Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Γέροντας Νεκτάριος Βιτάλης, στον Πειραιά


imagesΠρόκειται
για έναν
χαρισματικό ποιμένα
και πνευματικό άνθρωπο.



Ιδιαίτερη ευλογία και χαρά, κατά την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αποτελεί η επίσκεψη του Γέροντα Αρχιμανδρίτη Νεκτάριου Βιτάλη, από το προσκύνημα του Αγίου Νεκταρίου Καμάριζας, Λαυρίου, την Πέμπτη 5 Μαρτίου στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Πειραιώς (Ταμπούρια).
Πρόκειται για έναν χαρισματικό ποιμένα και πνευματικό άνθρωπο, όπου με τον λόγο του και την εμπειρία του έχει στηρίξει και συνετίσει χιλιάδες ανθρώπων και συνεχίζει αθόρυβα και ακατάπαυστα αυτήν την διακονία του.
Την Πέμπτη στις 6.15μ.μ.μετά την Ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου και του κανόνα του Θεοτοκαρίου,ο Γέροντας Νεκτάριος Βιτάλης θα ομιλήσει με θέμα: «Οι Άγιοι ζουν και κυκλοφορούν ανάμεσά μας!» ενώ θα προσφέρει σε όλους μας ευλογίες.

Ο Γέρων Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης


Ο Γέρων Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης
Ο Γέρων Βησσαρίων Κορκολιάκος, ο Αγαθωνίτης, γεννήθηκε στο Πεταλίδι Μεσσηνίας το έτος 1908, όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα.  Το κοσμικό του όνομα ήταν Ανδρέας. Στα 18 του χρόνια πήγε στην Καλαμάτα, όπου συνδέθηκε με πνευματικούς ανθρώπους και αποφάσισε να εισέλθει στον ιερό κλήρο. Έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Βησσαρίων. Έπειτα χειροτονήθηκε Διάκονος, Ιερέας και έλαβε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου.
Ανώτερες σπουδές του ήταν το Σχολαρχείο. Ωστόσο η συνεχής μελέτη των ιερών βιβλίων, των κειμένων της Εκκλησίας μας, των βιβλίων του αναλογίου, είχαν κάνει τον π. Βησσαρίωνα άνθρωπο ευρύτατα και βαθύτατα μορφωμένο θεολογικά.
Γεμάτος πνευματικά εφόδια το έτος 1935, ύστερα από πρόσκληση του επίσης Μεσσήνιου Μητροπολίτη Καρδίτσας Ιεζεκιήλ, ο π. Βησσαρίων πήγε στην Καρδίτσα, όπου αφοσιώθηκε στο έργο της διακονίας του Κυρίου μας. Εκεί ασκήθηκε στο έργο της φιλανθρωπίας και μέσα σε αυτό ανάλωσε ολόκληρη τη ζωή του σε σημείο που ευρισκόμενος στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», λίγο πριν το θάνατό του, να ρωτάει από το κρεβάτι του πόνου με ακαταπόνητη έγνοια για τα παιδιά, τους φτωχούς, για τα πράγματα της Εκκλησίας και της κοινωνίας.
Ανέλαβε πολλές και δύσκολες αποστολές. Μεταξύ αυτών έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γερμανική κατοχή, κατά την οποία αναφέρεται ότι βοήθησε πολλούς πατριώτες και έσωσε με προσωπικές παρεμβάσεις του παιδιά που είχαν συλλάβει οι Γερμανοί.   
Μετά την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο ο π. Βησσαρίων έφυγε από την Καρδίτσα.  Ήδη Αρχιμανδρίτης με πολύχρονο ασκητικό βίο και πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο, ήρθε στην Ιερά Μονή Αγάθωνος μετά το 1955, επηρεασμένος από τον επίσης Πελοποννήσιο π. Γερμανό Δημάκο. Εκεί ανέλαβε να διακονεί τον πνευματικό τομέα του  Μοναστηριού.  Είχε εσωτερικό διακόνημα μέσα στο Μοναστήρι, αλλά είχε και εξωτερική υπηρεσία στον κόσμο. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη πήγαινε στα Νοσοκομεία της Λαμίας, έβλεπε τους ασθενείς, τους παρηγορούσε και τους εξομολογούσε. Με τη χαρισματική προσωπικότητά του, την αγάπη του για τον άνθρωπο και τον γλυκύ και απλό τρόπο του κατάφερνε να ανακουφίζει τις πονεμένες ψυχές.  Τις λοιπές ημέρες καθόταν στο Μοναστήρι, μπροστά στην Εκκλησία, υποδεχόταν με το ευπροσήγορο χαμόγελό του τον κόσμο και άκουγε τα προβλήματά του. Οι άνθρωποι που έρχονταν φορτωμένοι με πόνο, βάσανα και άγχος, έφευγαν από το Γέροντα ανακουφισμένοι. Πολλούς από αυτούς τους βοηθούσε και οικονομικά. Όσα πράγματα και χρήματα του έφερναν πολλοί άνθρωποι που τον εμπιστεύονταν, ο παππούλης τα μοίραζε στους φτωχούς και όσους είχαν ανάγκη. Έλεγε συνεχώς: «Έξω οι άνθρωποι είναι φτωχοί, έξω πεινάνε, πρέπει να τους βοηθήσουμε».
Κάθε Σαρακοστή έφευγε από το Μοναστήρι με την ευχή του Γέροντα Γερμανού και έφτανε από τη μια άκρη του Νομού Φθιώτιδος στην άλλη. Πήγαινε σε όλα τα σπίτια και βοηθούσε. Πολλές φορές κοιμόταν και εκεί. Η περιοδεία του περιλάμβανε κατ΄ αρχήν την εξομολόγηση, για την οποία τον ανέμεναν με αδημονία σε όλα τα χωριά. Ο π. Βησσαρίων εξομολογούσε και τα παιδιά στο Εκκλησιαστικό Λύκειο της Λαμίας και ήταν ο πνευματικός τους. Εξομολογούσε τα παιδιά και στο τέλος πάντοτε τους έβαζε «κάτι» στο χέρι, για να τα ενισχύσει.
Όταν λειτουργούσε ο π. Βησσαρίων, έλαμπε ολόκληρος, καθώς τελούσε τη Θεία Λειτουργία με όλο το σεβασμό και την ιεροπρέπεια που αρμόζει. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να μιλήσει καλά, καθώς η φωνή του ήταν φθίνουσα, εξαιτίας ενός περιστατικού με τους Γερμανούς, δεν παραιτήθηκε από το Άγιο Θυσιαστήριο. Έλεγε πως: «ο δε έχω, Κύριε, τούτο σοι δίδωμι»(Πρ. γ΄, 6). Με συμβουλές που η Θεία Χάρις παραχωρούσε στην προσευχή του, με εμπνευσμένη κατήχηση, με μυστική εξομολόγηση, φιλοτεχνούσε το έργο του ο λειτουργός του Θεού. Ήταν Μέγας Εξομολόγος. Τον έβλεπαν οι άνθρωποι ευπροσήγορο, απλό, ταπεινό, με την αδύναμη φωνούλα του και έλκονταν.
Ο π. Βησσαρίων ήταν και ο «κουβαλητής» του Μοναστηριού. Έβγαινε με την εικόνα της Παναγία στα χωριά, όπου με λαχτάρα τον περίμεναν στους δρόμους οι πιστοί. Τελούσαν ακολουθίες, ο παππούλης τους εξομολογούσε, τους μιλούσε με λόγους πνευματικούς και οικοδομητικούς και εκείνοι έδιναν ευλογίες από τα προϊόντα τους. Ο π. Βησσαρίων όσα μάζευε τα μοίραζε σε δύο «σακιά». Ένα σακί έφερνε στο Μοναστήρι για τις ανάγκες του, καθώς τότε λειτουργούσε εδώ η Γεωργοτεχνική Σχολή και η Ιερά Μονή φιλοξενούσε 82 άπορα παιδιά. Όσα περιείχε το άλλο σακί τα μοίραζε  κατευθείαν στους φτωχούς. Γνώριζε ποιες ήταν οι ανάγκες κάθε οικογένειας και ανάλογα έκανε  τη διανομή.
Ο Γέρων Βησσαρίων πέρασε τη ζωή του νουθετώντας, συμβουλεύοντας, διακονώντας με παντοειδείς τρόπους το ποίμνιο του Θεού. Ήταν ο καλός ποιμήν, που θυσίασε τη ζωή του υπέρ των προβάτων. Τα του κόσμου όλα τα θεωρούσε σκύβαλα, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «ίνα Χριστόν κερδήσει». Και τον κέρδισε το Χριστό. Ο π. Βησσαρίων είναι σήμερα κοντά στον Κύριο, ο οποίος οικονόμησε εξαιρετικά να του δώσει ιδιαίτερη τιμή. Δεν τον αγίασε απλά, του κράτησε το σώμα σε αφθαρσία, για να το δούμε όλοι εμείς ιδίοις όμμασι και να πιστέψουμε, να δυναμωθούμε, να συνετιστούμε, να συγκλονιστούμε.
Ο π. Βησσαρίων ήταν καλά στην υγεία του σε γενικές γραμμές. Δεν είχε μεγάλα προβλήματα. Προς το τέλος της ζωής του ήρθαν η κόπωση και τα γεράματα. Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» στην Αθήνα, όπου κοιμήθηκε από πνευμονικό οίδημα την 22 Ιανουαρίου 1991.   
Η πρόσβαση στο Μοναστήρι εκείνες τις ημέρες ήταν δύσκολη λόγω έντονης χιονόπτωσης. Με δυσκολία ανέβηκε η νεκροφόρα. Για δύο ημέρες τοποθετήθηκε στην Εκκλησία, όπου πολύς κόσμος περνούσε για να χαιρετήσει το Γέροντα και να κλάψει. Έλαμπε το πρόσωπό του μέσα στο φέρετρο και το σώμα του ευωδίαζε. Το σώμα του δεν μπορούσε να ενταφιαστεί στο κοιμητήριο λόγω των καιρικών συνθηκών και  ως εκ τούτου κηδεύτηκε στα Βαπτιστήρια, όπου υπήρχαν δωμάτια προορισμένα για την εξομολόγηση. Πολλοί άνθρωποι για χρόνια κατέβαιναν για να προσκυνήσουν το σκήνωμα, δείχνοντας την ευσέβειά τους. Μάλιστα πολλοί του έφερναν αφιερώματα, σαν να τα προσέφεραν σε Άγιο, χωρίς να περιμένουν οποιοδήποτε σημείο για να αποδείξει την αγιότητά του. Μάλιστα υπάρχουν αναφορές των θαυμαστών εμπειριών και των βιωμάτων που είχαν στον τάφο του Γέροντα. Πολλοί είχαν ταραχή μέσα στο σπίτι τους, μα όταν είδαν τον π. Βησσαρίωνα στον ύπνο τους, ήρθε η γαλήνη πάλι στην οικογένεια, και άλλα παρόμοια.  Αποφασίστηκε να μη γίνει εκταφή, αλλά αναβάθμιση του χώρου των Βαπτιστηρίων. Ωστόσο η καθίζηση που παρουσιάστηκε στην ανατολική πλευρά του Μοναστηριού απαιτούσε το γκρέμισμα και την ανοικοδόμηση αυτής με νέα στηρίγματα. Επομένως η εκταφή ήταν απαραίτητο να γίνει. Αφού τελέστηκε Τρισάγιο, ξεκίνησε η αφαίρεση των τούβλων. Φάνηκε το φέρετρο σε άριστη κατάσταση.  Αφού μεταφέρθηκε στο κοιμητήριο, άνοιξαν οι Μοναχοί το φέρετρο για να αφαιρέσουν τα οστά. Όταν όμως το άνοιξαν, διαπίστωσαν με έκπληξη ότι το σώμα του κάτω από το σάβανο ήταν άφθαρτο. 
Αυτό αποτελούσε θαυμαστό γεγονός και θεία οικονομία. Παρά το γεγονός ότι όλοι οι Μοναχοί πίστευαν στην αγιότητά του,   η Αγία Εκκλησία έπρεπε να επιληφθεί της υπόθεσης. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ.κ. Νικόλαος, όταν το έμαθε συγκλονίστηκε, επισκέφθηκε το Μοναστήρι και προσκύνησε συγκινημένος το ιερό σκήνωμα. Το άφθαρτο σώμα του Γέροντα μεταφέρθηκε στο παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδας για να προστατεύεται και έκτοτε εκεί βρίσκεται προς προσκύνηση από χιλιάδες πιστούς. 
Ο ήσυχος παππούλης με τη χάρη του Θεού  τάραξε το πανελλήνιο. Μετά από δεκαπέντε χρόνια βρέθηκε το σκήνωμα αυτού του ανθρώπου σε πλήρη συνοχή, απλώς συρρικνωμένο, αφυδατωμένο, να κρατά μάλιστα το Ιερό Ευαγγέλιο και να μην είναι εύκολο να του το αποσπάσει κανείς. Σαν να θέλει να μας πει ότι ξεφύγαμε από το Ευαγγέλιο και να μας προτρέπει, κυρίως τους Ιερείς: «Γυρίστε πάλι στις γάργαρες πληγές της Πίστεώς μας, στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Πάψτε να ασχολείστε με τις κοσμικότητες και τα κοινωνικά ζητήματα, είναι άλλοι αρμόδιοι για αυτά τα θέματα. Εσείς έχετε χρέος να οδηγήσετε τις ψυχές εις νομάς σωτηρίους, να ανεβάσετε τον άνθρωπο από τη Γη στον Ουρανό!...» 


