Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Ο θάνατος και η Ανάσταση – Νικολάου Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.



από τον/την admin
Ίσως δεν είναι ο πιο κοντινός σύντροφος της ζωής μας, είναι όμως ο πιο σίγουρος. Τη χαρά της γέννησης στη ζωή, την ακολουθεί για όλους ανεξαιρέτως η αλυσίδα των δοκιμασιών και την ολοκληρώνει η σφραγίδα του θανάτου. Του θανάτου που έχει όψη τραγική, χρώματα μελανά, σκέψη και παρουσία φοβερή.
Η εμπειρία του είναι βασανιστική. Πληγώνει ο επώδυνος χωρισμός, και το κενό, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, οι ζωντανές αναμνήσεις, η αίσθηση της άγνωστης συνέχειας, ο φόβος του οριστικού τέλους, η υποψία ότι μπορεί να ξεχάσουμε το πρόσωπο, οι τύψεις, τα αν, τα μήπως, οι ενοχές, οι αμφιβολίες. Μας λείπει το σώμα, αυτό που βλέπουμε, που εκφράζει την εικόνα του προσώπου που μιλάει και σκέπτεται, αυτό που φιλούμε, που αγκαλιάζουμε. Και μάλιστα βρίσκεται στη γη και σαπίζει, αλλοιώνεται, παραμορφώνεται. Μας τυραννάει και η συνειδητή ή υποσυνείδητη σκέψη του δικού μας θανάτου.
Όλα αυτά δημιουργούν βαθύ φυσικό πόνο στην ψυχή. Και αυτό είναι καθολικό γεγονός, το ζούμε όλοι, δεν έχει εξαιρέσεις. Ακόμη και η Εκκλησία, κατά την εξόδιο ακολουθία, ψάλλει: «Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον». Οι ύμνοι της Μεγάλης Παρασκευής και τα εγκώμια δεν δυσκολεύονται να περιγράψουν με πολύ έντονους όρους το ανθρώπινο δράμα της Παναγίας.
Παρά ταύτα, η Εκκλησία μας δίνει και μία άλλη διάσταση του θανάτου. Μας μιλάει για μακαριότητα, για ανάπαυση, για βασιλεία Θεού, για κατάσταση «ένθα ούκ έστι πόνος, ου λύπη, ού στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Μιλάει για ζωή και ανάσταση που κρύβονται πίσω από τη θλίψη, το αδιέξοδο, την τραγικότητα του θανάτου, τον οποίο μάλιστα ονομάζει κοίμηση. Και όλα αυτά δεν προσφέρονται ως παρηγορητική διδασκαλία, ως ανακουφιστική ψευδαίσθηση, ως αναγκαία τεχνητή απομάκρυνση από την πραγματικότητα, ως ενδεχόμενο, αλλά ως η μόνη, μεγάλη και κεντρική αλήθεια, ως η διαχρονική εμπειρία της Εκκλησίας και ως η βιωματική απόδειξη της χάριτος των αγίων.
Όλη αυτή η πίστη στηρίζεται στο μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού. το Πάσχα είναι αναντίρρητα η μεγαλύτερη γιορτή στην Ορθόδοξη παράδοση. Είναι η συμπύκνωση όλης της θεολογίας. Η ψηλάφηση του μυστηρίου του θανάτου και της αληθινής ζωής. Μια γιορτή που συγκερνά τον τάφο του Κυρίου με το κενό μνήμα της Αναστάσεώς Του. Μόλις βγαίνει ο σταυρός τη Μεγάλη Πέμπτη, ψάλλουμε: «Ο σταυρός Σου, Κύριε, ζωή και ανάστασις υπάρχει τω λαώ Σου», αλλά και όταν απαγγέλουμε το «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι…», πάλι θυμούμαστε τον σταυρό: «τον σταυρόν Σου, Χριστέ, προσκυνούμεν και την αγίαν Σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν…».
Η λέξη Ανάσταση – τόσο προσφιλής στην Ορθόδοξη ζωή και θεολογία – από μόνη της μιλάει με έναν μοναδικό τρόπο και για τη ζωή και για το θάνατο, ταυτόχρονα. Δεν τα διαχωρίζει. Προβάλλει τη ζωή πάνω στον θάνατο και διακρίνει την αλήθεια του θανάτου μέσα από το φώς της μη διακοπτόμενης αιώνιας ζωής.

«Η Aνάσταση είναι Επανάσταση» (Συνέντευξη του Μητροπολίτου στον κ. Δημοσθένη Γκαβέα - www.huffingtonpost.gr)


Σεβασμιώτατε, οι γιορτές ήταν παιδαγωγία, όχι μόνο ανακούφιζαν τον άνθρωπο αλλά και τον δίδασκαν. Εξακολουθούν να έχουν την ίδια δυναμική σήμερα; Σας ρωτάω διότι και αυτό το Πάσχα θα περάσει, όπως όλες οι μεγάλες γιορτές και τη χαρά θα διαδεχθεί η δύσκολη καθημερινότητα. Πώς μπορεί κανείς να παραμείνει αναστάσιμος;
anastasi2Άλλο πράγμα η εορτή ως εορτασμός και άλλο η εορτή ως εκκλησιαστική πανήγυρη. Το πρώτο σημαίνει απλά ποικιλία στη ζωή μας, αλλαγή στη μονοτονία της. Η Ανάσταση είναι κάτι διαφορετικό ως εκκλησιαστικό γεγονός και κάτι άλλο ως εορταστική πανήγυρη. Ακόμη και από θρησκευτικής πλευράς υπάρχει ένα έντονο σκηνικό με ποικίλες ακολουθίες, τύπους, συμβολισμούς, με τον Σταυρό, με τον Επιτάφιο, με όλες αυτές τις εναλλαγές και βεβαίως με τα έθιμα, τα κόκκινα αυγά, τις λαμπάδες, τα αρνιά, τη σχέση με την άνοιξη και τα λοιπά. Όμορφα έθιμα. Όλο όμως αυτό παραπέμπει σε μια γιορτή χαράς, γιορτή αγάπης, γιορτή εξωτερικών σχημάτων, ανθρώπινων σχέσεων. Η Εκκλησία δεν γιορτάζει την Ανάσταση. Γιορτάζει την Ανάσταση του Χριστού, το οποίο σημαίνει τρία πράγματα: το πρώτο είναι η συντριβή της δυνάμεως του διαβόλου, το δεύτερο η νίκη του Χριστού κατά του θανάτου και το τρίτο η δυνατότητα του ανθρώπου να αναστηθεί και ο ίδιος. Με την Ανάσταση του Χριστού αποδεικνύεται η θεότητά Του, αφού ούτε ο θάνατος, ούτε ο τάφος μπορεί να Τον περιορίσει, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται και η δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να σπάσει τον φραγμό του θανάτου. Να το πω με ένα απλό παράδειγμα. Εάν ο θάνατος είναι μια επιφάνεια, μια οθόνη αδιαπέραστη και σκοτεινή, αυτό που η Ανάσταση του Χριστού κάνει είναι ότι δίνει σε αυτή την επιφάνεια διαφάνεια και διαπερατότητα, που σημαίνει ότι μπορείς να δεις πίσω και μετά από τον θάνατο και επιπλέον να περάσεις και ο ίδιος μέσα από τον θάνατο στην όντως ζωή, στην αιωνιότητα. Θα μπορούσε να υπήρχε ζωή αιώνια χωρίς να είχε νικηθεί ο θάνατος, να μην υπήρχε ο θάνατος. Εφόσον όμως υπάρχει, η Ανάσταση σημαίνει συντριβή του θανάτου.
Τι ίσχυε με την αντίληψη του θανάτου σύμφωνα με την εβραϊκή θρησκεία και σε σχέση με την αρχαία ελληνική σκέψη;
Οι Εβραίοι καταρχάς δεν καταλάβαιναν τον Εσταυρωμένο, γι΄ αυτό και ο απόστολος Παύλος λέει ότι η ιδέα του σταυρωμένου Θεού είναι «Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρία». Για μεν τους Ιουδαίους που περιμένανε επίγεια βασιλεία, δόξα, λύση των προβλημάτων της καθημερινότητας και παγκόσμια κυριαρχία, ήταν σκάνδαλο· δεν ήταν δυνατό να πιστέψουν σε σταυρωμένο θεό. Αλλά και οι φιλοσοφούντες Έλληνες, δεν μπορούσαν να δεχθούν και να καταλάβουν την ανάσταση του Χριστού, δεν χωρούσε στη λογική τους. Γι΄ αυτό και όταν ήρθε ο Παύλος στην Αθήνα και στον Άρειο Πάγο, μόλις τους ανέφερε για ανάσταση νεκρών του είπαν «ἀκουσομέθά σου καὶ πάλιν»  και έφυγαν. Περιφρόνησαν το πιο επαναστατικό κήρυγμα. 
Υπό αυτήν λοιπόν την έννοια, Εβραίοι και Έλληνες είμαστε και εμείς. Έτσι σκεπτόμαστε. Οι περισσότεροι άνθρωποι της Εκκλησίας προσευχόμαστε ή ζούμε εκκλησιαστικά για να πάνε τα πράγματα καλά στη ζωή μας. Στην ουσία καλύπτουμε ανασφάλειες και δημιουργούμε επίγεια εικόνα του Θεού μέσα μας.Όμως δεν είναι έτσι. Στην Εκκλησία ερχόμαστε για σωτηρία. Ο Χριστός είναι Σωτήρας, δηλαδή είναι Αυτός που δίνει αιώνια ζωή στην ψυχή, άσχετα εάν θα κακοπεράσουμε ή θα καλοπεράσουμε εδώ. Δεν πιστεύουμε στον Θεό για να βολευτεί η καθημερινότητα μας, πιστεύουμε για να φωτιστεί η αιωνιότητά μας. Με αυτή την έννοια, η Ανάσταση φωτίζει την αιωνιότητα. Δεν είναι σκοτάδι ο θάνατος, δεν είναι τέλος· είναι πέρασμα. Αυτό θα πει Πάσχα. Είναι πέρασμα από την καθημερινότητα στην αιωνιότητα, από την υλικότητα στην αφθαρσία, από τον κόσμο της πτώσεως στον κόσμο του Θεού, στη Βασιλεία του Θεού.
Φτάνει κάποιος να το πιστεύει αυτό
Γι΄ αυτό είναι αναγκαία η πίστη, μάλιστα στην εποχή μας που επιδιώκεται το ξερίζωμά της. Η μεγαλύτερη ζημιά που μπορεί κανείς να πάθει είναι να του γκρεμίσουνε την πίστη και γίνεται αυτό συστηματικά. Να πω ένα παράδειγμα: προ ημερών υπήρξε ένα δημοσίευμα σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα, το οποίο έδινε οδηγίες πώς να βοηθήσουμε τα παιδιά να ζήσουν όμορφα το Πάσχα ως ελληνικό έθιμο. Ταυτόχρονα όμως υπεδείκνυε να προσέξουν οι γονείς να μην τραυματιστεί η ψυχούλα τους όταν θα αντικρύσουν τη σταύρωση ή τον Επιτάφιο. Συμβούλευε να μιλήσουμε για τα λουλούδια και όχι για τον νεκρό. Όλα αυτά σε μια εποχή που τα παιδιά έχουν δεχτεί τόση οπτική και εμπειρική βία μέσα από τα παιχνίδια τους, από το διαδίκτυο, τις εικόνες και παραστάσεις τους. Ο σταυρός είναι νίκη, είναι δύναμη, είναι χαρά. Γιατί προβάλλεται πάντα στο φως της Αναστάσεως. Αυτό κάνει η Εκκλησία. Την ώρα που βγάζει τον εσταυρωμένο, την Μεγάλη Πέμπτη, το πρώτο τροπάριο που ψάλλει είναι: «ὁ σταυρός Σου, Κύριε, ζωή καὶ ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ Σου». Ο σταυρός αποτελεί προϋπόθεση της αναστάσεως. Αυτό το υπέροχο πράγμα έρχεται το σύστημα να το συμπιέσει. Να προσεγγίσει την ανάσταση χωρίς πίστη, χωρίς Θεό, να την καταντήσει έθιμο. Σε αυτό αμύνεται η Εκκλησία και πρέπει να αμύνεται. Κι εγώ αμύνομαι.
Ο θάνατος στην εποχή μας είναι πλέον ταμπού...
mmln galΕμείς στη Μητρόπολή μας έχουμε μια πλούσια θα έλεγα εμπειρία θανάτου. Στο ίδρυμα που έχουμε δημιουργήσει, τη «Γαλιλαία»,έχουμε ζήσει 660 θανάτους. Έχουμε έναν θάνατο περίπου κάθε πέντε μέρες. Αυτό είναι μια εμπειρία θανάτου. Γι΄ αυτό και η ψυχολογική και πνευματική διαχείριση του πένθους αποτελούν βασικό στοιχείο της διακονίας μας. Σας διαβεβαιώνω ότι όπου υπάρχει σπέρμα πίστεως, και ευτυχώς υπάρχει σε πάρα πολλούς ανθρώπους, ο θάνατος είναι άλλο πράγμα από το ταμπού για το οποίο μιλάτε. Η αποστροφή του θανάτου είναι έμφυτη στον κάθε άνθρωπο. Ο Χριστός στη Γεσθημανή φαίνεται να λυγίζει, λέει ότι είναι «περίλυπη η ψυχή Του». Αυτό έχει τη θεολογική ερμηνεία του, δείχνει όμως τη φυσική συστολή στον θάνατο. Και εμένα, εάν με ρωτήσετε, μου δημιουργεί δυσκολία το να μιλάω στους άλλους για το θάνατο ή το να τον σκέπτομαι για τον εαυτό μου. Είναι μια πολύ δύσκολη εμπειρία της ανθρώπινης ψυχολογίας. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι η πίστη αυτή την εμπειρία την μεταμορφώνει. Είναι άλλο πράγμα να νιώσεις ότι ο θάνατος είναι τέλος και άλλο να πιστέψεις μέσα από την Εκκλησία ότι η μετά τον θάνατο ζωή είναι καλύτερη από αυτή τη ζωή, πολύ πιο φωτεινή, πολύ πιο αληθινή…
Τι είναι αυτό που σας δίνει την βεβαιότητα ότι η αναζήτηση του Θεού είναι έμφυτη ανάγκη και όχι άμυνα ενάντια στο φόβο του αγνώστου και του θανάτου; Εάν αυτή η πίστη για τη μεταθανάτια ζωή είναι μηχανισμός άρνησης –άμυνας;
Μπορεί να είναι, αλλά μπορεί και να μην είναι. Αλλά και ψυχολογικό δημιούργημα να είναι, βοηθάει. Ο αλγόριθμος δουλεύει ούτως ή άλλως. Φανταστείτε όμως να είναι κάτι γνήσιο και αυθεντικό η πίστη. Είναι πολύ δυνατό στοιχείο στον άνθρωπο, πιο δυνατό από την κατανόηση, πιο δυνατό από την αίσθηση. Εμείς λειτουργούμε με τη λογική και με την αίσθηση. Είναι σαν να έχουμε δύο μόνο διαστάσεις. Είμαστε επίπεδοι. Υπάρχει όμως μια Τρίτη διάσταση που, όπως λέμε στη Φυσική είναι παγωμένη. Είναι η διάσταση της πίστης. Αν αυτή ξεπαγώσει, σου δίνει άλλη υπόσταση, σε ανεβάζει, σε κάνει τρισδιάστατο! Σου δίνει όγκο, χώρο, δύναμη, ορατότητα, ορίζοντα και διαρκώς σου επιβεβαιώνεται. Αυτό είναι μεγάλο πράγμα!  Πίστη σημαίνει ότι εμπιστεύομαι  χωρίς να δω, χωρίς να πιάσω. Όντως «μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Γιατί αυτοί που πιστεύουν τελικά βλέπουν…
Αυτά όλα δεν είναι κολπάκια του Χριστού και του Ευαγγελίου. Είναι εμπειρίες. Και εγώ αυτό έκανα στη ζωή μου, έκανα άλματα, όλα στο κενό, με μια εσωτερική πεποίθηση και κάποια  αμφιβολία. Τώρα όμως που ζω την εμπειρία της επιβεβαίωσης της πίστης δεν με κουνάει κανένας. Αυτό είναι η πίστη, «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Υπό αυτή λοιπόν την έννοια, η πίστη δεν είναι ψυχολογικό τέχνασμα. Και όποιος την έχει δεν πρέπει να τη χάσει. Και όποιος δεν την έχει πρέπει να την ψάξει. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αντιμετωπίζεις τον θάνατο. Να λες ότι είσαι δυνατός; Αφού δεν είσαι. Να επιμένεις ότι ο θάνατος είναι επιστροφή στην ανυπαρξία; Τότε τί αξία έχει η ζωή; Είναι πολύ παράλογη η αθεΐα.
Η πίστη υπάρχει παντού, ακόμη και στον επιστημονικό τομέα. Το ότι δεχόμαστε τα επιτεύγματα των επιστημόνων πίστη δεν είναι; δεν το κάναμε το πείραμα εμείς. Απλά, πιστεύουμε ότι αυτοί που το έκαναν λένε την αλήθεια και τους εμπιστευόμαστε. Έτσι και στην Εκκλησία ζούμε με την εμπειρία των αγίων μας, η οποία μετά μπορεί να γίνει και δική μας. Εγώ, όταν διαβάζω τον απόστολο Παύλο με μαγεύει! Αυτός λοιπόν δεν είδε την Ανάσταση του Χριστού, αλλά μιλάει για την εμπειρία της Αναστάσεως με τέτοια δύναμη, ώστε να την διαδώσει σε όλο τον κόσμο και με τέτοια βεβαιότητα, ώστε να δώσει και τη ζωή του. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για παραλήρημα. αυτά μπορεί να τα υποστηρίζει κάποιος που δεν ξέρει τι γράφει και ποιος είναι  ο Παύλος. Να σας πω και κάτι άλλο, όταν ζεις δίπλα σε έναν Άγιο Παΐσιο, ή όταν διαβάζεις κείμενα αγίων, σου κλέβουν την εμπιστοσύνη, είσαι σίγουρος ότι αυτοί έχουν εμπειρία και έτσι μιλάνε. Ζηλεύω και τότε πιστεύω, δοκιμάζω και προσδοκώ κάτι και αυτό το κάτι μου επιβεβαιώνεται. Δοξάζω τον Θεό και προχωρώ. Αυτὸ είναι το δρομολόγιο της πίστεως.
