλέον ταιριαστό μέρος για να κατοικήσει η αληθινή αγία των αγίων. Άλλωστε, ο βίος του θείου αυτού σκηνώματος, στο οποίο κατασκήνωσε επάνω στη γη ο Ύψιστος, δεν θα έπρεπε να είναι ορατός291, καθώς ο Θεός κατοικεί μέσα σε απρόσιτο φως292. Με εικόνες παρμένες από την Παλαιά Διαθήκη, που προτυπώνουν τη Παναγία, περιγράφεται η είσοδος της στο Ναό, οπότε με την είσοδο αυτή λύεται ουσιαστικά η ακαρπία της Παλαιάς Διαθήκης με την καρποφορία του Πνεύματος293. Αυτά, που επαγγέλθηκαν στην Παλαιά Διαθήκη, τα μεταφέρει πλέον η Θεομήτωρ στην περίοδο της Χάριτος, ως ενσαρκωμένα πρότυπα αρετών294. Ιδιαίτερη εντύπωση δε κατά την είσοδο προκαλεί το γεγονός, ότι η τριετής Παρθένος «δικάζει μετὰ συνέσεως τῇ τε φύσει καὶ τῷ κτίστῃ τῆς φύσεως, καὶ νέμει τὴν κρείττω μοῖραν τῷ κρείττονι, καὶ προκρίνει τὸν Θεὸν τοῦ πατρὸς καὶ μητρὸς ἀγκαλῶν»295.
Στα ιερά άδυτα συμμετείχε η Παρθένος στα ανθρώπινα, όπως σημειώνει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, αλλά με έναν τρόπο ανώτερο από τους άλλους ανθρώπους, αφού τα απαραίτητα για την τροφή της τα εξασφάλιζε άγγελος Κυρίου296. Εκεί, σαν σε επουράνιες αυλές, ζούσε μόνο για το Θεό, τρεφόμενη και τηρουμένη απ’ Αυτόν που επρόκειτο μέσω αυτής να σκηνώσει σε εμάς, «πάντως δὲ καὶ αὕτη Θεὸν μόνον ὁρῶσα, Θεὸν ποιουμένη τρυφὴν οἰκείαν, Θεῷ διηνεκῶς προσανέχουσα»297. Διατηρεί λοιπόν τις αισθήσεις της μονίμως καθαρές, ώστε να ακροάται τα θεία μηνύματα και τίποτε το ανθρώπινο δεν μπορεί να αποσπάσει τη προσοχή της298. Ονομάζει την Παναγία ο Παλαμάς «αυτοχειροτόνητη και θεοπρόβλητη πρέσβειρα»299, που επιδίδεται στην ιερά ησυχία και την
290 Βλ. ΕΠΕ, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, Εισαγωγή, τομ.11, όπ. παρ., σελ. 13, 14.
291 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 284.
292 Α΄ Τιμ. 6, 16: «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον».
293 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 284, 286, 288, 290.
294 Βλ. Παντελεήμονος Καλαφάτη, Η Θεοτόκος ως πρότυπο τελειώσεως του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ΠΔΕΣΑΛ, εκδ. Ι. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000, σελ. 80.
295 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 292.
296 Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, (κείμενο–μετάφραση–εισαγωγή-σχόλια Νέλλα Παναγιώτη), εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2010, σελ. 88.
297 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 322.
298 Βλ. Ευτυχίας Γιούλτση, Η Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 82.
299 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 324.
56
αδιάλειπτη προσευχή300, διδάσκοντας με πράξεις ότι η θεοπτία «οὐκ αἰσθήσει μόνον ἢ καὶ λογισμῷ τοῖς ὄντως προσγίνεται ἀνθρώποις (μικρῷ γὰρ ἂν εἶεν τῶν ἀλόγων κρείττους), ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τῇ τοῦ νοῦ καθάρσει καὶ τῇ τῆς θείας χάριτος μεθέξει, καθ᾿ ἣν οὐ λογισμοῖς, ἀλλ᾿ ἐπαφαῖς ἀΰλοις τοῖς θεοειδέσιν ἐντρυφῶμεν κάλλεσιν»301. Όντας δηλαδή η πάναγνη Μαρία σύσκηνη από παιδική ηλικία με το Θεό, έλαβε όλες τις αρετές και τα χαρίσματα302, ενώ έχοντας το νου της μονίμως στραμμένο προς Αυτόν «πάντων ὑπερίπταται κτιστῶν», βλέποντας τη δόξα του Θεού καλύτερα απ’ ότι ο Μωυσής303. Μέσα στα άδυτα του Ναού η παραμονή της Θεοτόκου δεν ήταν στατική αλλά συνεχώς αγιάζονταν, προσθέτοντας Χάρη επάνω στη Χάρη, με αποτέλεσμα όχι μόνο να ενωθεί ψυχοπνευματικά με τον Θεό, αλλά να κατεβάσει τον ίδιο τον Θεό στη γη και να τον ενώσει με τον άνθρωπο304.
Έτσι, όταν ο αρχάγγελος καλεί την αγία Παρθένο στην υπηρεσία της θείας βουλής, αυτή με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος απαντάει θετικά στη θεϊκή κλήση305: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου»306. Πρωτύτερα, βέβαια, σύμφωνα με τον Παλαμά, η απορία της στο πώς θα της συμβεί αυτό, δεν είναι αποτέλεσμα απιστίας307, αλλά μάλλον αποτέλεσμα της ανθρώπινης αδυναμίας της, ως προς την κατανόηση αυτού του θείου μυστηρίου. Η θετική απάντηση της Παρθένου στο αρχαγγελικό μήνυμα δεν είναι φυσικά μια στιγμιαία απάντηση, αλλά αποτέλεσμα της βαθειάς πίστης308 και της συνεχής επαφής με το Θεό, που καλλιέργησε επί σειρά ετών η Θεόπαιδα, όπως προείπαμε, στα άδυτα του Ναού.
Ο Παντοκράτορας χαρίτωσε τη Θεοτόκο, καθιστώντας την «κρᾶμα» όλων των θείων και ανθρωπίνων χαρίτων και «καλλονὴν», που στολίζει
300 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 328, 330: «τὴν ἱερὰν ἡσυχίαν εὑρίσκει χειραγωγόν· ἡσυχίαν τὴν νοῦ καὶ κόσμου στάσιν, τὴν λήθην τῶν κάτω, τὴν μύησιν τῶν ἄνω, τὴν τῶν νοημάτων ἐπὶ τὸ κρεῖττον ἀπόθεσιν· αὕτη πρᾶξις ὡς ἀληθῶς, ἐπίβασις τῆς ὡς ἀληθῶς θεωρίας ἢ θεοπτίας, εἰπεῖν οἰκειότερον, ἣ μόνη δεῖγμα τῆς ὡς ἀληθῶς εὐεκτούσης ψυχῆς».
301 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 342.
302 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 276.
303 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ.11, σελ. 338.
304 Βλ. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία η Μητέρα του Θεού, όπ. παρ., σελ. 133.
305 Βλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος και Ορθόδοξο δόγμα, όπ. παρ., σελ. 57, 59.
306 Λουκ. 1, 38.
307 Βλ. Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 176Β.
308 Βλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος και Ορθόδοξο δόγμα, όπ. παρ., σελ. 59.
57
τόσο τον ορατό όσο και τον αόρατο κόσμο309. Με σκηνές από τη Δημιουργία, ο ιερός Παλαμάς περιγράφει το κάλλος, το οποίο της μετέδωσε με τη δημιουργική του δύναμη ο Δημιουργός. Στο πρόσωπο επομένως της Αειπαρθένου, που ξεπερνά σε λάμψη τους ουράνιους φωστήρες και τους αγγέλους, δικαίως υμνείται και ο Τριαδικός Θεός310. Από τους αγγέλους μάλιστα, είναι ασυγκρίτως υπερτέρα311, καθώς οι μεν υπερκόσμιοι νόες στέκονται γύρω από το Θεό312, η δε Παναγία όχι μόνο δίπλα αλλά και δεξιά Του, ως βασίλισσα313. Όπου δηλαδή κάθισε ο Χριστός314, εκεί στέκεται και αυτή, η οποία είναι και ο πραγματικός θρόνος του ουρανίου Βασιλέως315.
Αυτή τη θέση καταλαμβάνει πλέον η Θεομήτωρ, διότι μετά τη ζωηφόρο κοίμηση της μεταστάθηκε αμέσως στους ουρανούς316. Μετά δηλαδή την ανάσταση του Κυρίου, συνανίσταται και η κιβωτός του αγιάσματός Του, αυτή που όχι μόνο έλαβε μέσα της τον ίδιο τον μονογενή Υιό του Θεού, αλλά και γέννησε Αυτόν317. Ο Παλαμάς πιστός στην ιερή Παράδοση, ακολουθεί την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία, κάνοντας λόγο για τον πραγματικό θάνατο της Θεοτόκου και για την μετάσταση της, δηλαδή την κατά Χάρη διαφυγή της φθοράς του θανάτου318. Διότι, αν και είναι η Παναγία «η πηγή της ζωής»319, οδηγείται προς την αθάνατη και ουράνια ζωή δια μέσου του θανάτου320.
Το ύψος της τιμής, που αξιώθηκε το πρόσωπο της Θεοτόκου τόσο κατά την επίγεια ζωή της όσο και μετά τη Κοίμηση της, δεικνύει ο
309 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 274 · Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 468AB.
310 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 274, 276, 278, 280.
311 Βλ. Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 461B: «…καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους καὶ τὰς ὑπὲρ τούτους ὑπερκοσμίους πάσας δυνάμεις ὑπεραναβέβηκεν ἀσυγκρίτως τῇ πρὸς τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἐγγύτητι».
312 Ησ. 6, 2.
313 Ψαλμ. 4, 9.
314 Εβρ. 1, 3. 8, 1: «ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
315 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 304, 306.
316 Βλ. Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 464C.
317 Βλ. Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 465CD, 468A.
318 Ο καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης αναφέρει ως φυσική συνέπεια του δόγματος περί της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου που αναφέραμε παραπάνω, το δόγμα περί ενσώματης ανάληψης της Θεοτόκου στον ουρανό. Έτσι ενώ οι Ορθόδοξοι εορτάζουν τη κοίμηση και τη μετάσταση της Θεοτόκου, οι παπικοί εορτάζουν απλώς τη μετάστασή της, δηλαδή την εν ζωή αναληψή της. Βλ. σχετ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Προϋποθέσεις και κριτήρια του ορθοδόξως και απλανώς θεολογείν, όπ. παρ., σελ. 137, 138.
319 Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγος πρώτος εις την Κοίμηση της Θεοτόκου, PG 96, 713D.
320 Βλ. Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 464C.
58
Παλαμάς λέγοντας: «Εἰ δ᾿ ἀγάπη μία Πατρός τε καὶ Υἱοῦ καὶ ἡ παρ᾿ ἀμφοτέρων καὶ τοῦ Πνεύματος τιμή τε καὶ συνέλευσις (ὢ τῶν ὑπὲρ νοῦν χαρίτων τῆς παρθένου!), ὅλην ἐν μέσῃ φέρει τῇ ψυχῇ τὴν ἄκτιστον τριάδα, ἧς ἐν γαστρὶ τὸν ἕνα συνείληφεν ἀσπόρως καὶ παρθένος οὖσα τέτοκεν ὠδίνων ἄνευ»321.
4.2. Η Παναγία, ως «πύλη» της σωτηρίας των ανθρώπων.
Όπως αναφέρθηκε ήδη, η Παναγία είναι αυτή που προορίζεται και επιλέγεται από το Θεό για την αποκατάσταση και τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους322. Ήδη η Αειπάρθενος από μικρή ηλικία, μέσα στο Ναό υψηλές «ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ διέθετο»323, έλκοντας τον ουράνιο Δεσπότη προς εμάς324 και τελικά στον ίδιο τον Υιό του Θεού «τὸ ἀδαμιαῖον κώδιον ἔδωκεν ἐκ τῆς γαστρός»325. Είναι η Παναγία εκείνη η ουράνια κλίμακα από την οποία κατέβηκε ο Θεός στη γη για να μας ελευθερώσει από τη φθορά και να μας χαρίσει την αιώνια ζωή326, γι’ αυτό και εικονίζεται ως Πλατυτέρα στην κόγχη του ιερού. Αποκαλείται μάλιστα και Κυρία, όχι μόνο επειδή συνέλαβε και έτεκε θείως τον Δεσπότη αλλά και επειδή η ίδια είναι πηγή της ελευθερίας μας327.
Όπως οι άγιοι Ιωάννης Δαμασκηνός και Κύριλλος Αλεξανδρείας, έτσι και ο Παλαμάς ομιλεί για τη Θεοτόκο πάντοτε σε πλήρη αναφορά και σύνδεση με τον Υιό και Λόγο του Θεού. Δεν εμφανίζεται δηλαδή μια ανεξάρτητη «Μαριολατρεία», αλλά μια αρμονική και άρρηκτη σύνδεση μεταξύ Θεοτοκολογίας, Χριστολογίας και Σωτηριολογίας328. Αυτή η σχέση αποτυπώνεται και στην εικονογραφία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπου η Θεοτόκος εικονίζεται ως μητέρα, που φέρει στην αγκαλιά της τον Χριστό,
321 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 310.
322 Βλ. Ομιλία ΝΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 240.
323 Ψαλμ. 83, 6.
324 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 272.
325 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 302.
326 Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, Μαρία η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την Ορθόδοξον πίστιν, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 102, 103.
327 Βλ. Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 172BC.
328 Βλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος και Ορθόδοξο δόγμα, όπ. παρ, σελ. 30. Βλ. και Ιωάννου Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος (κείμενο-εισαγωγή-σχόλια Αθανασίου Γιέφτιτς), όπ. παρ., Αθήνα 2010, σελ. 24.
59
έτσι ώστε να μην αυτονομείται η εικόνα της, αλλά να σχετίζεται πάντα με τον Θεάνθρωπο Υιό της329, το σωτήρα της ανθρωπότητας.
Στις ομιλίες του Παλαμά υπάρχουν πολλές σωτηριολογικές εκφράσεις προς τη Θεομήτορα, τη προφητευμένη ράβδο του Ιεσσαί, που βλάστησε και αφάνισε τον καρπό της προγονικής κατάρας, εμφυτεύοντας στη γη την άφθαρτη λαμπρότητα330. Με σκηνές πάλι απ’ την Παλαιά Διαθήκη, αντιπαραβάλλεται η αρπαγή του προφήτη Ηλία και η μετάθεση του δίκαιου Ενώχ στον ουρανό, με τη μετοίκηση της Παρθένου στα άγια των αγίων. Ενώ οι πρώτες δεν κατήργησαν την αμαρτία, ούτε και επέβαλαν δικαιοσύνη, με τη μετάθεση της Παναγίας άνοιξε πλέον ο ουρανός τις πύλες του, για να στείλει «τὸν κοινὸν γλυκασμὸν τῶν ἡμετέρων ψυχῶν»331.
Ήδη ο άγιος Γρηγόριος, θεωρεί ως αρχή της σωτηρίας του ανθρώπου, το Γενέθλιο της Θεοτόκου, που εορτάζεται τον πρώτο μήνα του εκκλησιαστικού έτους, διότι την ημέρα εκείνη άρχισε η ανακαίνιση των πάντων και εισήχθησαν οι αιώνιοι θεσμοί αντί των προσκαίρων332. Με τον άφραστο τόκο όμως του Θεού Λόγου, η Αειπάρθενος «τὴν γὴν οὐρανώσασαν», ποιώντας το Θεό υιό ανθρώπου και τους ανθρώπους υιούς του Θεού333, κατά Χάρη. «Μεθόριο» μεταξύ κτιστής και άκτιστης φύσεως αποκαλείται συχνά στις ομιλίες, καθώς κανείς δε μπορεί να πλησιάσει το Θεό παρά μόνο μέσω αυτής και του μεσίτη που γεννήθηκε απ’ αυτή, αλλά και καμία δωρεά του Θεού δε δίνεται σε αγγέλους και ανθρώπους χωρίς να μεσολαβήσει η Παρθενομήτωρ334. Γι’ αυτό και αλλού ονομάζεται «ταμεῖον καὶ πρύτανις», διαχειριστής δηλαδή του θεϊκού πλούτου, τον
329 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Εικονολογικές Μελέτες, εκδ. Ι. Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου Μάκρης Αλεξανδρουπόλεως, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 148-152.