Πηγή υλικού
Το σημείον του Θεού, Γέρων Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης (1908-1991), Αρχιμ. Δαμασκηνού Ζαχαράκη, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγάθωνος, Ιερά Μονή Αγάθωνος, Υπάτη 2006
 
Επιλογή υλικού 
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
Ο Γέρων Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης

ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ - ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ & ΑΓΙΟΤΗΤΑ



Στους βίους πολλών Αγίων της Εκκλησίας μας, αλλά και σύγχρονων Γερόντων, γίνεται λόγος για τη διόραση και την προόραση, σε βαθμό που κατανοούμε ότι τα χαρίσματα αυτά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα στάδια τελείωσης κάποιου στην Αγιότητα. Γεννώνται, λοιπόν τα ερωτήματα: τί είναι τα χαρίσματα αυτά, πότε εμφανίζονται και ποιά είναι τα γνωρίσματά τους;
Η προόραση αφορά στην ικανότητα ενός Γέροντα να βλέπει γεγονότα που πρόκειται να συμβούν ή να γνωστοποιηθούν στο μέλλον. Το χάρισμα της διόρασης ενέχει μέσα του δύο στοιχεία: τη γνώση των μυστηρίων του Θεού (θεολογία), αλλά και τη γνώση των μυστικών της καρδιάς (καρδιογνωσία). Ως προς το τελευταίο αυτό στοιχείο θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι διόραση είναι η ικανότητα κάποιου να εισέρχεται στον ψυχικό κόσμο του άλλου, να βλέπει αντικείμενα και γεγονότα που είναι αδιόρατα, μη ορατά, για τους άλλους.
Σύμφωνα με τον Όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη (1866 – 1938), υπάρχουν τρία είδη διορατικότητας:
Το πρώτο είδος είναι η φυσική διορατικότητα ή διαίσθηση ορισμένων ανθρώπων, η οποία εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της μεγάλης λεπτότητας και ευαισθησίας του νευροψυχικού συστήματος. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την πνευματική κατάσταση του άλλου, από ορισμένες κινήσεις του, εκφράσεις του προσώπου, λέξεις ή ακόμη και τη σιωπή του. Εφόσον κάποιος, ο οποίος έχει τη φυσική διόραση-διαίσθηση, είναι ευσεβής και καλοπροαίρετος, μπορεί να ωφελήσει και να ωφεληθεί από αυτήν, διαφορετικά πληθαίνουν οι αφορμές για πάθη, σε περιπτώσεις εμπαθών και υπερήφανων ανθρώπων.
Το δεύτερο είδος διορατικότητας συνδέεται με δαιμονική επενέργεια και μολονότι δίδει τη δυνατότητα σε εκείνον που την έχει, να «διαβλέψει» τη σκέψη του άλλου, εντούτοις ο εσωτερικός άνθρωπος παραμένει απρόσιτος. Η περίπτωση κάποιου ο οποίος δέχεται τη διόραση αυτή, από δαιμονική επενέργεια, κρίνεται επικίνδυνη διότι βαθμιαία διαταράσσονται όλες οι ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις του και παραμορφώνεται ακόμη και η εξωτερική του όψη.
Το τρίτο είδος της διορατικότητας, σύμφωνα με τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη και τον όσιο Πέτρο το Δαμασκηνό, είναι η «χαρισματική διορατικότητα» ή αλλιώς. το «πνεύμα βουλής», όπως χαρακτηρίζεται στο βιβλίο του Ησαΐα της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτή δίδεται από το Θεό, -διότι μονάχα Εκείνος είναι καρδιογνώστης-, στο Γέροντα, τον Άγιο, και δεν αποτελεί ψυχοπαθολογικό σύμπτωμα ή δεν συνδέεται με ευαισθησία του νευροψυχικού συστήματός του. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χαρισματική διορατικότητα δεν χορηγείται σε υπερήφανο άτομο, διότι προϋποθέτει την ταπείνωση, και γεννάται από τη διάκριση. Ο Άγιος ή ο Γέροντας που τη διαθέτει, έχει τη δυνατότητα να βλέπει τα πάντα, μέσα από την προσευχή, γι’ αυτό και δεν απαιτείται να έχει κάποιον μπροστά του, -όπως στο πρώτο είδος-, για να διακρίνει «τα κρυπτά της καρδίας αυτού». Ο διορατικός Γέροντας που διακρίνει στον άλλο την αμορφία και την αδοξία του, εξαιτίας των παθών, θλίβεται και πονά για το συνάνθρωπό του, ενώ παράλληλα δοξάζει το Θεό για την πρόνοιά Tου προς τον κόσμο.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα: Πότε δέχεται ο Άγιος, ο Γέροντας, το χάρισμα της διόρασης και της προόρασης από το Θεό; Και ποιά είναι τα σημάδια – σημεία της διόρασης, σε ένα Γέροντα;
Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, η διόραση προσφέρεται από το Θεό στο Γέροντα εφόσον υπάρχει η καθαρότητα της ψυχής. Σύμφωνα με το Νικήτα Στηθάτο (1014-1090), μαθητή του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, αυτό λαμβάνει χώρα όταν ο Γέροντας και ασκητής φτάσουν στη Β΄ απάθεια, στα στάδια τελείωσης της Αγιότητας. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι κατά την Α΄ απάθεια (απάθεια του σώματος) νεκρώνονται τα πάθη και οι ορμές της σάρκας, εξαιτίας της άσκησης, και ο άνθρωπος επιστρέφει στην κατάσταση που ήταν ο Αδάμ και η Εύα, προ της πτώσεως. Κατά τη Β΄ απάθεια (απάθεια της ψυχής), η οποία συνδέεται με την ειρηνική κατάσταση του νου, τη γνώση των Μυστηρίων του Θεού, και τη συμφιλίωση του ασκητή με τη φύση (ζώα, φυτά), ο νους γίνεται α. «διορατικότατος» ως προς τα θεία πράγματα, τις οπτασίες και τις αποκαλύψεις, κ.ά. και β. «προορατικότατος» ως προς την ανθρώπινη πραγματικότητα, για όσα πρόκειται να συμβούν. Συνεπώς, το χάρισμα της διόρασης και της προόρασης εμφανίζεται σε ένα Άγιο ή Γέροντα, κατά τη Β΄ απάθεια, στα στάδια τελείωσης της Αγιότητας, εκτός και εάν ο Θεός επιλέξει κάτι διαφορετικό, για τους λόγους που Εκείνος γνωρίζει.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, τα σημεία (σημάδια) της διόρασης, σε ένα Γέροντα, αυτά είναι, η επίγνωση των ατομικών σφαλμάτων, η διάκριση της δαιμονικής επενέργειας, η γνώση των μυστηρίων που κρύβονται στις ιερές Γραφές, αλλά και η γνώση των αισθητών κτισμάτων.
(Ε.Κ.Δ.)
[Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό "Ενοριακή Παρουσία", τεύχ. 62 (2013)16 &18]

Η υπακοή γίνεται η πύλη προς την ελευθερία!



ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Τι γίνεται με το πνευματικό τέκνο; Πως συνεισφέρει σ' αυτή την αμοιβαία σχέση πνευματικού οδηγού και μαθητή;
Εν ολίγοις, ο μαθητής προσφέρει ειλικρινή και πρόθυμη υ­πακοή. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία από τα Απο­φθέγματα των Πατέρων της Ερήμου, για τον μοναχό που έλα­βε την εντολή να φυτέψει ένα ξερό ραβδί στην άμμο και να το ποτίζει κάθε μέρα. Η πηγή ήταν τόσο μακριά από το κελί του, που έπρεπε να φεύγει το βράδυ για να γυρίζει το πρωί. Για τρία χρόνια εκτελούσε υπομονετικά την εντολή του αββά του. Στο τέλος αυτής της περιόδου, το ραβδί ξαφνικά έβγαλε φύλλα και έκανε καρπούς. Ο αββάς έκοψε τον καρπό, τον πήγε στην εκ­κλησία, και κάλεσε τους μοναχούς να φάνε λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε καρπόν υπακοής».  
Ένα άλλο παράδειγμα υπακοής είναι ο μοναχός Μάρκος, ο οποίος, ενώ αντέγραφε ένα χειρόγραφο, άκουσε ξαφνικά να τον φωνάζει ο αββάς του˙ τόσο άμεση ήταν η ανταπόκρισή του, ώστε να μην ολοκληρώσει καν τον κύκλο του γράμματος Ο, που έγραφε εκείνη τη στιγμή. Σε άλλη περίσταση, καθώς περπατού­σαν μαζί, ο αββάς του είδε ένα μικρό γουρουνάκι· θέλοντας να δοκιμάσει τον Μάρκο, του είπε: «βλέπεις αυτόν τον βούβαλο, παιδί μου;» «Ναι, πάτερ», απάντησε ο Μάρκος. «Και βλέπεις πόσο δυνατά είναι τα κέρατά του;» «Ναι, πάτερ μου», του α­πάντησε πάλι χωρίς δισταγμό. Ο αββάς Ιωσήφ της Πανεφώ, ακολουθώντας παρόμοια τακτική, δοκίμαζε την υπακοή των μα­θητών του αναθέτοντάς τους παράδοξα, ακόμη και σκανδαλώ­δη καθήκοντα, και μόνον όταν συμμορφώνονταν, τους έδινε λο­γικές εντολές. Ένας άλλος γέρων έδινε εντολές στους μαθη­τές του να κλέβουν πράγματα από τα κελιά των αδελφών* κι ένας άλλος είπε στον μαθητή του (που δεν ήταν εντελώς ειλι­κρινής μαζί του) να ρίξει τον γυιο του στον φούρνο.