Είπατε πριν “σιγά την ποιότητα της ζωής που έχουμε. Εάν ο Χριστός είναι Ζωή, υπάρχει μια αντίφαση. Όσοι ήταν δίπλα του είχαν βίαιο θάνατο... Είπατε πριν “σιγά την ποιότητα της ζωής που έχουμε. Εάν ο Χριστός είναι Ζωή, υπάρχει μια αντίφαση. Όσοι ήταν δίπλα του είχαν βίαιο θάνατο...
Mισό λεπτό, άλλο μαρτύρησαν και άλλο είχαν βίαιο θάνατο. Δεν πέθαναν από ατύχημα, ούτε από λάθη τους, ούτε πάλι ήταν θύματα. Αυτοί αντήλλαξαν την επίγεια και βιολογική ζωή τους με την αιώνια για τον Χριστό. Πράγματι όλοι όσοι ήταν δίπλα στο Χριστό μαρτύρησαν, πλην του ευαγγελιστού Ιωάννου. Όλοι  οι απόστολοι και κανένας από τους μεγάλους πατέρες μας δεν καλοπέρασε σε αυτή  τη ζωή, κανένας!
Αυτό δεν είναι λίγο απογοητευτικό και αποτρεπτικό για κάποιον που θέλει να εξερευνήσει την πίστη; Να ταυτίζεται ο χριστιανισμός με τη δυστυχία;
Όχι, όχι (έντονη αντίδραση), μισό λεπτό. Ο χριστιανισμός φυσικά και δεν ταυτίζεται με την δυστυχία. Κάθε άλλο. Άλλο είμαι δυστυχής και άλλο περνώ από δυσκολίες. Ο χριστιανός είναι ευτυχής και στις δυσκολίες του. Η εκκλησία δεν κάνει  προσηλυτισμό, δεν κάνει διαφήμιση, δεν λέει «ελάτε και θα καλοπεράσετε…». Λέει ελάτε για να σωθείτε. Είναι διαφορετικό. Σώζομαι, προέρχεται από τη λέξη σώος, ακέραιος. Σώζομαι σημαίνει, βρίσκω τον εαυτό μου και στη θλίψη και στη χαρά και παντού, βρίσκω την αλήθεια μου, βρίσκω τον Θεό. Εάν θέλεις να καλοπεράσεις, κάθισε καλύτερα εκεί που είσαι. Εάν όμως θέλεις να γίνεις τρισδιάστατος, να αποκτήσεις όγκο και χώρο, θέα και ζωή, «ἔρχου και ἴδε»,  ετοιμάσου για άλλου είδους γεύσεις. Αυτό επαγγέλλεται η Εκκλησία. Δεν επαγγέλλεται καλοπέραση σε κανέναν. Ο Λόγος του Θεού, το μήνυμα του Χριστού, των αποστόλων και των αγίων επαγγέλλεται θέα Θεού. Αντί να φύγεις από αυτόν τον κόσμο βλέποντας μόνο τα αισθητά και κατανοώντας μόνο τα λογικά, κάνε και ένα βήμα μήπως και δεις λίγο από το πρόσωπο του Θεού. Είναι κρίμα να χάσεις την ευκαιρία.
Και για τον Σταυρό θέλω να σας ρωτήσω το ίδιο.  Ο Σταυρός, όπως συχνά το ακούμε προκαλεί μια αρνητική αίσθηση. Ο καθένας κουβαλάει τον σταυρό του. Ο χριστιανός πρέπει να κουβαλήσει τον σταυρό του. Ο σταυρός ως προϋπόθεση να είσαι χριστιανός, ο Σταυρός ως αντίθετο της χαράς της ζωής, της εδώ ζωής
athos stayrosΟ Σταυρός είναι η πηγή της σωτηρίας,  είναι η εγγύηση της Ανάστασης. Χωρίς Σταυρό δεν υπάρχει Ανάσταση και Ανάσταση σημαίνει ανακαίνιση ζωής. Ο θάνατος του Χριστού οδηγεί σε ανάσταση ζωής. Αυτή είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μέσα στην ιστορία. Γι΄ αυτό κάνουμε το σημείο του σταυρού, γι΄ αυτό φοράμε σταυρό. Δεν είναι δεισιδαιμονία, είναι εμπειρία. Και φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν θα βρεθείς σε κίνδυνο ή δεν θα αρρωστήσεις, αλλά ό,τι και αν σου συμβεί είναι παρών ο Θεός, είσαι κάτω από το βλέμμα του, αυτό σου αρκεί.
Δείτε πώς ο ίδιος ο Χριστός αποκαλύπτει το δικό του πάθος στους μαθητές. Καταρχάς δεν τους μιλάει μόνο για ανάσταση και για νίκη και θρίαμβο, αλλά τους μιλάει για πάθος, μαστιγώσεις και σταυρό, για τον δικό του θάνατο. Δεν τους προτρέπει να τον γνωρίσουν μόνον στη μεταμόρφωση, αλλά να αναγνωρίσουν τη θεότητά του όταν Τον αντικρύσουν στον σταυρό. Ούτε τους υπόσχεται επίγεια καλοπέραση. Αντίθετα, τους λέει ότι «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσι» και ότι όποιος θέλει να τον ακολουθήσει πρέπει να απαρνηθεί τον εγωκεντρικό εαυτό του και να σηκώσει τον σταυρό του. Μιλάει για διωγμούς και πειρασμούς, για «στενή πύλη καί τεθλιμμένη ὁδό». Όταν ο Πέτρος ομολογεί τη θεότητά του Χριστού, του λέει ότι αυτό είναι αποκάλυψη του Θεού μέσα του· όταν όμως αρνείται τη σταύρωσή του, τον επιτιμά λέγοντας πως αυτό αποτελεί φωνή του διαβόλου μέσα του.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καταλάβουμε πως η πορεία μας πρέπει να έχει θυσία. Όπως ο Χριστός προσφέρεται «κλώμενος», κομματιασμένος και «εκχυνόμενος», ματωμένος, έτσι και εμείς πρέπει να κάνουμε καθώς αντιμετωπίζουμε τους πειρασμούς μας, τις δοκιμασίες μας, τις απρόβλεπτες δυσκολίες, τις ασθένειες, τους θανάτους, τα αδιέξοδα, τις καταστροφές, τις διαταραγμένες σχέσεις μας, τον εαυτό μας, γιατί αυτός είναι ο μεγαλύτερος σταυρός. Όλα τα σηκώνουμε με πνεύμα θυσίας, όχι με πνεύμα καλοπέρασης. Έτσι λοιπόν δεν προσεγγίζουμε τον Θεό για  να μας έρθουν όλα βολικά, αλλά για να μπορούμε να αντέξουμε τον κάθε σταυρό και κυρίως τον εαυτό μας. Και έτσι να ακολουθήσουμε τον Χριστό.
Πρέπει να το καταλάβουμε· είναι πρόβλημα ο εαυτός μας, δεν είναι το πρόβλημα ο άλλος. Αντίθετα ο συνάνθρωπός μας είναι ευκαιρία, είναι ευλογία στη ζωή μας. Ο εαυτός μας έχει μιζέρια, κουβαλάει πτώση, είναι μικροπρεπής, είναι μικρονοϊκός, είναι στενός. Όταν το καταλάβει κάποιος αυτό το πράγμα, τότε πρέπει να διασπάσει το άτομό του, πρέπει να ξεφύγει από το βαρυτικό πεδίο του εγώ για να αποκτήσει ταχύτητα διαφυγής. Στην ουσία αυτό που μας χρειάζεται είναι να πιστεύσουμε σε σταυρωμένο και αναστημένο Θεό και να αποφασίσουμε να σταυρωθούμε και εμείς μαζί του. Ελεύθερος είναι ο σταυρωμένος, ζωντανός ο αναστημένος. Ο σταυρός τελικά είναι πηγή ζωής και αίτιος χαράς και σε αυτή τη ζωή.
Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Δυστυχώς, δεν μας μαθαίνουν τέτοια φυσική, μας μαθαίνουν τη φυσική του εγωκεντρισμού.
Ένα από αυτά που με αγγίζουν στο ευαγγέλιο είναι το μήνυμα της συγχώρεσης και της συνύπαρξης
Ο Χριστός κάνει κάτι ακόμη παραπάνω. Μας καλεί σε κοινωνία. Όχι σε συνύπαρξη, να είμαστε μαζί, αλλά να είμαστε περιχωρούντες αμοιβαίως. Βλέπετε πλάθεται ο άνθρωπος «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν», δηλαδή με όλα τα θεϊκά χαρακτηριστικά χαραγμένα στην ταυτότητά του, στο πνευματικό του γονιδίωμα, και με τη δυνατότητα να ομοιάσει με τον Θεό. Ο Χριστός μετά το πάθος Του μας δίνει κάτι ακόμη περισσότερο· τη δυνατότητα της κοινωνίας μαζί του, αυτό που λέγεται «μέθεξις», το να μετέχει κανείς στη θεότητα. Δεν είναι ψέμα, είναι μεγάλη αλήθεια που ορίζει την προοπτική μας ως ανθρώπων. Είναι λοιπόν μοναδική ευκαιρία που με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να χάσουμε. Να γίνουμε μέτοχοι της θεότητος του Χριστού, να είναι και παρών στη ζωή μας, αλλά ταυτόχρονα να είναι και κοινωνούμενος από εμάς και κοινωνών μεθ′ ημών.
Εμείς, ως πιστοί, σε αυτήν τη κολυμβήθρα των εννοιών, των ερεθισμάτων, των προκλήσεων, κολυμπάμε. Στην πρόκληση της κοινωνίας με τον Θεό. Άρα συν–χωρεί,δηλαδή μας δέχεται στο χώρο του, επίσης περι-χωρεί, έρχεται και μπαίνει μέσα μας και εμείς μέσα του. Αυτό σημαίνει «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ».
Υπάρχει καλύτερο πράγμα σε αυτή τη ζωή από το να αγωνιστείς για την κοινωνία του Θεού, να έχεις δηλαδή τον Θεό μέσα σου, όπως λέει ο απόστολος Παύλος και οι ευχές στη λειτουργία των προηγιασμένων, «ἐνοικοῦντα καί ἐμπεριπατοῦντα»; Είναι μεγάλο πράγμα να είναι ο Θεός ζων και ενεργών μέσα σου και να αντιλαμβάνεσαι τις κινήσεις του. Αυτό στα αυτιά κάποιου που είναι άγευστος πίστεως και αμύητος ακούγεται σαν παραμύθι και ενδεχομένως το απορρίπτει χωρίς να δοκιμάσει. Δεν είναι κρίμα και άδικο για τον εαυτό μας; Ίσως κάποιοι να λένε: it’s  too  good  to  be  true. Εμείς απαντούμε it’s too  great to  let  it  go. Έτσι είναι, εγώ δεν θα το άφηνα ποτέ!
Μια διευκρίνιση παρακαλώ. Μετά την Ανάσταση υπάρχουν στιγμές που οι μαθητές του Χριστού δεν τον αναγνωρίζουν. Το πρόσωπο του είναι διαφορετικό. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;
Ο Χριστός, δεν είναι δύναμις, δεν είναι ενέργεια, έχει δύναμη, έχει ενέργεια, υπάρχει η χάρις του Θεού, αλλά είναι πρόσωπο, έχει βούληση. Υπάρχει μια πάρα πολλή ωραία λέξη στα ευαγγέλια, η λέξη «έτερος». Υπάρχει τρεις φορές.Η μια φορά είναι στην Μεταμόρφωση, λέει «τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐγένετο ἕτερον», δηλαδή αλλιώτικο. Η δεύτερη είναι στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιον όπου ο Χριστός εμφανίζεται σε δύο μαθητές κάπως διαφορετικός, «δυσίν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ πορευομένοις εἰς ἀγρόν». Η τρίτη είναι στην Πεντηκοστή, όπως αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων ότι οι Απόστολοι «ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις». «Έτερος» σημαίνει άλλου είδους, ασυνήθιστος, όχι απλά διαφορετικός, αλλά άλλη κατηγορία. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά όλα αυτά παραπέμπουν σε έναν κόσμο με ετερότητα, σε έναν «ἄλλον» κόσμο, δηλαδή άλλου είδους από τον αισθητό και λογικό. Γι΄ αυτό και επιδίωξή μας μέσα στην Εκκλησία είναι η ετεροποίησή μας, δηλαδή η μετοχή μας στον κόσμο της βασιλείας του Θεού. Θέλουμε νοερά να φύγουμε από τον αισθητό κόσμο, όχι να τον εγκαταλείψουμε, όχι να τον απορρίψουμε, ούτε όμως και να φυλακισθούμε σ’ αυτόν, αλλά τουλάχιστον να πάρουμε γεύσεις και από τον άλλο κόσμο, τον κόσμο της ετερότητος, τον «ξένον» κόσμο.
Άλλη ωραία λέξη, «ξένος». Αυτό σημαίνει ξένον άκουσμα, ξένον θέαμα, που ψάλλουμε κατά την Πεντηκοστή. Έτσι είναι η Εκκλησία, σε παίρνει από τον υλικό και φθαρτό κόσμο και σε εισάγει στη σφαίρα της θεϊκής αλήθειας και πραγματικότητος. Στην Ανάσταση λοιπόν, εμφανίζεται ο Κύριος «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ», θέλοντας να πει στους μαθητές του ότι πλέον δεν είναι ο διδάσκαλος, ούτε ο χαρισματικός προφήτης που έκανε θαύματα, ούτε ο «υἱός τοῦ ἀνθρώπου», όπως τον καταλάβαιναν, αλλά ο «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», όπως αυθόρμητα τον ομολόγησαν. Πλέον η θεότητά του δεν ήταν κρυμμένη αλλά γινόταν πιο εμφανής. Ακτίνες αυτής της θεότητος εμφανίσθηκαν και στη Μεταμόρφωση και μετά την Ανάσταση στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά και στην Πεντηκοστή με την ετερότητα των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος.
Μιλάτε για εξερεύνηση άλλων κόσμων...
Μιλώ για τη βασιλεία του Θεού...
Σαν επιστήμονας δεν εξερευνούσατε το σύμπαν;
Εξερευνούσα αυτόν τον κόσμο. Το σύμπαν το σύνολο της ύλης και της ενέργειας. Αυτό για το οποίο μιλάμε είναι κάτι πέραν από αυτά. 
Δεν ήταν γοητευτικό όμως το σύμπαν;
sympanΕίναι απίθανο, είναι μαγευτικό! Δεν το αρνούμαι. Αντίθετα, δοξάζω τον Θεό όχι μόνο που πέρασα από την γνώση της επιστήμης αλλά που μου χάρισε και την εμπειρία της έρευνας. Είναι μεγάλη ευλογία αλλά και επικίνδυνο δώρο. Μπορεί να πιστέψεις ότι είσαι ο ίδιος θεός και τότε γκρεμίζονται τα πάντα. Αυτή είναι η αρρώστια, η παθολογία της σύγχρονης έρευνας και επιστήμης, η έπαρση και αλαζονεία. Ωστόσο, η γλυκιά αίσθηση της μικρότητας που μπορεί να σου φέρει η επαφή με το μεγαλείο της γνώσης μπορεί να σε οδηγήσει και σε μεγάλη ταπεινότητα. Τί ωραίο που είναι να ζεις σαν ένα χαρούμενο παιδάκι, χωμένο μέσα στην απέραντη αγκαλιά της θεϊκής παρουσίας, όπου πλέον η αποκάλυψη είναι πολύ ανώτερη από κάθε ανακάλυψή σου.
Μόνο που το λέω ευχαριστιέμαι. Είναι πολύ δυνατή αυτή η εμπειρία της πνευματικής θεώρησης του κόσμου. Το σύμπαν λοιπόν έχει πάρα πολλά δυνατά στοιχεία. Έχει και μια μεταφυσικότητα, αν μπορώ να το πω, είναι ασύλληπτο στα μεγέθη του και ακατανόητο στους λόγους, τους μηχανισμούς, την αιτία και τον προορισμό του. Έχει τα ωραία μυστικά του που τα κρύβει. Και όσο αυξάνεται η γνώση τόσο μεγαλώνει ο χώρος του αγνώστου. δεν μπορούμε να καταλάβουμε τα μεγέθη του. Λέμε ότι στο σύμπαν υπάρχουν 100 δισεκατομμύρια γαλαξίες και ο καθένας έχει 200 δισεκατομμύρια ήλιους. Επίσης, ότι η ηλικία του είναι 13,7 δισεκατομμύρια έτη…Η έννοια του δισεκατομμυρίου δεν είναι κατανοητή ούτε από εσάς ούτε από μένα, παραμένει ασύλληπτη. Πού να προχωρήσουμε στο γιατί του, στο πως, στους άγνωστους και κρυμμένους λόγους του. Όλα αυτά ζαλίζουν τον ανθρώπινο νου, δεν τα συλλαμβάνει… τα θαυμάζει. Το σύμπαν δεν υπάρχει για να το κατακτήσουμε, ούτε για να το κατανοήσουμε. Δεν είναι τόσο μικρό για να χωρέσει στο μυαλό μας ή να περιοριστεί στις αισθήσεις μας… Υπάρχει για να μας υποψιάζει για κάτι πολύ μεγάλο, για να μας δείχνει αυτό που υπάρχει πέραν από αυτό.  Έτσι είναι τα του Θεού, τον οποίο δεν μπορείς μεν να τον συλλάβεις, χαίρεσαι όμως τον θαυμασμό της παρουσίας και του μεγαλείου Του.
Κάπου διάβασα μια ομιλία σας όπου λέγατε ότι το φωτόνιο είναι το σωματίδιο του Θεού.
Φυσικά, το φωτόνιο!
Επρόκειτο για μια εξαιρετική ομιλία. Επιτρέψτε μου να παραθέσω ένα απόσπασμα αυτής, είχατε πει λοιπόν:

«Τα φωτόνια επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του κόσμου, κυρίως όμως αποκαλύπτουν την ομορφιά του. Αλλά για να την δείς, πρέπει να τα ανακαλύψεις.
Λέγει ο Ελύτης: Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε! Κι εμείς συμπληρώνουμε: Θεέ μου, πόσα φωτόνια έφτιαξες για να σε υποψιαζόμαστε!
Το σωμάτιο του Θεού είναι το φωτόνιο. Και η πύλη προς τον κόσμο το τηλεσκόπιο. Βάζεις το μάτι σου στον φακό και ξεχύνεσαι στο άπειρο.