330 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 298 · Ομιλία ΜΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 10, σελ. 584, 586, 588: «Σήμερον ἡ προφητευομένη ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης ἐβλάστησεν Ἰεσσαί, ἐξ’ ἧς ἄνθος ἀνέβη μαρασμόν οὐχ ὑποδεχόμενον, ἀλλά καὶ τὴν φύσιν ἡμῶν ἀπανθήσασαν καὶ διὰ τοῦτο τοῦ ἀμαράντου χωρίου τῆς τρυφῆς ἐκπεσοῦσαν ἀνακαλούμενον καὶ πρὸς τὸ εὐθαλὲς ἐπανάγον, καὶ τὸ ἀειθαλὲς αὐτῇ χαριζόμενον καὶ ἀνάγον πρὸς οὐρανόν καὶ εἰσάγον εἰς τὸν παράδεισον».
331 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 300.
332 Βλ. Ομιλία ΜΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 10, σελ. 584, 586.
333 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 268, 342, 344 · Ομιλία ΜΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 10, σελ. 590.
334 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 308 · Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 472B · Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 177AB: «αὕτη μόνη μεθόριόν ἐστι κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως· καὶ αὐτὴν εἴσονται τοῦ άχωρήτου χώραν ὅσοι δὴ γινώσκουσι Θεὸν καὶ αὐτὴν ὑμνήσουσι μετὰ Θεὸν ὅσοι τὸν Θεὸν ὑμνοῦσιν. Αὕτη καὶ τῶν πρὸ αὐτῆς αἰτία καὶ τῶν μετ’ αὐτὴν προστάτις καὶ τῶν αἰωνίων άγαθῶν πρόξενος».
60
οποίο δεν κρατεί για τον εαυτό της, αφού άλλωστε δεν μειώνεται, αλλά τον κατανέμει στον καθένα κατά τη δύναμη του και σύμφωνα με το μέτρο της καθαρότητας του335.
Ως συγκάτοικος όμως πλέον στα υπερουράνια σκηνώματα με τον Υιό της, δεν είναι μόνο επιστάτης των ακένωτων θησαυρών, αλλά και πρέσβης προς τον φιλάνθρωπο Δεσπότη336. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως όταν ο λειτουργός του υψίστου τελεί στην ιερά πρόθεση την αγία προσκομιδή, τοποθετεί στο κέντρο του αγίου Δισκαρίου τον Αμνό και στα δεξιά αυτού τη μερίδα της Παναγίας. Στο ουρανό, δηλαδή, τον οποίο συμβολίζει το ιερό αυτό λειτουργικό σκεύος337, αυτή την προνομιούχο θέση κατέχει η Υπεραγία Θεοτόκος, πρεσβεύοντας διαρκώς στον αγαθό Δεσπότη. Η φιλανθρωπία της μάλιστα, κατά τον Παλαμά, είναι αδιάλειπτη, γι’ αυτό και βρίσκεται πάντοτε κοντά σε όσους την επικαλούνται με πίστη338. Είναι αυτή που μεταδίδει το έλεος της και τα χαρίσματα της στους ανθρώπους. Αυτή που ειρηνεύει και απαλλάσσει από δεινές καταστάσεις και αυτή που μας βοηθάει να απαλλαγούμε από σωματικές ασθένειες, ψυχικά πάθη339 και πειρασμούς που απειλούν τη σωτηρία μας340. Κυρίως όμως εκτός από τις πρόσκαιρες ωφέλειες, είναι αυτή που μεσιτεύει, ώστε με τη Χάρη και το έλεος του Ιησού Χριστού να γίνουμε κληρονόμοι των μελλόντων και αιωνίων αγαθών341. Σε όλη άλλωστε την εικονογραφία και υμνολογία της Εκκλησίας μας, η Θεοτόκος δέεται υπέρ των πιστών342. Όλα τα παραπάνω που λέει ο Παλαμάς για
335 Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 310, 312, 314 · Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 472D, 473AB.
336 Βλ. Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 468C, 469AB.
337 Βλ. Ιωάννου Φουντούλη, Λειτουργική Α’, Εισαγωγή στη θεία Λατρεία, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 47.
338Βλ. Ομιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 264: «ἡ τῆς ἀειπαρθένου νύμφης ἀνέκλειπτος φιλανθρωπία, ἢ καθάπερ τις ψυχὴ διὰ πάντων τῶν ὑπηκόων χωροῦσα διαγίγνεται, καθάπερ ἅπαντα συνέχουσα καὶ συνιστᾶσα, ἐγγύς τε οὖσα καὶ ἀεὶ παροῦσα τοῖς ἐπικαλουμένοις διὰ τῆς ἀκαμάτου καὶ ἀνυσιμωτάτης πρὸς τὸν ἐξ αὐτῆς Θεὸν πρεσβείας ἀνυούσης ἅπαντα λυσιτελῶς, ὅσα γε ἡμεῖς ἴσμεν ἐκ τῶν παρ᾿αὐτῆς εἰς ἡμᾶς ὑπηργμένων ἀγαθῶν ἐγνωκότες καὶ βεβαιοτέραν ἐντεῦθεν τὴν πίστιν ἐσχηκότες».
339 Βλ. Ομιλία ΛΖ΄, PG 151, 473BC.
340Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, Μελέτες συστηματικής θεολογίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 47.
341 Βλ. Ομιλία ΝΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 256 · Ομιλία Ε΄, PG 151, 76B.
342 Βλ. Ευτυχίας Γιούλτση, Η Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως, όπ. παρ., σελ. 154, 155. Για τη Θεοτοκολογία όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την υμνολογία των Θεομητορικών εορτών, βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, Μελέτες συστηματικής θεολογίας, όπ. παρ., σελ 39–49.
61
την Θεοτόκο, συνοψίζει η αγία Εκκλησία σ’ ένα στίχο ψάλλοντας απλά και ταπεινά: «Δέσποινα πρόσδεξαι τάς δεήσεις τῶν δούλων σου καί λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπό πάσης άνάγκης καί θλίψεως»343. Η Παναγία πρεσβεύει στον Υιό της, διότι «πολλὰ ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου»344, σε καμία όμως περίπτωση ο Παλαμάς δεν την θεωρεί «Λυτρώτρια» ή «Συλλυτρώτρια», κατά την γνώμη των σύγχρονων «σοφών» και «αλαθήτων» του Βατικανού, όπως τους χαρακτηρίζει ο σέρβος επίσκοπος Αθανάσιος Γιέφτιτς345. Ο Χριστός είναι αυτός που σώζει τελικά τους ανθρώπους. Η Θεοτόκος δεν σώζει, αλλά και δεν σωζόμαστε χωρίς αυτήν346. Γι’ αυτό και εμείς οφείλουμε, ως αντίδωρο προς την Παρθένο347, που είναι «τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἐργαστήριον»348, να αποδίδουμε αδιαλείπτως ύμνους και ευχαριστίες προς το πρόσωπο της349, διότι σύμφωνα και με τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας: «Γένοιτο, ἡμᾶς τρέμειν καὶ προσκυνεῖν τὴν ἑνότητα, καὶ βασιλεῖ θεοφιλεστάτῳ ὑπηκόους γίνεσθαι…καὶ τρέμειν καὶ σέβειν τὴν ἀδιάστατον Τριάδα· ὑμνοῦντας τὴν ἀειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, καὶ τὸν ταύτης Υἱὸν καὶ νυμφίον ἄσπιλον. Ὅτι αὐτῷ ὴ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»350.
343Τροπάριο Μικρού Παρακλητικού Κανόνος, Ωρολόγιον το Μέγα, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1983, σελ. 557.
344 Θεοτοκίον ΣΤ΄ Ώρας, Ωρολόγιον το Μέγα, όπ. παρ., σελ. 113.
345Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος, (κείμενο–μετάφραση–εισαγωγή-σχόλια Αθανασίου Γιέφτιτς), όπ. παρ., σελ. 38, 39. Βλ. και Ιωάννου Καλογήρου, Μαρία η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την Ορθόδοξον πίστιν, όπ. παρ., σελ. 110, 111.
346 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη πνευματική ζωή, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 126.
347 Ο Παλαμάς περισσότερο από κάθε άλλη ονομασία, επιλέγει αυτήν της «Παρθένου», όταν αναφέρεται στην Θεοτόκο. Όπως είπαμε όμως, οι αναφορές του αγίου στη Παναγία συνδέονται άρρηκτα με τον γεννηθέντα Σωτήρα. Οπότε και η παρθενία της Παναγίας (προ του τόκου, κατά τον τόκο και μετά τον τόκο) που είναι ένα γεγονός αναμφισβήτητο και ταυτόχρονα ανερμήνευτο, όπως τονίζεται στις ομιλίες, μπορεί να κατανοηθεί μόνο σε αναφορά με αυτόν που πραγματοποίησε το θαύμα, δηλαδή το Θεό Λόγο. Για το μυστήριο της παρθενίας βλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος και Ορθόδοξο δόγμα, όπ. παρ., Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 91-94.
348Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος (κείμενο-εισαγωγή-σχόλια Αθανασίου Γιέφτιτς), όπ. παρ., σελ. 218.
349 Βλ. Ομιλία ΝΒ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 254. Για την θέση της Θεοτόκου στην λαϊκή και λειτουργική ευσέβεια των Χριστιανών, βλ. σχετ. Παναγιώτη Σκαλτσή, Λειτουργικές Μελέτες Ι, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 209-226.
350 Βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ομιλία 4, PG 77, 996BC.
62
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΩΣ «ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ» ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΥ ΖΩΗΣ
5.1. Το «λουτρό της παλιγγενεσίας».
To άγιο Βάπτισμα αποτελεί εκπλήρωση των βαπτισματικών τύπων της Παλαιάς Διαθήκης και είναι το μυστήριο της εν Χριστώ αναγέννησης του ανθρώπου351. Από τις πολλές παλαιοδιαθηκικές προτυπώσεις, που συναντούμε μέσα στις Ομιλίες352, εντοπίζονται και αυτές που αφορούν το μυστήριο του Βαπτίσματος, όπως είναι τόσο το νερό, μέσα στο οποίο εκτέθηκε ο Μωυσής353 στα ρεύματα του Νείλου, όσο και η σωτήρια διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης354 απ’ τους Εβραίους. Η δε στήλη νεφέλης355, που επισκίαζε τη πορεία των Ισραηλιτών στην έρημο, είναι και αυτή τύπος του Αγίου Πνεύματος, που κατέρχεται μυστικώς στους βαπτιζομένους356.
Στη Καινή πλέον Διαθήκη έρχεται ο Κύριος να αντικαταστήσει το «ἐν ὕδατι» βάπτισμα του Ιωάννη, με το «ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι βάπτισμα»357. Διότι, ενώ ο Πρόδρομος βάπτιζε για να πιστέψουν στον ερχόμενο, ο Κύριος «μετεσκεύασε δι’ ἑαυτοῦ τὴν άΐδιον πηγὴν τῆς χάριτος»358. Το νερό ήταν μεν καθαρτικό, αλλά δεν μπορούσε να εξαλείψει αμαρτίες. Γι’ αυτό πρώτος κατέρχεται να βαπτιστεί ο αίρων την αμαρτία του κόσμου, «ὁ τῶν πνευμάτων πατήρ»359, ο Ιησούς Χριστός. Αυτός με το δικό Του βάπτισμα δικαίωσε τελείως την ανθρώπινη φύση360 και μετέδωσε στο νερό τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος που έλαβε άνωθεν, ώστε να «προσφύεται» πλέον ο
351 Βλ. Παναγιώτη Σκαλτσή, Λειτουργικές Μελέτες ΙΙ, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 315.
352 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 133CD.
353 Έξ. 2, 3 εε.
354 Εξ. 14, 15 εε.
355 Εξ. 13, 22.
356Βλ. Ομιλία ΛΗ΄, PG 151, 481B. Βλ. και Α΄ Κορ. 10, 2. Για τις προτυπώσεις του βαπτίσματος, βλ. Παναγιώτη Σκαλτσή, Λειτουργικές Μελέτες ΙΙ, όπ. παρ., σελ. 316-319.
357 Ματθ. 3,11 · Πραξ. 1,5.
358 Βλ. Ομιλία ΝΘ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 496.
359 Βλ. Ομιλία ΝΘ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 486.
360 Βλ. Ομιλία ΝΘ΄, ΕΠΕ, τομ.11, σελ. 502: «Οὕτω γὰρ πρέπον ἡμῖν ἐστι πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην, τουτέστι μηδεμίαν μὲν έμὲ θείαν ἐντολὴν ἄπρακτον ἀφεῖναι, τὴν δὲ ἀνθρωπίνην φύσιν οὕτω τελέως δικαιῶσαι καὶ τῆς θείας καὶ ἀϊδίου χάριτος ἐμφανέστερον αὐτὴν πληρῶσαι· τὸ γὰρ παρὰ σοῦ δεξάμενος βάπτισμα, φανερῶς ἐπ’ αὐτὴν ἑλκύσω τὸ Πνεῦμα τῆςυἱοθεσίας ἄνωθεν».
63
Ίδιος στους βαπτιζομένους, δίδοντας τους την καθαρτική και φωτιστική Χάρη Του361. Το ύδωρ αυτό αποκτάει πλέον μια αγιοποιό δραστικότητα και γίνεται το όργανο, διαμέσου του οποίου ενεργεί το Άγιο Πνεύμα362. Μάλιστα ο Παλαμάς σημειώνει, ότι μετά τη βάπτιση του Κυρίου, ο Ιωάννης και όλοι οι άξιοι που βρίσκονταν εκεί κοντά ήταν ουσιαστικά οι πρώτοι βαπτισθέντες, καθώς όλος εκείνος ο χώρος έγινε μια «πνευματική κολυμβήθρα», από την οποία ξεχύθηκε η θεία Χάρη από το σώμα του Ιησού, φωτίζοντας τους και λυτρώνοντας τους από τη πατρική κατάρα363. Το μυστήριο της βάπτισης του Χριστού είναι η απαρχή της σωτηρίας364, γι’ αυτό και την ημέρα εκείνη ανοίχθηκαν μέσω αυτού οι ουρανοί και από τότε παρέμειναν ανοιχτές οι πύλες περιμένοντας τη είσοδο των ανθρώπων365. Γι’ αυτό το λόγο και ο ιερός Καβάσιλας ονομάζει το βάπτισμα «είσοδο» και «πύλη» προς την αιώνια ζωή366.
Μετά τη βάπτιση του Κυρίου, η οποία προϋπέδειξε την εις άδου κάθοδο και την ένδοξη Ανάστασή του, παραδόθηκε η τέλεση αυτού του μυστηρίου στους πιστούς χριστιανούς καθιστώντας τους, σύμφωνα με τον απόστολο367, σύμφυτους με το ομοίωμα του θανάτου Του, ώστε στο κατάλληλο καιρό να καταστούν άξιοι και της υπεσχημένης αναστάσεως368. Άλλωστε, το γεγονός ότι η ακολουθία της βάπτισης αρχίζει με το: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός …» αποδεικνύει, ότι πράγματι η βασιλεία του Θεού είναι ο έσχατος σκοπός του βαπτίσματος369. Όσοι λαμβάνουν το άγιο βάπτισμα αποτελούν ένα σώμα και αποκτούν πατέρα τον ίδιο το Χριστό, όχι μόνο επειδή έγινε για μας πραγματικά άνθρωπος, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο,
361 Βλ. Ομιλία ΝΘ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 486, 488.
362 Βλ. Jean Danielou, Αγία Γραφή και Λειτουργία, Η Βιβλική θεολογία των μυστηρίων και των εορτών κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1981, σελ. 50.
363 Βλ. Ομιλία ΝΘ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 500.
364 Βλ. Ομιλία Ξ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 510 · Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 200Β: «Ἔρχεται γοῦν καὶ ὁ Χριστὸς πρὸς το βάπτισμα.....καὶ ὥστε τῆς σωτηρίου ποδηγίας ἀπάρξασθαι καὶ πιστώσασθαι τοῖς ἑπομένοις καὶ βαπτιζομένοις ὡς αὐτὸς «ὑπέδειξε καὶ προσέταξεν, ὅτι Πνεῦμα ἅγιον δίδοται, καὶ δι’ ἑαυτοῦ τὸ βάπτισμα κατασκευάσαι καθαρτικὸν φάρμακον τῶν ἐν ἡμῖν ἐντακέντων μολυσμάτων ἐξ ἐμπαθοῦς γενέσεως καὶ βιώσεως».
365 Βλ. Ομιλία Ξ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 524, 526.
366Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγοι επτά, εκδ. Ιερόν Ησυχ. Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2005, σελ. 48.
367 Ρωμ. 6, 5.
368 Βλ. Ομιλία Ξ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 514.
369Βλ. Alexander Schmeman, Εξ’ ύδατος και Πνεύματος, Λειτουργική μελέτη του Βαπτίσματος, (μετάφραση Ιωσήφ Ροηλίδη), εκδ. Δόμος, Αθήνα 1990, σελ. 57, 58.