Εδώ ασφαλώς χρειάζεται να αναφέρουμε ορισμένες σοβα­ρές αντιρρήσεις. Οι ιστορίες του είδους που αναφέραμε είναι πιθανό να δημιουργήσουν κάποια αμφιλεγόμενη εντύπωση στον σύγχρονο αναγνώστη. Δεν περιγράφουν το είδος εκείνο συμπε­ριφοράς που ίσως απρόθυμα θαυμάζουμε, αλλά σπάνια θα θέ­λαμε να μιμηθούμε; «Που πήγε», μπορεί να ρωτήσουμε με αγα­νάκτηση, εκείνη «η ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. η' 21);
Λίγοι από μας θα αμφισβητούσαν τη σημασία του να ανα­ζητήσουμε την καθοδήγηση κάποιου άλλου, άνδρα ή γυναίκας, που έχει μεγαλύτερη πείρα του πνευματικού δρόμου απ’ ό,τι εμείς. Πρέπει όμως ένα τέτοιο πρόσωπο να εκλαμβάνεται σαν αλάθητο μαντείο, που πρέπει σε κάθε λόγο του να υπακούμε χωρίς άλλη συζήτηση; Το να ερμηνεύουμε την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στον μαθητή και στον πνευματικό πατέρα ή μητέρα με τρόπο σαν κι αυτόν, φαίνεται επικίνδυνη και για τους δύο. Μειώνει τον μαθητή σ' ένα παιδαριώδες ακόμη και απάνθρω­πο επίπεδο, που του στερεί όλη τη δύναμη της κρίσης και της η­θικής επιλογής˙ και ενθαρρύνει τον δάσκαλο να απαιτεί μια αυ­θεντία που ανήκει μόνο στον Θεό. Προηγουμένως παραθέσα­με από τα Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου τη φράση, ότι κάποιος που κάνει υπακοή σ' ένα γέροντα, «δεν χρειάζεται να προσέχει στις εντολές του Θεού». Είναι όμως επιθυμητή μια τέτοια παραίτηση από την υπευθυνότητα; Πρέπει να επι­τρέπεται στον γέροντα να σφετερίζεται τη θέση του Χριστού;
Ως απάντηση, πρέπει να ειπωθεί κατ' αρχήν ότι «χαρισμα­τικοί» γέροντες, όπως ο Μέγας Αντώνιος ή ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, είναι εξαιρετικά σπάνιοι. Το είδος της σχέσης που εί­χαν με τους μαθητές τους, μοναχούς ή λαϊκούς, δεν υπήρξε πο­τέ το κοινώς αποδεκτό υπόδειγμα στην ορθόδοξη Παράδοση. Οι μεγάλοι γέροντες του παρελθόντος ή τού παρόντος αποτε­λούν πράγματι ένα οδηγητικό φως, ένα ανώτατο σημείο αναφο­ράς· αλλά είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. 
Δεύτερον, υπάρχει σαφώς μια διαφορά ανάμεσα στους μο­ναχούς, που έχουν δώσει μια ειδική υπόσχεση υπακοής, και τους λαϊκούς, που ζουν στον «κόσμο» (Ακόμη και στην περίπτωση των μοναχών, υπάρχουν εξαιρετικά λίγες κοινότητες όπου μπο­ρεί να βρεθεί η διακονία τού γέροντα στην πλήρη της μορφή, όπως αναφέρεται στα Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου, ή όπως ασκήθηκε τον δέκατο ένατο αιώνα στη Μονή της Όπτινα. Ένας σύγχρονος Ρώσος Ιερέας, ο πατήρ Αλέξανδρος Μεν -πολύ σεβαστός ως πνευματικός πατέρας μέχρι τον τραγικό και πρόωρο θάνατό του από άγνωστα χέρια το 1990 - σοφά επέμενε πως οι μοναχικοί κανόνες δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτούσιοι στη ζωή της ενορίας.
Συχνά νομίζουμε ότι η σχέση τού πνευματικού παι­διού με τον πνευματικό πατέρα απαιτεί το πρώτο να υπακούει πάντοτε στον δεύτερο. Στην πραγματικό­τητα, η αρχή αυτή αποτελεί ουσιώδες μέρος της μονα­χικής ζωής. Ο μοναχός υπόσχεται να κάνει υπακοή, να κάνει οτιδήποτε απαιτεί ο πνευματικός πατέρας του. Ένας ενοριακός ιερέας δεν μπορεί να επιβάλει ένα τέτοιο πρότυπο στους λαϊκούς και δεν μπορεί να δι­εκδικήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα να δίνει αυ­θαίρετες εντολές. Θα πρέπει να αισθάνεται ευτυχής αν μπορεί να εφαρμόζει τους εκκλησιαστικούς κανό­νες, προσανατολίζοντας τη ζωή των ενοριτών του, και βοηθώντας τους στους εσωτερικούς αγώνες τους.
Ακόμη κι αν δεχθούμε πλήρως αυτά τα δυο σημεία, υπάρ­χουν τρία επί πλέον πράγματα που πρέπει να ειπωθούν, προ­κειμένου να ερμηνευθεί σωστά ένα κείμενο όπως τα Αποφθέγ­ματα των Πατέρων της Έρημου, ή μια μορφή όπως ο στάρετς Ζωσιμάς, στους Αδελφούς Καραμαζώφ. Κατ' αρχάς, η υπακοή που προσφέρεται από το πνευματικό τέκνο στον αββά δεν εί­ναι αναγκαστική, αλλά πρόθυμη και εθελούσια. Είναι έργο του γέροντα να αναλάβει το θέλημά μας στο δικό του, όμως μπορεί να το κάνει μόνο αν εμείς, με τη δική μας ελεύθερη επιλογή το τοποθετήσουμε στα χέρια του. Δεν συντρίβει τη θέλησή μας, αλλά τη δέχεται από μας ως δώρο. Μια υποταγή αναγκαστι­κή και ακούσια στερείται προφανώς ηθικής άξιας· ο γέροντας ζητά από τον καθένα μας να προσφέρει στον Θεό την καρδιά του, όχι τις εξωτερικές ενέργειές του. Ακόμη και σ' ένα μοναστικό πλαίσιο η υπακοή είναι εθελούσια, όπως τονίζεται έντο­να στο τυπικό της κουράς, μόνο αφού ο υποψήφιος τοποθετή­σει τρεις φορές το ψαλίδι στα χέρια του ηγουμένου, προχωρεί εκείνος στην κουρά του.
Ωστόσο, η εθελούσια προσφορά της ελευθερίας μας, ακόμη και στο μοναστήρι, είναι προφανώς κάτι που δεν μπορεί να συμ­βεί μια για πάντα, με μια μοναδική χειρονομία. Καλούμαστε να αναλάβουμε τον σταυρό μας καθ' ημέραν (Λουκ. θ' 23). Πρέπει να υπάρχει μια συνεχής προσφορά, που να εκτείνεται σε ολό­κληρη τη ζωή μας˙ η αύξησή μας εν Χριστώ μετριέται ακριβώς από τον αυξανόμενο βαθμό αυτοπροσφοράς μας. Η ελευθε­ρία μας πρέπει να προσφέρεται εκ νέου κάθε μέρα και κάθε ώ­ρα, με συνεχώς διαφοροποιούμενους τρόπους. Και τούτο ση­μαίνει πως η σχέση ανάμεσα στον γέροντα και στον μαθητή δεν είναι στατική αλλά δυναμική, δεν είναι αμετάβλητη αλλά απεί­ρως ποικίλη. Κάθε μέρα και κάθε ώρα, κάτω από την καθο­δήγηση του γέροντά του, ο μαθητής θα αντιμετωπίσει νέες κα­ταστάσεις, που απαιτούν μια διαφορετική απάντηση, ένα νέο είδος αυτοπροσφοράς. 
Δεύτερον, η σχέση ανάμεσα στον γέροντα και στο πνευμα­τικό τέκνο. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, δεν είναι μονόπλευ­ρη, αλλά αμοιβαία. Όπως ο γέροντας δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να δουν τον εαυτό τους όπως πραγματικά είναι, έτσι και οι μαθητές αποκαλύπτουν στον γέροντα τον εαυτό του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εκείνος που καλείται να γίνει γέ­ροντας δεν το αντιλαμβάνεται, μέχρις ότου οι άλλοι τον πλη­σιάσουν και επιμείνουν να μπουν υπό την καθοδήγηση του. Η αμοιβαιότητα αυτή συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέ­σης ανάμεσα στους δύο. Ο πνευματικός πατέρας δεν διαθέτει κάποιο εξαντλητικό πρόγραμμα, που έχει υποστεί επεξεργα­σία εκ των προτέρων και επιβάλλεται στον καθένα με τον ίδιο τρόπο. Αντιθέτως, αν είναι αληθινός γέροντας, διαθέτει για τον καθένα διαφορετικό λόγο· δεν προχωρεί επί τη βάσει αφηρημένων κανόνων, αλλά συγκεκριμένων ανθρώπινων καταστά­σεων. Εισέρχεται μαζί με τον μαθητή του στη συγκεκριμένη κα­τάσταση, χωρίς να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποια θα είναι ακριβώς η έκβαση, αλλά περιμένοντας ο καθένας τον φωτισμό του Πνεύματος. Και οι δύο, πνευματικός πατέρας και μαθη­τής, μαθαίνουν κατά την πορεία.
Η αμοιβαιότητα στη σχέση τους φαίνεται σε αρκετές ιστο­ρίες στα Αποφθέγματα των Πατέρων της Έρημου. Όπου ένας ανάξιος αββάς σώζεται από την υπομονή και την ταπεινοφρο­σύνη του υποτακτικού του. Ένας αδελφός, επί παραδείγματι, έχοντας ένα γέροντα δοσμένο στο πάθος της μέθης, πειράζεται έντονα για να τον εγκαταλείψει· αλλά αντί να φύγει, παραμέ­νει πιστός στον γέροντά του. μέχρι που ο τελευταίος οδηγεί­ται τελικά στη μετάνοια. [...]
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η σχέση δεν είναι αμφί­πλευρη αλλά τριγωνική, επειδή μαζί με τον γέροντα και τον μαθητή του υπάρχει κι ένα τρίτο μέλος, ο Θεός. Ο Κύριος μας είπε πως δεν πρέπει να καλούμε κανέναν «πατέρα», γιατί έ­χουμε μόνο έναν Πατέρα τον εν Ουρανοίς (Ματθ. ιγ' 8-10). Ο γέροντας δεν είναι κάποιος αλάθητος κριτής σ’ ένα εφετείο, αλλά συνυπηρέτης του ζώντος Θεού· δεν είναι τύραννος, αλλά ο­δηγός και σύντροφος στο ταξίδι. Ο μόνος αληθινός «πνευματι­κός οδηγός», με όλη τη σημασία της λέξης, είναι το Άγιο Πνεύμα. 
Έτσι ερχόμαστε στο τρίτο σημείο. Στην ορθόδοξη Παράδο­ση, οι πνευματικοί οδηγοί επιζητούσαν πάντοτε να αποφύγουν κάθε είδος καταναγκασμού και πνευματικής βίας στις σχέσεις τους με τους μαθητές τους. Αν, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, ομιλούν και ενεργούν με κύρος, το κύρος προ­έρχεται από την ταπεινή αγάπη. Θέλοντας να αποφύγουν κά­θε μηχανικό εξαναγκασμό, αρνούνται μερικές φορές να δώσουν στους μαθητές τους κάποιο κανόνα ζωής, κάποιο σύνολο εξω­τερικών εντολών που να εφαρμόζονται αυτόματα. Κατά ένα σύγχρονο Ρουμάνο μοναχό, ο γέροντας δεν είναι «νομοθέτης αλλά μυσταγωγός». Δεν καθοδηγεί τους άλλους επιβάλλοντας κανόνες, αλλά συμμεριζόμενος τη ζωή τους. Κάποιος μοναχός είπε στον αββά Ποιμένα: «αδελφοί οικούσι μετ' εμού˙ θέλεις κελεύσω αυτοίς; Λέγει αυτώ ο γέρων. Ουχί... θέλουσι και αυ­τοί, πάτερ, ίνα κελεύσω αυτοίς. Λέγει αυτώ ο γέρων. Μη· αλλά γενού αυτοίς τύπος, και μη νομοθέτης» (κάποιοι αδελφοί ήλ­θαν να ζήσουν μαζί μου· θέλεις να τους δώσω εντολές; Όχι, εί­πε ο γέροντας. Όμως, πάτερ, επέμεινε ο μοναχός, οι ίδιοι μου ζητούν να τους δώσω εντολές. Όχι, επανέλαβε ο ποιμήν, γίνε πα­ράδειγμα σ' αυτούς κι όχι νομοθέτης).
Το ίδιο δίδαγμα βγαί­νει και από μια ιστορία που είπε ο Ισαάκ, Πρεσβύτερος των Κελίων. Ως νέος, έμεινε στην αρχή με τον αββά Κρόνο και μετά με τον αββά Θεόδωρο της Φέρμης κανείς τους όμως δεν του έλεγε τι να κάνει. Ο Ισαάκ παραπονέθηκε στους άλλους μο­ναχούς, που πήγαν και διαμαρτυρήθηκαν στον Θεόδωρο. «Αλλ' εάν θέλη», απάντησε στο τέλος ο Θεόδωρος, «ο βλέπει με ποιούντα, ποιήσει και αυτός» (αν θέλει, ας κάνει ό,τι βλέπει να κά­νω εγώ). Όταν ζήτησαν από τον Βαρσανούφιο να δώσει ένα λεπτομερή κανόνα ζωής, αρνήθηκε, λέγοντας: «δεν θέλω να εί­σαστε κάτω από τον νόμο, αλλά μέσα στη Χάρη». Και σε άλ­λες επιστολές του έγραψε: «Γνωρίζετε πως ποτέ δεν επιβάλα­με αλυσίδες σε κανένα... Μη βιάζετε την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων, αλλά σπείρετε εν ελπίδι· διότι ο Κύριος μας κανέ­ναν δεν εξανάγκασε, αλλά δίδαξε το Ευαγγέλιο και όποιος ή­θελε Τον άκουσε». 
Μη βιάζετε την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Το έργο του πνευματικού πατέρα δεν είναι να καταστρέψει την ελευθε­ρία μας, αλλά να μας βοηθήσει να δούμε την αλήθεια για τον εαυτό μας· δεν είναι να καταπιέσει την προσωπικότητά μας, αλλά να μας καταστήσει ικανούς να ανακαλύψουμε τον αληθινό μας εαυτό, να ωριμάσουμε και να γίνουμε αυτό που πραγματι­κά είμαστε. Αν περιστασιακά ο πνευματικός πατέρας απαιτεί απόλυτη και φαινομενικά «πικρή» υπακοή από τον μαθητή του, τούτο ποτέ δεν γίνεται ως αυτοσκοπός, ούτε με την προοπτι­κή της υποδούλωσής του. Σκοπός αυτού του είδους «θεραπείας-σοκ» είναι απλά να απελευθερώσει τον μαθητή από τον ψεύ­τικο και απατηλό «εαυτό», για να μπορέσει να εισέλθει στην αληθινή ελευθερία˙ η υπακοή γίνεται κατ' αυτόν τον τρόπο η πύ­λη προς την ελευθερία.
* Σημ.: Ο γέροντας κατόπιν επέστρεφε τα πράγματα στους κατόχους τους.
Πηγή: Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware, Η εντός ημών βασιλεία, μετάφρ. Ιωσήφ Ροηλίδη, σειρά: «Ορθόδοξη μαρτυρία»: αρ. 89, εκδ. Ακρίτα, Νέα Σμύρνη: 2006, σ. 224-233. 

Ο ΚΑΨΑΛΙΩΤΗΣ ΓΕΡΩΝ ΤΙΜΟΘΕΟΣ. ΜΕ ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ....





Ό γέρων Τιμόθεος
Ή κάτω Καψάλα είναι τόπος πιο ήμερος, κοντά στην θάλασσα, το κλίμα είναι πιο γλυκό, τα φυτά πιο χαμηλά. Κυριαρχεί το πουρνάρι, ή σουσούρα και το πεύκο. Ή πρόσβαση στα κελιά της περιοχής είναι πιο εύκολη απ' ότι στην πάνω Καψάλα. Έδώ ζούσε ό γέρο-Τιμόθεος σ' ένα μικρό όμορφο κελλάκι.
Την πρώτη φορά με πήγε εκεί ό π. Γαβριήλ, πού ήταν κηπουρός στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα. Ήταν λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία και με συμπαθούσε.
-           Έλα να σε πάω κάπου να δεις έναν χαρισματικό μοναχό.
-           Δηλαδή τί χάρισμα έχει; ρώτησα.
-           Έ! τώρα..., μην ρωτάς ρε παιδί μου.
Δεν ρώτησα κι εγώ. Θυμήθηκα όμως τα λόγια πού είχε πει ό ηγούμενος μερικές μέρες πριν.
«Είναι και κάτι χαριτωμένα γεροντάκια πού δεν υποπτεύονται... τον εαυτό τους», εννοώντας ότι δεν αντιλαμβάνονται τον αγιασμό τους και τα πνευματικά χαρίσματα πού τούς έδωσε ό Θεός. Ή μεγάλη τους ταπείνωση τούς κλείνει τα μάτια... φαίνεται έτσι τούς προστατεύει ή Θεία
Χάρις από την υπερηφάνεια.
Όταν φτάσαμε στο κελί ό π. Γαβριήλ συμπεριφερόταν με μεγάλη συστολή. Εγώ άσχετος, δεν καταλάβαινα τίποτα. Είδα ένα γεροντάκι εκεί πέρα πού δεν μου έκανε καμία εντύπωση. Βαριόμουν κιόλας και ήθελα να φύγουμε γιατί είχα κουραστεί από την πεζοπορία.
Πέρασαν 5-6 χρόνια και βρέθηκα να ζω στην κάτω Καψάλα, στο κελί του π. Ισαάκ. Μια μέρα ό γέροντας μ' έστειλε να πάω φαγητό στον γέρο-Τιμόθεο. Χάρηκα πού θα τον ξαναέβλεπα. Τώρα κάτι είχα αρχίσει να υποψιάζομαι κι εγώ, γενικότερα για τα πνευματικά και ειδικότερα για τον π. Τιμόθεο.
Ό π. Π αίσιος μου είχε πει γι' αυτόν τα έξης:
Τον καιρό πού ζούσα στο κελί του πάπα-Τύχωνα γύριζα την περιοχή να δω τα γεροντάκια, μήπως έχουν καμία ανάγκη. Έτσι πήγα στον γέρο-Τιμόθεο.
-           Τί κάνεις γέροντα, είσαι καλά;
-           Καλά, πολύ καλά!
-           Έχεις καμιά ανάγκη; Θέλεις να σε βοηθήσω σε κάτι;
-           "Όχι, όχι δεν θέλω τίποτα. Παρ' όλο πού επέμενα δεν μου ζήτησε τίποτα.
-           Τί έφαγες σήμερα; τον ρωτάω.
-           "Α... σήμερα έφαγα κάτι μπριτζόλες... πά! πά!... τόσο μεγάλες, και έδειχνε με τα χέρια του.
(Οι μοναχοί δεν κρεοφαγούν... μ' αυτά τα λόγια ό π. Τιμόθεος ξεφτίλιζε τον εαυτό του, για να μην τον σέβεται ό π. Παΐσιος...)
Σκέφτηκα, είπε ό π. Παίσιος, ότι ίσως κάποιος εργάτης πού δουλεύει στο Αγιον Όρος, χτύπησε κανένα αγριογούρουνο με το τουφέκι και του έδωσε κανένα κομμάτι κρέας. Κάνω να φύγω και μετά σκέφτηκα να τον ρωτήσω.
-           Και που τις βρήκες τις μπριτζόλες γέρο-Τιμόθεε;
Ξαφνιάστηκε.
-           Να εκεί μπρέ... δίπλα στο πηγάδι έχει όσες θέλεις, πάρε άμα θές και έσύ... Έχει μερικές εκεί στο παράθυρο.
Με έπιασαν τα γέλια. Στο παράθυρο είχε... μανιτάρια, μεγάλα, καφέ. Αυτές ήταν... οι μπριτζόλες πού έφαγε ό π. Τιμόθεος. Γέλασα με τα χαριτωμένα καμώματα του... έτσι γνωριστήκαμε με τον γέρο-Τιμόθεο.