Εκεί που συναντάται η ομορφιά με την αλήθεια. Το μάτι βλέπει. Η καρδιά χτυπάει. Η σκέψη καλπάζει. Διαλέγεται με τα φωτόνια»;
Το σωματίδιο του Θεού καταρχάς δεν είναι ένας επιστημονικός όρος, είναι ένα όνομα δημοσιογραφικής επινοήσεως και μιλάει για το μποζόνιο του higgs, το οποίο είναι το σωμάτιο εκείνο το οποίο εξηγεί γιατί η ύλη έχει μάζα. Ο Θεός δεν δημιούργησε πρώτα την ύλη, αλλά το φως: «Εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς·  καὶ ἐγένετο φῶς».  Αυτό δεν είναι μόνο πληροφορία της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά αποτελεί και συμπέρασμα της σύγχρονης κοσμολογίας, ότι πρώτα υπήρχε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, δηλαδή φως, και μετά έγινε η ύλη, τα πρώτα σωμάτια. Η σύνθεση των πυρήνων, η λεγόμενη νουκλεοσύνθεση, συνέβη 700.000 χρόνια μετά την μεγάλη έκρηξη. Άρα θα μπορούσαμε να πούμε ότι πράγματι ο Θεός πρώτα δημιούργησε το φως, την ακτινοβολία, και μετά την ύλη. Υπό αυτή την έννοια το σωμάτιο του Θεού είναι το φωτόνιο.
Μιλώντας για φωτόνια και φως να μιλήσουμε και για το Άγιο Φως. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή συνήθως γίνεται μεγάλη κουβέντα για το εάν το Άγιο Φως ανάβει με αναπτήρα ή με θεϊκή παρέμβαση. Εάν είναι θαύμα ή τρικ. Μήπως η Εκκλησία ντρέπεται να πει πως τα πράγματα είναι αλλιώς;
ag.fwsΚαταρχάς να σας πω ότι δεν έχουμε ανάγκη από κανένα θαύμα, πολύ περισσότερο από φτιαχτό θαύμα, αλλά χαιρόμαστε όταν συμβαίνει κάτι που ξεπερνάει την αίσθηση και τη λογική. Το τι γίνεται με το Άγιο Φως, να σας πω, δεν το γνωρίζω. Αυτό το ξέρει μόνον ο Πατριάρχης που αυτός μόνος βρίσκεται μέσα στον Πανάγιο Τάφο. Αυτός ξέρει τι συμβαίνει εκεί μέσα. Εμείς βλέπουμε τί συμβαίνει έξω από τον Τάφο του Κυρίου. Μια φορά ήμουν παρών στην τελετή του Αγίου Φωτός και φέτος θα ξαναπάω (η συνέντευξη με τον Σεβασμιότατο έγινε την Μ. Δευτέρα), αλλά πιστεύω ότι κάτι υπερβατικό οπωσδήποτε συμβαίνει. Δεν θα μου ήταν παράξενο το Άγιο Φως να βγαίνει μόνο του, όπως ο Χριστός αναστήθηκε, όπως έγινε ο κόσμος εκ του μηδενός. Εγώ δεν θα καθόμουν να ασχοληθώ περισσότερο. Μου έτυχε βέβαια, όταν είχα πάει, ένας από αυτούς, που τώρα βγήκαν και λένε διάφορα, ήταν ακριβώς δίπλα μου και ειρωνευόταν το Άγιο Φως. Όταν βγήκε ο Πατριάρχης διερωτήθηκα για το τι φως μας βγάζει και αν όλα αυτά είναι αλήθεια; Βέβαια το ύφος αυτού του επισκόπου δεν μου ενέπνεε καμία εμπιστοσύνη. Ήταν ένας τύπος χωρίς σοβαρότητα ούτε ιεροπρέπεια και σεβασμό. Το εκπληκτικό ήταν ότι αφού βγήκε ο Πατριάρχης με το Φως με πλησίασε ένα ζευγάρι γνωστών μου από την Ανθούσα, οι οποίοι ήταν κάπως απομακρυσμένοι στον εξώστη και μου είπαν για την εκπληκτική εμπειρία που βίωσαν. Πριν βγει ο Πατριάρχης, με το Άγιο Φως, δίπλα τους ήταν μια γυναίκα της οποίας ξαφνικά άναψαν τα κεριά της από μόνα τους . Τους ρωτάω λοιπόν “εσείς από που πήρατε το Άγιο Φως;” “από αυτήν μου απάντησαν”. “Για ελάτε εδώ να ανάψω από εσάς που είναι σίγουρα αληθινό, το άλλο δεν ξέρω τι είναι”, τους είπα (γέλια).
Δεν ξέρω λοιπόν εάν ο Θεός το ανάβει στον Πατριάρχη, σίγουρα όμως το ανάβει στον λαό! Μια ερμηνεία είναι ότι θα μπορούσε κάποτε να άναβε και επειδή αυτοί οι τύποι το ειρωνεύονται να μην τους ανάβει πλέον. Να μην τους το δίνει ο Θεός. Όμως αυτό είναι κάτι που δεν το ξέρω και δεν ασχολούμαι παραπάνω, αλλά χαίρομαι πάρα πολύ που φέτος θα πάω εκεί για να φέρω Αληθινό Φως από τον Πανάγιο Τάφο! Τώρα εάν έχει και μια συμβολική αξία και σημασία, σας λέω πως ναι έχει. Όλοι μας παίρνουμε από μια πηγή και το ανάβουμε ο ένας από τον άλλον, αυτό μας ενώνει. Επίσης, το φυλάγουμε όσο πιο πολύ μπορούμε. Μερικοί το κρατούν για ολόκληρο τον χρόνο. Τι ωραίο που είναι! Χθες μια κυρία στην εκκλησία με πλησίασε και μου είπε “εγώ έχω κρατήσει από πέρυσι Άγιο Φως. Φέτος τι θα κάνω; Θα το σβήσω για να πάρω το άλλο;” Βάλε και το καινούργιο, κάνε ό,τι θες με αυτό που θα φέρουμε και εμείς” (γέλια).
Το Άγιο Φως είναι μια πολύ μεγάλη ευλογία για την Εκκλησία. Δεν παθαίνουμε τίποτα με το να πιστεύουμε. Εάν ήταν κακό πράγμα όλο αυτό, αν ήταν ένα παραμύθι, υπάρχει κάτι χειρότερο. Να γινόταν το θαύμα στο παρελθόν και αιτία που τώρα δεν συμβαίνει να είναι αυτοί οι επίσκοποι των Ιεροσολύμων που το διαψεύδουν στην τηλεόραση. Η παρηγοριά μας είναι ότι ό,τι και αν λένε, ανάβει στον πιστό λαό. Εσείς, αν ήσασταν θεός θα το δίνατε σε αυτούς που το ειρωνεύονται; Ίσως κάναμε το λάθος να πιστεύουμε ότι έως τώρα ο Θεός το έδινε. Δεν ξέρω, το Άγιο Φως είναι μεγάλη ευλογία και είναι ένα σημείο και γι΄ αυτόν τον λόγο είναι πολύ καλό και άγιο να το διατηρήσουμε.
Επίσης, αυτή η υποδοχή στο αεροδρόμιο με τιμές αρχηγού κράτους δεν έχει κάτι  ειδωλολατρικό;
Καταρχάς, έτσι όπως κατάντησε το πράγμα δεν είναι τιμή να είσαι αρχηγός κράτους. Θα προτιμούσα μια εκκλησιαστική υποδοχή. Δεν ξέρω πως καθιέρωσαν αυτόν τον τύπο υποδοχής. Ίσως κάποτε οι αρχηγοί κρατών να άξιζαν περισσότερο από σήμερα. Δεν τιμάται το Άγιο Φως με προσοχές και όπλα ούτε με κοσμικές υπερβολές. Έτσι αισθάνομαι. Από την άλλη πλευρά, εφόσον καθιερώθηκε και η πολιτεία αυτόν τον τρόπο έχει επιλέξει για να δείξει τον σεβασμό της, ας το κάνει. Πάντως οφείλω να σας πω ότι η τοπική κοινωνία της Ανατολικής Αττικής το χαίρεται και το τιμά με καθολική συμμετοχή. Όταν προ ετών εξέφρασα τη σκέψη να αλλάξει το τυπικό, υπήρξε γενικευμένη αντίδραση.
Υπάρχουν διάφοροι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από αφηγήσεις, μύθους, και αλληγορίες που παραπέμπουν στον θεανθρώπο-σωτήρα.
Είπατε τη λέξη μύθοι. Η Εκκλησία μιλάει για αλήθεια. Έχει εμπειρία της θεότητας του Χριστού και πάνω σε αυτήν στηρίζεται. Τα εργαστήρια τα κάναμε και η διδασκαλία επιβεβαιώνεται. Αυτό ζούμε. Είναι ανοησία, επειδή υπάρχει η μυθολογία να αρνείσαι την αλήθεια. Εγώ θεωρώ ότι μεγαλύτερο παραμύθι από την απιστία δεν υπάρχει και μεγαλύτερη αλήθεια από την πίστη επίσης δεν υπάρχει. Δεν έχω άλλο επιχείρημα. Αυτά γνωρίζω και αυτά λέω. Το παραμύθι της απιστίας είναι επικίνδυνο. Γκρεμίζει τα βασικά θεμέλια της ανθρώπινης υπόστασης. Δυστυχώς, γι΄ αυτόν τον λόγο κάθε φορά πριν από τις ημέρες της πίστεως το ξεφουρνίζουν.
Ίσως να έχουν και ένα δίκιο αυτοί που δημιούργησαν το παραμύθι της απιστίας. Έχει εδραιωθεί στη συνείδηση των χριστιανών η αίσθηση της ενοχής και της κληρονομικότητας της αμαρτίας. Για παράδειγμα, όσον αφορά τη σταυρική θυσία και την Ανάσταση και να κάνω μια αναφορά στον Ακυνάτη και τον Αυγουστίνο, που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση  στο θέμα της ενοχής και της αποπληρωμής ενός χρέους. Η ικανοποίηση της προσβολής που έχει κάνει ο άνθρωπος στον Θεό, απαιτεί μια θυσία άπειρη σε αξία που ο απλός άνθρωπος δεν μπορεί να προσφέρει. Έτσι ο Θεός θυσιάζει τον Μονογενή του και γίνεται η αποπληρωμή. Αυτή η ενοχή έχει περάσει από τη Δύση και σε εμάς στην Ελλάδα. Ίσως οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να σκοτώσουν έναν τέτοιο Θεό.
Κι εγώ έχω την ανάγκη έναν πεθαμένο ή ψεύτικο Θεό να τον εξαφανίσω. Συχνά οι άνθρωποι απορρίπτουν έναν θεό που δεν υπάρχει ή που δεν αξίζει να τον πιστέψεις. Κι εγώ είμαι άθεος με αυτή την έννοια. Αρνούμαι να πιστέψω σε λάθος θεό, σε είδωλα, σε ψέματα. Δεν πιστεύω στον θεό της χλιδής, της υποκρισίας, των ενοχικών συμπλεγμάτων, των υπερβολικών μύθων, της σκληρότητας, της εκδίκησης, της τιμωρίας. Δεν μπορεί όμως απορρίπτοντας τον λάθος θεό να ξεριζώνεις και τον αληθινό, τον Θεό της αγάπης, τον Θεό της ελευθερίας.
Είναι αλήθεια ότι πολλά από αυτά που αναφέρατε έχουν έρθει και σε εμάς. Και εμείς συχνά ταυτίζουμε την ενοχή με τη μετάνοια και τη μειονεξία με την ταπείνωση. Αυτό όμως δεν έχει σχέση με την Ορθόδοξη πίστη, θεολογία και ζωή. Συνεπῶς, θα έλεγα ότι πράγματι πολλά από όσα καταλογίζουν στην Εκκλησία είναι είναι δικαιολογημένα. Αυτό που δεν είναι δικαιολογημένο είναι η προκατάληψη της απιστίας και η άρνηση να αναγνωρίσουν έναν θησαυρό που υπάρχει στην ίδια την αγκαλιά και στη ζωή της δικής μας βιωμένης παραδόσεως. Δεν μπορείς με τον λάθος όρο και την λάθος περιγραφή του σκοτωμένου Θεού να χτυπάς τον Ζώντα Θεό. Δεν το καταλαβαίνω. Το καλύτερο λοιπόν θα ήταν, πριν αυτοί βιαστούν να πολεμήσουν, να γνωρίσουν αυτό για το οποίο μιλάμε. Εκείνο που θα μπορούσα να δεχτώ είναι ότι φταίει και η Εκκλησία, που δεν κομίζει το μήνυμα, δεν το κοινωνεί στην κοινωνία σωστά.
Εκτιμάτε ότι η Εκκλησία μας είναι σε θέση να μιλήσει στην καρδιά του νέου ανθρώπου σήμερα; Δεν ξέρω πόσο μπορεί να μετέχει στα προβλήματα και στους προβληματισμούς που υπάρχουν σήμερα. Μήπως η Εκκλησία ακόμη και με το τελετουργικό της, τις ενδυμασίες τη γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι εκτός εποχής;
neolaiaΤο πρόβλημα δεν είναι η γλώσσα και ο τελετουργικός πλούτος. Υπάρχει μια φωτογραφία του αγίου Νεκταρίου, κατά την τελευταία του λειτουργία, όπου είναι ντυμένος ως αρχιερέας, με τη μίτρα και τα λοιπά... Τον βλέπεις και καταλαβαίνεις ότι αυτά δεν αποτελούν στολίδια του, ο άγιος είναι που δίνει αξία στα σύμβολα και στους τύπους. Αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει ότι αν η Εκκλησία λειτουργεί ως εργαστήρι αγιότητος, δηλαδή αν γεννάει αγίους, όλα τα άλλα δεν ενοχλούν. Το να αλλάξει τη γλώσσα, να εκσυγχρονιστεί όπως λέτε, δεν πιστεύω πως αποτελεί το ζητούμενο. Η ουσία είναι ότι η Εκκλησία, οι άνθρωποι της Εκκλησίας, πρέπει πρώτα να ζήσουν οι ίδιοι το κήρυγμά τους, το μήνυμα του Χριστού και του Ευαγγελίου. Όταν επί παραδείγματι ο κόσμος βλέπει να τσακώνονται πατριάρχες για το ποιος είναι πρώτος, οι δεσποτάδες να διαφημίζονται για το ποιος κάνει το μεγαλύτερο έργο, οι ιερείς να μην σέβονται ο ένας τον άλλον, όταν πηγαίνεις σε μια εκκλησία και πνίγεσαι από ένα πομπώδες χωρίς περιεχόμενο και βάθος κλίμα ή όταν σου δημιουργείται μια αρρωστημένη κατάνυξη, αυτό δεν έχει να σου δώσει τίποτα, σε απωθεί, ιδίως αν είσαι νέος. Για φανταστείτε όμως μια λειτουργία στην ίδια ακατάληπτη, αρχαία διάλεκτο, μέσα σε ένα εκκλησάκι με τον ίδιο διάκοσμο, τις ίδιες ψαλμωδίες, όμως ανάμεσα σε ανθρώπους που αληθινά προσεύχονται, που η προσευχή τους και η ψαλμωδία τους τρυπάει τον ουρανό! Αυτό μιλάει πολύ βαθιά και στην ψυχή. Μπορεί να μην έχεις καταλάβει τίποτα, έχεις όμως αισθανθεί κάτι μεγάλο. Νοιώθεις την πίστη σου. Αυτό δεν συμβαίνει στο Άγιον Όρος;
Δίπλα σ΄ έναν άγιο εκφυλίζεται το ερώτημα της ύπαρξης του Θεού. Δίπλα σ΄ έναν μορφωμένο θεολόγο συνήθως επιβεβαιώνεται η ανυπαρξία του λάθους θεού. Υπό αυτή λοιπόν την έννοια, ο στόχος της Εκκλησίας δεν πρέπει να είναι ο εκσυγχρονισμός της, αλλά η αυθεντική βίωση της διαχρονικής αλήθειας της. Ταπεινά, σεμνά, αρχοντικά. Ο Χριστός λέει, το ακούμε την Μεγάλη Πέμπτη, να μην ζητάμε τα πρωτεία, να ζούμε ο καθένας ως έσχατος, ως διάκονος του άλλου. Εάν με δείτε να τσακώνομαι με τον άλλο για το ποιος είναι πρώτος, ποιος έχει δικαιώματα, και να παριστάνω τον χριστιανό, θα με ακολουθήσετε; Θα σας εμπνεύσω; Ποτέ! Εάν όμως δείτε να ζω σύμφωνα με τις ευαγγελικές επιταγές, θα μπορούσατε να υποψιαστείτε ότι κάτι διαφορετικό υπάρχει στη ζωή μου. Εάν η Εκκλησία θέλει, και πρέπει πραγματικά να το θέλει, να αγκαλιάσει τον κόσμο, πρέπει να δώσει την εμπειρία της αγιότητας, δηλαδή του βιωμένου ευαγγελικού λόγου, αλλιώς είναι μια κοινωνική λέσχη άλλης εποχής, ένα club, μια θρησκεία με δικαιώματα και διεκδικήσεις.
Εκτός τούτου, προσωπικά θεωρώ ότι δεν υπάρχει καλύτερη ερμηνεία του κόσμου και της ζωής από την διδασκαλία της Εκκλησίας. Διαθέτει μοναδικό θησαυρό. Φυσικά και θα μπορούσε η Εκκλησία να ακουμπήσει τις νεανικές ψυχές, να απαντήσει σε ερωτήματα, να εμπνεύσει, να ελευθερώσει τον κόσμο. Αρκεί να είναι αυθεντικός ο λόγος της.
Και κλειστό club και οι λαϊκοί που συμμετέχουν είναι επίσης κλειστοί..
Και ναι και όχι. Ίσως στην πράξη να υπάρχουν πυρήνες αποκλειστικής αντίληψης. Αυτός όμως δεν αποτελεί διδασκαλία της Εκκλησίας. Είναι εκτροπή του φρονήματός της. Βλέπετε η Εκκλησία δεν αρκείται στους λεγόμενους καλούς. Δεν προβάλλει αυτούς. Αντίθετα, τις μέρες αυτές βλέπουμε ο Κύριος να ελέγχει έντονα με εκείνα τα περίφημα «ουαί» την υποκρισία και σκληροκαρδία των Φαρισαίων, δηλαδή του club των θρησκευομένων, και να προκρίνει την ελπίδα των λεγομένων αμαρτωλών. Μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα, ενώ μεταθέτει τη μνήμη μεγάλων αγίων όπως του Αγίου Γεωργίου, κρατά την ανάμνηση της μετανοούσης Πόρνης γυναικός και του Ευγνώμονος Ληστού. Και τα προβάλλει. Αυτό είναι εκκλησιαστική αρχοντιά. Η αγκαλιά του Χριστού χωράει όλους. Ό,τι και αν έχουν κάνει, όσο και αν έχουν αμαρτήσει. Αρκεί να είναι αληθινοί, αρκεί να έχουν μετανοήσει. Λέγει ο Χριστός στους φαρισαίους: «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν», οι τελώνες και οι πόρνες θα προηγηθούν, θα σας ξεπεράσουν. Αυτό είναι ένα φοβερό μήνυμα για έναν οποιονδήποτε νέο που ξέρει να σκέπτεται, που δεν του έχουν βάλει τις ενέσεις με το δηλητήριο της αθεΐας στο κρανίο και τη σκέψη.