64
αλλά και επειδή «διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος καὶ τῆς ἐν αὐτῷ τοῦ θείου Πνεύματος χάριτος ἡμᾶς ἀναγέννησεν»370.
Ιδιαίτερα επιμένει ο Παλαμάς σ’ αυτήν την ανακαίνιση και την ανάπλαση του πιστού, που προσφέρει η «ἀπαρχὴν τοῦ Πνεύματος», όπως ονομάζεται ο αγιασμός και η Χάρις του Πνεύματος, που λαμβάνεται στο θείο αυτό μυστήριο371. Τάφος λοιπόν για τον αμαρτωλό άνθρωπο τα νερά του βαπτίσματος αλλά και ζωογόνο περιβάλλον ταυτόχρονα, από το οποίο αναδύεται ένα ανακαινισμένο δημιούργημα372. Μπορούμε με την αναγέννηση αυτή να καταστούμε όχι μόνο τέκνα του Θεού373 όπως είπαμε, αλλά ακόμη περισσότερο συγκληρονόμοι του Χριστού και κληρονόμοι του ίδιου του Θεού374, με τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Γιατί μπορεί ο Θεός να θέλει να μας καταστήσει υιούς του, επιβάλλοντας μας τη σφραγίδα της υιοθεσίας375 με τη χρίση του θείου μύρου και σφραγίζοντας μας με το πανάγιο πνεύμα για την ημέρα εκείνη της απολυτρώσεως, πρέπει όμως και εμείς να διατηρήσουμε μέχρι τέλους σταθερή αυτή την ομολογία και να εκπληρώσουμε με έργα την υπόσχεση μας376.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Κύριος λέγει προς τους μαθητές του, όχι μόνο «βαπτίζοντες» αλλά και «διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα
370 Βλ. Ομιλία Γ΄, PG 151, 36D · Ομιλία Α΄, PG 151, 12ABC · Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 217CD.
371 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 216C · Ομιλία ΜΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 32 · Ομιλία ΝΔ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 362: «ἵν’ ἐξ’ ἡμῶν ἡμᾶς ἀναπλάσῃ καὶ διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος ἀνακαινίσῃ καὶ χωρητικοὺς πάλιν τῆς τοῦ θείου Πνεύματος χάριτος ποιήσῃ, τὸν ἐν αὐτῷ κτισθέντα κατὰ Θεὸν ἄνθρωπον ἐνδύσας ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι τῆς αληθείας».
372 Βλ. Jean Danielou, Αγία Γραφή και Λειτουργία, Η Βιβλική θεολογία των μυστηρίων και των εορτών κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, όπ. παρ., σελ. 55.
373 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 217C, 200CD: «ἐγκατοικίζεται δὲ τῷ ὕδατι τοῦ βαπτίσματος ἡ χάρις ἑαυτοῦ καὶ τοῦ Πατρός αὑτοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος· ὡς ἄν τοῖς κατ’ αὐτὸν ἔπειτα βαπτιζομένοις προσφυομένη ἀναγεννᾷ τούτους θείως καὶ ἀνακαινίζῃ καὶ ἀναπλάττη μυστικῶς, ὡς μηκέτι ἐκ τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ ὄντας ἐκεῖθεν ἕλκειν τὴν ἀράν, ἀλλ’ ἐκ τοῦ νέου Ἀδὰμ τὴν γέννησιν σχόντας τὴν εὐλογίαν ἐντεῦθεν ἔχειν, μηκέτι τέκνα σαρκὸς ὄντας, ἀλλὰ τέκνα Θεοῦ, οἳ οὐκ ἐξ’ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγεννήθησαν».
374Βλ. Ομιλία ΚΘ΄, PG 151, 368C · Ομιλία ΝΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 446: «οὕτω καὶ ὁ ἀναγεννηθείς ἐν Πνεύματι διὰ τοῦ κατὰ Χριστὸν βαπτίσματος, δύναμιν μὲν ἔλαβεν υἱὸς γενέσθαι καὶ κληρονόμος μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμος δὲ Χριστοῦ, καὶ λήψεται τὴν θείαν καὶ ἀθάνατον υἱοθεσίαν καὶ κληρονομίαν ἀσφαλῶς τε καὶ ἀναφαιρέτως ἐπὶ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἄν μὴ νοητῷ θανάτῳ ταύτης ἐκκρουσθῇ».
375 Γαλ. 4, 5.
376 Βλ. Ομιλία ΝΘ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 490.
65
ἐνετειλάμην ὑμῖν»377. Δεν αρκεί μόνο το βάπτισμα, αλλά χρειάζεται και η τήρηση όλων των θείων εντολών378. Διότι οι εντολές του Θεού έχοντας οντολογικό χαρακτήρα φανερώνουν την αγάπη του Θεού, αποκαλύπτουν το προσωπικό Του θέλημα και βοηθούν τον άνθρωπο να επανέλθει στη «κατά φύση» κατάσταση του379. Η εφαρμογή άλλωστε των θείων εντολών έχει ως αποτέλεσμα την ενοίκηση του ίδιου του εντολέα, του Θεού δηλαδή, μέσα μας380. Με απλούστερα λόγια, σύμφωνα και με τη γνωστή παραβολή381, δεν αρκεί μόνο να είσαι καλεσμένος, αλλά πρέπει να είσαι και εκλεκτός382. Γι’ αυτό και όποιος δεν αγωνίζεται να τηρεί και να εφαρμόζει τις θείες Εντολές, αυτός δεν θα σταθεί μαζί με τους βαπτιζομένους κατά την ημέρα της κρίσεως, έστω και αν λέει ότι έλαβε το άγιο βάπτισμα. Θα αποξενωθεί δηλαδή από τη θεία υιοθεσία εξαιτίας των έργων του, όπως απομακρύνθηκαν οι εξ’ αίματος υιοί του Θεού, οι Εβραίοι. Οι τελευταίοι «διχοτομήθηκαν» από το φιλάνθρωπο Δεσπότη προς σωφρονισμό δικό μας383, γιατί έχουν πατέρα το διάβολο και εκτελούν τα έργα αυτού384 παρόλο που, όπως λέει ο Παλαμάς, όλοι τους βαπτίσθηκαν κάτω από τη νεφέλη και μέσα στη θάλασσα στο όνομα του Μωυσή385. Γι’ αυτό επισημαίνεται συνεχώς, ότι για τη σωτηρία πρέπει να πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις, δηλαδή και το άγιο βάπτισμα και η έμπρακτη πίστη386.
377 Ματθ. 28, 19-20.
378 Βλ. Ομιλία ΛΗ΄, PG 151, 480C.
379 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική Ι, όπ. παρ., σελ. 143, 144, 149, 151.
380 Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 1, Π. Χρήστου, τομ. Α΄, σελ. 505.
381 Ματθ. 22, 14.
382 Βλ. Ομιλία ΜΑ΄, PG 151, 516C: «ἄν γὰρ κληθεὶς ὑπακούσῃ τις τῇ κλήσει καὶ βαπτισθεὶς ἀπὸ Χριστοῦ κληθῇ, μὴ ἀξίως δὲ τῆς κλήσεως περιπατήσῃ, μηδὲ κατὰ Χριστόν βιοὺς τελέσῇ τὰς ὑποσχέσεις ἅς ἔδωκε βαπτιζόμενος, κλητὸς μέν έστιν, ἐκλεκτὸς δ’ οὔ».
383 Βλ. Ομιλία Λ΄, PG 151, 385CD, 388A.
384 Ιω. 8, 44.
385 Βλ. Ομιλία ΛΗ΄, PG 151, 481AB · Ομιλία Λ΄, PG 151, 384C: «Πόθεν γάρ, εἰπέ μοι, τὸν πιστὸν τοῦ ἀπίστου, τὸν πεφωτισμένον τοῦ ἀφωτίστου, ταὐτὸ δὲ εἰπεῖν, τὸν βεβαπτισμένον κατὰ Χριστὸν καὶ συνταξάμενον τῷ Χριστῷ τοῦ ἀβαπτίστου καὶ τῷ διαβόλῳ συντεταγμένου διακρινοῦμεν; Οὐκ ἀπὸ τῶν λόγων; οὐκ ἀπὸ τῶν ἔργων; Οὐκ ἀπὸ τῶν τρόπων; ».
386Βλ. Ομιλία Λ΄, PG 151, 385ΑΒ: «Ἐπεὶ τοίνυν ἐκεῖνος ἀμφότερα ταῦτα εἶπεν, ἡ αὐτοαλήθεια, τὸ τε πιστεῦσαι καὶ τὸ βαπτισθῆναι, τῶν ἀδυνάτων ἐστὶ σωθῆναι τὸν μὴ θέλοντα βαπτισθῆναι, κἄν λέγῃ δῆθεν πιστεύειν, καὶ τὸν μὴ πιστεύοντα, κἄν ἐβαπτίσθει. Ἀλλ’ ἐρεῖ πιστεύειν πᾶς ὁ βαπτισθείς; Ἀλλ’ ἀκούσει παρὰ τοῦ Ἀποστόλου … Καὶ ὁ Κύριος γὰρ διὰ τοῦτο τὴν πίστην τῷ θείῳ βαπτίσματι συντάττει, διὰ τῆς πίστεως τὴν τῶν οἰκείων ἐντολῶν τήρησιν τῷ βαπτίσματι συνάπτων».
66
Ενώ το βάπτισμα είναι η αρχή της μιμήσεως του Χριστού, η μεσότητα είναι «ὁ κατ’ ἀρετὴν βίος καὶ ἡ κατὰ τὸ εὐαγγέλιο πολιτεία». Μετά το λουτρό της παλιγγενεσίας, αυτό που τρέφει και ανακαινίζει καθημερινώς τον άνθρωπο, είναι η εν Χριστώ ζωή, η οποία τον οδηγεί στη επίγνωση του Θεού, την δικαιοσύνη και τον αγιασμό387. Γι’ αυτό ως πρότυπο αυτής της ζωής προβάλλεται ο άγιος μεγαλομάρτυρας Δημήτριος, ο οποίος φύλαξε «τὴν ἐκ τοῦ κατὰ Χριστὸν βαπτίσματος θείαν χάριν ἀμίαντον» και «τῷ τοῦ Κυρίου νόμῳ συνᾷδον εἶχε τὸ θέλημα»388. Για τον μυροβλήτη άγιο, το βάπτισμα αποτέλεσε πράγματι «ὄχημα πρὸς οὐρανόν, βασιλείας πρόξενον» και «υἱοθεσίας χάρισμα», όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος389.
Ανάμεσα στους συμβολισμούς των τελουμένων κατά το άγιο βάπτισμα, αλλά και τις πολύ σημαντικές πληροφορίες που μας παρέχει ο Παλαμάς για τη διαδικασία τέλεσης του μυστηρίου, φαίνεται πως ήταν πρακτική στην εποχή του, ο ιεράρχης όχι μόνο να ερωτά δημοσίως από πριν τον βαπτιζόμενο, ή τον ανάδοχο, εάν επιθυμεί να διάγει έντιμο βίο, αλλά και να του εξηγεί τον ευαγγελικό τρόπο ζωής390.
Όμως ούτε το βάπτισμα από μόνο του, αλλά ούτε και τα υπόλοιπα θεία μυστήρια μπορούν να μας σώσουν απ’ την αιώνια καταδίκη, εάν πολιτευόμαστε αμαρτωλή και αμετανόητη ζωή391. Αυτό βέβαια δεν είναι απειλή, διότι όσο είμαστε προσωρινοί πολίτες αυτού του κόσμου, ο Δεσπότης αναμένει τη μετάνοια μας392, ώστε να ενεργοποιηθούν τα χαρίσματα, που λάβαμε κατά το βάπτισμα. Διότι με την αμαρτωλή ζωή δεν χάνονται οι δωρεές, απλώς παραμένουν ανενεργές και ο άνθρωπος παραδίδεται σε κοσμικές εξαρτήσεις393. Από αυτές τις εξαρτήσεις καλούμαστε να απέχουμε, καθώς το βάπτισμα είναι υπόσχεση μετανοίας και θεάρεστων έργων394. Γι’ αυτό και λαμβάνει νέο όνομα πλέον ο
387 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 216AB · Ομιλία ΚΑ΄, PG 151, 277B.
388 Βλ. Ομιλία ΜΓ΄, PG 151, 540A.
389 Βλ. Βασιλείου Καισαρείας, Ομιλία ΙΓ’, Προτρεπτική είς το άγιο Βάπτισμα, PG 31, 433A.
390 Βλ. Ομιλία ΝΘ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 482, 484, 486.
391 Βλ. Ομιλία ΛΗ΄, PG 151, 481D, 484A · Ομιλία ΚΣΤ΄, PG 151, 340A · Ομιλία ΚΖ΄, PG 151, 348D · Ομιλία ΛΒ΄, PG 151, 409D: «τότε δὲ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι ἕψεται τοῖς μὴ ἐνταῦθα μετανοήσασιν ἡ ἀφόρητος καὶ ἀτελέυτητος τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος κόλασις».
392 Βλ. Ομιλία Λ΄, PG 151, 385CD · Ομιλία ΝΘ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 490. Βλ. και Β΄ Πέτρ. 3, 9.
393 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ΙΔ’ αιώνα, όπ. παρ., σελ. 108.
394 Βλ. Ομιλία Ξ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 508.
67
χριστιανός, που σημαίνει ότι καλείται πλέον να αλλάξει ριζικά και να μετατοπιστεί «ἐκ μολυσμῶν εἰς καθαρότητα»395. Η μετάνοια μάλιστα, σύμφωνα με τον Παλαμά, δε ζητείται μόνο μετά το άγιο βάπτισμα, αλλά τόσο πριν απ’ αυτό, όσο και κατά διάρκεια αυτού396. Αυτή η μεγάλη λοιπόν δωρεά του βαπτίσματος, προσφέρεται ως αρραβώνας της αιωνίου μακαριότητας, την οποία όμως θα απολαύσουμε «ἐάν περ δι’ ἀγαθοεργίας μέχρι τέλους βεβαίως κατάσχωμεν τὸν ἀρραβῶνα τοῦτον»397.
5.2. O «θεουργός» άρτος.
Η μετάνοια, προσφέρει τη δυνατότητα στον εν Χριστώ καινό άνθρωπο να κρατά διαρκώς ενεργοποιημένες και φανερές τις δωρεές, που έλαβε κατά τη διάρκεια των μυστηρίων του βαπτίσματος και του χρίσματος398. Αλλά και το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, που παρέχει την τελείωση στα υπόλοιπα μυστήρια399, είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη μετάνοια αυτή, αρχή της οποίας είναι η εξομολόγηση των αμαρτιών στον πνευματικό πατέρα, στον οποίο πρέπει να προσέρχεται ο χριστιανός με πίστη και ταπείνωση, εκμυστηρευόμενος τα πάθη και τις αμαρτίες του. Δεχόμενος ο πιστός την πνευματική αυτή θεραπεία, ξεριζώνει τα αγκάθια τις αμαρτίας και καθίσταται έτοιμος για να υποδεχθεί τον «ἄρτο τῆς ζωῆς». Μάλιστα για τον Παλαμά η εξομολόγηση, αλλά και τα γενικότερα έργα της μετανοίας, είναι απαραίτητα για να λάβουμε όχι μόνο το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, αλλά για να δεχθούμε ακόμη και το σωτηριώδη λόγο του Θεού400! Η συνεχής μετάνοια λοιπόν, η ειλικρινής και καθαρή εξομολόγηση, αλλά και η διόρθωση του βίου αποτελούν αναγκαία κριτήρια της προευχαριστιακής ετοιμασίας. Στην προετοιμασία αυτή δίνει ιδιαίτερη έμφαση και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ένας εκ των κύριων εκφραστών του κολλυβαδικού κινήματος401. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε
395 Βλ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Μυσταγωγικές Κατηχήσεις, (εισαγωγή-σχόλια Γεωργίου Πατρώνου και μετάφραση Ιερομονάχου Μεθοδίου Ολυμπιώτη), εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2005, σελ. 41.
396 Βλ. Ομιλία ΝΘ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 480.
397 Βλ. Ομιλία ΝΔ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 370.
398 Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγοι επτά, όπ. παρ., σελ. 180.
399 Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγοι επτά, όπ. παρ., σελ. 197.
400 Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 398, 400 · Ομιλία ΛΗ, PG 151, 484D.
401 Βλ. Νικοδήμου Σκρέττα, Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 100.
68
ότι σε όλες τις ομιλίες του Παλαμά η μετάνοια, που ως λέξη συναντάται περίπου εκατό φορές, αποκτά κυρίως εσχατολογικό χαρακτήρα καθώς συνδέεται πολύ συχνά με τη κληρονομία της ουρανίου Βασιλείας402.