Μετά έμαθα γι' αυτόν. Ήταν από την Μικρά Ασία. Ήρθε πολύ νέος στο Αγιον Ορος και πήγε κατ' ευθείαν σε κελί... Δεν ήθελε να δουλεύει σε βαρείες δουλειές. Όχι γιατί ήταν τεμπέλης, αλλά γιατί έκανε οικονομία δυνάμεων για να μπορεί να κάνη τα μοναχικά του καθήκοντα και να αγρυπνεί τα βράδια.

Ή δουλειά πού δεχόταν να κάνει ήταν να φυλάη τις νύκτες τα κτήματα του μοναστηριού από τα μουλάρια. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν αυτό κινητά στο Όρος, οι μεταφορές γινόντουσαν μ μουλάρια, γι' αυτό υπήρχαν πολλά.

Τις νύχτες τα άφηναν ελεύθερα να βόσκουν και αυτά καμιά φορά χαλούσαν τούς φράχτες έμπαιναν μέσα στα κτήματα και χαλούσαν τού κήπους.
Γύριζε λοιπόν ό γέρο-Τιμόθεος όλη την νύχτα και χτυπούσε έναν τενεκέ να τρομάζουν τα ζώα, να φεύγουν μακριά από τούς φράχτες. Έτσι λοιπόν δούλευε και έκανε και την αγρυπνία του. Χτυπούσε τον τενεκέ και έλεγε και την νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ έλέησόν με».

Αλλά και αυτή την δουλειά δεν την έκανε για μεγάλο διάστημα.
Ένα δύο μήνες, όσο χρειαζόταν να μαζέψει τα απαραίτητα, κανένα δύο τσουβάλια παξιμάδι, λίγο ρύζι, λίγο λάδι, λίγες ελιές. Μόλις τα μάζευε σταματούσε την δουλειά και αποσυρόταν στο κελί του. Εκεί έδινε όλες τις δυνάμεις του στον πνευματικό αγώνα... με συνεχείς αγρυπνίες... προσευχές. Γλέντι αληθινό, πνευματικό πανηγύρι...
Έτσι πέρασε την ζωή του ό γέρο-Τιμόθεος... Μετά γίνεται να μην τον χαριτώσει ό καλός Θεός;


Αυτά τα είχα ακούσει από το άγιο στόμα του γέροντος Παϊσίου. Γνώριζα λοιπόν αρκετά πια γιά τον π. Τιμόθεο. Του πήγα αρκετές φορές φαγητό αλλά ήταν απόμακρος και δεν μου ανοιγόταν καθόλου. Μια φορά πού τον «σκάλισα» λίγο με αναίδεια, ελπίζοντας να ακούσω κάτι πνευματικό από το στόμα του... θύμωσε μαζί μου και γυρνάει και μου λέει.
- Εσύ δεν θα γίνεις καλόγερος. Θα φύγεις... όχι τώρα, λίγο μετά το Πάσχα.


Τα έχασα... λυπήθηκα και με βαριά καρδιά πήρα το μονοπάτι του γυρισμού.
Εκείνο τον καιρό είχα επιθυμία να γίνω μοναχός. Γι' αυτό λυπήθηκα. Γρήγορα όμως το ξεπέρασα. Ήταν πριν από τα Χριστούγεννα και ήμουν ευχαριστημένος με την πνευματική ζωή πού ζούσα. Πετούσα, ήμουν χαρούμενος.
Κύλησαν οι μήνες, ή εσωτερική μου κατάσταση άλλαξε και λίγο μετά το Πάσχα αποφάσισα να φύγω από το Αγιον Όρος και να παντρευτώ.


Όπως ακριβώς τα είχε προβλέψει ό γέρο-Τιμόθεος.

Όταν γέρασε πάρα πολύ, δέχθηκε να πάει στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, όπου άνηκε και το κελί του. Οι πατέρες τον ευλαβούνταν πολύ. Τον γηροκόμησαν με αγάπη. Κοιμήθηκε και ετάφη στο μοναστήρι. Την ευχή του να έχουμε!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΡΑΚΟΒΑΛΗΣ. Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΨΑΛΑΣ. 2013

Γέροντας Θεοδόσιος - Ακούμια Ρεθύμνου-1

Γέροντας Φιλάρετος - Καρούλια Αγίου Όρους



Γέροντας Φιλάρετος - Καρούλια Αγίου Όρους
Λίγα χρόνια, πριν να φύγει από τον κόσμο τούτο, ένας κακοποιός άνθρωπος έκλεψε ότι πολύτιμο είχε ό Γέρο - Φιλάρετος στην Καλύβα του, δηλαδή όλα τα Πατερικα βιβλία πού είχε και μελετούσε, του τα έκλεψε. Ή Αστυνομική Αρχή, συνέλαβε τον κλέφτη με τα βιβλία στη Θεσσαλονίκη.
Ό κλέφτης, για να δικαιολογηθεί στην Αστυνομία, είπε πώς αγόρασε τα βιβλία από το Γέρο - Φιλάρετο, που μένει στα Καρούλια. Ή Αστυνομική Αρχή αυτεπάγγελτα κατήγγειλε το Γέρο -Φιλάρετο για αρχαιοκαπηλία, πώς πούλησε τα βιβλία πού είχαν αρχαιολογική αξία και θεωρούνται Κειμήλια. Ήρθαν οι κλήσεις κι έπρεπε να παρουσιαστεί σαν κατηγορούμενος στο δικαστήριο. Οι αδελφοί Δανιηλαίοι έμαθαν το λυπηρό αυτό γεγονός και φρόντισαν αμέσως να ντύσουν με κάπως ευπρεπή ρούχα, να του βγάλουν τα κουρελιασμένα, μπαλωμένα άλλα πεντακάθαρα ρούχα, που φορούσε σ Γέρο - Φιλάρετος. Τέλος τον συνόδευσε ένας από την αδελφότητα μέχρι το δικαστήριο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί παρουσιάστηκε στο δικαστήριο χωρίς δικηγόρο.
Ό κακοποιός διέθετε κάποιο, Ιωάννη Λαδά, πολύ δυνατό δικηγόρο, ό οποίος με φοβερό κατηγορητήριο έπεισε τους δικαστές να είναι με το μέρος του κακοποιού. Δυστυχώς πολλές φορές γίνεται ή ανθρώπινη δικαιοσύνη εύκολα να πείθεται στο κακό και πολύ δύσκολα να παραδέχεται το καλό και να απονείμει δικαιοσύνη στο σωστό, γι' αυτό έχομε πολλές άδικες καταδίκες και δικαστικές πλάνες.

Ένας ευσεβής δικηγόρος, πού παρακολουθούσε την υπόθεση, και κατάλαβε την απάτη του κλέφτη και την ψεύτικη ρητορεία του κατηγορούντος δικηγόρου, ό οποίος γνώριζε την αλήθεια, αλλά διέστρεφε αυτήν, ανέλαβε την υπεράσπιση του Γέροντα Φιλάρετου, άνευ αμοιβής, και αγόρευσε υπέρ του αγίου και ευλαβέστατου Γέροντα, ό οποίος ήταν τόσο απλός και αγαθός, πού όταν άκουσε το Δικηγόρο του αυτόν να αγορεύει και να υπερασπίζεται το δίκιο του, θαύμαζε και έλεγε: «Που τα ξέρει όλα αυτά πού λέει, ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος; Φαίνεται θα έχει χάρι του Αγίου Πνεύματος, για να τα λέει τόσο ωραία και μάλιστα τα λέει όπως ακριβώς Έγιναν!»
Όταν ό πρόεδρος του δικαστηρίου, κάλεσε το Γέρο - Φιλάρετο να ορκιστεί, τότε αυτός σηκώθηκε από το εδώλιο του κατηγορούμενου, πλησίασε το ιερό ευαγγέλιο, έκαμε το σταυρό του τρεις φορές και ασπάσθηκε με ευλάβεια το ευαγγέλιο.
Ό πρόεδρος τότε, με αυστηρό ύφος είπε στον Γέροντα, ότι πρέπει να βάλει το χέρι του επάνω στο Ευαγγέλιο και να ορκιστεί. Ό Γέρων Φιλάρετος ρώτησε τον πρόεδρο, Τι είναι αυτό το βιβλίο κι ό πρόεδρος του είπε: «Αυτό είναι το ευαγγέλιο, στο οποίο βάνουν, οί πιστοί χριστιανοί το χέρι και ορκίζονται για να μας βεβαιώσουν πώς λένε την αλήθεια».
Ό Γέρο - Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Αν αυτό όπως λέτε είναι το ιερό Ευαγγέλιο, τότε σας παρακαλώ να ανοίξετε το Ε' κεφάλαιο παράγραφος 34 στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο και θα ιδείτε ότι λέγει επί λέξει: «Εγώ δε δηλαδή ό Χριστός λέγω υμίν μη ομόσαι όλως, μήτε εν τω ούρανω, ότι θρόνος εστί του Θεού μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιο εστί των ποδών αυτού μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκή ή μέλαιναν ποιήσαι» (Ματθ. Ε' 34 - 37).
Ό πρόεδρος διέταξε τον Κλητήρα να ανοίξει το Ευαγγέλιο, αλλά όταν το άνοιξε διεπιστώθη ότι έλειπε όλο εκείνο το φύλλο πού είχε την περικοπή αυτή της διδασκαλίας του Κυρίου που αναφέρεται στον όρκο και τότε με θάρρος ό Γέρο-Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Κύριε πρόεδρε, με τη χάρι του Θεού, -προσπαθούμε να φυλάμε αυτά πού ορίζει το Ιερό ευαγγέλιο του Δεσπότη Χριστού, σαν γνήσιοι χριστιανοί, και έφ' όσον ό ίδιος ό Χριστός μας λέγει να μην ορκιζόμαστε, πώς εμείς να παραβούμε του Θεού την εντολή, για να φυλάξομε «τα εντάλματα των ανθρώπων» (Ματθ. ιέ' 9), πού είναι οι δικές σας εντολές, να ορκίζονται οΐ άνθρωποι -πού λένε, πώς είναι πιστοί χριστιανοί, και οι οποίοι καταπατούν και αθετούν την εντολή Του αυτή, άλλα και. σεις ό ίδιος ορκίζεστε, λυπούμαι κ. πρόεδρε, πού λέγεστε μόνον χριστιανοί, αλλά δεν φυλάττεται τις εντολές του Χριστού.
Ό πρόεδρος και οι δικαστές θίχθηκαν από τα καυτερά λόγια της αλήθειας πού τους είπε ό Γέρο - Φιλάρετος, και για την άρνηση του όρκου τον δίκασαν σε 9 μήνες φυλάκιση.
Ό Γέρων με χαρά δέχθηκε την καταδικαστική απόφαση και ήταν έτοιμος να πάει στη φυλακή, αλλά οι παρευρισκόμενοι στο δικαστήριο ακροατές, αγανακτισμένοι για την άδικη αύτη κρίση του δικαστηρίου, πού δε θέλησε να τιμωρήσει τον κλέφτη και άδικα καταδίκασε τον οσιότατο και άγιο Γέροντα, ενέργησαν αμέσως έρανο μεταξύ τους, πλήρωσαν το δικαστήριο και γύρισε ό Γέρων, αδικημένος μεν, από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, νικητής δε και τροπαιούχος και υπέρμαχος της αλήθειας στην ασκητική του Καλύβα, στα Καρούλια.
Όταν ήρθε στα Καρούλια, λέγει ό πάτερ Δανιήλ, τον ρωτήσαμε: «Πώς τα πέρασες Γέροντα στη Θεσσαλονίκη; Πώς είδες τον κόσμο; Τι έγινε με το δικαστήριο;»
Ό Γέρο - Φιλάρετος, με χαρούμενο πρόσωπο και το χαμόγελο στα χείλη, όπως συνήθιζε να είναι πάντα, είπε : «Αδελφοί μου, όλος ό κόσμος τρέχει και προσπαθεί για τη σωτηρία του, εκτός από μένα τον αμαρτωλό», τίποτε άλλο δεν μας είπε και κλείστηκε στον εαυτό του.

Ο γέρων Ιουστίνος Πόποβιτς (Μητρ. Αμφιλόχιος Ράντοβιτς - Μητρ. Ειρηναίος Μπούλοβιτς)


ΘΕΟΛΟΓΙΑ
O κ. Κλείτος Ιωαννίδης, συγγραφέας του βιβλίου "Γεροντικό του 20ου αιώνος", συνομιλεί με τον Μητροπ. Μαυροβουνίου Αμφιλόχιο Ράντοβιτς και τον Μητροπ. Μπάτσκας Ειρηναίο Μπούλοβιτς, για τον γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς.