Ο Χριστός είναι ο ξένος, ο ξένος που μας χτυπά την πόρτα, ο ξένος που πεθαίνει σε ξένο μέρος. Αυτή τη στιγμή στην πατρίδα μας ζούμε έντονα το προσφυγικό ζήτημα με ανθρώπους που δεν είναι ομόθρησκοι. Σε κάποιο νησί του Αιγαίου είδαμε ορισμένους να αναρτούν έναν σταυρό που από αρκετούς εκλήφθηκε ως σταυρός – σκιάχτρο. Πόσο χριστιανικό είναι αυτό;
Το σκιάχτρο δεν είναι χριστιανικό. Ο Σταυρός δεν στήνεται για να φοβίζει. Υπάρχει για να προσκαλεί. Η ομολογία όμως ότι για εμάς ο Σταυρός είναι η δύναμή μας, τί αρνητικό έχει;. Δεν θέλουμε να χάσουμε τον θησαυρό μας με την είσοδο των ανθρώπων που έρχονται. Ούτε πάλι και θέλουμε να τους αλλάξουμε. Αλλά δεν θέλουμε την παρακαταθήκη, την πνευματική περιουσία μας να τα χάσουμε. Η ομολογία τους μας σώζει, ιδίως όταν αντιλαμβανόμαστε ότι όλη αυτή η κατάσταση είναι προκλητή, αποτέλεσμα παγκόσμιας πολιτικής με χαρακτήρα απειλής. Δεν πρέπει να είναι κανείς αφελής. Αποτέλεσμα να αμύνονται οι άνθρωποι. Όχι με το σκιάχτρο, αλλά με το «όπλο της ειρήνης», τον Σταυρό.
Όταν φτάνουμε σε μια κοινωνία που μας απαγορεύεται να φορούμε στο στήθος μας εμφανώς τον σταυρό, τότε η ανάρτηση του σταυρού είναι επιβεβλημένη ομολογία. Από την άλλη πλευρά ο φανατισμός και η εμπάθεια προφανώς είναι κατακριτέα. Δεν προβάλλεται ο σταυρός ενάντια στην ημισέληνο για να δούμε ποιος είναι πιο δυνατός...Όταν φτάνουμε σε μια κοινωνία που μας απαγορεύεται να φορούμε στο στήθος μας εμφανώς τον σταυρό, τότε η ανάρτηση του σταυρού είναι επιβεβλημένη ομολογία. Από την άλλη πλευρά ο φανατισμός και η εμπάθεια προφανώς είναι κατακριτέα. Δεν προβάλλεται ο σταυρός ενάντια στην ημισέληνο για να δούμε ποιος είναι πιο δυνατός...
Ξένος, ο Χριστός! Πολύ όμορφα το είπε ότι κρύβεται ως αδελφός στον πεινασμένο, στον διψασμένο, στον ξένο, στον φυλακισμένο, στον ασθενή, στον γυμνό... Αυτό είναι το Ευαγγέλιο, μια τεράστια αγκαλιά, χωρίς αφέλεια όμως. Δεν αγκαλιάζεις τον σκορπιό. Έχει χώρο και γι’ αυτόν εάν βγάλει το κεντρί με το δηλητήριο. Ζει όμως ο σκορπιός χωρίς κεντρί και δηλητήριο; Είμαστε σε διωγμό. Πρέπει να το καταλάβουμε ότι αυτή τη στιγμή ο χριστιανισμός είναι σε διωγμό.
Είναι το κοσμικό κράτος μια νέα θρησκεία, ένας θεός ζηλωτής;
Υπάρχουν πολλές θρησκείες. Θρησκεία μπορεί να είναι και μια ποδοσφαιρική ομάδα, η ένα πολιτικό κόμμα. Ειδωλολατρία, υπάρχει... Το ερώτημα είναι αν αυτό το κοσμικό κράτος είναι όντως ένα ιδεολόγημα, ίσως μεταφυσικού τύπου, που επιβάλλεται πολλή μεγάλη ορμή και δύναμη. Θεωρώ ότι η παγκοσμιοποίηση, όπως φαίνεται να λειτουργεί σήμερα, αποτελεί τεράστια απειλή για την κατάλυση των πολιτισμών, των παραδόσεων και της ζωής μας. Ο χριστιανισμός, όπως προανέφερα, είναι σε διωγμό και στη Δύση αλλά και στη δική μας πατρίδα, στην Ελλάδα. Η ταυτότητά μας, η παράδοσή μας υβρίζονται βάναυσα από το κοσμικό κράτος. Και αυτή η πολεμική θα μπορούσε να είναι κάπως δικαιολογημένη στη Δύση, γιατί εκεί η σχέση της εκκλησίας με τον λαό και τον Θεό ήταν αρκετά χαλαρή και είχε κοσμικά χαρακτηριστικά. Σ΄ εμάς όμως το ξερίζωμα της πίστης αποτελεί εγκληματική αφέλεια.
blue dommed churchΣ’ εμάς υπάρχει ένας πλούτος θεολογίας, κάθε γωνιά, ο αέρας, στην πατρίδα μας έχει άρωμα αγιότητος, το χώμα είναι ποτισμένο με αίματα μαρτύρων. Υπάρχουν πρότυπα, υπάρχει ζωή, υπάρχει ιστορία, υπάρχει πολιτισμός, τα έθιμά μας, όλα έχουν σφραγίδα πίστεως, οι αργίες μας είναι εκκλησιαστικές, είναι ορθόδοξες, τα πανηγύρια, δεν ήξεραν θεολογία οι άνθρωποι, πιστεύανε όμως στον Θεό. Πέθαινε ένας άνθρωπος και λέγανε “θα πάει αδιάβαστος;” και τώρα επιλέγει πολιτική κηδεία και αυτό αρχίζει σιγά σιγά και γίνεται μόδα. Τι πειράζει να του διαβάσει μια ευχούλα ο παπάς. Ο παππάς, με τον απλό τρόπο του ήταν ο παππούλης, ένας πατέρας, ένας υπηρέτης όλων. Έχουμε τον έγγαμο κλήρο και τον καλόγερο. Ο ένας να μας αγκαλιάζει και ο άλλος να μας εμπνέει! Αυτό το γκρεμίζουμε.
Δεν είναι το ίδιο να φύγει ο παπάς και η εκκλησία από τη ζωή του Έλληνα, όπως στο Λουξεμβούργο, στο Βέλγιο ή στη Γαλλία. Εκεί είναι άλλα τα δεδομένα. Το να μιμούμαστε ξενόφερτους μηχανισμούς απόρριψης των πολιτισμικών θεμελίων μας και να τους μεταφέρουμε στη δική μας πραγματικότητα, όπως είπαμε, είναι εγκληματική αφέλεια.
Υπάρχει κάτι που σας ενοχλεί στις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία σήμερα;  Να υπάρξει διαζύγιο τελικά μεταξύ των δύο;
Καταρχάς εγώ πιστεύω ότι καλύτερα για την Εκκλησία να είναι ελεύθερη από το κράτος και ζωντανή. Σήμερα ισχύει το σύστημα της «νόμῳ κρατούσης πολιτείας». Δηλαδὴ στον υφιστάμενο εναγκαλισμό το πάνω χέρι το έχει η πολιτεία. Επί παραδείγματι, δεν υπάρχει λόγος στην εκλογή αρχιεπισκόπου να είναι παρών ως εγγυητής της διαδικασίας ο υπουργός Παιδείας. Το χειρότερο είναι ότι οι κρατικοί μηχανισμοί έχουν μπλοκάρει πλήρως την Εκκλησία, την οποία προηγουμένως έχουν κυριολεκτικά μαδήσει. Μιλώ πρωτίστως για την περιουσία. Ήδη το έργο και η προσφορά της Εκκλησίας και διαχρονικά και σήμερα είναι τεράστιο. Τον χωρισμό θα έπρεπε να τον θέλει η Εκκλησία, όχι η πολιτεία. Αυτό που ακούγεται εσχάτως περί χωρισμού, στην ουσία σημαίνει πλήρης περιθωριοποίηση και αποδυνάμωση της Εκκλησίας. Αυτοί οι οποίοι πανηγύρισαν για την λεγόμενη συμφωνία του Αρχιεπισκόπου με τον Τσίπρα πιστεύετε ότι ήθελαν να βοηθήσουν την Εκκλησία; Τότε γιατί δεν έδωσαν ούτε μια θέση για το 2018; Απλά, επειδή σύσσωμη η Ιεραρχία αρνήθηκε το «δώρο…». Αυτή τη στιγμή, αυτοί που διετράνωναν ότι εργάζονται για το όφελος της Εκκλησίας έχουν παγώσει τα πάντα. Είναι δυνατόν άνθρωποι που αρνούνται να κάνουν τον σταυρό τους ή να προσκυνήσουν το ευαγγέλιο, που προκλητικά δηλώνουν άθεοι αυτοί να μας οδηγήσουν σε υγιή χωρισμό; Να σας το πω αλλιώς. Δείτε το σαν ένα διαζύγιο μέσα σε μια οικογένεια, όπου ο άντρας θέλει να χωρίσει τη γυναίκα του για να την ταπεινώσει, να την ξεφτιλίσει και αυτή δεν συναινεί, γιατί έχουν τα παιδιά και προτείνει να συνυπάρξουν, να συμβιώσουν, να τα βρούνε στα βασικά, να μην καταστρέψουν τη ζωή τους και των παιδιών. Αυτό είναι το φρόνημα της Εκκλησίας. Αρνείται τον χωρισμό με όρους υποτιμητικούς για την ίδια και καταστροφικούς για την πατρίδα. Καλά κάνει η Εκκλησία και ανθίσταται. Έχει πιο πολύ ανάγκη η πολιτεία την Εκκλησία, παρά η Εκκλησία την πολιτεία, αυτό να το ξέρετε...
Γιατί;
Γιατί; Πέστε μου τι θα έκανε στην παρούσα περίσταση η πολιτεία με όλη αυτή την κοινωνική κρίση; Κοινωνικά σας το λέω, όχι πνευματικά. Η Εκκλησία συγκρατεί τον λαό. Το 2017 μόνο, η Εκκλησία προσέφερε στον λαό έργο και βοήθεια ύψους 124 εκατομμυρίων ΕΥΡΩ, ενώ παράλληλα πλήρωσε αρκετές δεκάδες εκατομμύρια σε φόρους. Δεν θα ήταν καλύτερα τα χρήματα των φόρων να πήγαιναν και αυτά σε ευπαθείς ομάδες; Αυτό είναι δουλειά της πολιτείας, όχι της Εκκλησίας. Και όμως το κάνει με τόση χαρά και με τη βοήθεια χιλιάδων εθελοντών πιστών. Γιατί το κράτος δεν διαθέτει τέτοιο μηχανισμό, γιατί δεν αγκαλιάζει τον λαό;
Τον έχει τσακίσει στους φόρους...
Το λέτε μόνος σας! Έρχεται λοιπόν η Εκκλησία και καλεί όλους σε ενότητα και συμπόρευση, πράγματι όλοι μαζί μπορούμε. Όταν πολλοί δίνουν συχνά από λίγο αντιλαμβάνεστε τι μεγάλο αποτέλεσμα προκύπτει. τώρα και από αυτόν τον λαό του λέει, ελάτε να πιαστούμε όλοι μαζί και έτσι βγάζει από πολλούς συχνά και από λίγο το πολύ, για να βοηθήσει τον ίδιο τον λαό. Έτσι στέκεται η Εκκλησία στο πλευρό του λαού. Δεύτερο πράγμα, ο κόσμος είναι τσακισμένος ψυχολογικά, γκρεμισμένος ηθικά και έρχεται η Εκκλησία να τον ανεβάσει, να του δώσει χαρά, ελπίδα, αξίες, αγάπη, προοπτική. Κακό είναι; Το κράτος, αν ήταν έξυπνο, θα ήθελε γάμο με την Εκκλησία, όχι χωρισμό, διότι έχει ανάγκη από μία καλή, δυνατή και υγιή Εκκλησία. Πάντως, η Εκκλησία μπορεί να ζήσει και μόνη της και έτσι ζούσε πάντοτε.
Ο τύπος της σχέσης της δικής μας δεν υπάρχει σε άλλες χώρες. Ας αφήσουν όλα τα επιχειρήματα. Όταν το κράτος έχει πάρει το 96% της εκκλησιαστικής περιουσίας και μεγάλο μέρος αυτού δεν το έχει αξιοποιήσει, δεν είναι απαράδεκτο να προσπαθεί να την εξουθενώσει; Ο σύνδεσμος Εκκλησίας και πολιτείας στην πατρίδα μας είναι ιερός. Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι ο χωρισμός, είναι ο αμοιβαίος σεβασμός. Μόνον έτσι θα βγει κερδισμένος ο λαός.
Συνταγματική αναθεώρηση και ουδετερόθρησκο κράτος. Θέλετε να μου σχολιάσετε;
Δεν υπάρχει πιο ανόητο και ιστορικά επικίνδυνο πράγμα. Ανεξίθρησκο κράτος το καταλαβαίνω. Ελεύθερες οι θρησκείες μέσα στα πλαίσια του σεβασμού, βεβαίως, ίσα δικαιώματα. Αλλά δεν μπορεί να μην έχει προνομιακή θέση η Εκκλησία εδώ που έχει δώσει τα πάντα στο κράτος. Όχι για να κάνει τον προσηλυτισμό της, αλλά για να μπορέσει να κρατήσει τον πολιτισμό και την ιστορία μας. Υπ΄ αυτή την έννοια ουδετερόθρησκο κράτος μου φαίνεται ότι είναι άλλο ένα επινόημα αρνητικής διαθέσεως έναντι της Εκκλησίας. Και μόνον ο όρος προκαλεί. Πού τον σκέφθηκαν; Το άρθρο 13 του Συντάγματος διασφαλίζει πλήρως τον θησαυρό της ανεξιθρησκείας.
em>Ένα ακόμη κοινωνικό φαινόμενο είναι και το BrainDrain. Εκτιμώ ότι οι νέοι δεν φεύγουν μόνο εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, τους πνίγει αυτό το περιβάλλον όπου δεν υπάρχει εξέλιξη, δεν υπάρχει γνώση, δεν υπάρχει πνεύμα.
Για το θέμα αυτό αρμόδιο είναι το κράτος. Δεν τους διώχνει η Εκκλησία. Αυτούς, δυστυχώς, τους διώχνει το κοινωνικό κατάντημα στο οποίο μας έχουν οδηγήσει οι πολιτικές των τελευταίων και όχι μόνον ετών. Κατέστρεψαν την παιδεία, αδίκησαν την ιστορία, περιφρόνησαν τον πολιτισμό, πρόσβαλαν την Εκκλησία, γκρέμισαν όλο το στερέωμα των αξιών. Και να πού φτάσαμε. Όχι, ότι ο κόσμος έξω έχει αξίες, αλλά τουλάχιστον έχει καλύτερους όρους κοινωνικής και οικονομικής ζωής, αν έχει και από αυτό. Είναι φοβερό όλα αυτά τα παιδιά να φύγουνε. Αυτόν τον πολιτισμό μας, την ταυτότητά μας ως Ελλήνων, ποιος θα τον κρατήσει; Αλλά βλέπετε, δεν μαθαίνουμε πολιτισμό. Τι είναι ο ελληνικός πολιτισμός, τι είναι το Βυζάντιο, τι είναι το ξωκλήσι, γιατί ο ΕΟΤ όταν παρουσιάζει τη Σαντορίνη και άλλα νησιά τα εκκλησάκια δείχνει;
Πρόσφατα σε κάποιες διαφημίσεις του εξωτερικού από αυτά τα εκκλησάκια που λέτε αφαίρεσαν τον σταυρό...
Αυτό τι δείχνει; Αυτός είναι ο διωγμός. Σαν να είναι κάτι κακό. Τόση μειονεξία, δεν μπορώ να την καταλάβω…
Γιατί αυτή η “χριστοφοβία”;
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Πιστεύω ότι υπάρχει ένας πόλεμος κατά του Χριστού κατά της εκκλησίας, που πάντα υπήρχε. Δεν θέλω να γίνω γραφικός λέγοντας διάφορα, αλλά υποθέτω ότι υπάρχει από πίσω σχέδιο και σκοπιμότητα.
Έχει και μια ηττοπάθεια ο Ορθόδοξος στην Ελλάδα, νομίζει ότι καταδιώκεται...
Εγώ νιώθω περήφανος, δεν έχω καμία ηττοπάθεια που είμαι Ορθόδοξος. Μάλλον κινδυνεύεω από υπερηφάνεια παρά από ηττοπάθεια. Ορθόδοξος και ηττοπαθής είναι ασύμβατες έννοιες. Ο Ορθόδοξος χαίρεται γι΄ αυτό που είναι,  έχει ιερή καύχηση, όχι υπεροψία ότι είναι καλύτερος από τους άλλους. Δεν συγκρίνομαι, αλλά χαίρομαι πολύ για το δώρο της παράδοσής μου και το ζω. Ζούμε σε μια πανέμορφη και πλούσια χώρα από πλευρά φυσικής. Πολύ πιο όμορφη και πλούσια είναι η πατρίδα μας από πλευράς πολιτισμού. Η ιστορία μας είναι εκπληκτική και ακόμη πιο όμορφο το πνεύμα, η φιλοσοφία και η θεολογία. Δυστυχώς όμως, δεν ξέρουνε τον πολιτισμό μας τώρα οι νέοι, γι΄ αυτό η παιδεία είναι κρίσιμο πράγμα, Ξέρουν τα παιδιά Σωκράτη; Πλάτωνα; Τι είναι όλα αυτά; Νομίζουν ότι είναι οδοί και πλατείες. Πάρτε επίσης τους Χαιρετισμούς που ψάλλουμε στην εκκλησία. Υπάρχει ωραιότερο ποίημα; Αυτό θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία μας και μόνο για να εμπλουτίσει τη γλωσσική γνώση και έκφραση. Και όμως τα παιδιά μας μάλλον δεν ξέρουν καν την ύπαρξή του. Εάν όλα αυτά δεν αποτελούν κομμάτι της ζωής και κουλτούρας ενός νέου γιατί να μείνει στην Ελλάδα; Με λύπη μου βλέπω ότι σταδιακά χάνεται η γλώσσα μας, χάνεται η γνώση της ιστορίας, χάνεται η αίσθηση του πολιτισμού, χάνεται η εμπειρία του πνεύματος. Εμένα, σας εξομολογούμαι, αυτά με κρατούν.