Άλλα όταν και για την ίδια την προσευχή, απαιτούνται καθαρά από αμαρτίες χέρια, αποβολή του μίσους απ’ τη καρδιά μας403 και καθαρή συνείδηση404, πόσο μάλλον για να γίνει ο πιστός σύσσωμος με το Χριστό, απαιτείται η εξομολόγηση και η κάθαρση με την ελεημοσύνη, την αγνότητα, την εγκράτεια και τη προσευχή405.
Άλλωστε, το τίμιο αυτό Σώμα που είναι αναμάρτητο, «οὐκ ἐυδοκήσει κατοικῆσαι ἐν σώματι κατάχρεῳ ἁμαρτίαις».406 Όποιος δηλαδή προσέρχεται να κοινωνήσει με πονηρή συνείδηση, χωρίς να λάβει άφεση των αμαρτιών του με εξομολόγηση, αυτός προσέρχεται προς κατάκριση του εαυτού του και αιώνια κόλαση, αποκλείοντας μάλιστα τους θείους οικτιρμούς και την ανοχή του Θεού! Στην περίπτωση αυτή, βέβαια, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παλαμάς, «πάσχει μὲν οὖν οὐδὲν τό θεῖον δῶρον, ἀπαθὲς γὰρ, ἀλλὰ τοῦτο μὲν ἡμῶν ἀφανῶς ἀφίπταται...ὅ δ’ ἄν ἔπαθεν, εἰ παθητόν, ἀχρειωθέν, τοῦθ’ ὁ προσενεγκάμενος ἀναξίως ὑποστήσεται»407.
Έτσι, όταν προσέρχεται ο χριστιανός με αληθινή καρδιά, με πίστη408, αλλά πρωτίστως με καθαρή συνείδηση, όπως λέει ο άγιος
402 Βλ. Ομιλία Ι΄, PG 151, 112BC: «Ἐπεὶ τοίνυν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἤγγικε καὶ ἐν ἡμῖν ἐστι, καὶ μετ’ οὐ πολὺ παραγίνεται, ποιήσωμεν διὰ τῶν τῆς μετανοίας ἔργων ἑαυτοὺς αὐτής ἀξίους» · Ομιλία Λ΄, PG 151, 388AB: «διὰ τῶν καρπῶν τῆς μετανοίας, συστῆναί τε καὶ ἀφομοιωθῆναι τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ, τῷ δυναμένῷ ἐξάγειν ἀξίους ἐξ ἀναξίων, καὶ υἱοποιεῖν δι΄ἑαυτοῦ τῷ ἀνωτάτῳ Πατρὶ καὶ κληρονόμους καὶ συγκληρονόμους ποιεῖν τῆς ἑαυτοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς δόξης καὶ βασιλείας» · Ομιλία ΚΖ΄, PG 151, 353A · Ομιλία ΚΘ΄, PG 151, 373ΑΒ · Ομιλία ΛΑ΄, PG 151, 392CD · Ομιλία ΝΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 450.
403 Α΄ Τιμ. 2, 8.
404 Α΄ Ιω. 3, 21.
405 Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 398, 402, 404: «Εἰ γὰρ χαλκεῖς καὶ χαλκοτύποι καὶ χρυσοχόοι περιτήκοντες χαλκῷ χρυσὸν ἤ ἄργυρόν ἤ τι τῶν τοιούτων, καὶ μέλλοντες ἤδη διὰ τοῦ γανώματος τὸ ἄνθος περιτιθέναι τῆς εὐχροίας, πρότερον ἀποξέουσι πάντα ῥύπον ἐκκαθαίροντες, πόσῳ μᾶλλον ἡμᾶς χρὴ κρειττόνως μέλλοντας χρυσοῦσθαι, μᾶλλον δὲ θεοῦσθαι, προκαθαίρειν ἑαυτούς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος; ».
406 Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 400. Βλ. και Α΄ Κορ. 11, 28-29: «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου».
407 Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 404, 406. Βλ. και Εβρ. 10, 29.
408 Εβρ. 10, 22.
69
Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης409, για να λάβει τον άρτο, ο οποίος είναι το καταπέτασμα που κρύβει μέσα του την θεότητα, τότε λοιπόν ανυψώνεται ο πιστός στον ουρανό και εισέρχεται στα αληθινά άγια των αγίων410. Γίνεται με αυτόν τον τρόπο Χριστοφόρος, όπως λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στην τέταρτη Μυσταγωγική του Κατήχηση411, διότι δεν λαμβάνει απλά τον τύπο του σώματος και του αίματος που ενεργούσε στη Παλαιά διαθήκη412, αλλά την αλήθεια413, δηλαδή το ίδιο το σώμα και το αίμα του Χριστού, με το οποίο μας εξαγόρασε κάνοντας μας γνήσιους δούλους του. Παρομοιάζει μάλιστα ο Παλαμάς τη μητέρα που θηλάζει το βρέφος, με τον Χριστό ο οποίος έγινε Αδελφός και Πατέρας μας, μη τρέφοντάς μας μόνο με το αίμα του αντί για γάλα, «ἀλλὰ καὶ τῷ ἰδίῳ σώματι, οὐδὲ τῷ σώματι μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ πνεύματι, τὴν δεδομένην ἡμῖν παρ’ αὐτοῦ εὐγένειαν ἀεὶ διατηρῶν ἀμείωτον καὶ πρὸς πόθον ἐνάγων μείζονα καὶ τὸ πλήρωμα διδοὺς τοῦ πόθου, οὐχ ὁρᾶν μόνον ἑαυτόν, ἀλλὰ καὶ ἅπτεσθαι καὶ κατατρυφᾶν καὶ ἐγκάρδιον ποιεῖσθαι καὶ ἐν ἑαυτοῖς κατέχειν, ἐν αὐτοῖς ἡμῶν τοῖς οἰκείοις σπλάγχοις ἕκαστον»414. Ενώ με το άγιο βάπτισμα, όπως είδαμε, αναγεννιόμαστε απ’ το Χριστό, με την θεία Κοινωνία τρεφόμαστε με τον Χριστό, γενόμενοι ένα μ’ αυτόν αλλά και μεταξύ μας415. Σε αντίθεση δε, με το μέγα μυστήριο του Γάμου, στη θεία Ευχαριστία δεν προσκολλόμαστε μόνο, αλλά «ἀνακιρνώμεθα» με το σώμα του Χριστού416. Για «ανάκραση», πού γίνεται μίξη και ένωση, ομιλεί και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι όπως ενώθηκε η ανθρώπινη φύση μετά του Χριστού, έτσι δια του άρτου της θείας Ευχαριστίας ενώνεται και ο κάθε πιστός προς Αυτόν417. Ως προς
409 Βλ. Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτου, Περί της συνεχούς μεταλήψεως, (εισαγωγή–κείμενο-σχόλια Θεοδωρήτου Αγιορείτου μοναχού), εκδ. Τήνος, Αθήνα 1992, σελ. 46.
410 Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 406.
411 Βλ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Μυσταγωγικές Κατηχήσεις, PG 33, 1100A.
412 Γεν. 14, 18 · Εξ. 12, 23. Βλ. και Ομιλία ΛΗ΄, PG 151, 481BC.
413 Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 412.
414 Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 410, 412.
415 Βλ. Γρηγορίου Ιερομονάχου, Η θεία Ευχαριστία και η θεία Κοινωνία, εκδ. Δόμος, Άγιον Όρος 2001, σελ. 220, 221.
416 Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 410 · Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, Π. Χρήστου, τομ. Α’, σελ. 449: «τῶν πιστευόντων ἑκάστω συνανακιρνῶν ἑαυτὸν διὰ τῆς τοῦ ἁγίου σώματος αὐτοῦ μεταλήψεως, καὶ σύσσωμος ἡμῖν γίνεται καὶ ναὸν τῆς ὅλης θεότητος ἡμᾶς ἀπεργάζεται – καὶ γὰρ ἐν αὐτῷ τῷ του Χριστοῦ σώματι κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».
417Βλ. Θεοδώρου Ζήση, Η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 200.
70
τον τρόπο μεταβολής του άρτου και του οίνου σε πραγματικό σώμα και αίμα Χριστού, ο Παλαμάς είναι σαφής: «Μυστήρια γὰρ διὰ τοῦτο λέγεται, ἐπεὶ οὐ τὸ ὁρώμενόν ἐστιν ἁπλῶς, ἀλλὰ πνευματικόν τι καὶ ἀπόρρητον…ἐὰν μὲν πρὸς τὸ φαινόμενον μόνον βλέπῃς, οὐδὲν ὠφελήθης, έὰν δὲ πρὸς τὸ πνεῦμα, δηλαδὴ πνευματικῶς αὐτὸν τὸν προκείμενον ὁρᾷς ἄρτον, ζωοποιηθήσῃ μετασχών»418. Ανερμήνευτος λοιπόν ο τρόπος αυτής της μεταβολής, σε αντίθεση με την σχολαστική και ορθολογιστική εξήγηση του μυστηρίου, που δίνεται από τους παπικούς και τον απλό συμβολισμό των τιμίων δώρων, που συναντούμε στους προτεστάντες419.
Τον αληθινό αυτό άρτο που κατεβαίνει από τον ουρανό και ζωοποιεί, τον συνδέει ο άγιος με την αιώνια ζωή420, στηριζόμενος στα ίδια τα λόγια του Κυρίου421. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο μάλιστα, το θυσιαστήριο, επάνω στο οποίο τελείται η αναίμακτη θυσία, είναι ο Παράδεισος. Έτσι, όπως στον πρώτο Παράδεισο υπήρχε πηγή ρέουσα ύδωρ, σ’ αυτό το νέο Παράδεισο υπάρχει πλέον μια άλλη πνευματική πηγή, η θεία Ευχαριστία422. Για να αποκτήσουμε όμως την αθανασία και την θεία υιοθεσία423, πρέπει πρώτα να διδαχθούμε από το άχραντο αυτό Σώμα, την οδό της αγάπης, της ταπείνωσης και της υπακοής που ακολούθησε ο ίδιος ο Κύριος, να γίνουμε δηλαδή και εμείς κοινωνοί των αρετών και των παθημάτων Του424.
Επειδή ακριβώς τις αρετές αυτού, που ευδόκησε να κατοικήσει μέσα μας, πρέπει να κηρύττουμε και εμείς, ο Παλαμάς υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να καθαριζόμαστε μόνο προτού προσέλθουμε να λάβουμε το θείο δώρο, αλλά και μετά τη λήψη του πρέπει να προφυλασσόμαστε και να μένουμε μακριά από τα πάθη. Αναλογιζόμενος μάλιστα ο πιστός με
418 Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 406.
419Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα (Σημειώσεις πανεπιστημιακών παραδόσεων), Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 53. Βλ. και Νικοδήμου Σκρέττα, Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων, όπ. παρ., σελ. 63, 64.
420 Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 406, 408.
421 Ιω. 6, 33-35.
422Βλ. Γρηγορίου Ιερομονάχου, Η Λειτουργία της Ευχαριστίας του Θεού, εκδ: Ι. Μ Χαλκίδος, Αθήνα 1971, σελ. 130.
423Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 414: «βασιλικὴ γὰρ ἐκτελούμεθα πορφύρα προσερχόμενοι τοῖς μυστηρίοις, μᾶλλον δὲ βασιλικὸν αἶμά τε καὶ σῶμα καὶ πρὸς θείαν υἱότητα μεταποιούμεθα, τῆς λαμπρότητος τοῦ Θεοῦ μυστικῶς γενομένης ἐφ’ ἡμᾶς καὶ περιλαμψάσης ἐξαισίως καὶ χριστοὺς ποιησάσης τοῦ Θεοῦ».
424 Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 418, 420.
71
ποιον ενώνεται μέσω του θείου αυτού μυστηρίου, πρέπει να ρυθμίζει τις πράξεις, το λόγο και τη διάνοια του, προς το του Θεού «ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον θέλημα». Όποιος όμως με τα έργα του καταστήσει άκυρη αυτή τη διαθήκη του αίματος του Χριστού που μεταλαμβάνει, αυτός θα υποστεί αιώνια τιμωρία, καθώς θα έχει θεωρήσει «κοινό» το αίμα της διαθήκης, με το οποίο αγιασθήκαμε. Για να μας επιστήσει δε ο άγιος τη προσοχή που πρέπει να επιδεικνύουμε μετά τη θεία μετάληψη, αναφέρει το εξής: «ὡς γὰρ μεγάλη ἡ ἐπαγγελία τοῖς φυλάττουσι τὸν ἐκ τῆς μεταλήψεως ἁγιασμὸν (βασιλεία γὰρ οὐρανῶν ἐπήγγελται), οὕτω μεγάλη ἡ κόλασις τοῖς ἀχρειώσασιν ἑαυτοὺς μετὰ τὴν δωρεάν»425.
Σωτήριο λοιπόν το μυστήριο της αναίμακτης θυσίας που μας παρέδωσε ο ίδιος ο Κύριος, όπως και το μυστήριο του βαπτίσματος που αναφέρθηκε στη προηγούμενη παράγραφο. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι τα δύο αυτά μυστήρια ήταν στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, ήδη από τους αποστολικούς χρόνους και θεωρούνταν από την Εκκλησία ως ένα και αδιάλειπτο μυστήριο, αυτό της χριστιανικής μυήσεως426. Γι’ αυτό και ο άγιος συχνά αναφέρεται συγχρόνως και στα δύο αυτά θεία μυστήρια427, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι από αυτά εξαρτάται η σωτηρία μας, αφού σ’ αυτά συγκεφαλαιώνεται όλη η θεανδρική οικονομία428.
425 Βλ. Ομιλία ΝΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 416.
426Βλ. Νέναντ Μιλόσεβιτς, Η θεία Ευχαριστία ως κέντρο της θείας λατρείας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 42. Για περισσότερα όσο αναφορά τη σύνδεση του μυστηρίου του βαπτίσματος και του χρίσματος, με τη θεία Ευχαριστία, βλέπε στο ίδιο, σελ. 19-92.
427 Βλ. Ομιλία Ξ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 532.
428 Βλ. Ομιλία Ξ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 516.
72
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»
6.1. Το σωτήριο ξύλο του Σταυρού και η Εκκλησία, ως «κιβωτός» σωτηρίας.
Η θυσία του Χριστού επάνω στο Σταυρό είναι αυτή που ελευθέρωσε την ανθρώπινη φύση από τις εξουσίες των πονηρών πνευμάτων, οι οποίες της επεβλήθησαν λόγω της παρακοής. Κυρίως όμως δια της σταυρικής θυσίας διαλύθηκε το μεσότοιχο του φραγμού και καταργήθηκε η έχθρα του ανθρώπου προς το Θεό429. Η σωτήρια δύναμη του Σταυρού ήταν φανερή ακόμη και στους προπάτορες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως δείχνουν οι πολλές προτυπώσεις που παραθέτει ο άγιος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, επικαλούμενος συγχρόνως και τον απόστολο Παύλο, που κατεξοχήν στις επιστολές του αναφέρεται στις σωτηριολογικές διαστάσεις της σταυρικής θυσίας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη ζωή του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, του Ιωσήφ και του Μωυσή, όπου ενεργείται ήδη το μυστήριο του Σταυρού430. Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του ξύλου επάνω στο οποίο ήταν δεμένο το κριάρι που δόθηκε για σφαγή αντί του Ισαάκ. Το ξύλο του φυτού αυτού στα εβραϊκά ονομάζεται Σαβέκ, δηλαδή φυτό αφέσεως, όπως και ο Σταυρός είναι ξύλο σωτηρίας431.
Ο Παλαμάς όμως, εκτός από το μυστήριο του Σταυρού, με το οποίο «ἐλύθη τῆς ἀρᾶς τὸ ἀνθρώπινον»432 και καταργήθηκε η αμαρτία433, αναφέρεται και στον τύπο του Σταυρού, απευθυνόμενος προς εκείνους τους αιρετικούς που αποτροπιάζονται το σύμβολο του Βασιλέως της δόξης
429 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 144C. Βλ. και Εφ. 2, 14-16: «αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ».
430 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 125C-136A.
431 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 132A.
432 Στιχηρό Προσόμοιο εορτής Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, Μηναίο Σεπτεμβρίου, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1959, σελ. 97.
433 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 125Β · Ομιλία Δ΄, PG 151, 52A: «κατήργησε τὴν ἁμαρτίαν ἐν ἑαυτῷ, καὶ ἡμᾶς ἐνισχύσας τὸ κέντρον ἐκείνης ἤμβλυνε, καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ συνεργοὺς αὐτῆς παρεδειγμάτισεν ἐν τῷ σταυρῷ, διὰ τοῦ θανάτου καταργήσας τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου».