***

Συνομιλητής: Μητροπολίτης Μαυροβουνίου κ. Αμφιλόχιος Ράντοβιτς, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου



 
Κ.Ι.: Θα θέλατε, Σεβασμιώτατε, προτού μας μιλήσετε για το μεγάλο Γέροντα σας, να μας λέγατε λίγα λόγια γενικά για τους Γέροντες;

Α.Ρ.: Ο θεσμός των Γερόντων δεν είναι τυχαίο φαινόμενο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Θεολογικά στηρίζεται στο μυστήριο της αιωνίου πατρότητος, στο μυστήριο της σχέσεως του Υιού του Μονογενούς, του Χριστού μας, με τον αιώνιο Πατέρα. Και στη συνέχεια στηρίζεται στο μυστήριο της σχέσεως των δασκάλων, των καθοδηγητών στη ζωή κατά πίστιν, όπως είναι λόγου χάριν ο απόστολος Παύλος, ο οποίος έλεγε: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού».
Αυτή η μίμηση δεν έχει την έννοια της εξωτερικής μιμήσεως, αλλά σημαίνει τη μετάδοση της ίδιας της ζωντανής παραδόσεως ως εμπειρίας. Κι αυτό είναι σημαντικότατο μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, διότι σ' αυτή την εμπειρία στηρίζεται και η ζωή της Εκκλησίας. Οι άνθρωποι, που είναι φορείς αυτής της εμπειρίας, είναι εκείνοι οι οποίοι είναι μάρτυρες του Ευαγγελίου και αυτοί που φωτίζουν τον κόσμο.
Ανέκαθεν είχαμε τέτοιους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το αν αυτοί ήσαν επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι ή μοναχοί. Σ' όλες τις εσοχές είχαμε τέτοια φωτεινά πρόσωπα, που ήσαν στήριγμα της Εκκλησίας και των ψυχών" κι έχουμε και στην εποχή μας. Κι ευτυχώς, διότι η εποχή μας έχει τόσο απομακρυνθεί από την εμπειρία του Θεού, την οποία έχει αντικαταστήσει με την εμπειρία του κόσμου. Γι' αυτό έχουμε περισσότερη ανάγκη της υπάρξεως στον αιώνα μας τέτοιων προσώπων, που έχουν την εμπειρία του Θεού, ώστε να μπορούν να μας καθοδηγούν.
Ένας απ' αυτούς τους Γέροντες ήταν και ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, ένας σύγχρονος διανοούμενος, ο οποίος σπούδασε και θεολογία και φιλοσοφία. Ήταν ως εκ της φύσεως του φιλόσοφος κι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Φιλοσοφικής Εταιρείας της Σερβίας το 1936 (1).
Ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς βρίσκεται μέσα σ' όλη τη μεταπολεμική, θα λέγαμε, περιπέτεια του σερβικού Έθνους και της σερβικής Εκκλησίας. Ήταν πολύ αξιόλογος άνδρας, πραγματικός διανοούμενος, θεολόγος, φιλόσοφος, ποιητής, γνώστης διαφόρων γλωσσών και διαδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο στους κύκλους τους εκκλησιαστικούς και, γενικά, των διανοουμένων. Άφησε δε ένα τεράστιο συγγραφικό έργο. Μερικά από τα βιβλία του είναι μεταφρασμένα και στα ελληνικά.
Στράφηκε προς την εμπειρία της Εκκλησίας, την οποία έζησε ο ίδιος και μελέτησε, ως δογματικός πρώτα, ως διανοούμενος. Αλλά κυρίως στράφηκε προς τους αγίους Πατέρες, προς τους βίους των αγίων και προς τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Όχι, όμως, με μια ακαδημαϊκή μελέτη, αλλά με μια έμπρακτη, μια βιωματική μελέτη.

Κ.Ι.: Σεις γνωρίσατε τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς. Κι είναι εξαιρετική χαρά για μας, Σεβασμιώτατε, που είχατε την καλωσύνη να μας μιλήσετε για την οσιακή αυτή μορφή, που παράλληλα υπήρξε και ένας επιφανής Ορθόδοξος θεολόγος (2).

Α.Ρ.: Τον γνώρισα όταν ήταν αποκλεισμένος στο μοναστήρι, μεταπολεμικά, που τον είχαν εκδιώξει από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου. Είχε έρθει στην κηδεία μιας γνωστής κυρίας στο Βελιγράδι και τότε τον είδα για πρώτη φορά. Ήσαν και επίσκοποι εκεί, αλλά στο πρόσωπο του πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς, στην εξαϋλωμένη εκείνη μορφή του, έβλεπες ένα ιερέα, ένα λευίτη του Θεού, που ξεχώριζε απ' όλους τους άλλους, όχι μόνο με τη μορφή του, αλλά και με τη δύναμη του λόγου του και με την αφοσίωσή του προς το Θεό, η οποία έβγαινε από μέσα του.
Στο μοναστήρι του πήγα, όταν έγινε η κουρά σε μοναχό του νυν Μητροπολίτη Ερζεγοβίνης κ. Αθανασίου Γιέβτιτς το 1959 συνάντησα τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς και από τότε συνδεθήκαμε μέχρι την τελευταία του πνοή.

Κ.Ι.: Τον γνωρίζατε, δηλαδή, είκοσι ολόκληρα χρόνια, εφόσον ο πατήρ Πόποβιτς εκοιμήθη το 1979.

Α.Ρ.: Βέβαια, εγώ έλειψα δώδεκα χρόνια από τη Σερβία, όταν πήγα στην Ελλάδα για τις μεταπτυχιακές σπουδές μου. Αλλά και τότε είχαμε γραπτή επικοινωνία.
Είναι πολλά, πάρα πολλά, αυτά που θυμάμαι από τον πατέρα Ιουστίνο και δεν μπορεί να τ' αναφέρει κανείς σε μια συνομιλία. Ας πούμε, λοιπόν, κάποια απ' αυτά.
Μια φορά μιλούσαμε με το Γέροντα -ήταν και ο τότε ιερομόναχος και τώρα Μητροπολίτης κ. Αθανάσιος Γιέβτιτς- για τα προβλήματα της εποχής μας και μας είπε:
-Βλέπετε κι εγώ, αν δεν είχα αυτή την ευλογία του Θεού να πιαστώ από τον Κύριο, θα είχα μείνει κάποιος φιλόσοφος τύπου Νίτσε, απελπισμένος μέσα σ' αυτό το άπειρο και άγνωστο Σύμπαν.
Αυτό έδειχνε τη βαθύτατη αφοσίωση του και την αγάπη του προς το πρόσωπο του Κυρίου. Και λέγοντας αυτά τα λόγια, τα μάτια του έγιναν δύο πηγές, δύο ποταμοί δακρύων.

Κ.Ι.: Είχε τα κατανυκτικά δάκρυα.

Α.Ρ.: Βέβαια. Τον έβλεπες, ας πούμε, στην Ακολουθία, αφοσιωμένο ολόκληρο στη λατρεία και πολλές φορές έκλαιε σ' όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, από την αρχή μέχρι το τέλος της. Αυτό το παρατηρούσε, βέβαια, μόνο όποιος βρισκόταν μέσα στο Ιερό, διότι τα έλεγε σιγανά και κατάπινε τα δάκρυα του. Τα κατανυκτικά δάκρυα ήταν ένα από τα σημαντικά χαρακτηριστικά, που είχε ο Γέροντας.
Οι τελευταίες του στιγμές φανέρωσαν ακόμη περισσότερο τον άνδρα, διότι, όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται στα τελευταία του, συνοψίζεται πλέον ο βίος του, οπότε χάνει και τις δυνάμεις του ο έξω άνθρωπος, διαλύεται και τότε δείχνει αν πράγματι έχει μέσα του το στήριγμα στο αιώνιο, στο Θεό.
Όταν, λοιπόν, μας ειδοποίησαν ότι ο πατήρ Ιουστίνος έπνεε τα λοίσθια, πήγαμε και τον βρήκαμε να ψυχορραγεί, με τους γιατρούς και τις αδελφές και κάποια άλλα πρόσωπα γύρω του. Όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, έβλεπα το πρόσωπο του, που ήταν φωτεινότατο και τα μάτια του, που έλαμπαν από τη χαρά και τη χάρη. Τέτοια χαρά στη ζωή μου δεν έχω ξαναδεί. Έβλεπες ένα άνθρωπο ογδόντα πέντε ετών, που είχε μέσα του την ανανέωση και την αιώνια νεότητα.
Ήταν πάντα όπως ένα παιδάκι. Ένας συγγραφέας, ο πασίγνωστος ποιητής μας Ματία Μπέτσκοβιτς, όταν είδε τον πατέρα Ιουστίνο για πρώτη φορά -ήταν ήδη προς το τέλος του γήινου βίου του- είπε ότι περίμενε πως θα συναντούσε κανένα γεροντάκι, ενώ είδε τον πατέρα Ιουστίνο ζωντανότατο, σαν φωτιά.
Του άρεσε να φιλοξενήσει, να συνοδεύσει το φιλοξενούμενο μέχρις έξω από το μοναστήρι, με πολλή αγάπη, ν' ακούσει το λόγο του άλλου, σαν μικρό παιδάκι. Κάποια φορά, όταν είχα επιστρέψει στη Σερβία από την Ελλάδα και του έλεγα διάφορα πράγματα για το Άγιον Όρος, έκλαιε. Ξαφνιασμένος τον ρώτησα γιατί έκλαιε και τον ακούω να λέει:
-Αχ Ιουστίνε, πώς πέρασες ταλαίπωρα αυτή τη ζωή. Αυτοί είναι οι πραγματικοί μοναχοί, αυτοί που ζουν στο Αγιον Όρος.
Και μετά γύρισε και με ρώτησε:
-Τι λές, πάτερ Αμφιλόχιε; Υπάρχει για μένα σωτηρία; Να ξέρεις, έχω μία ελπίδα. Δι' ευχών των αγίων αυτών ανθρώπων, των Αγιορειτών, να ελεήσει κι εμένα ο Θεός.
Περίμενε από εμένα λόγο σωτηρίας. Τέτοιο ήταν το μέγεθος της ταπείνωσης του.

Κ.Ι.: «Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».

Α.Ρ.: Αυτό ακριβώς. Και ξέρετε, κύριε Ιωαννίδη, αυτό, που μου έκανε εντύπωση από τη γνωριμία μου με τέτοιους ανθρώπους, είναι ότι μοιάζουν μεταξύ τους. Είναι σαν να τους γέννησε η ίδια μάνα' αυτό το βλέπεις και στη μορφή τους και στη συμπεριφορά τους και στα λόγια τους.

Κ.Ι.: Αυτή είναι η άνωθεν γέννα.

Α.Ρ.: Είναι, ακριβώς, αυτό το πράγμα.
Ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τα λουλούδια. Έλεγε μάλιστα ότι ενώπιον του Θεού θα μας δικαιώσουν τα παιδιά και τα λουλούδια.

Κ.Ι.: Πάρα πολύ ωραίο είναι αυτό.

Α.Ρ.: Σ' ένα Σέρβο συγγραφέα και δημοσιογράφο, που ζει στο Παρίσι και ο οποίος είχε πάει να τον δει, είπε δείχνοντας του τα λουλούδια που είχε φυτέψει:
-Αδελφέ Κομνηνέ, πάρε στα μάτια σου λίγη απ' αυτήν την καλλονή, διότι θα την έχεις ανάγκη εκεί στο Παρίσι.
Εντυπωσιάστηκε απ' αυτό ο συγγραφέας, διότι, όπως έλεγε μετά, περίμενε να βρει ένα μοναχό κλεισμένο στα τείχη του και στη νοοτροπία του, ενώ, αντίθετα, βρήκε έναν άνθρωπο με τέτοια ευαισθησία για το μυστήριο της φύσης (3).

Κ.Ι.: Την ίδια ευαισθησία για τη φύση είχε και ο Γέρων Πορφύριος. Κι έπαιρνε από τη φύση πολλά παραδείγματα, τα οποία χρησιμοποιούσε στο ποιμαντικό του έργο. Ένα πνευματικό του τέκνο θυμάται μια φορά, που ο Γέρων Πορφύριος έδειξε ένα λουλουδάκι και είπε: «Το λουλουδάκι αυτό με το άρωμά του δοξάζει τον Κύριο».

Α.Ρ.: Αν σήμερα πολλοί από τους νέους στη Σερβία στράφηκαν στην Εκκλησία, αυτό οφείλεται στην παρουσία του πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς και πάρα πολλοί νέοι εξακολουθούν να πηγαίνουν στον τάφο του μέχρι σήμερα. Η παρουσία του υπήρξε πάρα πολύ σημαντική και οπωσδήποτε στο μέλλον θα δώσει μεγαλύτερους ακόμη καρπούς.


***




Συνομιλητής: Μητροπολίτης Μπάτσκας κ. Ειρηναίος Μπούλοβιτς, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου


Κ.Ι.: Για το μεγάλο άνδρα της σερβικής Εκκλησίας και διανόησης, τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς, έχουμε την αγαθή τύχη να μας δώσει τις δικές του αναμνήσεις, εμπειρίες και μαρτυρίες ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μπάτσκας κ. Ειρηναίος Μπούλοβιτς.

Ειρ.Μπ.: Ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο της ιδιαίτερης μου πατρίδος, όταν ακόμη τα πράγματα ήσαν αρκετά δύσκολα για την Εκκλησία της Σερβίας, παρόλο που ευτυχώς είχε παρέλθει η εποχή των απηνών διωγμών. Ωστόσο το κομμουνιστικό πνεύμα ήταν ακόμη αρκετά ισχυρό και ανηλεές.
Τότε τα παιδιά, που ενδιαφέρονταν για την πνευματική ζωή, ήταν σχετικά ολιγάριθμα και οι εκδόσεις αξιόλογων βιβλίων σπάνιζαν. Θυμούμαι, λοιπόν, με πόση αγαλλίαση ψυχής είχα πάρει στα χέρια μου το πρώτο βιβλίο του πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς. Το βιβλίο εκείνο είχε εκδοθεί στο εξωτερικό, εφόσον μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ο πατήρ Ιουστίνος δεν μπορούσε πλέον να δημοσιεύσει τίποτε στη χώρα μας, διότι εθεωρείτο πρόσωπο ανεπιθύμητο για τις αρχές και για το κράτος.