740639 elladaΕάν χαθούν όλα αυτά, τότε παύεις να νοιώθεις Έλληνας. Χάνεται η σοφία, ενώ αυτός ο τόπος είναι πλασμένος με σοφία. Η σοφία των αρχαίων Ελλήνων είναι αποτυπωμένη παντού· το ίδιο η αισθητική, το κάλος. Αυτός είναι ο τόπος μας. Δεν ξέρω εάν υπάρχουν σκοπιμότητες πίσω από όλα αυτά, αλλά αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι τους δικούς μας κυβερνήτες και ηγέτες, οι οποίοι μπορεί να είναι σοσιαλιστές, μπορεί να είναι φιλελεύθεροι, μπορεί να είναι οτιδήποτε θέλουν, αλλά το ερώτημα που τίθεται είναι πόσο πατριώτες είναι και πόσο αγαπούν την Ελλάδα.
Η αγάπη στην πατρίδα, τον πολιτισμό, την ιστορία, την παράδοσή μας δεν σημαίνει ότι προσβάλλουμε τους άλλους. Ίσα-ίσα αγαπώντας πολύ τα δώρα μου, την ταυτότητά μου, επειδή αναπαράγεται η αγάπη, έχω περίσσευμα αγάπης για να αγαπήσω όλο τον κόσμο και να σεβαστώ τους άλλους πολιτισμούς, τις άλλες παραδόσεις, τους άλλους λαούς. Αυτό λοιπόν το οποίο συμβαίνει πιστεύω ότι είναι καταστροφικό και γι΄ αυτό οι νέοι μας φεύγουν εύκολα, δίχως νοσταλγία καμιά φορά. Αν δεν έχεις σφραγίδα ελληνικού πολιτισμού μπορεί να νοιώθεις και ξένος στην Ελλάδα.
Μου έλεγε ένας από τους υψηλά ιστάμενους εδώ στο αεροδρόμιο: “δεν είμαι και πολύ της Εκκλησίας, αλλά δεν μπορώ την Μεγάλη Παρασκευή να φάω μπριζόλα. Αυτό όμως που με στενοχωρεί αφάνταστα είναι ότι η κόρη μου με εκπληκτική άνεση κατεβάζει ένα σουβλάκι τέτοια μέρα. Εγώ ακούω το η Ζωή εν Τάφω και δακρύζω, μου δημιουργεί βιώματα, η κόρη μου όχι”. Αυτό τι είναι; Είναι συγκίνηση που έχει από τα παιδικά του χρόνια. Δεν είναι βαθύτερη παιδεία γνώσεως, είναι όμως μια παιδεία ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής και ενός πολιτισμού και κάτι ευγενές που τον συνδέει με τη νηστεία, το έθιμο, τη μελωδία και ούτω καθεξής.
Αυτό καταστρέφεται, δεν μεταφέρεται στα νέα παιδιά, αποκόπηκε από την παιδεία. Έτσι τα μόνο στο 30% των δημοτικών σχολείων διδάσκονται θρησκευτικά, τα οποία είναι και ανόητα θρησκευτικά και χωρίς έμπνευση και δεν ξέρω τι διδάσκουν και ποιοι τα διδάσκουν. Στα σχολεία μας διδάσκουν καθηγητές που δηλώνουν άθεοι. Δεν θα έπρεπε να τα διδάσκει ένας θεολόγος και μάλιστα όχι θεολόγος της σχολής της πολιτείας, αλλά από θεολογική σχολή της Εκκλησίας. Εδώ θα μπορούσε το κράτος να τη στηρίξει την εκκλησία οικονομικά, να βγάζει τους θεολόγους της και να πηγαίνουν να διδάσκουν τη πίστη της.
Το ευαγγέλιο στα θρησκευτικά θα το διδάξουμε; Ναι ή όχι; Αν θα διδάξουμε το ευαγγέλιο, ποιος πρέπει να το διδάξει; Αυτοί που αρνούνται να βάλουν το χέρι τους πάνω σε αυτό; Που το περιφρονούν; Ή εμείς που δώσαμε τη ζωή μας για το ευαγγέλιο. Άρα η Εκκλησία πρέπει να έχει λόγο για το πώς θα διδαχθούν τα θρησκευτικά, η πίστη της. Η πρόταση πρέπει να έρθει από την Εκκλησία, γιατί αυτό το μάθημα πρέπει να έχει έμπνευση. Για εμένα είναι το πιο σημαντικό μάθημα για τη συνοχή της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Αλλά μιλάμε για θρησκευτικά που δεν θα διδάσκουν τη θρησκεία, αλλά για θρησκευτικά που θα μεταγγίζουν τη σοφία της πίστεως. Τώρα ποιος θα το κάνει δεν ξέρω. Μήπως οι θεολόγοι της Εκκλησίας είναι ικανοί να το κάνουν; Αμφιβάλλω. Όμως αυτό πρέπει να γίνει και γι΄ αυτό πρέπει να δουλέψουμε, γιατί εάν δεν δουλέψουμε δεν θα γίνει ούτε μετά από 30 χρόνια.
Κάποια θρησκευτικά που βγάζουν ενθουσιασμό, δείχνουν μια έμπνευση, μια σοφία, σίγουρα θα γίνουν πιο αγαπητά και σίγουρα θα επιτελέσουν ακόμη περισσότερο την αποστολή τους. Αυτό θα ήταν πάρα πολύ όμορφο και θα δημιουργούσε βάσεις ηθικής, αξίες, φιλοσοφική παιδεία, πίστη, η οποία όπως είπαμε δίνει στον άνθρωπο όγκο, περιεχόμενο και προοπτική. Αντίθετα, τα προτεινόμενα σήμερα θρησκευτικά, μου φαίνονται σαν ένα φαγητό που έχει θερμίδες, χωρίς να περιέχει βιταμίνες.
Έχουν συντελεστεί τεράστιες αλλαγές στην ελληνική κοινωνία. Μόνο το γεγονός ότι από αγροτική μετατράπηκε σε αστική δεν μπορεί να μην έχει συνέπειες.
Κάποιος, όπως στο παράδειγμα που αναφέραμε νωρίτερα, σε αυτή την κοινωνία που λέτε ότι παρήλθε, μπορεί να μην είχε πίστη, αλλά διατηρούσε πνευματικό αισθητήριο, έβγαζε ευγενικά αισθήματα, τα οποία χάνονται, τώρα είναι όλα επίπεδα, πεζά. Τώρα είμαστε όλοι με τα κινητά, κοιτάμε μια οθόνη, έχουμε επικοινωνία, αλλά χάσαμε τη σχέση και την κοινωνία μας. Πρέπει να αμυνθούμε σε αυτό, πρέπει να αναδειχθεί το πρόσωπο.
Ποιο πρόσωπο, όταν κυριαρχεί ο ατομικισμός; Κάνατε λόγο για την πολιτική κηδεία ας μιλήσουμε και για την καύση των νεκρών.
Αυτό δεν είναι της μόδας; Άλλο φαινόμενο με ακατανόητη επιχειρηματολογία.
Ίσως να είναι, αλλά γιατί αντιδρά η εκκλησία, δικό μου είναι το σώμα; Έχει άλλους λόγους εκτός από τη θεολογική προσέγγιση;
Η εκκλησία τι λέει; Κάνε ό, τι θέλεις με το σώμα σου και με την ψυχή σου, αλλά όταν ζητάς από εμένα να σε κηδέψω, σημαίνει ότι θες από τη δεξαμενή της δικής μου πίστης να πάρεις και εσύ νερό. Ως ποιμαίνουσα Εκκλησία, ως διδάσκουσα, ως μεταγγίζουσα πνεύμα, είμαι αρμόδια να σου μιλήσω για την τιμή του σώματος, τι είναι ο θάνατος, ποια είναι η ελπίδα της Αναστάσεως, τι είναι τα λείψανα, πώς εκφράζεται ο σεβασμός και αυτό σου προτείνω. Εάν μου πεις ότι δεν τα θες τότε κάνε ό,τι νομίζεις, εξάλλου δεν καίγεσαι μόνος σου, σε καίνε. Σε αυτό αντιδράμε και εμείς. Εγώ δεν θέλω να κάψω κανέναν. Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά εάν θέλει την ευλογία της Εκκλησίας τότε πρέπει να δεχθεί και το πνεύμα της.
Στη δική μας περιφέρεια, όταν προ ετών αποφασίστηκε να κάνουν αποτεφρωτήριο, είπαν ότι είναι σύμφωνη και η Εκκλησία. Εγώ τότε έβγαλα μια εγκύκλιο και ως αρμόδιος εξήγησα την άποψη της Ιεράς Συνόδου. Τελικά έγινε ένα διαδικτυακό γκάλοπ και η συντριπτική πλειοψηφία αντέδρασε στο αποτεφρωτήριο. Δεν το προκάλεσα εγώ. Προφανώς, ο λαός δεν το ήθελε. Μπορεί βέβαια να μη το ήθελε τότε, αλλά σε λίγο καιρό να έχει άλλη άποψη. Η Εκκλησία θα λέει αυτό που νομίζει. Άλλωστε ζούμε σε μια εποχή που πάρα πολλά πράγματα αλλάζουν, η όμως εκκλησία παραμένει μια σταθερά.
Αυτή η σταθερά δεν υπάρχει με την έννοια να κατακρίνει και να καταδικάζει τον κόσμο, αλλά υπάρχει για να κρατάει ένα κριτήριο αξιών, σεβασμού και ποιότητας. Το ζήτημα της καύσης των νεκρών είναι και μια κίνηση μηδενισμού, ότι θέλουμε το τίποτα, ότι ο θάνατος είναι επιστροφή στο μηδέν, στην ανυπαρξία. Αυτό δεν μπορεί να το δεχθεί η Εκκλησία. Επίσης, αφού δεν θα ζεις, τι σε ενδιαφέρει. Να το ζητάς σαν δικαίωμα να σου το κάνουν άλλοι, επίσης δεν έχει κανένα υπόβαθρο και καμία λογική. Εάν πω, όταν πεθάνω θέλω να με θάψουν εκεί, αυτό είναι διαφορετικό. Είναι η τελευταία επιθυμία που έχει όμως να κάνει και με τη συνέχιση της ζωής, ενώ σε αυτούς που δεν θέλουν συνέχιση της ζωής δεν έχει λογική να έχουν επιθυμίες μετά θάνατον.
Εμείς φτιάξαμε τη λάρνακα του αγίου Σάββα που είναι ολόσωμος. Έχουν περάσει 15 αιώνες. Το σώμα του το τιμάει η Εκκλησία, δεν το λατρεύει. Ξέρει από τιμή σώματος. Ευτυχώς που δεν το έκαψε!
Επειδή μιλάμε για το σώμα και πως τιμά η εκκλησία το σώμα και δεν είναι ξεκάθαρη σε εμένα και πιστεύω και σε άλλους αναγνώστες μας, ποια είναι η θέση της εκκλησίας στο θέμα των μεταμοσχεύσεων, θα θέλατε να μας πείτε;
transplantΣτην Εκκλησία το να δίνεις θεωρείται υπέροχη πράξη. Η προσφορά πάντοτε επαινείται, ό,τι και να δώσεις. Μπορείς να δώσεις, από αυτά που έχεις, ό, τι έχεις, από αυτό που είσαι, ό,τι είσαι. Να δώσω τη ζωή μου, υπάρχει μεγαλύτερο πράγμα; Θα σας πω ένα απλό παράδειγμα. Αυτή τη στιγμή εισάγουμε μοσχεύματα κερατοειδούς. Περίπου 1.000 άνθρωποι στην Ελλάδα χρειάζονται μεταμόσχευση κερατοειδούς και ο κερατοειδής λαμβάνεται από νεκρό μετά την παύση της καρδιακής λειτουργίας, μέχρι και περίπου 20 ώρες μετά. Μάλιστα δεν γίνεται εξόρυξη οφθαλμού, απλά παίρνουν τα κύτταρα ενδοθηλίου. Ξέρετε ότι πέρσι είχαμε μόνο 35- 40 δότες; Το φαντάζεστε; Δεν είναι αυτό ντροπή για την κοινωνία μας; Είναι ασέβεια στον νεκρό μας να πάρουμε λίγα κύτταρα για να μπορέσει να δει ένας συνάνθρωπός μας; Να χαρεί το φως; Δεν θα έπρεπε η Εκκλησία μια τέτοια δωρεά να την στηρίξει; Επίσης, για τη δωρεά μυελού. Πλέον τόσες μορφές λευχαιμιών και άλλων παθήσεων του αίματος θεραπεύονται με μεταμόσχευση. Δεν θα ήταν υπέροχο πράγμα να δώσουμε μυελό; Και όμως ο κόσμος είναι άσχημα ενημερωμένος και φοβάται, διστάζει. Επίσης, έχω δύο νεφρά γιατί να μην δώσω το ένα, με δύο να φύγω; Είναι τόσο ωραίο πράγμα.
Υπάρχει ένα πρόβλημα το οποίο έχει δημιουργηθεί με τον λεγόμενο εγκεφαλικό θάνατο, εάν και κατά πόσο είναι θάνατος. Δεν ξέρω εάν είναι ή δεν είναι θάνατος, αλλά όταν ένας άνθρωπος είναι εγκεφαλικά νεκρός, σωστά διαγνωσμένος, πρώτον δεν επανέρχεται, δεύτερον δεν σκέπτεται, δεν αντιλαμβάνεται, γιατί έχει αρχίσει να αυτολύεται ο εγκέφαλος, τρίτον δεν αισθάνεται, δεν πονάει. Εάν ο εγκέφαλος έχει νεκρωθεί απλά λειτουργούν τα υπόλοιπα όργανα του σώματος με τα μηχανήματα. Τί κακό έχει να δοθούν κάποια όργανα για να ζήσουν κάποιοι άλλοι συνάνθρωποί μας; Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και ο σεβασμός και το δέος στον νεκρό, ότι δεν θέλουμε να τον ακρωτηριάσουμε. Όποιος αισθάνεται έτσι ας μη δώσει, όποιος όμως αισθάνεται την ανάγκη της αγάπης να μοιραστεί, τότε να δώσει. Ο Χριστός είπε ότι η μεγαλύτερη αγάπη είανι να δώσει κανείς τη ζωή του για τους φίλους του και ο ευαγγελιστής Ιωάννης συμπληρώνει «και ἡμεῖς ὀφείλομεν τὰς ψυχὰς τιθέναι ὑπέρ τῶν ἀδελφών ἡμῶν».
Αυτό το μήνυμα της αγάπης θα μπορούσε η Εκκλησία να το διαδώσει·και τον θάνατο να σεβαστούμε και την αγάπη να αυξήσουμε και ο καθένας κατά συνείδηση και ελέυθερα να εκφραστεί στα λεπτά αυτά θέματα. Αν δεν μπορείς να δώσεις όργανα, δώσε από το ενδοθήλιο. Είναι κρίμα, στη δική μας κοινωνία, με τους οικογενειακούς δεσμούς, με αγάπη, με παραδόσεις, με κοινωνικές σχέσεις να είμαστε η τελευταία χώρα όσον αφορά τη δωρεά ιστών και οργάνων.
Θα μπορούσε να λυθεί αυτό με τη δημιουργία οργάνων στο εργαστήριο
Εμένα δεν θα μου άρεσε αυτό. Άλλο πράγμα είναι να πάτε να βάλετε ένα βιονικό όργανο και άλλο πράγμα να σας δώσω εγώ. Εσείς αναφερθήκατε πριν στη σχέση. Το ένα είναι ανταλλακτικό, το άλλο σχέση, μοιρασιά, σύνδεσμος. Είναι τόσο πιο ωραίο να αισθανόμαστε αλλήλων μέλη, ο ένας κομμάτι του άλλου. Άλλο πράγμα είναι η χειραψία και άλλο πράγμα η αγκαλιά, το φίλημα, η συμμετοχή του σώματος, η προσφορά ζωής. Από την άλλη, επειδή δεν καλύπτονται οι ανάγκες λόγω ελλείμματος αγάπης και αρχοντιάς, ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί και τις δυνατότητες που μας δίνει η επιστήμη;
Τελειώνοντας, το μήνυμα της Ανάστασης πόσο επαναστατικό είναι;
Η Ανάσταση είναι μόνο επανάσταση. Δεν είναι επανάσταση το να νικηθεί ο θάνατος; Είναι ανατροπή των πάντων, της λογικής, της φύσεως, του κόσμου όλου. Δεν είναι επανάσταση ότι με την Ανάστασή του ο Χριστός, συνανέστησε «παγγενῆ τον Αδάμ» συμπαρασύρει στη ζωή όλον τον άνθρωπο; Εάν ο θάνατος πριν από την Ανάσταση ήταν ένας αδιαπέραστος αδιαφανής τοίχος, με την Ανάσταση έχει αποκτήσει διαφάνεια και διαπερατότητα. Βλέπεις από πίσω την αιωνιότητα, και μπορείς να περάσεις διά του θανάτου στη ζωή της αιωνιότητας. Ο θάνατος πλέον δεν είναι επιστροφή στην ανυπαρξία. Είναι μετάβαση στην αιώνια ζωή. Είναι καταξίωση της ύπαρξης. Γι’ αυτό και με την Ανάσταση γιορτάζουμε «ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επανάσταση από την Ανάσταση.