73
και αυτό διότι δεν μπορούν να κατανοήσουν τη σωτηριολογική σημασία του Σταυρού. Ο τύπος είναι και αυτός θείος και προσκυνητός διότι είναι σφραγίδα ιερά, σωστική, «ἁγιαστική τε καὶ τελεστικὴ τῶν ἐκ Θεοῦ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ὑπηργμένων ὑπερφυῶν καὶ ἀπορρήτων ἀγαθῶν, ἀρᾶς καὶ καταδίκης ἀναιρετική, φθορᾶς καὶ θανάτου καθαιρετική». Το μέγεθος δε της σημασίας του Σταυρού φαίνεται απ’ το ότι αυτός περικλείει όλη την οικονομία της σαρκικής παρουσίας του Κυρίου, αλλά και κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα εμφανισθεί το σημείο αυτό του Υιού του ανθρώπου, με πολλή δύναμη και δόξα434. Όμοια με τον Παλαμά, που βλέπει στο Σταυρό όλη την Θεία Οικονομία, εκφράζεται και ο ιερός Δαμασκηνός: «ὁ σταυρὸς τὴν ἐνυπόστατον τοῦ Θεοῦ σοφίαν καὶ δύναμιν ἡμᾶς περιέβαλε», αλλά και «ἔνθα γὰρ ἄν ᾖ τὸ σημεῖον, ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ἔσται»435. Τη δύναμη αυτή και το μεγαλείο του ζωοποιού Σταυρού, συναντούμε και στα πολυάριθμα τροπάρια, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, στο βιβλίο της Παρακλητικής436.
Ομιλώντας ο Παλαμάς περί της σταυρικής θυσίας του Ιησού Χριστού, δεν θα μπορούσε να μην επικαλείται συνεχώς τον απόστολο των εθνών Παύλο, ο οποίος καυχάται για τον Σταυρό του Κυρίου437, όπως φαίνεται και σε όλες τις επιστολές του438. Η σταυρική ορολογία του Παλαμά ακολουθεί αυτή του Αποστόλου, ομιλώντας περί θυσίας του Αμνού439 και γενικότερα περί ελευθερίας και λυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους440. Ο άγιος συνδέει τη θυσία αυτή του Χριστού με την εξαπάτηση του Διαβόλου441, την απελευθέρωση του ανθρώπου από την εξουσία του442 και γενικότερα ως προς το θέμα αυτό, ακολουθεί πιστά την πατερική
434 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 144AB, 145AB · Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας, Π. Χρήστου, τομ. Ε΄, σελ. 254.
435Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, (κείμενο-μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Νίκου Ματσούκα), όπ. παρ., σελ. 354, 358.
436 «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνῶ Χριστὲ τὸν τίμιον, τὸν φύλακα τοῦ κόσμου, τὴν σωτηρίαν ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν, τὸ μέγα ἱλαστήριον, τοῦ Βασιλέως τὸ νῖκος, τὸ καύχημα πάσης τῆς οἰκουμένης». Σταυρώσιμο απόστιχο Πέμπτης εσπέρας, ήχος Γ΄, Παρακλητική, εκδ. Φως, Αθήνα 1997, σελ. 161.
437 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 125D.
438 Για την σταυρική ορολογία, που αποτελεί το κέντρο της Παύλειας σωτηριολογίας, και την οποία συναντούμε σε πολλές ομιλίες του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, βλ. Πέτρου Βασιλειάδη, Παύλος, Τομές στη θεολογία του, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 112-137.
439 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 132A. Βλ. και Α΄ Κορ. 5, 7.
440 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 212D. Βλ. και Ρωμ. 3, 24.
441 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 205CD.
442 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 144C.
74
παράδοση443. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν αποδίδεται σωτηριολογική σημασία μόνο στη σταύρωση του Ιησού, κάτι το οποίο συναντούμε στη δυτική θεολογία, όπου η σωτηριολογική σπουδαιότητα του θανάτου του Θεανθρώπου εντοπίζεται απλώς στην αποκατάσταση της δικαιϊκής σχέσεως του Θεού και του ανθρώπου444. Για τον Παλαμά, ο θάνατος του Χριστού δεν απομονώνεται από την υπόλοιπη Θεία Οικονομία, ούτε φυσικά ικανοποιεί τη θεία δικαιοσύνη, αλλά είναι ένα γεγονός οντολογικής σημασίας για τον άνθρωπο, το οποίο συνδέεται με τα εξίσου σωτηριολογικά γεγονότα της θείας ενανθρωπήσεως, της διδασκαλίας, των Παθών και φυσικά της ενδόξου Αναστάσεως και Αναλήψεως του Κυρίου445.
Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία στα κείμενα του Παλαμά, αφού πρόκειται άλλωστε περί ομιλιών ποιμαντικού χαρακτήρα, είναι ο Σταυρός αυτός, να αποτελεί φωτεινό οδηγό για τη ζωή των χριστιανών. Γι’ αυτό και υπενθυμίζει τα λόγια του Κυρίου446, ο οποίος προσκαλεί όχι μόνο τους μαθητές του, αλλά όλους να τον ακολουθήσουν, σηκώνοντας ο καθένας το σταυρό του447. Γνωρίζει πολύ καλά ο άγιος, ότι χωρίς το Σταυρό του Γολγοθά, δεν θα ιδρύονταν και δεν θα υπήρχε η Εκκλησία του Χριστού, δια της οποίας παρέχεται η σωτηρία448. Γι’ αυτό και τη σταυρική αυτή θυσία, όπως και όλη τη ζωή του Ιησού, πρέπει να μιμείται το πλήρωμα της Εκκλησίας, της οποίας αρχηγός και τελειωτής είναι ο ίδιος ο Χριστός. Ο γνήσιος Υιός του Θεού, αφού, όπως είδαμε σε προηγούμενες
443 Οι απόψεις του Παλαμά ως προς την αληθινή σημασία της σταυρικής θυσίας του Κυρίου, ταυτίζονται απόλυτα με τις μαρτυρίες που υπάρχουν σε πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας. Τις μαρτυρίες αυτές παραθέτει ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ και τις αντιπαραβάλλει με τις πλάνες και τις κακοδοξίες του παπισμού περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης. Βλ. σχετ. Σεραφείμ Μητροπολίτου Πειραιώς, Η αίρεσις της ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης δια της σταυρικής θυσίας του Κυρίου, Πειραιάς 2012, σελ. 61-105.
444 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης κατά τον Άνσελμο Καντερβουρίας, όπ. παρ., σελ. 134-139.
445 Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 208AB, 212BC, 201C: «εἰ μὴ οὗτος ἐσαρκώθη καὶ πέπονθε σαρκὶ καὶ ἀνέστη καὶ ἀνελήφθη δι΄ ἡμᾶς, οὐκ ἂν ἔγνωμεν τὸ ὑπερβάλλον τῆς πρὸς ἡμᾶς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ».
446 Ματθ. 16, 25. 10, 38: «ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος».
447 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 136D.
448Βλ. Αθανασίου Γιέφτιτς, Η Εκκλησιολογία του Αποστόλου Παύλου κατά τον ιερόν Χρυσόστομον, εκδ. Πάτμος, Αθήνα 1967, σελ. 60.
75
παραγράφους, ευδόκησε να γίνει αδελφός και πατέρας μας, έγινε και κεφαλή της Εκκλησίας συνάγοντας όλους τους πιστούς σ’ ένα Σώμα449.
Ο Χριστός έδωσε στην Εκκλησία το νόμο της Χάριτος τελειοποιώντας το παλαιό νόμο, ο οποίος δεν υπόσχονταν ούτε κοινωνία με το Θεό, αλλά ούτε και ουράνια κληρονομία. Αντίθετα, ο νέος νόμος, σε όσους πολιτεύονται με έργα μετανοίας και τηρούν τις θείες εντολές, επαγγέλλεται αιώνια ζωή450. Όσοι απειθούν με έργα προς το Ευαγγέλιο του Χριστού, αυτοί θα βρεθούν αντιμέτωποι με το άσβεστο πυρ της κολάσεως κατά την ημέρα της Κρίσεως451. Για τον Παλαμά βέβαια, αυτός ο νόμος του Χριστού είναι νόμος της ελευθερίας452 και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ένα κώδικα απειλής και τιμωρίας, αλλά «ένα πλαίσιο, που οριοθετεί και προσανατολίζει τη ζωή των πιστών στον Τριαδικό Θεό, που είναι η πραγματική πηγή ελευθερίας»453.
Ενώ η διδασκαλία πριν τη παρουσία του Κυρίου ήταν άκαρπη, όταν παρουσιάστηκε σε μας με τη σάρκα Του, «ἐπιδέξιός τε καὶ ἐνεργὴς ἡ θεία γέγονε διδασκαλία, συλλαβοῦσα καὶ πρὸς Χριστὸν ἑλκύσασα τῶν σωζομένων τὰ πλήθη»454. Ο Κύριος είναι αυτός για τον οποίο, ομιλώντας ο άγιος στο ποίμνιο του την Κυριακή του Σπορέως, λέει ότι έσπειρε τα ρήματα της αιώνιας ζωής, το Ευαγγέλιο δηλαδή της βασιλείας των ουρανών455.
Για να γίνουν όμως οι άνθρωποι, μέτοχοι της άφθαρτης τρυφής, πρέπει να τηρούν τους σωτήριους αυτούς νόμους, αλλά κυρίως απαιτείται η μίμηση τόσο της σταυρικής θυσίας όσο και όλης της ζωής του Χριστού γενικότερα. Αυτή η εν Χριστώ ζωή προβάλλεται, στις ομιλίες του
449 Βλ. Ομιλία Α΄, PG 151, 10ΑΒ · Ομιλία ΙΕ΄, PG 151, 188AB: «ἀλλὰ πάντες διὰ τῆς αὐτοῦ χάριτος ἕν ἐσμεν τῇ πίστει τῇ εἰς αὐτόν καὶ εἰς ἓν σῶμα τελοῦμεν τῆς αύτοῦ Ἐκκλησίας, κεφαλὴν μίαν ἔχοντες αὐτόν, καὶ ἓν πνεῦμα ἐποτίσθημεν διὰ τῆς τοῦ παναγίου Πνεύματος χάριτος».
450 Βλ. Ομιλία ΝΔ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 350, 352 · Ομιλία ΚΔ΄, PG 151, 308D, 309A: «ὁ τοῦ Θεοῦ μονογενὴς…ἔπραξε καὶ ἐδίδαξε θαυμαστὰ καὶ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ καὶ ὄντως θεοπρεπῆ, καὶ τοῖς αὐτῷ πειθαρχοῦσιν θεουργὰ καὶ σωτήρια».
451 Βλ. Ομιλία ΛΓ΄, PG 151, 301D, 416C · Ομιλία ΜΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 116.
452 Βλ. Ομιλία ΛΗ΄, PG 151, 480C.
453 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ο χαρακτήρας της ελευθερίας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ΠΔΕΣΑΛ, εκδ. Ι. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000, σελ. 237.
454 Βλ. Ομιλία ΚΓ΄, PG 151, 301D, 304A.
455 Βλ. Ομιλία ΜΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 114, 116. Πρβλ. και Ιω. 6, 63. 6, 68.
76
Παλαμά, ως παράδειγμα για τα μέλη της Εκκλησίας456. Την μίμηση αυτή του Χριστού, ο Παλαμάς, δεν την περιορίζει φυσικά στη μίμηση του ως ηθικού προτύπου, αλλά την επεκτείνει στην οικείωση της θείας ζωής Του. Όλη η ηθική διδασκαλία που αναπτύσσεται στις Ομιλίες δεν αποτελεί μια απλή προβολή ηθικών κανόνων ή αρχών, αλλά αποβλέπει στην οντολογική μεταμόρφωση και την ανασύνδεση του ανθρώπου με τον Θεό457. Άλλωστε, η ενανθρώπηση του Λόγου, που μελετήσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, προσέφερε στον άνθρωπο την οντολογική ανακαίνιση και «αποτέλεσε την προϋπόθεση για τη μίμηση του Θεού και την προς αυτόν εξομοίωση του»458. Την στενή δηλαδή οδό, που είναι γεμάτη θλίψεις και την οποία βάδισε ο Κύριος μας459, καλούμαστε να ακολουθήσουμε και εμείς, εάν βέβαια θέλουμε να μας υπερασπισθεί ο Σωτήρας κατά την ημέρα της Κρίσεως ενώπιον του Πατρός και των αγγέλων460.
Απαιτείται επομένως, υπακοή στον Κύριο, σταυρώνοντας τη σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες μας461, έτσι ώστε, να διαρρήξει ο άνθρωπος κάθε δεσμό με τον κόσμο και να υποτάξει τον εαυτό του στο θείο θέλημα462. Στην ομιλία που εκφωνήθηκε, για την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ο άγιος ζητά από τους πιστούς ακροατές του να είναι έτοιμοι να υποστούν ακόμη και ατιμωτικό θάνατο υπέρ της αρετής και της αληθείας των θείων δογμάτων. Διότι όπως οι βασιλείς της γης ζητούν στρατιώτες που είναι έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτούς, το ίδιο ζητεί και ο βασιλέας των ουρανών, με τη διαφορά ότι, ενώ οι πρώτοι δεν μπορούν να επαναφέρουν στη ζωή τους φονευθέντες, ο «Κύριος ζωὴν ἀντιδίδωσιν
456 Βλ. Ομιλία ΚΔ΄, PG 151, 309AB · Ομιλία Γ΄, PG 151, 36CD. Ο καθηγητής κ. Μαντζαρίδης διευκρινίζει ότι, η μίμησης αυτή του Χριστού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα μυστήρια της Εκκλησίας και ότι αυτή η μίμησης δεν θεώνει τον άνθρωπο, τον καθιστά όμως δεκτικό της θείας χάρης, δια της οποίας πραγματοποιείται η θέωση. Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Παλαμικά, όπ. παρ., σελ. 137.
457 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, όπ. παρ., σελ. 15, 275.
458 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Μέθεξις Θεού, όπ. παρ., σελ. 77.
459 Βλ. Ομιλία ΚΒ΄, PG 151, 292A.
460 Βλ. Ομιλία ΚΕ΄, PG 151, 324CD.
461 Βλ. Ομιλία ΚΒ΄, PG 151, 296B.
462 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Παλαμικά, όπ. παρ., σελ. 124. Η υποταγή αυτή στο θέλημα του Κυρίου, σύμφωνα με την ανθρωπολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γίνεται πάντοτε με την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου, η οποία ταυτίζεται με το αυτεξούσιο. Δεν πρόκειται δηλαδή για ανελεύθερη ανθρώπινη θέληση, όπως υποστηρίζει ο Λούθηρος. Βλ. σχετ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λουθήρου, όπ. παρ., σελ. 46, 47, 61.
77
αἰώνιον τοῖς ἐν τῷ ἀκολουθεῖν αὐτῷ προκινδυνεύσασι»463. Πάντως, όλα όσα ζητεί ο Κύριος να πράξουν τα πιστά μέλη της Εκκλησίας είναι πολύ λίγα συγκριτικά με εκείνα που τους ανταποδίδει εκείνος464. Αυτή τη μίμηση του Χριστού πέτυχαν οι άγιοι, γι’ αυτό και η Εκκλησία, τόσο μέσα από το λόγο, όσο ακόμη και μέσα από τις ιερές εικόνες που προβάλλει, προσπαθεί να προκαλέσει το ζήλο των πιστών ώστε να μιμηθούν τη ζωή των αγίων465. Αδιάψευστος μιμητής των Αχράντων Παθών466 και ακόλουθος του σωτηρίου δρόμου που υπέδειξε ο Κύριος, είναι ο άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης, που συχνά εγκωμιάζεται στις ομιλίες του Παλαμά. Αυτός «βίῳ καὶ λόγῳ καὶ πάθεσι τοῖς δεσποτικοῖς ἐξηκολούθησεν ἴχνεσιν»467 και έχυσε θεληματικά το αίμα του για το Χριστό κάνοντας το πηγή αγιασμού και θαυμάτων. Γι’ αυτό και η ψυχή του Μεγαλομάρτυρα απολαμβάνει τώρα την αιώνια δόξα468. Αυτή η «υπακοή», των μελών της Εκκλησίας προς τον Θεάνθρωπο, την οποία ο Παλαμάς θεωρεί καθοριστική και σωτήρια, συνοψίζεται στα λόγια ενός σύγχρονου αγίου, του Ιουστίνου Πόποβιτς: «Οἱ πάντες ἐν τῷ Χριστῷ συνιστοῦν ἓν θεανθρώπινον σῶμα, τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀυτὸς δὶδει τὴν στοχαστικότητα εἰς τὴν σκέψιν καὶ τὴν αἰσθητικότητα εἰς τὴν αἴσθησιν παντὸς χριστιανοῦ· ὁ Ἴδιος καθολικοποιεῖ τὴν αἴσθησιν καὶ τὴν συνειδησιν τοῦ κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ ζῇ σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις, ἐφ’ ὅσον ζῇ ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῷ»469.