Κ.Ι.: Λόγω του κομμουνισμού, δεν είναι;

Ειρ.Μπ.: Μάλιστα. Παρόλο, που ο Γέροντας ποτέ δεν είχε οποιαδήποτε ανάμιξη στην πολιτική ζωή του τόπου, είχε γράψει, και ως νέος θεολόγος ακόμη, όλα εκείνα τα γνωστά έργα του περί αθεϊσμού και περί ευρωπαϊκού Ανθρωπισμού, Ουμανισμού (4), του οποίου ακραία συνέπεια είναι ο κομμουνισμός. Έτσι οι κρατούντες θεωρούσαν τον πατέρα Ιουστίνο επικίνδυνο για την ιδεολογική τους επέκταση.
Το βιβλίο, λοιπόν, εκείνο, που είχε περιέλθει στα χέρια μου, είχε τυπωθεί στο Μόναχο της Γερμανίας και περιείχε διάφορα μελετήματα και άρθρα του Γέροντος, γραμμένα με πολύ γλαφυρό ύφος΄ ο πατήρ Ιουστίνος ήταν ένας απαράμιλλος χειριστής της σερβικής γλώσσας. Εντυπωσιάσθηκα πολύ από εκείνο το βιβλίο. Όταν τέλειωσα το γυμνάσιο και πήγα στο Βελιγράδι, για να σπουδάσω θεολογία, ήρθε ως συμφοιτητής μας ένας ιερομόναχος, ο πατήρ Ιωάννης, ο οποίος γνώριζε το Γέροντα και πήγαινε κατά καιρούς στο μοναστήρι, όπου ο πατήρ Ιουστίνος ζούσε απομονωμένος. Ο πατήρ Ιωάννης προθυμοποιήθηκε να πάρει κι εμένα μαζί του να γνωρίσω τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς.
Πράγματι γοητεύθηκα πάρα πολύ από το πρόσωπο του Γέροντος, ο οποίος ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακός απ' ό,τι φαινόταν στα κείμενά του. Όταν τελούσε τη Θεία Λειτουργία, όταν μιλούσε για το Χριστό μας ή για οποιοδήποτε θέμα της πίστεώς μας, τόσο πολύ συγκλονιζόταν ο ίδιος, ολόκληρο το είναι του, που θα μπορούσαμε άνετα να πούμε ότι ήταν πνευματικό ηφαίστειο.
Ήταν γεμάτος ζωή και κίνηση. Να σκεφθείτε ότι μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής του -εκοιμήθη σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών- δεν βάδιζε, αλλά έτρεχε. Με τόσο ζωντανό και γοργό βηματισμό προχωρούσε. Τα είχα χάσει όταν για πρώτη φορά -ήταν Μεγάλη Σαρακοστή- τον είδα πώς έκανε μετάνοιες στις Ακολουθίες. Και σκεφτόμουν: «Ελατήριο έχει αυτός ο παππούλης»;
Το ηφαιστειώδες της ομιλίας του ήταν πάντοτε συνδυασμένο με μια άκρα ταπείνωση κι αγάπη. Ήταν ένας συνδυασμός, που μπορεί να φαίνεται περίεργος κι απίθανος, πλην όμως ήταν πραγματικότητα στο πρόσωπο του Γέροντος Ιουστίνου.
Με το Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, ο οποίος είχε μια πολύ μεγάλη ακτινοβολία, είχε συμβεί το εξής καταπληκτικό κι εντυπωσιακό. Εξ απαλών ονύχων, από τότε που χάραξε τις πρώτες γραμμές του, που θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητος, μέχρι το Μάρτιο του 1979, που έγραψε τις τελευταίες του γραμμές -από τις χιλιάδες σελίδες, που είχε γράψει σ' όλη του τη ζωή- είχε την ίδια ανιούσα γραμμή΄ απλώς ενεβάθυνε εκείνο, το οποίο είχε αισθανθεί εκ νεότητος. Ήταν δε πάντοτε ριζωμένος στην Ορθόδοξη παράδοση, την οποία μαρτυρούσε μ' όλη του τη δύναμη.
Βεβαίως ήταν πολύ βαθύς γνώστης του προβληματισμού και του στοχασμού του δυτικού ανθρώπου. Όμως, στα ημερολόγιά του και τα κείμενά του, που έγραψε όταν ακόμη δεν ήταν ούτε δεκαοκτώ ετών και τα οποία έχουν διασωθεί, διακρίνει κανείς τον ίδιο μεγάλο δογματικό θεολόγο των μετέπειτα δεκαετιών, με τη διαφορά, φυσικά, του ύφους, της ηλικίας και των εκφραστικών δυνατοτήτων.

Κ.Ι.: Είναι γεγονός, Σεβασμιώτατε, ότι προέτρεπε για περαιτέρω θεολογικές σπουδές στην Ελλάδα;

Ειρ.Μπ.: Σ' όλα τα πνευματικά του τέκνα, μεταξύ των οποίων ήμουν κι εγώ, έλεγε: «Χωρίς την ελληνική γλώσσα, δεν μπορείτε να γνωρίσετε την πατερική γραμματεία. Χωρίς δε τους Πατέρες της Εκκλησίας μας δεν υπάρχει ούτε ερμηνεία των Γραφών ούτε θεολογία. Ο,τιδήποτε γράφεται σήμερα, εφόσον δεν στηρίζεται στους Πατέρες, δεν έχει σχέση με τη βιωματική Ορθόδοξη θεολογία. Γι' αυτό να πάτε στην Ελλάδα, όπου, ακόμη και σήμερα, συνεχίζεται αδιάκοπη, ζωντανή, η παράδοση της Εκκλησίας μας. Εκεί υπάρχουν κέντρα και φυτώρια πνευματικά, υπάρχει το Άγιον Όρος. Εκεί η θεολογία δεν είναι κάτι το αφηρημένο, αλλά είναι ζωή και πράξη».
Πράγματι, με την ευχή του, πήγαμε όλοι στην Ελλάδα. Κι αυτό το γεγονός σημάδεψε όλη τη ζωή μας και την υπόστασή μας. Προσωπικά μπορώ να πω ότι, χάρη σ' εκείνη την προτροπή του Γέροντος, έχω αποκτήσει μια, ας την πούμε έτσι, αυτοσυνειδησία διγενούς. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι μόνο Σέρβος' άλλο τόσο είμαι και Έλληνας.

Κ.Ι.: Έχετε πει, άλλωστε, το γνωστό: «Γεννήθηκα Σέρβος και θα πεθάνω Έλληνας».

Ειρ.Μπ.: Αυτό είναι, πράγματι, που με εκφράζει.

Κ.Ι.: Συγκινούμαι, τόσο πολύ, Σεβασμιώτατε, κάθε φορά, που σκέφτομαι αυτά τα λόγια σας.

Ειρ.Μπ.: Ο Γέρων Ιουστίνος είχε αυτή την αίσθηση κι ήθελε να τη μεταλαμπαδεύσει και σ' εμάς. Και πράγματι. Ας πω κι αυτό, που είναι καταπληκτικό. Η θεολογική του σκέψη καρποφόρησε περισσότερο στον ελληνόφωνο Ορθόδοξο κόσμο παρά στη Σερβία, στο σλαβόφωνο κόσμο.

Κ.Ι.: Λόγω του κομμουνισμού, προφανώς.

Ειρ.Μπ.: Και γι' αυτό το λόγο, αλλά και γιατί εκεί έχουμε έλλειψη προσλαμβανουσών παραστάσεων. Ελάχιστοι άνθρωποι είναι σε θέση να παρακολουθήσουν τα νοήματα και τα νάματα στα ύψη, που τα είχε καλλιεργήσει ο Γέρων Ιουστίνος με τα συγγράμματά του. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο συνάντησα ανθρώπους, από γυμνασιόπαιδες μέχρι ακαδημαϊκούς, που έχουν διαβάσει βιβλία του πατρός Ιουστίνου, πράγμα που δεν συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό στη Σερβία.

Κ.Ι.: Ποιο λόγο ωφέλιμο του πατρός Ιουστίνου θα θέλατε να μας πείτε, Σεβασμιώτατε;

Ειρ.Μπ.: Ένα από τα πολλά, που με είχαν εντυπωσιάσει, ήταν ότι, ενώ ήταν αυστηρός στις θεολογικές αποφάνσεις του -συνιστούσε πάντοτε το κλασικό, χωρίς ουδεμία περιστροφή διατυπωμένο- μας έλεγε και το επεσφράγιζε με το δικό του παράδειγμα ότι τον κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο πρέπει να τον πλησιάζουμε «πάνω σε πόδια περιστεράς», δηλαδή βαδίζοντας όπως ένα περιστέρι. Μας υπεδείκνυε έτσι ν' αντιμετωπίζουμε με πολλή προσοχή τον άλλο άνθρωπο. Να φροντίζουμε να μη πληγώσουμε, να μη ταπεινώσουμε, να μη περιφρονήσουμε το συνάνθρωπο μας, όποιος κι αν είναι αυτός.
Αυτό μου θυμίζει τα λόγια του αγίου Νεκταρίου, του μεγάλου αγίου του αιώνα μας και θαυματουργού, ότι η εμμονή μας στην Ορθοδοξία, που είναι ευλογημένη κι απαραίτητη και οι αγώνες μας εναντίον των αιρέσεων δεν μας απαλλάσσουν από το χρέος της αγάπης μας προς όλους, ακόμη και προς τους πεπλανημένους και τους αιρετικούς.

Κ.Ι.: Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έχουν παραδώσει ότι η ζωή του μοναχού είναι καύσις καρδίας, ακόμη και υπέρ των δαιμόνων.


Ειρ.Μπ.: Όλοι οι Πατέρες, όλοι οι Γέροντες και στην κυριολεξία φωτιστές μας, έχουν την ίδια, ακριβώς, εμπειρία και μας δίνουν την ίδια μαρτυρία, με την προσωπική σφραγίδα του καθενός στον τρόπο εκφράσεως αυτού του βιώματος κι αυτής της εμπειρίας. Η πεμπτουσία, όμως, είναι η αυτή.

Κ.Ι.: Για την αγιότητα του Γέροντος Ιουστίνου τι θα είχατε να μας πείτε;

Ειρ.Μπ.: Η αγιότης του είναι πανθομολογούμενη στη Σερβία, τόσο ανάμεσα στο πλήρωμα της Εκκλησίας, όσο και στην ιεραρχία της. Δεν υπάρχει ούτε ένας, που ν' αμφιβάλλει για την αρετή και την αγιότητα του. Πολλοί είναι εκείνοι, όχι μόνο από τη Σερβία, αλλά και από την Ελλάδα, που έχουν θαυμαστές εμπειρίες από το Γέροντα Ιουστίνο, ακόμη και θεραπείες και άλλου είδους χαρισματική βοήθεια.

Κ.Ι.: Τι θα λέγατε για την επίσημη ανακήρυξή του ως αγίου από την Εκκλησία;

Ειρ.Μπ.: Η ανακήρυξη και η τιμή των αγίων στην Ορθοδοξία είναι, όπως γνωρίζετε, ένα χαρισματικό γεγονός, το οποίο με αυθορμητισμό αναπηδά και αναβλύζει από το βίωμα του λαού του Θεού. Η επίσημη ανακήρυξη έρχεται απλώς ως μια πανηγυρική διαπίστωση μιας ήδη υπάρχουσας συνειδήσεως, της καθολικής συνειδήσεως, του καθολικού αισθήματος της Εκκλησίας.
Αυτό το αίσθημα υπάρχει. Είναι λίγα, όμως, τα χρόνια που πέρασαν από την κοίμησή του, ώστε ίσως να είναι κάπως ενωρίς για την επίσημη πράξη της Εκκλησίας, η οποία ωστόσο δεν πιστεύω ότι θ' αργήσει να γίνει.
Ως κατακλείδα θα έλεγα ότι στο πρόσωπο του πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς συνδυάζονται ο άριστος δογματικός θεολόγος και ο συγγραφέας βίων των αγίων έχει γράψει και Συναξαριστές. Αυτή η σύνδεση του Θυσιαστηρίου και της ακαδημαϊκής έδρας, αυτή η σύνδεση της θεολογίας ως βιώματος και ως εκφράσεως αυτού του βιώματος -το δόγμα και η εμπειρία δεν είναι δύο χωριστά πράγματα, αλλά είναι το ίδιο πράγμα, διότι το δόγμα εκφράζει την πνευματική εμπειρία και η πνευματική εμπειρία διατυπώνεται ως δόγμα της Εκκλησίας- είναι ένα πολύ μεγάλο μήνυμα του πατρός Ιουστίνου στις μέρες μας.


Σημειώσεις:

(1) Ο αρχιμανδρίτης Ιουστίνος Πόποβιτς, έγραψε το 1968 ο αείμνηστος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Ν. Καρμίρης, προλογίζοντας το βιβλίο του πατρός Ιουστίνου Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, το οποίο κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, σε επανειλημμένες εκδόσεις, από τον εκδοτικό οίκο «Αστήρ», μεταφρασμένο από το Μητροπολίτη Ερζεγοβίνης, Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, κ. Αθανάσιο Γιέβτιτς, «εγεννήθη τω 1894, σπουδάσας δε την Θεολογίαν εν Σερβία, Ρωσσία και Αγγλία, ανεκηρύχθη εν έτει 1926 διδάκτωρ της Θεολογίας υπό της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εις ην υπέβαλεν εναίσιμον διατριβήν υπό τον τίτλον Το πρόβλημα της προσωπικότητος και της γνώσεως κατά τον Άγιον Μακάριον τον Αιγύπτιον. Εν έτει 1935 εξελέγη υφηγητής και βραδύτερον Καθηγητής της Δογματικής εν τη Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου. Αλλ' εν έτει 1945, επικρατήσαντος του κομμουνιστικού καθεστώτος εν Γιουγκοσλαβία, υπεχρεώθη να εγκαταλείψη το Πανεπιστήμιον και να αποσυρθή εν Μονή, ως πνευματικός, συνεχίζων εκεί, υπό συνθήκας λίαν δυσχερείς, το πνευματικόν και συγγραφικόν έργον του. Αποτελεί όμως και μέχρι σήμερον την κεκρυμμένην συνείδησιν της Σερβικής Εκκλησίας, αλλά και της μαρτυρικής Ορθοδοξίας εν γένει».
Και σε άλλο σημείο του ιδίου προλόγου: «Όθεν και ταυτίζει ούτος τον Θεάνθρωπον Χριστόν με το θεανθρώπινον σώμα Του, την Εκκλησίαν και συγκεκριμένως την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, και διά τούτο ως βασικήν τραγωδίαν του συγχρόνου ανθρώπου θεωρεί την αποεκκλησιαστικοποίησιν αυτού, δηλαδή την αλλοτρίωσιν (Εφ. 4, 18) και απομάκρυνσιν αυτού από του Θεανθρώπου Χριστού και από της πλήρους εν χάριτι ζωής εν τω σώματι Αυτού. Τονίζει δε ότι ο μεν Θεάνθρωπος Χριστός είναι το Α και το Ω του ανθρώπου, ούτος δε είναι αληθινός άνθρωπος μόνον δια του Θεανθρώπου και εν τω Θεανθρώπω, ούτως ώστε ο αγών διά τον Θεάνθρωπον είναι αγών διά τον άνθρωπον».

(2) Ήδη στην Ορθόδοξη συνείδηση καθιερώθηκε ως «πατήρ και διδάσκαλος της Εκκλησίας» (Καθηγούμενος Γ. Καψάνης), «απλανής διδάσκαλος της καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας» (μ. Θεόκλητος Διονυσιάτης), «μεγάλη Πατερική μορφή» (Μητροπολίτης Ύδρας Ιερόθεος), «διαπρεπής θεολόγος της Ορθοδοξίας και άγιος ασκητής» (Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος), «υψικάρηνος δρυς της Ορθοδοξίας» (Γαβριήλ Διονυσιάτης), «Άγιος του Θεού θεράποντος» (Μητροπολίτης Αθανάσιος Γιέβτιτς), στη δε συνείδηση του Ορθόδοξου πληρώματος, ιδίως του πιστού λαού της Σερβίας, ως Όσιος και Αγιος της Εκκλησίας του Χριστού.

(3) Ποίημα - προσευχή της ένθεης ψυχής του πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς.