StavAnast up

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ ΙΩΑΝΝΗ




ahridos-ioannisΕλέω Θεού, αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και μητροπολίτης Σκοπίων, προς την Εκκλησίαν εις την οποίαν από Θεού ετοποθετήθη ως Αρχιποιμήν Αυτής και προς πάσας τας ανά την οικουμένην Εκκλησίας συναγομένας εν ενί του Χριστού Σώματι και εν Πνεύματι Αγίω συνδεδεμένας, από τας φυλακάς της πόλεως των Σκοπίων, όπου έχει εγκλειστεί για έκτη φορά κατά τα δέκα τελευταία έτη εκπέμπει αυτήν την Δευτέραν, από φυλακάς, Εγκύκλιον επιστολήν,



   Όταν αποκτήσωμεν την αγάπη του Χριστού και την αρετή, τότε αξίζει να υποστούμε ακόμη και διωγμούς ένεκεν Αυτού, αν χρειαστεί και εξορία να ανεχτούμε, αλλά και έτοιμοι να ακούσουμε γιά τους εαυτούς μας τις πιο απρεπείς συκοφαντίες, και ακόμη, να χαιρόμαστε για όλα αυτά, λέει ο άγιος Νικόλαος о Καβάσιλας. Όταν μέσα στον άνθρωπο ανάψει αυτή η αγάπη του Θεού και όταν οι αρετές λάμψουν μέσα του, τότε ο άνθρωπος είναι έτοιμος όχι μόνον να υποφέρει βάσανα, όχι μόνον να υπομένει φαύλα έργα εναντίον του και δεσμά εγκλεισμού, αλλά είναι ακόμη έτοιμος και να χαίρεται για όλα αυτά. Η χαρά όμως αυτή δεν διαδίδεται ανάλογα με το πόσο την αξίζει κάποιος, δεν αποτελεί επ΄ουδενί ανταμοιβή για τις ασκήσεις, αλλά είναι χάρις, υπέροχη και τέλεια δωρεά του ελέους του Θεού που Αυτός μόνος ο Πατήρ ευδοκεί, όπως εισέλθωμεν εις την χαράν του Κυρίου ημών (Ματθ. 25,21-23). Διότι, εκείνοι που εισήλθαν εις την χαράν του Πατρός, χαίρονται με την χαράν του Χριστού και έτσι, εκείνο το οποίον χαροποιεί τον Χριστόν, Αυτός κάνει να χαίρονται με αυτό και εκείνοι που είναι δικοί Του, ενώ ουσιαστικά ο Ίδιος χαίρεται εν Αυτώ. Επειδή Εσείς, οι οποίοι είσαστε εν τω Σώματι Αυτού και χαίρεστε με τη χαρά του Χριστού, εύκολα θα αναγνωρίσετε τη χαρά με την οποίαν χαρήκαμε εκ νέου εγκλωβισμένοι στα δεσμά ένεκεν Αυτού, σε Εσάς απευθύνομεν την Δευτέραν κατά σειράν αυτήν Εγκύκλιον επιστολήν, γεγραμμένην μέσα εις τας φυλακάς, διά να Σας παρακαλέσωμεν, όπως διατηρείτε εις την μνήμην Υμών τα δεσμά ημών και όπως μην αισχύνεσθε ένεκεν ημών, διότι και περαιτέρω υπ΄ αυτά παραμένομεν. Όταν ο θείος Παύλος ζητά από τον Τιμόθεο να μην εντραπεί για το μαρτύριόν του (Β΄Τιμοθ. 1,8), δεν το κάνει αυτό για να τον επικρίνει επειδή αισχυνόταν αυτός από τα δεσμά του Παύλου, αλλά το έκανε για να τον ενθαρρύνει, έτσι ώστε και ο ίδιος να δεχθεί να υποφέρει τα δικά του δεινά, εάν και εφ΄ όσον βρεθεί στην ίδια κατάσταση. Εάν λοιπόν, έως κάποιου σημείου, θα ήταν επιτρεπτό στον Παύλο να έχει έστω και την ελάχιστην αμφιβολίαν και υποψίαν έναντι κάποιων οι οποίοι ακόμη δεν ήταν σταθεροί εις την πίστην, κι είχαν ανάγκη ακόμη όχι από στερεά τροφή αλλά από βρεφικό γάλα (Α΄Κορ. 3,2), δεδομένου του ότι στην πρώτη του απολογία στο δικαστήριο κανείς δεν του είχε συμπαρασταθεί αλλά όλοι τον είχαν εγκαταλείψει (Β΄Τιμοθ. 4,16), και γι΄ αυτό λέει στον Τιμόθεο ότι το Πνεύμα το οποίον ο Θεός μάς έδωσε δεν είναι πνεύμα φόβου αλλά πνεύμα δυνάμεως, αγάπης και σοφίας (Β΄Τιμοθ. 1,2), εις ημάς δεν είναι επιτρεπτή καμία αμφιβολία έναντι Υμών, διότι Εσείς μας υποστηρίξατε και κατά την πρώτην και κατά την δευτέραν, όσο και σε όλες κατά σειράν μέχρι και αυτήν την έκτην απολογίαν της πίστεως ημών, ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων της ΠΓΔΜ.
   Ως εκ τούτου, αυτήν την επιστολήν δεν την αναγράφομεν διά να ενθαρύνωμεν την ανδρείαν Υμών εν τη πίστη, η οποία αποδείχθηκε ημίν μέσω των μαρτυριών Υμών και κατά τας προηγούμενας φοράς, καθ΄ ον χρόνον τελούσαμεν υπό κράτησιν, παρά, την αποστέλλομεν προς Υμάς, όπως μοιρασθώμεν μεθ΄ Υμών την χαράν με την οποίαν ο Κύριος μάς χαροποίησε, χαράν η οποία πηγάζει από τα δεσμά του Χριστού, και με την οποίαν χαίρεται καθείς, όστις και ο ίδιος υπομένει τοιαύτα με τον έναν ή τον άλλον τρόπον. Εκείνοι όμως οι οποίοι θα αγαπήσουν τα δεσμά Αυτού έναντι κάθε είδους φυσικής ελευθερίας, θα καταλάβουν και την δική μας χαρά, χαράν με την οποίαν χαίρεται η καρδία ημών όταν φέρομεν εις την μνήμην μας Εσάς και την μέριμναν Υμών δι΄ ημάς. Διότι, κανείς άλλος εκτός από εκείνον που επλήγη από την τρελή αγάπη του Θεού δεν δύναται να ανακαλύπτει και να αναγνωρίζει αυτήν την χαράν, η οποία εκχέεται από τα πάθη, από τη λύπη, τις δυσκολίες, τις φυλακίσεις, τις διώξεις ή τις εξορίες. Εκείνος όμως, που άνοιξε την καρδιά του στο έλεος του Θεού και επέτρεψε να τον τραυματίσει αυτή η ανείπωτη αγάπη, όχι μόνον επιτρέπει αυτή να τον πληγώνει συχνά, αλλά τις πληγές που δέχεται από αυτήν την αγάπη τις εκτιμά περισσότερο απ΄ οτιδήποτε άλλο. Εκείνοι δε, οι οποίοι γνωρίζουν ότι οι πειρασμοί που υπομένει κανείς ένεκεν του Χριστού αυξάνουν το χάρισμα της χαράς, αυτοί ζηλεύουν τα δεσμά με τα οποία είμαστε δεμένοι στη φυλακή των Σκοπίων, μάλιστα όχι με αρρωστημένη ζήλεια αλλά με συναγωνιστικό καλό ζήλο και αυτός ο ζήλος δεν είναι ίδιος με εκείνων που με κάθε τρόπο προσπαθούν να μας αποτρέψουν από τον σκοπόν μας, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ίδιαν την ενότητα της Εκκλησίας. Οι μεν πρώτοι, ζηλεύουν άδολα, με ζήλεια που φαίνεται ότι είναι ζήλος προς τον Θεόν, οι δε άλλοι, ζηλεύουν ημάς με κακεντρέχεια και απροκάλυπτη επιθυμία να κάνουν κακό, υποτιμώντας ακόμη και τα δεινά του Χριστού, μόνον και μόνον επειδή σε αυτήν την στιγμή αυτά έγιναν και δικά μας πάθη. Τι λοιπόν; Ένα είναι το ζητούμενον, λέει ο απόστολος: «πλὴν παντὶ τρόπῳ, εἴτε προφάσει, εἴτε ἀληθείᾳ, Χριστὸς καταγγέλλεται» (Φιλ.1,18). Όποιος μπορεί να καταλάβει, θα καταλάβει και εκείνο που ακολουθεί: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλ. 1, 21). Μπορεί να εκληφθεί ο θάνατος ως κέρδος μόνον εάν προηγουμένως με χαρά αποδεχθεί κάποιος και τις δυσβάσταχτες ταπεινώσεις, τους λοιδωρισμούς, τις βλασφημίες και συκοφαντίες, τους διωγμούς και τις φυλακίσεις διά Χριστόν (Α΄Κορ. 4,9-13). Και αυτό, εάν και εφ΄όσον, στην αδικία που υπομένει δεν απαντάει εκδικητικά, με οργή, με μίσος, πεπεισμένος για της αρετές του. Διότι, κάθε είδος αρετής ξευτίζει όταν έρθει σε επαφή με το μίσος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ο απόστολος προτρέπει τους Κορινθίους στους λοιδωρισμούς να απαντούν με ευλογία, στους διωγμούς με ανοχή και στις βλασφημίες με λόγους φιλικούς. Όπλον στον πνευματικόν αγώνα αποτελεί η αδυναμία του σταυρού· όπλο για το οποίο οι περισσότεροι σε αυτόν τον κόσμο δεν πιστεύουν ότι είναι νικηφόρο. Στην ουσία όμως, όταν όλα δείχνουν ότι απωλέσαμε όλη μας τη δύναμη, τότε είμαστε αληθινά δυνατοί (Β΄Κορ.12,10). Γι΄ αυτό εμάς, που επιλέξαμε αυτόν τον αγώνα, μας θεωρούν μωρούς, όπως ακριβώς συνέβαινε και στα χρόνια των αποστόλων (Α΄Κορ.1,23-24). Ποιος, όμως, υπέφερε περισσότερα δεινά από τον ίδιο τον θείον Παύλο; Φυλακισμένος πολλές φορές, ραβδισμένος με ασύλληπτη αυστηρότητα, πολλάκις εν κινδύνοις ακόμη και εις θάνατον. Διήλθε όλων των ειδών τους πειρασμούς, εν ξηρά, εν ερήμω, εν θαλάσση (Β΄Κορ.11,23-29). Όμως δεν προκάλεσαν όλ΄ αυτά, το να χαραχθεί βαθιά μέσα του η πεποίθησις, ότι οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα και ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει (Ρωμ.5,3-5). Μπορεί, άραγε, να βρεθεί κανείς κακοπροαίρετος που θα πει ότι ο Απόστολος Παύλος ήταν μακράν του Θεού και ότι η οργή του Θεού στράφηκε εναντίον του, και ότι γι΄αυτό του συνέβησαν όλα τα παραπάνω; Αντιθέτως, όλα αυτά εκείνος τα υπομένει με χαρά, λόγω ακριβώς της ζωντανής και φανερής παρουσίας του Θεού σ’ Αυτόν. «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου», του λέει, διότι «ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β΄Κορ.12,9). Μακάριος ο υπομένων τους πειρασμούς με ελπίδα. Διότι, εάν τους υπομείνει με αταλάντευτη την πίστη εις τα επαγγελλόμενα, «λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Ιακωβ.1,12). Κανένας όμως πειρασμός δεν είναι επάνω από τα όρια αντοχής αυτού που δοκιμάζεται. Ο Θεός, που είναι καρδιογνώστης και ετάζων τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, που γνωρίζει τις πνευματικές δυνάμεις και ικανότητες του καθενός ξεχωριστά, δεν επιτρέπει στους πειρασμούς που αντιμετωπίζουμε να υπερβαίνουν τα όρια της ανθεκτικότητος ημών. Εκείνος που πιστεύει, σε κάθε δοκιμασία που του δίδεται να αντιμετωπίσει, ταυτόχρονα λαμβάνει και την δύναμιν να την υπερβεί (Α΄Κορ.10,13). Αυτή η υπέρβασις, εντούτοις, δεν είναι πάντοτε ορατή στην αρχή της δοκιμασίας. Είναι κεκρυμμένη μέσα σε ένα πλέγμα υπομονής και ελπίδος, και αποκαλύπτεται μόνον όταν φανούμε υπομονετικοί ως προς τα ελπιζόμενα (Ιακωβ.1,4). Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ο Θεός εκείνος ο Οποίος μας θέτει εις πειρασμόν. Εις πειρασμόν οδηγούμεθα υπό της προς λάθος κατεύθυνση στραμμένης ιδίας επιθυμίας (Ιακωβ.1,13-14). Αλλά, σε πειρασμούς, και χωρίς την συμμετοχή της θελήσεώς μας, δύνανται να μας οδηγήσουν και εκείνοι οι οποίοι μας ζηλεύουν, που μας μισούν ή έχουν για σκοπό τους να αφαιρέσουν από εμάς την περιουσία μας. Κάποιες φορές λοιπόν, χωρίς αυτό να είναι θέλημα Θεού αλλά ούτε και εξαιτίας δικής μας υπαιτιότητος, υποφέρουμε διάφορους πειρασμούς· σε αυτές τις περιπτώσεις, ο στέφανος που προορίζεται για εμάς θα είναι κατά πολύ ενδοξότερος από εκείνον που θα στεφώμασταν, εάν αντέχαμε κάποια δοκιμασία στην οποία υποπέσαμε εξαιτίας της εσφαλμένα παρασυρόμενης ημών βουλήσεως. Όταν οι άλλοι μας παρασύρουν στο πειρασμό, τότε αυτό μπορεί να ονομαστεί πάθος. Ο μισθός, δηλαδή, για τα υπομείναντα πάθη τα οποία ανεχθήκαμε με ευχαριστία και χωρίς γογγυσμούς, χωρίς να καταβληθούμε από μίσος προς εκείνους που μας έσπρωξαν στο ακούσιον πάθος και τα ανεπιθύμητα δεινά, θα είναι μεγαλύτερος και από εκείνον που χαρίζεται για την ενάρετη και στολισμένη με κάθε αγαθοεργία ζωή κάποιου. Παράδειγμα όλων αυτών είναι ο μακάριος Ιώβ. Πότε αυτός αποδείχθηκε περισσότερο άξιος για το στέφανο; όταν διέπρεψε με έργα αγαθά όπως η φιλοξενία, η συμπόνοια, οι ελεημοσύνες, οι φιλανθρωπίες, η δικαιοσύνη, η φιλοπονία, η πραότητα, η σοφία, η εγκράτεια και πολλά άλλα; ή μήπως, όταν φάνηκε υπομονετικός στα δεινά τα οποία επ΄ ουδενί δεν άξιζε, δεχόμενος επιθέσεις από διαβολική ζήλεια και μὀνον; Οπωσδήπωτε, οι αγαθοεργίες του Ιώβ είναι αναμφισβήτητες και υπέρ αρκετές για την απόκτηση του στεφάνου, όμως η υπομονή των αδίκως προκληθέντων αυτώ παθημάτων αναδεικνύει τον Ιώβ ακόμη πιο άξιο. Η υπομονή των παθών αποτελεί το δυσκολότερο μέρος του αγώνος μας, κατά το οποίον για τη νίκη, πέραν της μεγάλης επιμονής και καρτερίας, είναι απαραίτητη και η ανυπολόγιστη αγάπη προς τον Θεόν. Όταν υποφέρουμε αδίκως και ένεκεν της αγάπης του Χριστού, στην ουσία γινόμαστε συμμέτοχοι των αδίκων Αυτού παθών, αλλά συνάμα και Εκείνος γίνεται μέτοχος του δικού μας πόνου. Τοιαύτη ακριβώς συσσωμάτωση μετά του Χριστού είναι που μας δίδει και την μεγαλύτερη παρηγορίαν στα πάθη μας. Η ζωή μας είναι κεκρυμμένη στην ζωή του Χριστού και ημείς ήδη έχουμε αποθάνει εν Χριστώ (Κολ.3,3), όπως και ο Ίδιος έχει αποθάνει για εμάς εφάπαξ. Εντούτοις, όταν οι πολιτικές αρχές στην πατρίδα μας συνειδητοποίησαν ότι για εκείνον που έχει αποθάνει εν Χριστώ και εκ νέου έχει γεννηθεί ως αιχμάλωτος της αγάπης Αυτού, η κάθειρξη σε φυλακές δεν μπορεί να προξενήσει ούτε πόνο ούτε πληγές, αποφάσισαν να επιτεθούν στους πιο αγαπημένους, στους αξιοσέβαστους Επισκόπους και τους ευλαβεστάτους ιερείς, στους μοναχούς και τις μοναχές, χωρίς να εξαιρέσουν ούτε το λογικόν ποίμνιον, μεταξύ αυτού και ανήμπορους ηλικιωμένους ανθρώπους. Τους σέρνουν σε δικαστικές αγωγές με κατηγορίες εναντίων των, προκειμένου να τους καταστήσουν συμμέτοχους κακών για τα οποία πρώτον ημάς, ψευδώς και χωρίς καμία τύψη συνειδήσεως κατηγόρησαν και επιβάρυναν. Τοιουτοτρόπως, εξισώθησαν με εκείνους τους διώκτες της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων, γενόμενοι και οι αυτοί διώκτες του Ιδίου του Χριστού, διότι εκείνος που καταδιώκει τα μέλη του Σώματος Αυτού, που δεν είναι άλλο από την Εκκλησίαν Του, διώκει Αυτόν τον Ίδιον τον Κύριον ημών, ο Οποίος κατοικεί μέσα εις τον καθένα από εμάς ξεχωριστά και μέσα σε όλους εμάς μαζί. Εάν τα δεσμά της φυλακής δεν μας έχουν καταβάλει με την βαρύτητά τους, ο πόνος για τα δεινά στα οποία υποβλήθηκαν οι αδελφοί ημών αρχιερείς, οι κληρικοί, οι μοναχοί και ο πιστός καθ΄ ημάς λαός του Θεού, μας έχουν κόψει σαν το πιο κοφτερό δρεπάνι και έχουν ενχύσει εις τα σπλάχνα ημών πικρόν ποτήριον όξους και χολής. Ασυγκρίτως οδυνηρότερη είναι η πληγή που προκλήθηκε εις ημάς από τα δεινά αυτών που αγαπούμε, από την πληγή για τα δικά μας πάθη. Διότι, όντως, σε εκείνον που είναι εν Χριστώ νεκρός, η αγάπη ακριβώς προς τα αγαπημένα του πρόσωπα δεν του επιτρέπει αληθώς και καθ΄ ολοκληρίαν να αποθάνει. Ο αγαπών, θέτει εαυτόν εις διάθεσιν εκείνου που αγαπάει, καρτερώντας την στιγμή που, αν χρειαστεί, και θα αποθάνει χάριν αυτού. Έτσι μας δίδαξε ο Σωτήρ ημών, όταν μας είπε, ότι μείζον αυτού δεν υφίσταται, από το να δίδουμε την ίδια μας τη ζωή για εκείνους που αγαπούμε (Ιωαν.15,13). Μας είπε όμως και το εξής: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ.10,28). Δεν δύνανται οι διώκτες ημών να βλάψουν τις ψυχές μας, αν και ήδη έχουν καταφέρει να βλάψουν την σωματική υγεία κάποιων από εμάς. Δεν κατάφεραν όμως, με τη δύναμη της εξουσίας, να μας ταλαντεύσουν εις την πίστην προς Εκείνον που προσδωκούμε να έλθει για να μας ενδύσει το νέο σώμα, αυτό που είναι αντάξιο των ανεκτίμητων ψυχών μας, με τις οποίες μας προίκησε ο Κύριος. Και όταν είναι ο Θεός μεθ΄ ημών, τις δύναται εναντίον ημών; Δεν εφείσθη, όμως, ο Θεός, ούτε του μονογενούς Αυτού Υιού, μας θυμίζει ο ιερώτατος Παύλος, και παρέδωκεν Αυτόν θανάτω δι΄ ημάς. Συνεπώς, αδελφοί μου, εάν δι΄ ημάς παραδίδει τον Υιόν Του τον αγαπητόν εις το πάθος, αυτό σημαίνει ότι δεν θα παραμείνει αδιάφορος και αδρανής ούτε όταν κάποιος αποπειραθεί να αγγίξει όχι μόνον το σώμα μας, αλλά και την ψυχή μας. Έχουν την δύναμιν οι διώκτες ημών ψευδώς να μας ενοχοποιήσουν και με τον πιο απρεπή τρόπο να μας συκοφαντήσουν, μπορούν να μας δικάσουν και να μας καταδικάσουν, μπορούν να μας φυλακίσουν και διώξουν, μπορούν