463 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 136D, 137A · Ομιλία ΜΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 102, 104: «Τί μὴ καὶ τὴν ζωὴν αὐτὴν ὑπὲρ ἀλλήλων, εἰ δεήσει, κατὰ μίμησιν τοῦ Δεσπότου κατατιθέμεθα, ἵνα ἀντιλάβωμεν παρ’ αὐτοῦ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον;». Βλ. και Α΄ Πετρ. 2, 21 · Ιω. 13, 37.
464 Βλ. Ομιλία ΜΕ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 82, 84: «Ἄν οὖν ἐνταῦθα τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν ἔργων ὁμοιώσῃς σαυτὸν καὶ δείξῃς ἐπὶ πάντας χρηστόν, ὡς κἀκεῖνος ἐπὶ πάντας χρηστός ἐστιν, ἐκεῖ μετὰ προσθήκης καὶ πρὸς αὐτὸν ὁμοίωσιν λήψῃ, τῷ φωτὶ τῆς τοῦ Ὑψίστου δόξης περιλαμπόμενος καὶ συνδιαιωνίζων ἐκείνοις, μεθ’ ὦν ἔσται Χριστὸς ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν, διαδοὺς τὰς ἀξίας τῆς ἀιδίου μακαριότητος….Ὥστε, ἅ νῦν ἀπαιτεῖ παρ’ ἡμῶν, τὸ ἀγαπᾷν τοὺς ἐχθρούς, τὸ ἀγαθοποιεῖν, τὸ δανείζειν τοῖς ἀποδοῦναι μὴ ἔχουσιν, οὐ πρέποντα μόνον ἡμῖν ἐστι καὶ συμφέροντα, καθὰ προαποδέδεικται, ἀλλὰ καὶ μικρά ἐστι πρὸς τὰ διδόμενα παρ’ ἐκείνου παραβαλλόμενα ». Βλ. και Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 137BC.
465 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Εικονολογικές Μελέτες, όπ. παρ., Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 201-205.
466 Βλ. Ομιλία ΜΗ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 156, 158.
467 Βλ. Ομιλία ΜΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 130.
468 Βλ. Ομιλία ΜΣΤ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 104 · Ομιλία ΜΓ΄, PG 151, 540AB.
469Βλ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1974, σελ. 27.
78
Και ενώ από τη μια οι άγιοι, μιμούμενοι τον Χριστό, αποτελούν οδοδείκτη σωτηρίας για εμάς δίνοντας τη ζωή τους για την Εκκλησία του Χριστού, από την άλλη, οι αιρετικοί, ως «νοητὸς Ἡρώδης», επιτίθενται κατά της Εκκλησίας470. Γι’ αυτό και ο Παλαμάς, ως γνήσιος ποιμένας και πνευματικός διδάσκαλος, είναι υποχρεωμένος να προστατέψει το ποίμνιο του, απωθώντας από τον περίβολο της Εκκλησίας τους «λύκους»471 που παρερμηνεύουν την Αγία Γραφή472. Τα στόματα των αιρετικών είναι γεμάτα από δηλητήριο, το οποίο αναμιγνυόμενο με τα ευαγγελικά λόγια τα καθιστά θανατηφόρα473. Εισηγητής των κακοδοξιών αυτών, όπως λέγεται χαρακτηριστικά για τους Λατίνους, είναι ο ίδιος ο Διάβολος474. Την ίδια άποψη συναντούμε και σε άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως στον άγιο Επιφάνιο475 και στον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό476. Γι’ αυτό ο άγιος μας προτρέπει να αποφεύγουμε με κάθε τρόπο τα «πονηρά φίδια», που δεν αποδέχονται τις πατερικές εξηγήσεις και να «προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τὰ εὐσεβῆ καὶ σωτήρια ὡς συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι»477. Διαφαίνεται στις ομιλίες, ότι ο Παλαμάς, ως προς τη διατύπωση των δογματικών αληθειών της Εκκλησίας, ακολουθεί και προτάσσει ταπεινά τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι δεν αποφαίνονται αυτονομημένα αλλά εκφράζονται πάντοτε σε συμφωνία με τους προγενέστερους Πατέρες. Ομιλεί δηλαδή ο άγιος όντας ο ίδιος «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις Πατράσι»478, αγωνιζόμενος πάντοτε για τη διατήρηση της ορθής πατερικής παραδόσεως479.
470 Βλ. Ομιλία Μ΄, PG 151, 509C.
471 Βλ. Ομιλία ΙΑ΄, PG 151, 133A.
472 Βλ. Κατά Γρηγορά Β΄, Π. Χρήστου, τομ. Δ΄, σελ. 269 · Λόγος Αντιρρητικός ΣΤ΄, Π. Χρήστου, τομ. Γ΄, σελ. 389: «Ἔθος γὰρ τοῦτο τοῖς πονηροῖς αἱρεσιάρχαις παλαιὸν, τὰ σαφῆ τῆς γραφῆς διὰ τῶν ἀσαφῶν μετάγειν καὶ σοφιστικῶς ἐντεῦθεν παρακρουεσθαι τοὺς παραγομένους ὑπ’ αὐτῶν».
473 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 424BC.
474 Βλ. Λόγοι αποδεικτικοί Α’, Π. Χρήστου, τομ. Α’, σελ. 23.
475 Βλ. Επιφανίου Κύπρου, Πανάριον, PG 42, 204ΑΒ: «Τὸν δὲ Ἄρειον τοῦτον πρεσβύτερον ὅντα Ἀλεξάνδρου τοῦ προειρημένου ὑπεισῆλθε πνεῦμα Σατᾶν…»
476 Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 2, PG 94, 1293BC.
477 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 424D.
478 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Προϋποθέσεις και κριτήρια του ορθοδόξως και απλανώς θεολογείν, όπ. παρ., σελ. 71, 72.
479 Βλ. Προς Φιλόθεον, Π. Χρήστου, τομ. Β’, σελ. 520.
79
Οι λόγοι για τους οποίους, ο «φωστὴρ της Ὀρθοδοξίας»480, αναφέρεται τόσο σε αρχηγούς παλαιότερων αιρέσεων, όπως ο Διόσκορος, ο Ευτυχής και οι «καταραμένοι» Μεσσαλιανοί481, όσο και σε συγχρόνους του, όπως ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος482, είναι καθαρά σωτηριολογικοί. Διότι γνωρίζει πολύ καλά, ότι τα πονηρά πάθη και τα ασεβή δόγματα αλληλοεισάγονται483. Τα πονηρά δόγματα οδηγούν σε διεφθαρμένη ζωή και αυτή με τη σειρά της αποτελεί εμπόδιο για την σύλληψη και την αποδοχή των ορθών δογμάτων484. Το αποτέλεσμα είναι να χωρίζεται η ψυχή από Θεό και να οδηγείται σε αιώνιο θάνατο485. Σ’ αυτήν την άσβεστη γέενα του πυρός θα οδηγηθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, λόγω της αμετανοησίας τους486, όλοι αυτοί που ξεσήκωσαν «άγρια κύματα» εναντίον της Εκκλησίας487.
Για τους ίδιους σωτηριολογικούς λόγους, η Εκκλησία του Χριστού διακηρύττει και προβάλλει τους ορθοτομούντες τον λόγον Πατέρες και τις Συνόδους και αποκηρύσσει τους αιρετικούς και τις διδασκαλίες τους, όπως μας λέει ο ιερός Παλαμάς, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, «ἀριδηλότερον ἅμα καὶ κοινότερον τήν τε ἀνακήρυξιν ποιεῖται τῶν ἐπ’ εὐσεβείᾳ καὶ ἀρετῇ λαμψάντων καὶ τῶν πανιέρων κατ’ αὐτοὺς συνόδων καὶ τῶν κατ’ αὐτὰς θείων δογμάτων, καὶ τὴν ἀποκήρυξιν κεφαλαιωδέστερον τῶν σπουδαστῶν τῆς δυσεβείας καὶ τῶν πονηρῶν κατ’ αὐτοὺς σπουδασμάτων τε καὶ φρονημάτων»488.
480 Απολυτίκιο αγίου Γρηγορίου Παλαμά εσπερινού Κυριακής Β΄ Νηστειών, Τριώδιον, όπ. παρ., σελ. 179.
481 Βλ. Ομιλία ΛΕ΄, PG 151, 448AC.
482Βλ. Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 151, 204Β.
483 Βλ. Ομιλία Η΄, PG 151, 101BCD, 104A.
484 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, όπ. παρ., σελ. 170.
485 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 424D · Ομιλία ΚΖ΄, PG 151, 345D: «Ἀποστελεί οὖν οὗτος τοὺς ἀγγέλους αὑτοῦ, καὶ συλλέξουσιν ἐκ τῆς βασιλείας αὐτοῦ ταύτης πάντα τὰ σκάνδαλα, καὶ τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν, τοὺς αἱρετικοὺς δηλονότι, καὶ τοὺς μὴ διὰ μετανοίας τῶν ἔργων ἀποστάντας τῆς ἁμαρτίας (πᾶσα γὰρ ἁμαρτία ἀνομία ἐστι)· συλλέξαντες οὖν τούτους, βαλοῦσιν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός».
486 Βλ. Ομιλία ΜΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 124.
487 Βλ. Ομιλία ΛΒ΄, PG 151, 408Β.
488 Βλ. Ομιλία Η΄, PG 151, 97BC.
80
6.2. Η σωτηριώδης πίστη, τα έργα αγάπης και η συμβολή της θείας Χάριτος στη σωτηρία του ανθρώπου.
Ο άγιος Γρηγόριος στην «Περί πίστεως» ομιλία του, ξεκαθαρίζει εξ’ αρχής ποια είναι η αληθινή πίστη, η πίστη δηλαδή που δικαιώνει, όπως συνέβη στη περίπτωση του Αβραάμ489. Γι’ αυτό και επισημαίνει τη διαφορά ανάμεσα στις εκφράσεις «πιστεύω το Θεό», που σημαίνει ότι θεωρώ αληθινές και εμπιστεύομαι τις επαγγελίες που μας έδωσε και «πιστεύω στο Θεό», που σημαίνει ότι φρονώ ορθώς περί Αυτού. Η μεν πίστη στην επαγγελία του Χριστού περί κληρονομίας αιωνίου ζωής πρέπει να συνδυάζεται και με όσα ο ίδιος μας παρήγγειλε, να μιμούμαστε δηλαδή τη ζωή Του, όπως είδαμε στη προηγούμενη παράγραφο. Η δε ορθότητα της πίστεως αποδεικνύεται από το κατά πόσο αυτή βρίσκεται σε συμφωνία προς τους θεοφόρους πατέρες. Πρέπει επομένως να τηρούνται όλα τα παραπάνω από όποιον θέλει να είναι πιστός ενώπιον του Θεού, προς τον οποίο και απευθύνεται αυτή η πίστη. Η δύναμη μάλιστα αυτής της πίστεως είναι τόσο μεγάλη, που, κατά κάποιο τρόπο, καθιστά τον Θεό οφειλέτη απέναντι μας, ώστε να μας αντιπροσφέρει τη μετοχή στην άφθαρτη ουράνια βασιλεία490.
Η σωτήρια αυτή πίστη συνδέεται άμεσα με την ταπείνωση, την υπομονή και φυσικά τη μετάνοια. Έτσι η ταπείνωση είναι πάντοτε συνενωμένη με την πίστη προς το Χριστό και αυξάνεται μαζί μ’ αυτήν, «ὥστε τῶν πιστῶν ἐστι μόνον ἡ ταπείνωσις καὶ τῶν τεταπεινωμένων ἡ πίστις»491. Η δε υπομονή, που πηγάζει από τη γνησιότητα της πίστεως στο Θεό, είναι βασικό χαρακτηριστικό εκείνων των χριστιανών που θέλουν να επιδεικνύουν τέλεια πίστη προς το Θεό492. Τέλος, η μετάνοια, που όπως είδαμε συνδέεται με το μυστήριο του Βαπτίσματος, τη θεία Ευχαριστία και φυσικά με ολόκληρη τη ζωή του χριστιανού, συνδέεται άρρηκτα και με τη πίστη. Η πίστη λοιπόν ωφελεί μόνο όποιον πολιτεύεται κατά συνείδηση και εν μετάνοια, κατά τον ίδιο τρόπο που ο θείος Παύλος λέει ότι, η «περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς· ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς,
489 Ρωμ. 4, 3.
490 Βλ. Ομιλία Η΄, PG 151, 93D, 96ABC, 97A.
491 Βλ. Ομιλία ΜΓ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 30, 32. Βλ. και Ιακ. 4, 6.
492 Βλ. Ομιλία ΛΒ΄, PG 151, 401CD. Βλ. και Ιακ. 1, 3.
81
ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν»493. Σε κάθε άλλη περίπτωση η πίστη μετατρέπεται σε απιστία494!
Για την θεϊκότητα και την ωφέλεια της πίστεως αυτής, ο Παλαμάς, επικαλείται τον απόστολο των εθνών, ο οποίος αναφέρει τα θαυμαστά κατορθώματα των Ιουδαίων εκείνων, τα οποία προέρχονται από τη γνήσια πίστη τους, την οποία όμως επιβεβαίωναν συγχρόνως με τη ζωή και τα έργα τους495. Γι΄ αυτό και ο άγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης, αναφερόμενος στην Εκκλησία, λέει ότι αυτή είναι: «τό ἄθροισμα τῶν ἁγίων τό ἐξ ὀρθῆς πίστεως καὶ πολιτείας ἀρίστης συγκεκροτημένον»496.
Ακολουθώντας τον αδελφόθεο Ιάκωβο497, υποστηρίζει ο Παλαμάς, ότι «ἡ πίστης χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ καὶ ἀσύστατος, καὶ τὰ ἔργα χωρὶς τῆς πίστεως μάταια καὶ ἀνόνητα» και μας προτρέπει «τὴν πίστην διὰ τῶν ἔργων ἐπιδειξώμεθα καὶ τῶν πόνων τὸ κέρδος διὰ τῆς πίστεως κομισόμεθα»498. Διπρόσωπα και απροσδιόριστα τέρατα ονομάζει αυτούς που ομολογούν την πίστη τους μόνο με τα λόγια ή μόνο με τις πράξεις τους499. Γι’ αυτό και αυτοί θα απουσιάζουν από τη βασιλεία των ουρανών, όντας βδελυκτοί και ακατάλληλοι για κάθε αγαθό έργο. Το αντίθετο θα συμβεί, με όσους ακολουθούν πιστά τον νόμο και τη διδασκαλία του Χριστού και δείχνουν την πίστη με έργα500. Πίστη και έργα, πρέπει να βρίσκονται σε οργανική και λειτουργική σχέση, γιατί διαφορετικά η πίστη διαψεύδεται501.
Τα έργα αυτά φυσικά, τα οποία επικαλείται τόσο ο Παλαμάς, όσο και ο απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, είναι έργα αγάπης, που πραγματώνονται με την ενέργεια της θείας Χάρης, ως καρπός δηλαδή της ζωντανής πίστεως502. Παρομοιάζει ο Παλαμάς τα αγαθά έργα με το λάδι το οποίο καίει στο λυχνάρι, που είναι η ψυχή μας· φυτίλι δε του λυχναριού
493 Ρωμ. 2, 25.
494 Βλ. Ομιλία Λ΄, PG 151, 385A · Επιστολή προς την εαυτού Εκκλησίαν, Π. Χρήστου, τομ. Δ’, σελ. 139, 140.
495 Βλ. Ομιλία ΜΒ΄, PG 151, 525D, 528ABC.
496Βλ. Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Επιστολών Βιβλίον Β΄, PG 78, 685A. Βλ. και Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος, PG 52, 397: «Ἐκκλησία γὰρ, πίστις καὶ βίος»
497 Ιακ. 2, 20 · Ιακ. 2, 18.
498 Βλ. Ομιλία Η΄, PG 151, 101C.
499 Βλ. Ομιλία Λ΄, PG 151, 384CD.
500 Βλ. Ομιλία ΝΕ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 390, 392 · Ομιλία Δ΄, PG 151, 49AB · Ομιλία ΙΓ΄, PG 151, 164CD, 165A · Ομιλία ΙΗ΄, PG 151, 248BC.
501 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα,όπ. παρ., σελ. 62.
502 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα,όπ. παρ., σελ. 65.