(4) Απόσπασμα κειμένου του πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς για τον Ουμανισμό:
«Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχει σαν θεμέλιο τον άνθρωπο. Με τον άνθρωπο εξαντλείται το πρόγραμμα και ο σκοπός του ευρωπαϊκού πολιτισμού, το περιεχόμενο και τα μέσα του. Ο ουμανισμός είναι ο κύριος αρχιτέκτων του. Αυτός είναι ο εξ ολοκλήρου οικοδομημένος πάνω στη σοφιστική αρχή: «Πάντων χρημάτων, ορατών τε και αοράτων, μέτρον ανθρωπος»' και μάλιστα ο Ευρωπαίος άνθρωπος. Αυτός είναι ο ύψιστος δημιουργός και δοτήρ των αξιών. Αλήθεια είναι ό,τι αυτός θα ανακηρύξη σαν αλήθεια' το νόημα της ζωής είναι εκείνο που αυτός θ' ανακηρύξη σαν νόημά της' καλό ή κακό είναι εκείνα που αυτός θ' ανακηρύξη. Και για να ειπούμε πιο απλά και ειλικρινά: Ο Ευρωπαίος άνθρωπος ανεκήρυξε τον εαυτό του θεό. Δεν είδατε πόσο του αρέσει να συμπεριφέρεται σαν θεός και με την επιστήμη και τεχνική και με τη φιλοσοφία και κουλτούρα και με τη θρησκεία και την πολιτική και με την τέχνη και τη μόδα -να συμπεριφέρεται σαν θεός με κάθε τρόπο, έστω και με την Ιερά Εξέτασι και τον Παπισμό, έστω και με φωτιά και με μαχαίρι, έστω και με τον τρωγλοδυτισμό και την ανθρωποφαγία; Αυτός εδήλωσε με την γλώσσα της ουμανιστικής θετικιστικής επιστήμης του, ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Και απ' αυτήν την λογική καθοδηγούμενος έβγαλε θαρραλέα το συμπέρασμα: -Αφού Θεός δεν υπάρχει, τότε εγώ είμαι ο θεός!
Το προσφιλέστερο πράγμα στον Ευρωπαίο άνθρωπο είναι ακριβώς το να παριστάνη τον θεό, παρ' ότι μέσα στο σύμπαν είναι σαν ποντικός μέσα στη φάκα. Για να δείξη και αποδείξη την «θεότητά του», διεκήρυξε ότι όλοι οι κόσμοι από πάνω μας είναι άδειοι, χωρίς Θεό και χωρίς ζωντανά όντα. Θέλει αυτό με κάθε θυσία να κυριάρχηση στην φύση, να την υποτάξη στον εαυτό του. Γι' αυτό έχει οργανώσει μια συστηματική εκστρατεία εναντίον της φύσεως, στην οποία εκστρατεία έχει συζεύξει την φιλοσοφία και την επιστήμη του, την θρησκεία και την ηθική του, την πολιτική και την τεχνική του. Και έχει βέβαια κατορθώσει να λειάνη μερικά κομμάτια στον φλοιό της ύλης, αλλά δεν έχει μεταμορφώσει την ύλη. Πολεμώντας με αυτήν ο άνθρωπος δεν κατόρθωσε να την ανθρωποποιήση. Αντίθετα αυτή πέτυχε να στενέψη τον άνθρωπο και να τον κάνη μόνο επιφάνεια, δηλαδή μόνο ύλη. Αυτός πάλι, περικυκλωμένος από αυτήν, συνειδητοποιεί τον εαυτό του σαν ύλη και μόνο σαν ύλη. Είναι φανερό ότι ο Ευρωπαίος άνθρωπος δεν είναι θεός, αλλά δούλος των πραγμάτων. Αυτός που θέλει να λέγεται θεός, προσκυνάει δουλικά τα πράγματα, τα είδωλα, που μόνος του εδημιούργησε. Στην εκστρατεία του εναντίον κάθε υπερφυσικού αντικατέστησε με τα προϊόντα του πολιτισμού του κάθε υπερυλικό πόθο: τον ουρανό, την ψυχή, την αθανασία, την αιωνιότητα, τον ζωντανό και αληθινό θεό. Και τον πολιτισμό ανεκήρυξε θεό. Διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί πάνω στον πλανήτη αυτό, που βυθίζεται στο σκότος, να ανθέξη χωρίς Θεό, έστω και ψεύτικον. Αυτή είναι η μοιραία ειρωνεία του ανθρώπου. Δεν έχετε παρατηρήσει ότι ο Ευρωπαίος άνθρωπος με την πολιτική του μανία μετέβαλε την Ευρώπη σε ένα εργοστάσιο ειδώλων; Σχεδόν όλα τα προϊόντα του πολιτισμού έχουν γίνει είδωλα. Γι' αυτό η εποχή μας είναι πρώτα πρώτα εποχή της ειδωλολατρίας. Καμμιά ήπειρος δεν είναι τόσο πολύ πλημμυρισμένη από είδωλα, όπως η σημερινή Ευρώπη. Πουθενά δεν προσκυνούνται τόσο δουλικά τα πράγματα και πουθενά ο άνθρωπος δεν ζη και δεν εργάζεται τόσο για τα πράγματα, όσο στην Ευρώπη. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια ειδωλολατρία της χειρότερης μορφής, επειδή η προσκύνησι αναφέρεται στο χώμα. Πέστε μου, δεν προσκυνάει ο άνθρωπος το κόκκινο χώμα, όταν εγωιστικά αγαπάει το γήινο χοϊκό σώμα του και επίμονα ισχυρίζεται: είμαι σαρξ και μόνο σαρξ; Πέστε μου, δεν προσκυνάει ο Ευρωπαίος άνθρωπος το κόκκινο χώμα, όταν ανακηρύττει σαν ιδεώδες του τον ταξικό αγώνα ή το έθνος ή την ανθρωπότητα;
Η Ευρώπη λοιπόν δεν υποφέρει από τον αθεϊσμό, αλλά από τον πολυθεϊσμό. Δεν υποφέρει από την έλλειψι θεών, αλλά από την πληθώρα θεών. Αφού έχασε τον αληθινό Θεό, θέλησε να χόρταση την πείνα του Θεού με τη δημιουργία ψευτοθεών και ειδώλων. Εδημιούργησε είδωλα από την επιστήμη και τις θεωρίες της, από την τεχνική και τις εφευρέσεις της, από την θρησκεία και τους αντιπροσώπους της, από την πολιτική και τα κόμματά της, από την μόδα και τα μανεκέν της. Και στο κέντρο όλων αυτών των ειδώλων και στον οικουμενικό θρόνο του εγωισμού ετοποθέτησε και εγκαθίδρυσε τον Ευρωπαίο άνθρωπο, τον Δαλάϊ-Λάμα της Ευρώπης».


(Από το βιβλίο «Γεροντικό του 20ου Αιώνος», Ιωαννίδης Κλείτος, Εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος)

Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος, Καθηγητής Παιδαγωγικής Η διόραση του Κάλλους από τους χαρισματικούς Γέροντες

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η επιστήμη μας άνοιξε εδώ και αιώνες έναν δρόμο προς την φύση και την κτίση, που μπορεί να απομύθευσε τον κόσμο, να απογοήτευσε ρομαντικούς, που είχαν ονειρευθεί μια «βόλτα στο φεγγάρι» και να τροφοδότησε επιχειρήματα του λεγόμενου αθεϊσμού. Παραπληρωματικά στην επιστήμη κινήθηκε η ποίηση, με κορυφαία εκείνη του Ελύτη, ο οποίος μας έδωσε ένα καταπληκτικό δείγμα  γραφής, κυρίως χάρη στα πεζά του, για τον τρόπο ανάγνωσης της φύσης και του κόσμου εκτός των τειχών του νατουραλισμού. Έτσι σήμερα, χάρη στην επιστήμη και στην πίστη, βρισκόμαστε ενώπιος ενωπίω με μια  αυταπόδεικτη αλήθεια: ο κόσμος και η κτίση  δεν απομαγεύτηκαν, απλώς άλλαξαν βλέμμα, πολύ φυσιολογικό αυτό, οι επιστήμες και οι ποιητές. Και μας δείχνουν το μη εξαντλήσιμο με ανθρώπινα μέτρα και σταθμά αμήχανο κάλλος της κτίσης.
Το ίδιο κάλλος θεάζονται και οι άγιοι, οι χαριτωμένοι Γέροντες, οι ησυχαστές, μέσα από το δικό τους βλέμμα, με μια ουσιώδη διαφορά, ότι δεν μαθήτευσαν  πουθενά. Aυτό το βλέμμα των ησυχαστών παραμένει, όπως είναι γνωστό, μωρία για πολλούς επιστήμονες και  ποιητές. Επιστήμονες στιβαροί, ποιητές και Γέροντες ένα και το αυτό κάλλος διηγούνται, το άκτιστο αμήχανο κάλλος της κτίσης. Δεν είναι δε συμπτωματικό, ότι στην τέχνη συνολικά, όχι μόνο στην ποίηση, συνηχείται και ένα θρησκευτικό στοιχείο(Gadamer 2000,147). Αυτό είδαμε εξάλλου ανωτέρω στον Πλάτωνα.
Πηγή:writing.wikinut.com
Πηγή:writing.wikinut.com
Οι Γέροντες, πίσω από κάθε ρεμβασμό και κάθε εν γένει νατουραλιστική θεάση, πίσω από το φυσικό τοπίο και τα έμβια όντα, εντοπίζουν το όντως αόρατο υπαρκτό. Γι’ αυτό το λόγο όχι μόνο δεν είναι αφελείς νατουραλιστές, αλλά απεναντίας  με τη διόρασή τους ανατρέπουν τους όρους της φυσικής αναγκαιότητας, κάτι που αναμφίβολα και  τους  καλλιτέχνες  προκαλεί δημιουργικά – το μέγα πάθος της ελευθερίας τους σαγηνεύει- και το εξέφρασαν κατά καιρούς. Αλλά ο ησυχαστής το  ζει με συγκεκριμένο τύπο και τρόπο βίου, δεν το εικονίζει π.χ. σε έναν εξαίσιο πίνακα ζωγραφικής. Αυτό το οράν της διόρασης βρίσκεται εκτός των όρων της πλατωνικής ιδέας του αγαθού, αλλά και του απολύτου πνεύματος(Hegel). Εξάλλου, διαφέρει πλήρως η πατερική άποψη περί ωραίου από την φιλοσοφική.
Η πάγια  άποψη της φιλοσοφίας και της τέχνης ότι το ωραίο  δεν συναρτάται με σκοπό, νόημα και χρήση, δηλαδή ότι λειτουργεί αυτονομημένο – αυτή κι αν έθρεψε το πάθος της αυτοδικαίωσης!-,άλλοτε έθρεψε ένα σωρό φαντασιακά μυθεύματα περί αυτονομίας του ανθρώπου και άλλοτε θέλησε να τον καθηλώσει στην ιστορικότητα. Τελικώς, ενώ φάνηκε ότι άρχισαν να χωρίζουν οι δρόμοι θρησκείας, φιλοσοφίας και τέχνης(ό.π.α.,152),  στην ουσία ποτέ δεν συνέβη αυτό. Διότι, παρά τις αναμφισβήτητες διαφορές τους, π.χ. όσον αφορά την ελευθερία και την αυτοδικαίωση, το άκτιστο αμήχανο κάλλος έρχεται να βεβαιώσει, ότι μπορεί να υπάρξει ωραίο χωρίς αντικείμενο(ας πούμε π.χ. απόλυτη μουσική), το ίδιο όπως μπορεί να υπάρξει για τον ησυχαστή (θα αναφερθούμε διεξοδικά στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο) επιθυμία χωρίς επιθυμητότητα. Εάν όμως το ωραίο χωρίς αντικείμενο στην τέχνη φλερτάρει με μιαν αφόρητη Abstraktion, δεν συμβαίνει το ίδιο με την επιθυμητότητα, αφού εισέρχεται εδώ ανυπερθέτως το πρόσωπο του Άλλου.
Επιστρέφουμε στον Ησυχαστή. Διηγείται ο π.Εφραίμ την εμπειρία του μετά από τη Λειτουργία του Πάσχα μέσα στην ερημιά, όπου τα πάντα μέλπουν το Δημιουργό: «Σηκωνόμουν και πήγαινα στα βραχάκια και τράβαγα κομποσχοίνι. Τι ωραία η ομορφιά της Αναστάσεως! Κτυπούσαν οι καμπάνες των μοναστηριών, του Γρηγορίου, του Διονυσίου, κτυπούσε και του Ρωσικού η γιγάντια καμπάνα. Έπιανε τον ήχο  το κύμα και το έκανε σαν εμβατήριο και ακουγόταν σαν πιάνο και σαν αρμονία, σαν κάτι ουράνιο .Έκανε έναν ωραίο ήχο και μου ερχόταν θεωρία ….Ήταν η αναστάσιμη Χάρις  του Θεού, που πρόσφερε μια ωραιοτάτη πνευματική πανδαισία που δεν περιγράφεται..(ό.π.α.,356).  Σημειώνει δε για τον γέροντά του: «..ευωδίαζε όχι μόνο το σώμα, αλλά κι’ όλος ο τόπος γύρω μας»(ό.π.α.,306).
Και αλλού  μας λέγει: «Κάποτε λοιπόν, εκεί που καθόμασταν έξω και τραβούσαμε κομποσχοινάκι με τον Γέροντα και μου διηγόταν για τους πατέρες που είχε γηροκομήσει και περί προσευχής, ευωδίασε ο τόπος σαν να υπήρχαν κρίνα και τριαντάφυλλα, ενώ ήταν ξεραϊλα΄ εμείς άλλο από πουρνάρια δεν είχαμε .Μύριζα εγώ και μου λέει: – Τι κάνεις έτσι; -Γέροντα, κρίνα και τριαντάφυλλα μυρίζει! – Βρε μπούφο, δεν πας λίγο πιο πέρα; Πήγαινε στην πόρτα; …..μπήκα στο κελλάκι του, ευωδίαζε όλο. Ευωδίαζαν τα πάντα, ακόμη και τα γένια και τα ρούχα του»(αρχ.Εφραίμ 2007,508 κ.εξ.). Απλά λόγια, «χαϊδευτικά»(!), σου αρέσει να τα «ακούς» από αυτό τον Γέροντα, μια νήφουσα ύπαρξη, που κουβαλάει στο αίμα της την μοναδική συνθήκη της αθανασίας, την αναπελάργηση: «κι όμως εκεί, λίγο ψηλότερα από το καμπαναριό, αλλάζει η ζωή σου»(Σεφέρης, Piazza San Nikolo).
Αλλά και εκείνη η ομορφιά που είχαν τα μήλα-δώρο της Παναγίας  στο εκκλησάκι  της Μεταμορφώσεως; Πόσο στενά συνυφασμένα είναι τα μήλα τόσο στην αρχαία ελληνική, όσο και στην νεοελληνική λαϊκή μας παράδοση με την αγάπη! Τι εύρημα κι αυτό! Ήταν ροδοκόκκινα με φρέσκα φυλλαράκια, σαν να τα έκοψε κάποιος εκείνη την ώρα(ό.π.α.,153).Ποιος γίγαντας της διάνοιας Πλάτων, ποιος νατουραλιστής, ποιος καλλιτέχνης θα τα υποκαταστήσει; Ποιος κριτικός τέχνης  θα μας μιλήσει για την τεχνοτροπία τους; Ποια αισθητικά κριτήρια βεβαιώνουν την ωραιότητά τους εν προκειμένω; Είναι απλή διέγερση αισθητική της συνείδησης των δύο  ησυχαστών, ή είναι κάτι άλλο; Ναι, δεν είναι εμπειρία αισθητική, δεν είναι κάποιο ωραίο «έργο τέχνης» μεγαλοφυούς καλλιτέχνη, που αναμένει την εκτίμηση του ειδικού κριτικού της τέχνης. Δεν είναι της φύσης προϊόν, που αναμένει την εκτίμηση του ειδήμονα γεωπόνου για να ερμηνευθεί.
Είναι  το θαύμα του ακτίστου κάλλους που φανερώνει μια δυνατότητα:  δεν αισθητοποιεί απλώς το συγκεκριμένο εύρημα, δεν το καθιστά δηλαδή καλλιτέχνημα που προϋποθέτει την ευαισθησία μας, για να συλλάβουμε το μήνυμά του, αλλά ούτε διατροφικό υλικό που θα αξιολογηθεί σύμφωνα με την επιτηδειότητα του επιστήμονα, με απώτερο σκοπό την χρήση του. Είναι μετατροπή της αίσθησης του ωραίου σε αίσθηση αθανασίας.