με τη δύναμη του εξαναγκασμού σε κάτι στο οποίο μπορεί να καταφεύγει κάθε ανεύθυνη γήινη εξουσία, να πολλαπλασιάσουν τα σωματικά μας βάσανα έως τα όρια της ανθεκτικότητός μας. Μπορούν, όμως, έτσι άραγε, να μας χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού; Δύνανται, μήπως, τα δεινά, οι απειλές, οι διώξεις, η πείνα, η γύμνια, οι κίνδυνοι, ή ακόμη και αυτός ο μαρτυρικός θάνατος, να μας χωρίσουν από τον Χριστό; – ρωτάει ο απόστολος Παύλος τους Ρωμαίους. Και απαντάει έτσι όπως θα απαντούσε κάθε ένας από εμάς, τους χτυπημένους και σκλαβωμένους από την τρελή αγάπη του Θεού «πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ.8,38-39). Γι΄ αυτό, μην ανησυχείτε υπέρ του δέοντος, αδελφοί, ούτε για τα δικά μας δεσμά ούτε για τους διωγμούς εναντίον μας, των οποίων το τέλος δεν λέει να φανεί στον ορίζοντα. Γιατί δεν έχουμε εδώ μόνιμη πολιτεία αλλά λαχταρούμε την μελλοντική (Εβρ. 13,14). Ας μην Σας ανησυχούν ούτε οι ψευδείς κατηγορίες με τις οποίες κάποιους από Εσάς σας αντιμετωπίζουν σαν συμμέτοχους στις συκοφαντίες εναντίον ημών, θέλοντας έτσι να εντροπιάσουν την αφοσίωσήν μας στον Θεό και την Εκκλησία. Ο Κύριος μάς διδάσκει να μην μεριμνούμεν για το τι θα απολογηθούμε όταν μας παραδώσουν στα δικαστήρια. Αυτός θα μας φωτίσει εκείνη την ώρα τι να είπωμεν, διότι δεν θα είμαστε εμείς εκείνοι που θα μιλούμε ενώπιον των δικαστών, αλλά το Πνεύμα του Πατρός ημών το λαλούν εν ημίν (Ματθ. 10,19-20). Για εμάς που είμαστε στην Εκκλησία και προικιστήκαμε από το Θεό με όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, επειδή η συμμετοχή έστω και σε ένα μέρος και μόνον του πιο μικρού χαρίσματος είναι αρκετό να μας καταστήσει κοινωνούς των μεγαλυτέρων δωρεών του Θεού, είναι χαρακτηριστικό να λέμε μόνον την αλήθεια, διότι αυτή για εμάς σημαίνει την ίδια τη ζωή. Εντούτοις, δεχτείτε σαν κάποια εκ των προτέρων γνώση, και την καθόλου μικρή δική μας εμπειρία από τα δικαστήρια της πατρίδος μας και τις εναντίον ημών άδικες και παράνομες αποφάσεις τους. Όταν οι δικαστικές αποφάσεις είναι υπό επιρροή από τις πολιτικές καταστάσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις σχετικές με την Ορθόδοξο Αρχιεπισκοπή Αχρίδος δικαστικές διαδικασίες τα τελευταία δέκα χρόνια, τότε η δικαιοσύνη στερείται της αισθήσεως του δικαίου και η αλήθεια ουσιαστικά παραγνωρίζεται. Και παρ΄ όλο που έχουν θεσμοθετηθεί για να κρίνουν με βάση το δίκαιο και την αλήθεια, τα δικαστήρια που κρίνουν εμάς, είναι σαν να έθεσαν για σκοπό τους να κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να μας δημιουργηθεί η εντύπωσις, ότι από μια τέτοια εν γένει κατάσταση δεν διαφαίνεται καμία διέξοδος. Αλλ΄ όμως, δεν υπάρχει χώρος για απογοήτευση. Εμείς είμεθα πήλινα δοχεία αδύναμοι, ευθραύστοι, φτωχοί για κάποιους ίσως μηδαμινοί και ανάξιοι. Για το Θεό, όμως, έχουμε ανεκτίμητη αξία (Β’Κορ. 4, 7-8). Ας επιρρίψομεν επ΄ Αυτόν πάσαν τήν μέριμναν ημών, διότι Αυτός νοιάζεται και ενδιαφέρεται δι΄ ημάς (Α΄Πετρ. 5, 7). Όσο περισσότερο συμμετέχουμε εις τα πάθη του Χριστού, τόσο περισσότερο έχουμε τη δική Του στήριξη. Ακόμα και τότε όταν περνάμε μέσα από λύπες εξαιτίας αναξιοπαθούντων δεινών που μας βρίσκουν στη ζωή, αυτό συμβαίνει ένεκεν της υποστηρίξεως και της σωτηρίας μας. Κι όταν ο Θεός στηρίζει κάποιον που πάσχει, δι΄ αυτού στηρίζει και εκείνους που μέσω των δεσμών της αγάπης συμμετέχουν στα δεινά του αναξιοπαθούντος. Όπως οι Κορίνθιοι, μέσω των δεσμών της αγάπης, συνέπασχον με τον απόστολο Παύλο, και ως εκ τούτου, εύλογα Εκείνος ανέμενε να βοηθηθούν αυτοί από τον Θεόν (Β΄Κορ. 1,3-11), ούτως και ημείς ικετεύομεν τον Κύριον και αναμένομεν να Σας αναζωπυρώσει την πίστη εις την επαγγελία Αυτού, να Σας κραταιώνει και να Σας παρηγορεί στον αγώνα με τις δοκιμασίες στις οποίες Σας έσπρωξε η κακία των σχισματικών και να Σας ρυσθεί οριστικώς από αυτά που θα μπορούσαν να υπερβούν τις δυνάμεις Σας εις το να αντέξετε και να νικήσετε. Αλλά σε εκείνους που γεύτηκαν τον πόνο που προκαλούν τα βάσανα στα οποία τους έριξε ο φθόνος των εχθρών τους, δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις γιατί είναι «ἀγαθὸν πεποιθέναι ἐπὶ Κύριον ἢ πεποιθέναι ἐπ᾿ ἄνθρωπον» (Ψαλ. 117,8), όπως είναι καλύτερο και το να αναζητούμε καταφύγιο στο Θεό παρά να ελπίζουμε μόνον στους ανθρώπους και στους κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου (Ψαλ. 117,8-9). Η ωμότητα και η αναισθησία των ανθρώπων μπορούν συχνά να είναι χειρότερες και από εκείνη την κακία του διαβόλου, και γι΄ αυτό ο θεόπνευστος Δαυίδ επιλέγει ως καλύτερο το να πέσει κανείς στα χέρια του Θεού, ακόμη κι αν πρόκειται για θεία τιμωρία, παρά να πέσει στα χέρια ανθρώπων και να γίνει έρμαιο της εκδίκησής τους (Β΄Σαμ. 24,12). Οι υποσχέσεις που δίνει ο άνθρωπος είναι άστατες και συχνά εξαρτώνται από το ατομικό συμφέρον. Οι υποσχέσεις που επαγγέλλεται ο Θεός εκπληρώνονται σίγουρα, κάθε μια στην ώρα της, όταν ο Κύριος αποφασίσει ότι είναι το πιο ωφέλιμο. Εκείνο που ο Θεός υπόσχεται το σφραγίζει και το υπογράφει με το αίμα που έχυσε στο σταυρό. Γι΄ αυτό, όταν μας έρχεται να αναστενάξουμε βαθιά, θλιμμένοι από το βάρος των δυσκολιών, αισθανόμενοι ότι δεν έχουμε κανένα άλλο στήριγμα παρά μόνον τον Θεό, αναστενάζουμε αλλά χωρίς να απελπιζόμαστε, διότι «τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ παρὰ σοῦ τί ἠθέλησα ἐπὶ τῆς γῆς;» (Ψαλ. 72,25). Ο Θεός ημών, εντούτοις, θα εισακούσει και θα παρηγορήσει σίγουρα ημάς, ιδιαιτέρως δε, εφόσον καταφέραμε να εφαρμόσουμε εκείνο το τελειώτερο το οποίο εντέλλεται ημίν, να αγαπούμε τους εχθρούς μας (Ματθ. 5,44). Να προσεύχεσθε για το καλό των διωκτών Υμών, να ζητάτε την ευλογία του Θεού γι΄ αυτούς, και όχι να τους καταριέστε (Ρωμ. 12,14). Ω, ποία μεγαλειότις, ω, ποία τελειότις! Το να σεβόμαστε τις αρχές του κράτους φαίνεται κάπως φυσικό ύστερα από αυτό που λέει ο απόστολος των εθνών στους Ρωμαίους, (Ρωμ. 13,1-7), ακόμη και το να προσευχόμαστε για τους έχοντας την εξουσία (Α΄Τιμ. 2,2), αλλά το να προσευχόμαστε για τους εχθρούς, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των αρχόντων που είναι εχθρικά διακείμενοι προς την Εκκλησία, ε, αυτό πια, είναι παράδοξο! Παρ΄ όλα αυτά, δεν είναι άραγε γεμάτη η Εκκλησία μας από διαφόρων ειδών παράδοξα; Δεν είναι ακατανόητα παράδοξον η ενσάρκωση της υποστάσεως του Υιού του Θεού; Δεν είναι παράδοξον η άσπορος σύλληψις του Χριστού και η υπέρ φύσιν γέννησίς Του από Παρθένο; Δεν είναι άραγε παράδοξον το ότι τρώγοντας ψωμί και πίνοντας κρασί γινόμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού και με αυτό και μέτοχοι της εν Θεώ ζωής; Οπότε, το να αγαπάει κάποιος τους εχθρούς του, και να ζητάει το έλεος του Θεού γι΄ αυτούς είναι όντως παράδοξον. Όμως, ακριβώς αυτή η παραδοξότητα είναι που μας κάνει να ομοιάζουμε με τον Ίδιον τον Θεόν. Η κρίσις και η εκδίκησις είναι του Θεού. Εκείνος είπε ότι σε Αυτόν ανήκουν η εκδίκησις και η ανταπόδωσις. Ο Κύριος θα δικαιώσει τον αδικημένον (Δευτ. 32,35-36) και είναι φοβερό να πέσει κανείς στα χέρια του αληθινού Θεού (Εβρ. 10, 31). Αυτός δεν τιμωρεί πάντοτε τους αδίκους· αλλά ακόμη, κι όταν τους τιμωρεί δεν το κάνει πάντοτε με ορατό τον τρόπο. Διότι, εάν τιμωρούσε όλους τους ενόχους κατά τάξην, και εάν το έκανε αυτό με ορατό τρόπο, τί θα απέμενε να συντελεστεί για την τελευταία Κρίση; Σε τούτον τον κόσμο, αγαπημένοι μας αδελφοί, υποφέρουν και οι καλοί και οι κακοί. Αλλά, αν και τα παθήματα είναι ίδια, και για αυτούς που κατά κάποιο τρόπο τα αξίζουν και για εκείνους που δεν έχουν καμία υπαιτιότητα, εντούτοις, η διάκρισις μεταξύ των μεν και των δε, δεν εξαφανίζεται, λέει ο ιερός Αυγουστίνος. Υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτών που υποφέρουν, ακόμη κι αν ο τρόπος που υποφέρουν τα δεινά είναι όμοιος, έστω και ο πόνος ακόμη να είναι ίδιος, όμως ούτε η καταδίκη, αλλά ούτε η βοήθεια που είναι του Θεού είναι ίδιες. Όπως ακριβώς μέσα στην ίδια φωτιά ο χρυσός αστράφτει ενώ τα άχυρα καίγονται, ή όπως κάτω από το ίδιο αλώνι, τα στάχια κόβονται ενώ το σιτάρι αλωνίζεται, έτσι και όταν η ίδια δύναμη χτυπάει, τους μεν καλούς τους δοκιμάζει, τους καθαρίζει, τους διορθώνει, τους δε κακούς τους τιμωρεί, τους συντρίβει και τους διαλύει. Έτσι, κατά τον ίδιο πειρασμό, οι κακοί καταρώνται και βλασφημούν τον Θεό ενώ οι καλοί προσεύχονται και Τον δοξολογούν. Δεν είναι, λοιπόν, πρωτίστως σημαντικό το ποια και πόσα είναι τα βάσανα, αλλά το ποιος και πώς τα υπομένει. Εν τέλει, δεν είναι, άραγε, περισσότερο μακάριοι εκείνοι ακριβώς οι ονειδιζόμενοι, οι δεδιωγμένοι και υβριζόμενοι με ψευδείς και πονηρές κατηγορίες ένεκεν του Χριστού (Ματθ. 5,11); Το αποκορύφωμα όλων των μακαρισμών δεν είναι στην πραότητα, ούτε στην καθαρότητα της καρδίας, ούτε ακόμη, στην ειρήνη της ψυχής και στην μετάδοση αυτής, ούτε καν, στην δικαιοσύνη. Το αποκορύφωμα είναι στο χάρισμα του να υπομένει κάποιος την αδικία, τους ονειδισμούς, τους διωγμούς και τις συκοφαντίες χάριν της ζωής εν Χριστώ. Κι όταν ο άνθρωπος αγγίξει αυτήν την κορυφή τότε η χαρά μόνη της τον επισκέπτεται, μη ερχόμενη αυτή κατ΄ αναλογίαν με τα έργα, ούτε πάλι ως αμοιβή για τους μεγάλους άθλους και τις αρνήσεις, αλλ΄ όπως είπαμε στην αρχή, έρχεται ως χάρις, ως υπέροχο και τέλειο δώρο του ελέους του Θεού. Αυτή η εγκύκλιος επιστολή, αγαπημένοι μας εν Χριστώ αδελφοί και αδελφές, είναι γραμμένη στο κελί των προφυλακισμένων των φυλακών των Σκοπίων όπου είμεθα εγκλεισμένοι ήδη εδώ και δέκα μήνες. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες κρατούμεθα είναι ωμές και απάνθρωπες. Κατά τους θερινούς μήνες, σχεδόν καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας δεν είχαμε νερό, με λίγη τροφή και κανενός είδους ιατρική παρακολούθηση. Κλειδωμένοι για 23 ώρες και με μία μόνον ώρα παραμονής στον καθαρό αέρα την ημέρα. Κάθε τι που λαμβάνουμε περνάει από ενδελεχή έλεγχο και για οτιδήποτε είναι γραμμένο σε ξένη γλώσσα περιμένουμε μήνες την άδεια από το δικαστήριο για να μας παραδοθεί. Παρ΄ όλα αυτά, ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού και διαθέτει χαρίσματα ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται στις εξωτερικές συνθήκες, και έτσι, κάθε προφυλακισμένος, αργά ή γρήγορα, αποδέχεται την ωμά διαγραφόμενη πραγματικότητα και ζει σ΄ αυτήν και μαζί μ΄ αυτήν. Οι περισσότεροι από τους προφυλακισμένους δεν έχουν καταδικαστεί, αυτοί ή περιμένουν την ημέρα της δίκης τους ή την απόφαση της καταδίκης τους. Αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα είναι το πιο δύσκολο πράγμα στην προφυλάκιση. Ο άνθρωπος μπορεί να συνηθίσει τον αποπνικτικά μικρό χώρο του κελίου των ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων να τον μοιράζει και με άλλους συγκρατούμενους του, μπορεί να προσαρμοστεί και σε μια ζωή μέσα σε τέσσερις υγρούς και μουχλιασμένους τοίχους, ακόμη και η έλλειψη τροφής και ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως δεν μπορούν να τον πτοήσουν τόσο, όσο έχει τη δύναμη αυτό να το κάνει και να τον πτοήσει η αναμονή της εκδικάσεως της υποθέσεώς του και η δικαστική απόφασις. Η κατάστασις των προφυλακισμένων ίσως μπορεί να συγκριθεί με αυτήν των εγκληματιών που μετά τον θάνατό τους αναμένουν την προσωρινή τους καταδίκη. Αυτοί, αργότερα, ύστερα από την τελική κρίση, θα εκτίσουν την ποινή τους, αλλά η ίδια η αναμονή της ποινής είναι ήδη ποινή. Εάν θα μπορέσουμε να ισχυριστούμε για τους εγκληματίες, ότι και πριν από την δίκαια απόφαση για την κόλαση ήδη την περιμένουν αυτή σε ένα είδος κολάσεως, τότε για τους προφυλακισμένους μπορούμε να πούμε, ότι τελούν υπό δεσμά, συχνά πιο βαριά από εκείνα που θα αντιμετωπίσουν ύστερα από την εκδίκαση και την απόφαση. Ύστερα από όλα αυτά, θα θέλαμε μόνον να Σας παρακαλέσουμε έτσι όπως ο Απόστολος Παύλος παρακαλεί τους φωτισμένους «μιμνήσκεσθε τῶν δεσμίων ὡς συνδεδεμένοι, τῶν κακοχουμένων ὡς καὶ αὐτοὶ ὄντες ἐν σώματι» (Εβρ. 13, 3). Ενθυμήσθε ημάς αλλά μην μεριμνάτε υπέρ του δέοντος περί ημών. Τα άδικα δεσμά ελευθέρωσαν πολλούς από τις αμαρτίες τους, τις εκούσιες και τις ακούσιες. Έτσι και τα δικά μας αυτά δεσμά και δεινά, εάν τα υπομένουμε εξ αιτίας κάποιας αμαρτίας με την οποίαν κάποιον αδικήσαμε ή βλάψαμε, είναι δίκαια. Εάν πάλι, δεν υποφέρουμε εξ αιτίας κάποιων δικών μας αμαρτιών, τότε αυτοί οι πόνοι και τα βάσανα που υπομένουμε θα συντελέσουν μόνον εις το εκτυπώτερον μετασχείν του Χριστού και Υμών. Τα από αδικία πάθη, εν Χριστώ αγαπημένοι αδελφοί, είναι ο συντομότερος δρόμος προς τα βάθη της θεογνωσίας. Οπωσδήποτε, όταν τα πάθη αυτά γίνουν αποδεκτά εκουσίως, χωρίς εναντιόσεις και αντιρρήσεις και όταν υποστούν με χαρά. Με τα παθήματα και τις συμφορές που μας βρίσκουν, ιδιαιτέρως δε, εάν αυτά είναι αναξιοπαθούντα βάσανα, ανακαλύπτουμε και αληθινά επιβεβαιώνουμε το κατά πόσον είμεθα πλησίον του Θεού, ή καλύτερα, το πόσον Αυτός μας πλησίασε. Ημείς πλησιάζουμε Αυτού, όταν με τα παθήματα μας συμμετέχουμε στη δική Του θυσία για τη ζωή του κόσμου. Μόνον η δική μας θυσία δεν είναι αρκετή για την συμφιλίωσή μας με το Θεό. Γι΄ αυτό και ήταν απαραίτητη η θυσία του Χριστού. Όμως, η θυσία που εμείς προσφέρουμε, κάποτε μπορεί να μας συμφιλιώσει μεταξύ μας. Εάν αυτή η δική μας ελάχιστη θυσία, την οποίαν εκουσίως και εθελουσίως προσφέρομεν εις τον Θεόν, συντελέσει εις το να επέλθει πλήρης συμφιλίωσις μετά των σχισματικών και εις την υπέρβασιν του υπάρχοντος σχίσματος, τότε όλα όσα υπομένουμε τα δέκα τελευταία χρόνια, μεταξύ των άλλων μερικές διώξεις, εξορίες και μεγάλο αριθμό φυλακίσεων, ας είναι από εμάς μόνον ένα μικρό λιθαράκι προς εκείνο το οποίον είναι το πιο πολύτιμο για την Εκκλησίαν, και αυτό είναι η Ενότητά Της. Έτι ευχόμεθα, προς τον Θεόν και Πατέρα, να Σας ενισχύει και να Σας στερεώνει στην ενότητα μετά του αγαπημένου Αυτού Υιού, ώστε συναζόμενοι εν ενί Σώματι συνεργεία του Αγίου Πνεύματος, από κοινού να δοξάζομεν τον εν Τριάδι Θεόν, αναμένοντας την παρουσία του Χριστού, διότι εν Αυτώ απεθάνομεν, και η ζωή ημών κέκρυπται σύν τω Χριστώ εν τω Θεώ. Και όταν ο Χριστός φανερωθεί, η ζωή ημών, τότε και ημείς συν Αυτώ θα φανερωθούμε δοξασμένοι στην παρουσία Του (Κολ. 3, 3-4).