82
είναι η αγάπη. Όταν χαθεί το έλαιο, δηλαδή τα αγαθά έργα, τότε χάνεται και η αγάπη και απομακρύνεται η Χάρη του Θεού503. Αναλύοντας το ευαγγέλιο της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, την Κυριακή της Απόκρεω, ο άγιος τονίζει ότι η σωτηρία προσφέρεται σε όσους σφράγισαν το σύνολο των αρετών τους με τα έργα της αγάπης, η οποία αγάπη αποτελεί την κορυφαία αρετή504. Αλλά και σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο, η αγάπη είναι αυτή που διατηρεί το Άγιο Πνεύμα ενεργό εντός μας, ώστε να ενεργούμε γνησίως καλά έργα και αυτή είναι που δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να γευτεί τη μέλλουσα αιώνια ζωή, ήδη από τη παρούσα ζωή505.
Όπως φαίνεται ξεκάθαρα, αυτά τα έργα, ο Παλαμάς και γενικότερα η Ορθόδοξη Εκκλησία, τα εντάσσει μέσα στα πλαίσια της υποχρεώσεως του ανθρώπου απέναντι στην άπειρη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο506. Τα καλά έργα δεν αποτελούν μέσα για την εξαγορά της σωτηρίας, αλλά όπως είπαμε, φυσική έκφραση της πίστεως507, σε αντίθεση με το Ρωμαιοκαθολικισμό, όπου τα καλά έργα αποκτούν συναλλαγματική αξία σε επίπεδο σωτηριολογικό508. Αυτό που σώζει τελικά τον άνθρωπο, δεν είναι τα έργα του, όσο σπουδαία και μεγάλα αν είναι, αλλά η Χάρη του Θεού. Ανακαινίζει και σώζει τον άνθρωπο αυτή η άκτιστη Χάρη, για την οποία συνεχώς ομιλεί ο Παλαμάς509 και την οποία δεν μπορούν να κατανοήσουν οι επικριτές του, παλαιότεροι510 και σύγχρονοι511, διότι απλά δε μπόρεσαν να γίνουν δεκτικοί αυτής της θείας
503 Βλ. Ομιλία Α΄, PG 151, 13CD.
504 Βλ. Ομιλία Δ΄, PG 151, 56CD, 57A, 60D, 61D-64A, · Ομιλία ΜΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 122: «Ὁ γὰρ τῷ Θεῷ προσιὼν ἀληθῶς…προκόψας δὲ εἰς ἀγάπην ὡς υἱός ἐστιν ἤδη, ἐν τάξει τῆς ἀρετῆς γεγονὼς καὶ φυσικῶς οἶον καὶ ἀβιάστως ὑπείκων τῷ οὐρανίῳ Πατρί».
505 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Προϋποθέσεις και κριτήρια του oρθοδόξως και απλανώς θεολογείν, όπ. παρ., σελ. 265, 267.
506 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ., σελ. 66.
507 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, όπ. παρ., σελ. 198.
508 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Δυτικού Χριστιανισμού, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2012, σελ 323, 324.
509 Βλ. Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως, Π. Χρήστου, τομ. Β΄, σελ. 155, 156.
510 Βλ. Ομιλία ΛΔ΄, PG 151, 432CD · Διάλογος ορθοδόξου μετά βαρλααμίτου, Π. Χρήστου, τομ. Β΄, σελ. 171.
511 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη πνευματική ζωή, όπ. παρ., σελ. 89: «Η δυτική θεολογία στο σύνολο της, ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική, οικοδομεί τη διδασκαλία της αγνοώντας τη δυνατότητα συμμετοχής του πιστού στην άκτιστη χάρη του Θεού. Γι’ αυτό και η σωτηρία του ανθρώπου είτε παράγεται από τα έργα του (Ρωμαιοκαθολικισμός), είτε αποσυνδέεται τελείως από αυτά (Προτεσταντισμός)».
83
Χάριτος, όπως έγινε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς512. Αυτή η θεία Χάρη είναι το άκτιστο φως της θείας Μεταμορφώσεως, η δόξα του Θεού που φανερώθηκε εν Χριστώ και προσφέρεται ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος και την οποία δεχόμενος ο άνθρωπος, γίνεται μέτοχος της βασιλείας του Θεού513. Άλλωστε, πάλι σύμφωνα με τον Παλαμά, η Χάρη της Βασιλείας του Θεού υπερβάλλει την ανθρώπινη φύση «ὡς μὴ ἔχουσαν τὴν οἱανοῦν ἐν τῇ φύσει δύναμιν»514. Εφόσον λοιπόν υπάρχει φυσική αδυναμία του ανθρώπου να προσεγγίσει τον Θεό, πως είναι δυνατόν να σωθεί ο κτιστός άνθρωπος χωρίς την δωρεάν Χάρη του ακτίστου Θεού515;
Πρέπει βεβαίως να τονίσουμε, ότι τα έργα αγάπης ως καρπός του Αγίου Πνεύματος, προϋποθέτουν οπωσδήποτε και την ανθρώπινη συμβολή ή συνεργία516. Δε μπορεί ο άνθρωπος να παρουσιάσει αγαθά έργα, χωρίς τη Χάρη και τη βοήθεια του Θεού, διότι όπως παρατηρεί ο Παλαμάς: «πᾶν γὰρ εἶδος ἀρετῆς, ἐν ἡμῖν, ἐνεργοῦντος τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν προσγίνεται· τοῦ Θεοῦ δὲ μὴ ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τὸ παρ’ ἡμῶν γινόμενον»517.
Γι’ αυτό και η οικείωση της σωτηριώδους θείας Χάριτος είναι συνάρτηση, τόσο της Χάρης του Θεού, όσο και της ελευθερίας του ανθρώπου, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα και στη συγκατάθεση της Παναγίας στον Ευαγγελισμό της, που περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά ο Παλαμάς518. Η συμβολή δηλαδή του ανθρώπου στο έργο της σωτηρίας περιορίζεται απλά και μόνο στην αποδοχή, αλλά και στη διατήρηση της δωρεάς του Θεού, όπως σημειώνει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας: «τὰς δωρεὰς ὑπομεῖναι καὶ τῶν χαρίτων ἀνασχέσθαι καὶ μὴ ῥίψαι τὸν στέφανον, ὅν πολλοῖς ἱδρῶσι καὶ πόνοις ἔπλεξεν ἡμῖν ὁ Θεός»519. Η σωτηρία είναι δώρο της Χάρης του Θεού,, γι’ αυτό και ο Παλαμάς μας προτρέπει να αγωνιστούμε, ώστε με τη βοήθεια της θείας Χάριτος, κατά τη Δευτέρα Παρουσία, «τοῦ αἰωνίου τυχεῖν ἐλέους, καὶ τῆς θείας ἀξίους ἑαυτοὺς
512 Βλ. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: ο βίος και η θεολογία του: 1296- 1359, όπ. παρ., σελ. ιστ΄.
513 Βλ. Ομιλία ΛΕ΄, PG 151, 445BC.
514 Βλ. Διάλογος ορθοδόξου μετά βαρλααμίτου, Π. Χρήστου, τομ. Β΄, σελ. 184, 185.
515 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη πνευματική ζωή, όπ. παρ., σελ. 91.
516 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ., σελ. 66.
517 Βλ. Ομιλία ΛΓ΄, PG 151, 416D-417A.
518 Βλ. Ομιλία ΙΔ΄, PG 151, 176D.
519 Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγοι επτά,όπ. παρ., σελ. 76.
84
ποιῆσαι φιλανθρωπίας»520. Αυτό το θείο έλεος δεν είναι παρά η ίδια η Χάρη του Παναγίου Πνεύματος.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί με τις δικές του δυνάμεις, αλλά ούτε και να αξιώσει δικαιωματικά τη θεία Χάρη και τη σωτηρία. Ωστόσο «τῷ αὐτεξουσίῳ καλῶς χρησάμενον»521, παραμένει πάντοτε ελεύθερος ο άνθρωπος να συνεργήσει στη σωτηρία του δεχόμενος ή απορρίπτοντας τη θεία Χάρη522, αφού λέγει ο Θεός σ’ έναν υποτιθέμενο διάλογο με τον Παλαμά: «αὐτοπροαίρετον ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ μόνον ἠθέλησα πλάσαι ζῶον τὸν ἄνθρωπον· ἦλθον δὲ εἰς τὸν κόσμον οὐ καταλῦσαι παραφθαρέν, ἀλλ’ ἀνασῶσαι τὸ πλάσμα τῶν ἰδίων χειρῶν· διὰ τοῦτο πρὸς βίαν οὐδένα τῶν ἁπάντων ἐφέλκομαι· μόνους ἀξίους φωτίζεσθαι κρίνω δικαίως τοὺς προαιρουμένους καὶ ποθοῦντας καὶ ζητοῦντας εἰς τὸ πρᾶξαι τὴν σωτήριον γνῶσιν»523.
Τελικά, αυτή η ελευθερία στο έργο της ανθρώπινης σωτηρίας αρχίζει και πραγματοποιείται με τη θεία Χάρη, και εκδηλώνεται όπως είδαμε με την πίστη και την ανάλογη ζωή, η οποία εκφράζει στη πράξη το περιεχόμενο της πίστεως524.
520 Βλ. Ομιλία Δ΄, PG 151, 48Β.
521 Βλ. Ομιλία ΛΣΤ΄, PG 151, 449B.
522 Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ., σελ. 62.
523 Βλ. Ομιλία ΜΖ΄, ΕΠΕ, τομ. 11, σελ. 110-112.
524Βλ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ. Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 62.
85
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μέσα από τη μελέτη του δογματικού χαρακτήρα των ομιλιών του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά διαπιστώνουμε ότι αυτές αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, μια αντανάκλαση και ένα απόσταγμα όλης της διδασκαλίας που αναπτύσσεται στα υπόλοιπα θεολογικά έργα του. Άλλωστε, είτε πρόκειται για θεολογικές πραγματείες είτε για ομιλίες, ο συγγραφέας είναι το ίδιο πρόσωπο και η θεολογική σκέψη κοινή. Γι΄αυτό και αρκετές φορές παρέπεμψα παράλληλα με τις ομιλίες και σε άλλα συγγράμματα του αγίου. Οι θεολογικοί του αγώνες εναντίων των αιρέσεων, οι κόποι του, οι πόνοι του, αλλά κυρίως η αγιοπνευματική ζωή του, αποτυπώνονται, όπως δείχτηκε, και στο ομιλητικό έργο του. Ο θείος Παλαμάς, αυτός ο μέγας θεολόγος και υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως, είναι, πάνω απ’ όλα, «ἀθλητής ὑπέρ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου» και έχει πάντοτε στο νου του την β΄ ευχή της χειροτονίας του που τον καλεί να είναι «ὁδηγός τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτής ἀφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, φωστήρ ἐν κόσμῳ»525.
Η αγωνία αυτού του θεοσόφου ποιμένα για τη ρύθμιση του βίου, την προστασία εκ των αιρέσεων, την αποβολή των παθών και γενικότερα της σωτηρίας του λαού του Θεού εκφράζεται, όπως είδαμε, μέσα από τη δογματική του διδασκαλία, η οποία όμως είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και με την ηθική, η οποία ηθική αποκτά με τον τρόπο αυτό οντολογικό περιεχόμενο. Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι δόγμα και πνευματική ζωή δεν αποτελούν δύο αντίθετους ή παράλληλους δρόμους, αλλά μια οδό και μάλιστα την πιο ασφαλή, που δίνει τη δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό μέσα από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Η δογματική του διδασκαλία στα κηρύγματα κατοχυρώνεται τόσο Αγιογραφικά όσο και Πατερικά, αλλά κυρίως εμπειρικά, αφού και ο ίδιος ο Παλαμάς «έπαθε» τα θεία526. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε να πείσει το χριστεπώνυμο ακροατήριο του, εάν δεν βίωνε τις αλήθειες που κήρυττε, ή αν δεν κατέφευγε στις μαρτυρίες των απλανών διδασκάλων και Πατέρων
525 Βλ. Βασιλείου Καλλιακμάνη, Ο εκκλησιολογικός χαρακτήρας της ποιμαντικής, Λεντίω ζωννύμενοι ΙΙ, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005.
526 Βλ. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: ο βίος και η θεολογία του: 1296- 1359, Εισαγωγή, όπ. παρ., σελ. λς΄.
86
της Εκκλησίας. Μπορεί, βέβαια, να ήταν ο άγιος πατήρ, «θεῖος μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος», όμως ο ίδιος, έχοντας ταπεινό φρόνημα, θωρακίζει τη δογματική του διδασκαλία με παραδοσιακές πατερικές θέσεις.
Το δόγμα της Αγίας Τριάδος, αποτελεί το θεμέλιο λίθο της διδασκαλίας του, όχι μόνο γιατί γνωρίζει ότι η επιπόλαιη προσέγγιση αυτού του μυστηρίου οδηγεί πολύ εύκολα σε αιρετικά μονοπάτια, αλλά και διότι από αυτό πηγάζει η δυνατότητα της ανθρώπινης θεώσεως. Έτσι, ο Παλαμάς εμμένει στο ομοούσιο των Προσώπων, στο ομοδύναμο και στην μία αιτία της Αγίας Τριάδος, καθώς και στην ενότητα της Τριαδικής ενεργείας. Ο Παλαμάς ίσως έχει στο πίσω μέρος του μυαλού, τις κατηγορίες προς το πρόσωπο του, ότι είναι δήθεν διθεΐτης, αν και τελικά οι κατήγοροι του αποδείχθηκαν τετραθεΐτες! Ίσως όλες αυτές οι αλληλοκατηγορίες, αλλά και οι υπόλοιπες θεολογικές διαμάχες, να ήταν γνωστές και στους πιστούς χριστιανούς της εποχής, γι’ αυτό και ο Παλαμάς, όποτε του δίνεται η ευκαιρία, αποκρυσταλλώνει τις βασικές πτυχές του Τριαδικού δόγματος. Επιμένει δε, όπως είδαμε, στη μία κοινή ενέργεια των τριών υποστάσεων, την άκτιστη και άναρχη θεία ενέργεια που προέρχεται από τον Πατέρα, δια του Υιού, εν Αγίω Πνεύματι και μας αποκαλύπτεται δια μέσου των αποτελεσμάτων της. Αυτή η άκτιστη ενέργεια είναι το φως της θείας Μεταμορφώσεως, το οποίο, όπως αποδεικνύεται με απλά επιχειρήματα, δεν είναι η ουσία του Θεού. Κάνει ο Παλαμάς σαφή διαχωρισμό, μεταξύ καταλήψεως του Θεού και μεθέξεως αυτού. Ενώ η πρώτη είναι από όλους αδύνατη, η δεύτερη έχει επαγγελθεί στους αξίους και τους καθιστά τελικά κληρονόμους της ουρανίου Βασιλείας.
Το δόγμα της Αγίας Τριάδος αποτελεί, για τον Παλαμά, τον πιο ασφαλή δρόμο, για να προσεγγίσει σωστά και τον άνθρωπο. Μέσα απο την κάθαρση, μπορεί ο πιστός να «προσεγγίσει» το μυστήριο του Τριαδικού Θεού527. Ήδη όμως απ’ τη Δημιουργία, παρουσιάζεται ο άνθρωπος, όπως είδαμε, ως εικόνα της Αγίας Τριάδος, ενώ το «κατ’ εικόνα», το οποίο ιδιαίτερα προβάλλει ο Παλαμάς και το οποίο αναφέρεται σε όλη την ανθρώπινη ύπαρξη, ενέχει τη δυνατότητα οντολογικής τελειώσεως. Αλλά και ολόκληρο το δημιουργικό έργο του
527Βλ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά περί της γνώσεως της Αγίας Τριάδος, ΠΔΕΣΑΛ, εκδ. Ι. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000, σελ. 62.
87
Τριαδικού Θεού τίθεται στη διακονία του ανθρώπου. Γι’ αυτό ο άγιος τονίζει ιδιαίτερα τη διακονία των αγγελικών δυνάμεων προς το ανθρώπινο είδος, ενώ, όλη η περιγραφή δημιουργίας του ορατού κόσμου, που και αυτός «υπηρετεί» τον άνθρωπο, αποσκοπεί στο να καταλάβει ο τελευταίος απ’ τη μια το μεγαλείο του Θεού και απ’ την άλλη τη δική του αδυναμία.