"Ο Γέροντας Πορφύριος έβλεπε πέρα από τον χωροχρόνο"



Μια μοναδική εξομολόγηση του μοναχού που είχε την ευλογία να βρίσκεται δίπλα στον Άγιο της εποχής μας, γέροντα Πορφύριο κατά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, φέρνει σήμερα στο φως η «κυριακάτικη δημοκρατία».
Ο αρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Αλευράς, μιλά για πρώτη φορά για τις συγκλονιστικές τελευταίες ημέρες του γέροντα που τον συγκλόνισαν και σημάδεψαν τη ζωή του.
Η γνωριμία του π. Γεωργίου με τον γέροντα Πορφύριο έγινε το 1985 όταν πήγε να τον επισκεφτεί στο Μοναστήρι στο Μήλεσι (όπου ζούσε τότε ο π. Πορφύριος) με σκοπό να τον ρωτήσει αν πρέπει να γίνει μοναχός.
«Γνώριζα ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο που είχε τη χάρη του Αγίου πνεύματος» λέει ο π. Γεώργιος και προσθέτει «άκουγα ότι ήταν χαρισματικός αλλά η αλήθεια είναι ότι ήξερα πολύ λίγα πράγματα. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα ότι ήταν ένα οικείο μου πρόσωπο».
Στη συνέχεια όμως αυτής της πρώτης γνωριμίας συμβαίνει ένα αξιοθαύμαστο γεγονός που εξέπληξε τον π. Γεώργιο.
«Όταν του είπα τι δουλειά κάνω και ότι έχω ένα κτήμα με το οποίο θέλω να ασχοληθώ μου περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την τοποθεσία που βρισκόταν, τι δέντρα έχει, που είναι το κάθε δέντρο ακόμα και μια μικρή αποθήκη που υπήρχε στο πίσω μέρος χωρίς φυσικά να το έχει επισκεφθεί ποτέ. Ένα γεροντάκι λοιπόν μια νύχτα του χειμώνα μέσα στο κελί του είδε όλη μου την περιουσία με κάθε λεπτομέρεια παρότι η όρασή των ματιών του ήταν εξαιρετικά αδύναμη».
Αυτό που συνέβη στον π. Γεώργιο είναι ένα από τα αμέτρητα περιστατικά που διηγούνται άνθρωποι που τον γνώρισαν. Το μεγάλο χάρισμά του γέροντα Πορφυρίου ήταν να βλέπει πέρα από τον χώρο και τον χρόνο.
Η συνάντηση συγκλόνισε τον π. Γεώργιο. «Μην γυρίσεις στα Τρίκαλα και τα διηγηθείς αυτά και έρχονται πούλμαν πιστών» ήταν η εντολή που του έδωσε ο γέροντας φεύγοντας. Στο δρόμο της επιστροφής από το Μοναστήρι είχε τόση μεγάλη χαρά που ήθελε να κατέβει από το αυτοκίνητο και να γυρίσει στην Αθήνα τρέχοντας. Ο ίδιος έμαθε μετά από χρόνια ότι εκείνη την ημέρα ο γέροντας είπε «αυτό το παιδί μέθυσε σήμερα με το Άγιο πνεύμα».
Μετά από 2 χρόνια ο γέροντας Πορφύριος κάλεσε τον π. Γεώργιο στο κελί του στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και του άνοιξε το δρόμο του μοναχισμού. Έμεινε ως δόκιμος για 4 χρόνια και έζησε από κοντά τις τελευταίες στιγμές του.
«Στην ηλικία του και με τα προβλήματα υγείας που είχε κανείς άλλες δε θα μπορούσε να αντέξει ούτε για λίγες μέρες στο Άγιον Όρος» λέει ο π. Γεώργιος.
«Ο γέροντας όμως παρακαλούσε τον Θεό να αφήσει την τελευταία του πνοή εκεί γνωρίζοντας ότι δεν θα είχε κατάλληλη ιατρική περίθαλψη. Έπασχε από καρκίνο, είχε προβλήματα καρδιάς, ήταν τυφλός αλλά δεν λύγιζε. Ήταν τόσο ευαίσθητη η υγεία του που ακόμα και το νερό που έπινε έπρεπε να είναι ειδικά επεξεργασμένο για να μην του προκαλεί μολύνσεις.
Στο κελί του δεν είχε ούτε ιατρικά μηχανήματα ούτε τα απαραίτητα φάρμακα και η πρόσβαση με το καράβι ήταν πολύ δύσκολη. Ακόμα και το φαγητό ήταν περιορισμένο.
Άντεξε όμως για δυο μήνες σ' αυτή την κατάσταση με τη χάρη του Θεού. Οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος θα θεωρούσε αυτοκτονία να βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση σε ένα απομονωμένο κελί του Αγίου Όρους. Για τον γέροντα όμως ήταν επιλογή και ευλογία» αναφέρει ο π. Γεώργιος.
Εκείνους τους δυο τελευταίους μήνες της ζωής του (το 1991) τον διακονούσαν πέντε μοναχοί. Η πιο ωραία στιγμή ήταν όταν το βράδυ τους καλούσε για να τους μιλήσει. Εκεί τους προετοίμαζε για να αντιμετωπίσουν όλες τις δυσκολίες της ζωής.
Ο π. Γεώργιος είχε αναλάβει να ψαρεύει για να εξασφαλίζεται η τροφή. Πολλές φορές όμως δεν τα κατάφερνε και ο γέροντας έμενε χωρίς φαγητό.
«Ο γέροντας μπορούσε να σου πει ακόμα και σε ποια σημεία της θάλασσας υπήρχαν ψάρια και όχι μόνο. Μια μέρα μου είπε να πάω σε ένα συγκεκριμένο σημείο για να μαζέψω σαλιγκάρια. Εγώ απόρησα γιατί ήξερα ότι εκεί δεν υπήρχαν σαλιγκάρια αλλά τελικά ο γέροντας είχε δίκαιο. Πήγα εκεί που μου υπέδειξε και μάζεψα εκατοντάδες! Ο γέροντας όχι μόνο τα είχε δει αλλά επιστρέφοντας μου είπε ότι είχα γλιστρήσει στο δρόμο και ότι κάποια στιγμή βαρέθηκα να τα μαζεύω και έφυγα. Καταλαβαίνετε λοιπόν την έκπληξή μου. Ένιωθα ότι είχα δίπλα μου την προστασία αυτή της θείας παρουσίας» λέει ο π. Γεώργιος.
Τους τελευταίους δυο μήνες λίγοι γνώριζαν ότι ο γέροντας είχε επιστρέψει στα Καυσοκαλύβια γι' αυτό και οι επισκέπτες ήταν ελάχιστοι. Όσο περνούσαν οι μέρες ήξερε ότι πλησίαζε το τέλος. Τις τελευταίες 10 μέρες δεν έτρωγε καθόλου. Ο π. Γεώργιος δεν ήθελε να το πιστέψει και ήλπιζε σε ένα θαύμα, όμως ο γέροντας φρόντισε να τον προετοιμάσει.
«Με κάλεσε την τελευταία μέρα στις 2 Δεκεμβρίου 1991, ζήτησε να είμαι μόνος μου και μου είπε "παιδί μου να ρίξεις τα κοφίνια αύριο στη θάλασσα και όσα ψάρια πιάσεις να τα στείλεις στο Μοναστήρι μου στο Μήλεσι".
Ουσιαστικά μου είπε ότι από την επόμενη μέρα δε θα χρειάζεται πλέον να φροντίζω για την τροφή του και αντιλήφθηκα ότι ο γέροντας φεύγει ...;» διηγείται με συγκίνηση ο π. Γεώργιος και συμπληρώνει: «Έπεσα τότε στο προσκέφαλό του, προσευχόμενος και σκεπτόμενος όλη την πορεία της ζωής του.
Ο γέροντας που γνώριζε τις σκέψεις μου συγκινήθηκε και τράβηξε τα χέρια του από πάνω μου για αποφορτιστεί. Δε μου ζήτησε όμως να φύγω. Ήθελε να μείνω δίπλα του γονατιστός και αυτό κράτησε ώρες. Ήξερα ότι ζούσα τις τελευταίες του στιγμές. Στις 9 το βράδυ ξεκίνησε η πρώτη καρδιακή κρίση που υποχώρησε για να επανέλθει αργότερα. Ο γέροντας υπέφερε αλλά ήταν γαλήνιος. Ακόμα και εκείνη την ώρα προσευχόταν με την αρχιερατική προσευχή του Ιησού και επαναλάμβανε τη φράση «ινα ώσιν εν». Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του.
Σήμερα μπορεί κάποιος να καταλάβει πολύ καλύτερα από τότε πόση ανάγκη έχει ο λαός του Θεού αυτή την αρχιερατική προσευχή του Ιησού.
Ο γέροντας είναι βέβαιο ότι ήθελε να προειδοποιήσει για τις δύσκολες μέρες που θα ερχότανε γι' αυτό και πάντα μας έλεγε "μέσα από τη συμφορά θα έρθει η ελπίδα και θα εμφανιστεί ένας σπουδαίος άνθρωπος του Θεού που θα συνεγείρει και θα ενώσει τον κόσμο στο καλό» καταλήγει ο π. Γεώργιος.
Έτσι ο γέροντας εκοιμήθη ταπεινά στο κελί του, όπως επιθυμούσε, μέσα στη γαλήνη του Θεού.
Κανείς δεν πληροφορήθηκε το θάνατό του . Είχε ζητήσει στην κηδεία του να μην υπάρχει κόσμος. Φρόντισε γι' αυτό ο Θεός και τις δυο επόμενες μέρες η σφοδρή κακοκαιρία δεν επέτρεψε σε κανέναν να πλησιάσει στα Καυσοκαλύβια.
Ετάφη στο προαύλιο, σε μια λωρίδα γης του περιβολιού της Παναγίας, καλογερικά, ήσυχα και ταπεινά.
«Ο γέροντας δεν ήθελε ούτε στη ζωή του ούτε μετά θάνατον να φανούν σημεία Aγιότητος και το ζητούσε αυτό από το Θεό στην προσευχή του, ωστόσο τα δυο του χέρια κατά την εκταφή του (τρια χρόνια μετά) ήταν άφθαρτα» λέει ο π. Γεώργιος και καταλήγει λέγοντας: «Όλοι όσοι ήμασταν κοντά του νιώθουμε συνεχώς την παρουσία του.
Εγώ όταν αντιμετώπισα ένα σοβαρό πρόβλημα και τον επικαλέστηκα είχα βοήθεια. Ήρθε στον ύπνο μου και με συμβούλευσε. « Ένα όνειρο ήταν» μπορεί να πουν κάποιοι, αλλά για μένα ήταν κάτι πολύ σπουδαιότερο και αληθινό».
Το 1986 ο γέροντας είχε αποκαλύψει στα πνευματικά του παιδιά ότι σκεφτόταν να δημιουργήσει κάτι σπουδαίο (ισάξιο με τις Πράξεις των Αποστόλων όπως έλεγε) για να βοηθήσει χιλιάδες ανθρώπους αλλά συναντούσε τεράστια εμπόδια.
Ο π. Γεώργιος πιστεύει σήμερα ότι ο γέροντας ήθελε να δημιουργήσει ένα Ίδρυμα συμπαράστασης σε όσους έχουν ανάγκη και είναι αποφασισμένος να το υλοποιήσει έστω και τώρα.
Ήδη κατασκεύασε μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας που την αφιέρωσε στον γέροντα και την ονόμασε «ινα ωσιν εν» ενώ αντίγραφό της δόθηκε και στη Ρωσική Εκκλησία γιατί ο γέροντας είχε πάρει τη χάρη να γίνει μοναχός από έναν Ρώσο ασκητή.
Παράλληλα σε συνεργασία με τον Ιωάννη Κορνιλάκη και την μη κερδοσκοπική οργάνωση «Ελαία» προετοίμασε την έκδοση ενός μνημειώδους βιβλίου με τα ανέκδοτα χειρόγραφα του «Αγίου της πολιτικής» Ιωάννη Καποδίστρια.
Τα σχέδια του για το μέλλον αφορούν την επέκταση αυτού του έργου και σε άλλες δραστηριότητες για την διατήρηση της παρακαταθήκης του γέροντα Πορφυρίου.

Του Δημήτρη Ριζούλη