8/21 Σεπτεμβρίου 2012

η Γέννηση της Θεοτόκου

Τμήμα προφυλακίσεως του ποινικού σωφρονιστικού ιδρύματος

Φυλακών Σκοπίων

Ο υπέρ Υμών ευχέτης προς Κύριον
Ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Μητροπολίτης Σκοπίων Ι ω ά ν ν η ς

Γρηγορίου Θεολόγου, Περί της ανθρωπίνης φύσεως Γρηγόριος Ναζιανζηνos





Περὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Χθιζὸς ἐμοῖς ἀχέεσσι τετρυμένος, οἶος ἀπ᾽ ἄλλων
Ἥμην ἐν σκιερῶι ἄλσεϊ, θυμὸν ἔδων.
Καὶ γάρ πως φιλέω τόδε φάρμακον ἐν παθέεσσιν,
Αὐτὸς ἐμῶι θυμῶι προσλαλέειν ἀκέων.
5 Αὖραι δ᾽ ἐψιθύριζον ἅμ᾽ ὀρνιθέεσσιν ἀοιδοῖς,
Καλὸν ἀπ᾽ ἀκρεμόνων κῶμα χαριζόμεναι,
Καὶ μάλα περ θυμῶι κεκαφηότι. Οἱ δ᾽ ἀπὸ δένδρων
Στηθομελεῖς, λιγυροὶ, ἠελίοιο φίλοι,
Τέττιγες λαλαγεῦντες ὅλον κατεφώνεον ἄλσος.
10 Πὰρ δ᾽ ὕδωρ ψυχρὸν ἐγγὺς ἔκλυζε πόδας,
Ἦκα ῥέον δροσεροῖο δι᾽ ἄλσεος. Αὐτὰρ ἔγωγε
Τὼς ἐχόμην κρατερῶς ἄλγεος, ὡς ἐχόμην.
Τῶν μὲν ἄρ᾽ οὐκ ἀλέγιζον, ἐπεὶ νόος, εὖτε πυκασθῆι
Ἄλγεσιν, οὐκ ἐθέλει τέρψιος ἀντιάειν.
15 Αὐτὸς δὲ, στροφάλιγξιν ἑλισσομένοιο νόοιο,
Τοίην ἀντιπάλων δῆριν ἔχων ἐπέων·
Τίς γενόμην, τίς δ᾽ εἰμὶ, τί δ᾽ ἔσσομαι; Οὐ σάφα οἶδα.
Οὐδὲ μὲν ὅστις ἐμοῦ πλειότερος σοφίην.
Ἀλλ᾽ αὐτὸς νεφέληι κεκαλυμμένος ἔνθα καὶ ἔνθα,
20 Πλάζομαι οὐδὲν ἔχων, οὐδ᾽ ὄναρ, ὧν ποθέω.
Πάντες γὰρ χθαμαλοὶ καὶ ἀλήμονες, οἷσι παχείης
Σαρκὸς ἐπικρέμαται κυανέη νεφέλη.
Κεῖνος δ᾽ ἐστὶν ἐμεῖο σοφώτερος, ὃς πλέον ἄλλων
Ἤπαφεν ἧς κραδίης ψεῦδος ἑτοιμολόγον. Εἰμί.
25 Φράζε τί τοῦτο; Τὸ μὲν παρέθρεξεν ἐμεῖο·
Ἄλλο δὲ νῦν τελέθω, ἄλλ᾽ ἔσομ᾽, εἴ γ᾽ ἔσομαι.
Ἔμπεδον οὐδέν· ἔγωγε ῥόος θολεροῦ ποταμοῖο
Αἰὲν ἐπερχόμενος, ἑσταὸς οὐδὲν ἔχων.
Τίπτε με τῶνδ᾽ ἐρέεις; τί δέ σοι πλέον εἰμὶ, δίδαξον.
30 Καὶ νῦν τῆιδε μένων, δέρκεο μή σε φύγω.
Οὔτε δὶς ὃν τοπάροιθε, ῥόον ποταμοῖο περήσεις
Ἔμπαλιν, οὔτε βροτὸν ὄψεαι, ὃν τοπάρος.
Ἦν πάρος ἐν χροῒ πατρὸς, ἔπειτά μ᾽ ἐδέξατο μήτηρ,
Ξυνὸν δ᾽ ἀμφοτέρων. Ἔνθεν ἔπειτα κρέας
35 Ἄκριτον, ἄβροτον, αἶσχος ἀνείδεον, οὔτε λόγοιο,
Οὔτε νόου μετέχον, μητέρα τύμβον ἔχον.
Δὶς ταφέες, ζώοντες ἐπὶ φθορᾶι. Ἣν γὰρ ὁδεύω
Ζωὴν, τήνδ᾽ ὁρόω τῶν ἐτέων δαπάνην,
Ἥ μοι γῆρας ἔχευεν ὀλοίϊον. Εἰ δέ με κεῖθι
40 Αἰὼν οὐ φθινύθων δέξεται, οἷα φάτις,
Φράζεο μὴ ζωὴ μὲν ἔχηι μόρον, ἡ δὲ τελευτὴ
Ζωή σοί γε πέληι, ἔμπαλιν ἣ δοκέεις.
Οὐδὲν ἔφυν. Τί κακοῖσι δαμάζομαι, ὥς τι πεπηγός;
Τοῦτο γὰρ ἡμερίων ἄτροπόν ἐστι μόνον,
45 Συμφυὲς, ἀστυφέλικτον, ἀγήραον. Ἐξότε κόλπων
Μητρὸς ὀλισθήσας πρῶτον ἀφῆκα δάκρυ,
Ὁσσατίοις, οἵοις τε συναντήσασθαι ἔμελλον
Πήμασι, δακρυχέων πρὶν βιότοιο θίγω!
Χώρην μέν τιν᾽ ἄθηρον ἀκούομεν, ὥς ποτε Κρήτην,
50 Καί τινα καὶ κρυερῶν ἀλλοτρίην νιφάδων·
Θνητῶν δ᾽ οὔ ποτέ τις τόδ᾽ ἐπεύξατο, ὡς ἀδάμαστος
Τοῦδε βίου στυγερῶν ἔνθεν ἀπῆλθε μόγων.
Ἀδρανίη, πενίη τε, τόκος, μόρος, ἔχθος, ἀλιτροὶ,
Θῆρες ἁλὸς, γαίης, ἄλγεα, πάντα βίος.
55 Πήματα μὲν καὶ πάμπαν ἀτερπέα πόλλ᾽ ἐνόησα,
Τῶν δ᾽ ἀγαθῶν οὐδὲν πάμπαν ἄμοιρον ἄχους,
Ἐξέτι τοῦ, ὅτε μοι πικρὴν ἐπομόρξατο ποινὴν
Γεῦσίς τ᾽ οὐλομένη, καὶ φθόνος ἀντιπάλου.
Σοὶ μὲν δὴ, σὰρξ, τοῖα δυσαλθέϊ, εὐμενέοντι
60 Ἐχθρῶι, καὶ πολέμωι οὔποτε λυομένωι,
Θηρὶ πικρὸν σαίνοντι, πυρὶ ψύχοντι, τὸ θαῦμα!
Θαῦμα μέγ᾽, εἴ ποτ᾽ ἐμοί γ᾽ ὕστατον εὐμενέοις.
Ψυχὴ, σοὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα λελέξεται ὅσσ᾽ ἐπέοικε.
Τίς, πόθεν, ἢ τί πέλεις; τίς δέ σε νεκροφόρον
65 Θήκατο, καὶ στυγερῆισι πέδαις ἐνέδησε βίοιο,
Ἐς χθόνα βριθομένην πάντοθε; Πῶς ἐμίγης
Πνεῦμα πάχει, σαρξὶν δὲ νόος, καὶ ἄχθεϊ κούφη;
Ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις μάρναται ἀντιθέτως.
Εἰ μὲν δὴ σάρκεσσιν ὁμόσπορος ἐς βίον ἦλθες,
70 Ὤ μοι συζυγίης τηλόθεν οὐλομένης!
Εἰκών εἰμι Θεοῖο, καὶ αἴσχεος υἱὸς ἐτύχθην·
Αἰδέομαι τιμῆς μητέρα μαργοσύνην.
Ῥεῦσις γάρ μ᾽ ἐφύτευσεν, ὁ δ᾽ ἔφθιτο· νῦν βροτός· αὖθις
Οὐ βροτὸς, ἀλλὰ κόνις· ἐλπίδες ὑστάτιαι.
75 Εἰ δὲ σύ γ᾽ οὐρανίη, τίς, ὅθεν; ποθέοντα δίδαξον.
Εἰ μὲν ἄημα Θεοῦ καὶ λάχος, ὡς φρονέεις,
Ῥίψον ἀτασθαλίην, καὶ πείθομαι. Οὐ γὰρ ἔοικε
Τοῦ καθαροῦ ῥυπαρὴν ἔμμεναι, οὐδ᾽ ὀλίγον.
Οὐδὲ γὰρ ἠελίοιο λάχος σκότος, οὐδὲ πονηροῦ
80 Πνεύματος αἰγλῆεν ἔκγονον ἐξεφάνη.
Πῶς δ᾽ ὀλοοῦ Βελίαο τινάγμασι τόσσον ἐλαύνηι,
Καί περ ἐπουρανίωι Πνεύματι κιρναμένη;
Εἰ γὰρ τοῖον ἔχουσα βοηθόον ἐς χθόνα νεύεις,
Αἲ αἳ τῆς ἀκράτου σῆς ὀλοῆς κακίης!
85 Εἰ δ᾽ οὔ μοι θεόθεν σὺ, τίς ἡ φύσις; ἦ μέγα τάρβος,
Μή ποτε μαψιδίωι κύδεϊ φυσιόω. Πλάσμα
Θεοῦ, παράδεισος, Ἔδεμ, κλέος, ἐλπὶς, ἐφετμὴ,
Ὄμβρος ὁ κοσμολέτης, ὄμβρος ὁ πυρσοπόλος,
Αὐτὰρ ἔπειτα νόμος, γραπτὸν ἄκος· αὐτὰρ ἔπειτα
90 Χριστὸς ἑὴν μορφὴν ἡμετέρηι κεράσας,
Ὥς κεν ἐμοῖς παθέεσσι παθὼν Θεὸς, ἄλκαρ ὀπάζοι,
Καί με θεὸν τελέσηι εἴδεϊ τῶι βροτέωι.
Ἀλλ᾽ ἔμπης ἀδάμαστον ἔχω μένος, ἐς δὲ σίδηρον
Αὐτοφόνωι μανίηι σπεύδομεν, ὥστε σύες
95 Τίπτ᾽ ἀγαθὸν βιότοιο; Θεοῦ φάος; Ἀλλ᾽ ἄρα καὶ τοῦ
Εἴργει με φθονερὴ καὶ στυγερὴ σκοτίη.
Οὐδὲν πλεῖον ἔμοιγε. Τί δ᾽ οὐ πλέον ἐστὶ κακοῖσιν;
Αἴθε γὰρ ἶσον ἔχον, καὶ μάλα περ μογέων!
Κεῖμ᾽ ὀλιγοδρανέων· τάρβος δέ με θεῖον ἔκαμψε·
100 Τέτρυμ᾽ ἠματίαις φροντίσι καὶ νυχίαις.
Οὗτος ὁ βρισαύχην με καὶ ὕπτιον ὦσεν ὀπίσσω,
Λάξ τ᾽ ἐπέβη. Σὺ δέ μοι δείματα πάντα λέγε,
Τάρταρον ἠερόεντα, πυριφλεγέθοντας, ἱμάσθλας,
Δαίμονας, οἳ ψυχῶν πράκτορες ἡμετέρων.
105 Μῦθος ἅπαντα κακοῖσι, τὸ δ᾽ ἐν ποσὶ μοῦνον ἄριστον·
Οὐδὲν ἐπιστρέφεται τῆς βασάνου κακίη.
Λώϊον ἦν ἀλιτροῖσιν ἐς ὕστερον ἔμμεν᾽ ἄτιτα,
Ἢ ἐμὲ νῦν κακίης πήμασιν ἀσχαλαᾶιν.
Ἀλλὰ τί μοι, βροτέων τί δέ μοι τόσον ἄλγε᾽ ἀείδειν;
110 Ἡμετέρης γενεῆς πᾶσιν ἔπεστιν ἄχος.
Οὔ μοι χθὼν ἀτίνακτος, ἅλα κλονέουσιν ἀῆται.
Ὧραι δ᾽ ἀλλήλαις εἶξαν ἐπεσσύμεναι.
Νὺξ ἦμαρ κατέπαυσε, τὸ δ᾽ ἤχλυσεν ἠέρα χεῖμα.
Ἄστρασιν ἠέλιος, ἠελίωι δὲ νέφος
115 Κάλλος ἀπημάλδυνε, παλίζωος δὲ σελήνη·
Αὐτὰρ ὅγ᾽ ἡμιφανὴς οὐρανὸς ἀστερόεις
Καὶ σύ ποτ᾽ ἀγγελικοῖσιν, Ἑωσφόρος, ἦσθα χοροῖσι,
Βάσκανε, νῦν δ᾽ ἔπεσες αἶσχος ἀπ᾽ οὐρανίων
Ἵλαθί μοι, βασίλεια κεδνὴ, Τριὰς, οὐδὲ σὺ πάμπαν
120 Γλῶσσαν ἐφημερίων ἔκφυγες ἀφραδέων.
Πρόσθε Πατὴρ, μετέπειτα Πάϊς μέγας, αὐτὰρ ἔπειτα
Πνεῦμα Θεοῦ μεγάλου, βάλλετ᾽ ἐπεσβολίαις.
Ποῖ στήσεις με φέρουσα κακοφραδὲς ἔνθε μέριμνα;
Ἵστασο. Πάντα Θεοῦ δεύτερα. Εἶκε λόγωι.
125 Οὐδέ με μαψιδίως τεῦξεν Θεός. Ἔμπαλιν ὠιδῆς
Ἵσταμαι· ἡμετέρης τοῦτ᾽ ὀλιγοφρενίης.
Νῦν ζόφος, αὐτὰρ ἔπειτα λόγος, καὶ πάντα νοήσεις,
Ἢ Θεὸν εἰσορόων ἢ πυρὶ δαπτόμενος.
Ὥς μοι ταῦτ᾽ ἐπάεισε φίλος νόος, ἄλγος ἔπεσσεν.
130 Ὀψὲ δ᾽ ἀπὸ σκιεροῦ ἄλσεος οἴκαδ᾽ ἔβην,
Ἄλλοτε μὲν γελόων ἑτερόφρονα, ἄλλοτε δ᾽ αὖτε
Κῆρ ἄχεϊ σμύχων, μαρναμένοιο νόου.