Μετά από το πνευματικό σκότος που ακολούθησε της πτώσεως του ανθρώπου, ο Παλαμάς θέτει πλέον ως οντολογική προϋπόθεση για την ανακαίνιση του ανθρώπου την ενανθρώπηση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Γι’ αυτό και οι περισσότερες Ομιλίες, περιστρέφονται γύρω από τον Θεάνθρωπο Χριστό. Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από τον Λόγο του Θεού την απάλλαξε από τα δεσμά της φθοράς και της έδωσε τη δυνατότητα να θεωθεί. Το γεγονός αυτό της θείας ενανθρωπήσεως είναι, ίσως, ο κεντρικός άξονας που διέπει όλες σχεδόν τις Ομιλίες. Έτσι, από τη μια αποσαφηνίζεται με απλό και συμβολικό τρόπο το Χριστολογικό δόγμα και από την άλλη, προβάλλεται η ζωή και η θυσία του Χριστού ως παράδειγμα προς εμάς. Το πρόσωπο της Θεοτόκου συναντάται πάντα σε πλήρη αναφορά με τον Υιό και Λόγο του Θεού, ενώ η ίδια η Παναγία είναι, για τον Παλαμά, ο «τέλειος ησυχαστής». Το ησυχαστικό πνεύμα είναι εμφανές στις Ομιλίες, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα ησυχαστικά διδάγματα μπορούν να εφαρμοστούν από όλους και όχι μόνο από τους μοναχούς.
Ο ασφαλέστερος πάντως δρόμος που οδηγεί στην ένωση με το Θεό είναι, για τον άγιο Γρηγόριο, η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Το Βάπτισμα αναγεννά τον άνθρωπο και του προσφέρει όλες εκείνες τις οντολογικές δυνατότητες για θέωση, ενώ η συμμετοχή στη θεία Ευχαριστία, με τις κατάλληλες προϋποθέσεις (μετάνοια - εξομολόγηση), μας ενώνει με τον ίδιο τον Κύριο και μας διατηρεί ζωντανά μέλη της Εκκλησίας. Τη σύνδεση αυτή με το Σώμα του Χριστού διαφυλάττει ο Παλαμάς, όχι μόνο με τη δογματική θωράκιση των ομιλιών του, αλλά και με τη προστασία του ποιμνίου του από τις αιρέσεις. Οι συχνές αναφορές του, κάποιες φορές μάλιστα με σκληρές εκφράσεις, οφείλονται στο ότι, η αμφισβήτηση των δογμάτων από τους αιρετικούς, οδηγεί σε αμφισβήτηση της εν Χριστώ ανακαινίσεως και θεώσεως του ανθρώπου. Γι’ αυτό και αρκετές φορές αντιπαρέβαλλα δίπλα στη διδασκαλία του θεόσοφου Παλαμά τη δυτική διδασκαλία, η οποία από την εποχή του αγίου μέχρι
88
και σήμερα όχι μόνο δεν απέβαλλε τις κακοδοξίες της, αλλά τις αύξησε. Αποδεικνύεται έτσι, το πόσο επίκαιρος εξακολουθεί να είναι ο άγιος και στο θέμα αυτό, της αντιμετώπισης των αιρέσεων, σε μια εποχή μάλιστα που, στο όνομα της δήθεν αγάπης και της ειρήνης, πολλοί αποφεύγουν να χρησιμοποιούν ακόμη και τη λέξη «αίρεση»! Εάν θέλουμε να τιμούμε τον ιερό Πατέρα, οφείλουμε να ακολουθούμε την ίδια «σκληρή», αλλά σωτηριολογική στάση, τόσο απέναντι στους «αμετανόητους» παπικούς, όσο και στις υπόλοιπες επικίνδυνες αιρέσεις.
Για τον Παλαμά, η Εκκλησία, με κεφαλή τον Χριστό, εκφραζόμενη μέσα από τα δόγματα που περιφρουρούν την αλήθεια, αποτελεί κοινωνία θεώσεως και πηγή σωτηρίας. Ο άνθρωπος μέσα από τη μυστηριακή ζωή καλλιεργεί την έμπρακτη πίστη και προετοιμάζεται ώστε, ελεύθερα και με τη Χάρη του Θεού, να γίνει τελικά δεκτικός του θείου ελέους, δηλαδή της σωτηριώδους θείας Χάριτος.
Προσαρμόζοντας τα λόγια του π. Γεωργίου Φλορόφσκυ στη παρούσα εργασία, μπορούμε να πούμε ότι: «ἀφετηρία» της δογματικής διδασκαλίας των ομιλιών «του αγίου Γρηγορίου Παλαμά ήταν η ιστορία της σωτηρίας, δηλαδή, σε μεν μεγαλύτερη κλίμακα η βιβλική ιστορία, που αποτελείται από θείες ενέργειες με αποκορύφωμα την ενανθρώπηση του Λόγου και τη δόξα του Σταυρού και της Αναστάσεως, σε δε μικρότερη κλίμακα, η ιστορία του Χριστιανού, που αγωνίζεται για το τέλειο και ανέρχεται βήμα προς βήμα, έως ότου συναντήσει το Θεό στην θεωρία της δόξης του»528
528 Βλ. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, (μετάφραση Δημ. Τσάμη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 164.
89
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α΄ ΠΗΓΕΣ
1. ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι τεσσαράκοντα μία, PG, 151, 9-550.
— Ομιλίες (Α΄-Κ΄), ΕΠΕ, τομ. 9, εκδ. Το Βυζάντιον, Θεσσαλονίκη 2004.
— Ομιλίες (ΚΑ΄-ΜΒ΄), ΕΠΕ, τομ. 10, εκδ. Το Βυζάντιον, Θεσσαλονίκη 2008.
— Ομιλίες (ΜΓ΄-ΞΓ΄), ΕΠΕ, τομ. 11, εκδ. Το Βυζάντιον, Θεσσαλονίκη 2009.
— Κεφάλαια φυσικά και θεολογικά, PG 150, 1121-1225.
— Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, 359-694.
— Λόγοι Αποδεικτικοί Α΄, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, 23-77.
— Περί θείων ενεργειών, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1966, 96-136.
— Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1966, 137-163.
— Διάλογος ορθοδόξου μετά βαρλααμίτου, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1966, 164-218.
— Θεοφάνης, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1966, 219-262.
90
— Προς Αρσένιον, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1966, 315-324.
— Προς Γαβράν, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1966, 325-362.
— Προς Φιλόθεον, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1966, 517-538.
— Προς Άνναν Παλαιολογίναν, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1966, 545-547.
— Αντιρρητικός Δ, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1970, 241-285.
— Αντιρρητικός ΣΤ΄, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1970, 379-459.
— Αντιρρητικός Ζ΄, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1970, 461-506.
— Κατά Γρηγορά Β΄, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 1988, 265-320.
— Κατά Γρηγορά Γ΄, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 1988, 321-340
— Κατά Γρηγορά Δ΄, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 1988, 341-377.
— Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Ε΄, Θεσσαλονίκη 1992, 37-119.
91
— Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας, στα Συγγράμματα του Παλαμά, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Ε΄, Θεσσαλονίκη 1992, 251-260.
2. ΕΡΓΑ ΑΛΛΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Αθανασίου Αλεξανδρείας, Λόγος κατά Ελλήνων, PG 25, 3-96.
Βασιλείου Καισαρείας, Εις την Εξαήμερον, PG 29, 4-208.
— Ομιλία ΙΓ΄, Προτρεπτική εις το άγιο βάπτισμα, PG 29, 423-460.
Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί της ουρανίου ιεραρχίας, PG 3, 120-369.
— Περί θείων ονομάτων, PG 3, 585-996.
Επιφανίου Κύπρου, Πανάριον, PG 42, 9-888.
Ειρηναίου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, (μετάφραση Ιωάννου Καραβιδόπουλου), Θεσσαλονίκη 1965.
Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Επιστολών Βιβλίον Β΄, PG 78, 456-728.
Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 789-1228.
— Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 2, PG 94, 1284-1317.
— Λόγος πρώτος εις την Κοίμηση της Θεοτόκου, PG 96, 700-721.
— Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, (κείμενο-εισαγωγή-σχόλια Ν. Ματσούκα), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009.
— Η Θεοτόκος, (κείμενο-εισαγωγή-σχόλια Αθ. Γιέφτιτς), εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2010.
Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος, PG 52, 395-414.
— Εις την Πεντηκοστήν, λόγος β΄, PG 52, 807- 810.
92
Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θησαυροί, PG 75, 9-656.
— Ομιλία 4, PG 77, 992-996.
— Ομιλία 11, PG 77, 1029-1040.
Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Μυσταγωγικές Κατηχήσεις, PG 33, 1065-1128.
— Μυσταγωγικές Κατηχήσεις, (εισαγωγή-σχόλια Γεωργίου Πατρώνου - μετάφραση Ιερομονάχου Μεθοδίου Ολύμπου), εκδ. Αποστολική διακονία, Αθήνα 2005.
Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον, PG 90, 244-785.
— Κεφάλαια θεολογικά, PG 90, 1084-1461.
— Ζήτησις μετά Πύρρου, PG 91, 288-353.
— Περί αποριών, PG 91, 1013-1418.
Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγοι επτά, εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2005.
— Η Θεομήτωρ, (κείμενο-μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Νέλλα Παναγιώτη), εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2010.
Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτου, Περί της συνεχούς μεταλήψεως, (εισαγωγή-κείμενο-σχόλια Θεοδωρήτου μοναχού Αγιορείτου), εκδ. Τήνος, Αθήνα 1992.
Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγος εις τον εν αγίοις πατέρα ημών Γρηγόριον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, PG 151, 551-656.
3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ
Μηναίον Σεπτεμβρίου, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1959.
Τριώδιον, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1960.
Ωρολόγιον το Μέγα, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1983.
Παρακλητική, εκδ. Φώς, Αθήνα 1997.
93
Β΄ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Ανδρούτσου, Χ., Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1956.
Βασιλειάδη, Π., Παύλος, Τομές στη θεολογία του, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006.
Γιέφτιτς, Α., (επίσκοπος πρ. Ερζεγοβίνης και Ζαχουμίου), Η Εκκλησιολογία του Αποστόλου Παύλου κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον, εκδ. Πάτμος, Αθήνα 1967,
— Φώς Ιλαρόν, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1991.
— Χριστός η Χώρα των ζώντων, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2007.
Γιούλτση, Ε., Η Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001.
Γρηγορίου, (Ιερομονάχου), Η Λειτουργία της Ευχαριστίας του Θεού, εκδ. Ι. Μ. Χαλκίδος, Αθήνα 1971.
— Η θεία Ευχαριστία και η θεία Κοινωνία, εκδ. Δόμος, Άγιον Όρος 2001.
Danielou, J., Αγία Γραφή και Λειτουργία, Η Βιβλική θεολογία των μυστηρίων και των εορτών κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1981.
Ζήση, Θ., (πρωτοπρεσβυτέρου), Η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1992.
— Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997.
Θεοκλήτου, Δ., (μοναχού), Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο βίος και η θεολογία του: 1296-1359, εκδ. Σπηλιώτη, Άγιον Όρος 2001.
Καλαφάτη, Π., (Μητροπολίτου Ξάνθης και Περιχωρίου), Η Θεοτόκος ως πρότυπο τελειώσεως του ανθρώπου κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ΠΔΕΣΑΛ, εκδ. Ι. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000.
Καλαντζάκη, Σ., Εν αρχή εποίησεν ο Θεός, Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010.
94
Καλλιακμάνη, Β., (πρωτοπρεσβυτέρου), Ο εκκλησιολογικός χαρακτήρας της ποιμαντικής, Λεντίω ζωννύμενοι ΙΙ, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005.
Καλογήρου, Ι., Μαρία η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την Ορθόδοξον πίστην, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1957.
Καψάνη, Γ., (αρχιμανδρίτη), Το ποιμαντικό έργο του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ΠΔΕΣΑΛ, εκδ. Ι. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000.
— Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η σύγχρονη ποιμαντική και θεολογία, ΠΔΕΣΑΛ, εκδ. Ι. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000.
Κεσελόπουλου, Α., Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1982.
Κουρεμπελέ, Ι., Η ομιλία του Πατριάρχου Πρόκλου «εις την Παναγίαν Θεοτόκον» και η απάντηση του Νεστορίου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983.
Λόσκυ, Β., Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας (μετάφρ. Στέλλας Πλευράκη), Θεσσαλονίκη 1964.
— Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού (μετάφραση Μ. Μιχαηλίδη), εκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1974.
— Η θέα του Θεού (μετάφραση Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου), εκδ. Ι. Μ. Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2004.
Μαντζαρίδη, Γ., Μέθεξις Θεού, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1979.
— Ορθόδοξη πνευματική ζωή, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993.
— Παλαμικά, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998.
— Χριστιανική Ηθική Ι, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009.
— Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010.
Ματσούκα, Ν., Η διπλή θεολογική και μεθοδολογία Γρηγορίου του Παλαμά, ΠΘΣ, Ανάτυπο, Θεσσαλονίκη 1986.
— Επιστήμη Φιλοσοφία και θεολογία στην εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990.
— Δογματική και συμβολική θεολογία Γ΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005.
95
— Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009.
Μαρτζέλου, Γ., Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000.
— Η Χριστολογία του Βασιλείου Σελευκείας και η οικουμενική σημασία της, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006.
— Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010.
Μιλόσεβιτς, Ν., Η θεία Ευχαριστία ως κέντρο της θείας λατρείας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005.
Νικολαΐδου, Ν., Η τριαδολογία του Αγίου Επιφανίου Κύπρου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999.
— Θέματα Πατερικής Θεολογίας, εκδ. Μέλισσα, Θεσσαλονίκη 2009.
Ξεξάκη, Ν., Η θεολογία της «εξ’ ουκ όντων» δημιουργίας του κόσμου, ΕΕΘΣ/ΠΑ, Τόμος ΛΣΤ΄, Ανάτυπο, Αθήνα 2001.
Πόποβιτς Ι., (αγίου), Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1974.
Ράντοβιτς Α., (Μητροπολίτου Μαυροβουνίου), Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά περί της γνώσεως της Αγίας Τριάδος, ΠΔΕΣΑΛ, εκδ. Ι. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000.
Ρωμανίδη, Ι., Το προπατορικό αμάρτημα, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010.
Σεραφείμ, (Μητροπολίτου Πειραιώς), Η αίρεσις της ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης δια της σταυρικής θυσίας του Κυρίου, Πειραιάς 2012.
Σκαλτσή, Π., Λειτουργικές Μελέτες Ι, εκδ. Πουρναρά 2007.
— Λειτουργικές Μελέτες ΙΙ, εκδ. Πουρναρά 2009.
Σκρέττα, Ν., (αρχιμανδρίτη), Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006.
96
Σταμούλη, Χ., Θεοτόκος και Ορθόδοξο δόγμα, εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2003.
— Κάλλος το άγιον, εκδ. Ακρίτας, Θεσσαλονίκη 2010.
Στογιάννου, Β., Η Πεντηκοστή (Πρ. 2, 1-13), ΕΕΘΣ/ΑΠΘ, τόμος 24, Ανάτυπο, Θεσσαλονίκη 1979.
Στανιλοάε, Δ., (πρωτοπρεσβυτέρου), Ο Θεός ο κόσμος και ο άνθρωπος, Εισαγωγή στην ορθόδοξη δογματική θεολογία, (μετάφραση π. Κων/νος Coman, Γιώργος Παπαευθυμίου), εκδ. Αρμός, Αθήνα 1990.
Schmeman, A., (πρωτοπρεσβυτέρου), Εξ’ ύδατος και Πνεύματος, Λειτουργική μελέτη του βαπτίσματος, (μετάφραση Ιωσήφ Ροηλίδη), εκδ. Δόμος, Αθήνα 1990.
Τρεμπέλα, Π., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Α΄, εκδ. Ζωή, Αθήνα 1959.
Τσάμη, Δ., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999.
Τσελεγγίδη, Δ., Ο χαρακτήρας της ελευθερίας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ΠΔΕΣΑΛ, εκδ. Ι. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000.
— Χάρη και ελευθερία κατα τη πατερική παράδοση του ΙΔ΄ αιώνα, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002.
— Εικονολογικές Μελέτες, εκδ. Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Μάκρης Αλεξανδρουπόλεως, Θεσσαλονίκη 2003.
— Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, Μελετήματα συστηματικής θεολογίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005.
— Η σωτηριολογία του Λουθήρου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007.
— Η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης κατά τον Άνσελμο Καντερβουρίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009.
— Δυτική θεολογία και Πνευματικότητα, (Σημειώσεις πανεπιστημιακών παραδόσεων), Θεσσαλονίκη 2009.
— Η σωτηριολογία του Δυτικού Χριστιανισμού, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2012.
— Προϋποθέσεις και κριτήρια του ορθοδόξως και απλανώς θεολογείν, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2013.
97
Τσίγκου, Β., Ο ανακαινισμός του ανθρώπου κατα τη δογματική διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009.
Φλορόφσκυ, Γ., (πρωτοπρεσβυτέρου), Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, (μετάφραση Δημητρίου Τσάμη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976.
— Δημιουργία και Απολύτρωση, (μετάφραση Παναγιώτου Πάλλη), εκδ. Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1983.
Φουντούλη, Ι., Λειτουργική Α΄, Εισαγωγή στη θεία Λατρεία, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου