Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Δεν είναι το μείζον να ζήσουμε...



Ενθυμούμενοι τα λόγια του ίδιου του Κυρίου που μας προτρέπει: «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν· ζητείτε, και ευρήσετε· κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν» ζητούμε από τους Αγίου μας, οι οποίοι έχουνε παρρησία στον Θεό να μεσιτεύσουν και για εμάς. Να κάνουνε κάποιο θαύμα, να μας απαλύνουνε τον πόνο, να μας θεραπεύσουν.
Οι πιο πολλοί από εμάς ζητούμε θαύμα. Ένα σημείο με το οποίο θα δούμε την ίαση του σώματος, του δικού μας ή κάποιου αγαπημένου μας προσώπου. Ζητούμε θαύμα ώστε η επίγεια ζωή μας να συνεχιστεί χωρίς πόνο, χωρίς αρρώστια, χωρίς σταυρό.

Ζητούμε κάτι το οποίο εάν μας δοθεί μπορεί τώρα να μας βγάλει από τον πόνο και την αγωνία αλλά τελικά μπορεί να «εμποδίσει» την σωτηρία μας. Ζητούμε κάτι το οποίο όσο σημαντικό κι αν είναι τώρα να απαλλαγούμε από αυτό ίσως για το «μετά» αποβεί αυτή η εμμονή μας μοιραία. Ποιο μετά; Το μετά του θανάτου.
Διότι ακόμα και εμείς που είμαστε υγιείς σίγουρα θα πεθάνουμε. Και δεν το λέγω αυτό ώστε να παραιτηθούμε από την ζωή. Και να περιμένουμε με σταυρωμένα χέρια τον θάνατο. Αντιθέτως. Η συναίσθηση ότι αυτή η ζωή είναι παροδική και εφήμερη θα μας κάνει να την εκτιμήσουμε όπως πρέπει. Θα μας κάνει να δούμε την ζωή μας στην πραγματική της διάσταση. Στο ότι δηλαδή, ζούμε όχι απλά για να πεθάνουμε. Δεν ερχόμαστε σ’αυτήν την ζωή και για πονάμε και να υποφέρουμε. Ζούμε ώστε να φτάσουμε στην Αγάπη με κάθε κόστος. Να την κατακτήσουμε και να κατακτηθούμε από αυτήν. Γεννιόμαστε άνθρωποι με σκοπό την Θεανθρωπία, την Αγιότητα.
Ίσως πονούμε λοιπόν. Πονούμε πολύ. Και θέλουμε πάσι θυσία να ξεμπερδέψουμε από τον πόνο αυτό. Όμως ας σκεφτούμε λίγο αδελφοί μου. Ας σκεφτούμε εάν ο πόνος αυτός, ο σταυρός αυτός που κουβαλούμε σήμερα όποια μορφή κι αν έχει, μας έχει ωφελήσει ή όχι.
Μας έφερε πιο κοντά στον Θεό; Μας έκανε να ζούμε με μετάνοια, με προσευχή, με μυστηριακή ζωή; Εάν ναι, τότε η δοκιμασία αυτή, τότε ο πόνος αυτός είναι τελικά ο μέγας ευεργέτης μας, είναι αυτός ο οποίος μας απάλλαξε από την αμετανοησία, την αδιαφορία και την άνομη ζωή που πιθανότατα είχαμε όταν ήμασταν υγιείς. Είναι ο μεγάλος δάσκαλος της ζωή μας. Είναι ο πιο σπουδαίος μας φίλος.
Δηλαδή, θα ρωτήσει κάποιος, να μην ζητώ από τον Θεό, από τον Άγιο Λουκά να γίνω καλά;
Δεν θα απαντήσω εγώ. Θα απαντήσει ο ίδιος ο Χριστός: «Ζητείται πρώτον την Βασιλεία του Θεού και πάντα ταύτα προστεθίσεται ημίν».
Να ζητάμε λοιπόν από τον Θεό, ομως πρώτα, πάνω απ΄όλα να ζητούμε την Βασιλεία Του.
Ποιος όμως από εμάς ζητά πάνω απ’όλα την σωτηρία του και όχι την υγεία του σώματός του;
Ποιος από εμάς τολμά να πει: Κύριε, σώσε με. Κύριε σώσε με ότι κι αν μου στοιχίσει;
Είμαστε έτοιμοι να σηκώσουμε τον σταυρό μας; Να βάλουμε το εγώ μας πάνω στον σταυρό όποια μορφή κι αν έχει αυτός... Του πόνου, της απόρριψης, της προδοσίας, της πικρής καθημερινότητας;
Ποιοι είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε τον σταυρό μας ως μέσο καθαγιασμού;
Ποιοι είμαστε έτοιμοι να μιμηθούμε όλους αυτούς τους Αγίους που λέμε ότι αγαπάμε και τιμούμε; Για να δούμε τα συναξάρια τους. Την ιστορία του καθενός. Όλοι τους, σήκωσαν τον σταυρό τους. Κάνανε την εξορία, σπίτι τους, κάνανε τον πόνο τους, χαρά τους, κάνανε τις πληγές τους από τα μαρτύρια τα τρόπαιά τους, κάνανε τον θάνατό τους, ένα πανηγύρι.
Εάν ο νούς μας αδελφοί μου σταματά μόνο σ’αυτήν την ζωή, ίσως είναι δικαιολογημένη ακόμα και η απελπισία μας όταν μία δοκιμασία έρχεται απρόσμενα στην προγραμματισμένη μας ζωή. Όμως ο άνθρωπος θα πρέπει να ξεπερνά αυτή την ζωή, να μην μένει σ’αυτή την πεπερασμένη κατάσταση. Γιατί; Διότι ο άνθρωπος, η ύπαρξή μας πλέον λόγο του Χριστού ξεπερνά αυτήν την ζωή. Ξεπερνά τον θάνατο και την φθορά, ξεπερνά το τώρα και χάνεται στο άπειρο του Θεού.
Γι’αυτό και ο άνθρωπος που δεν βλέπει το τέλος στον θάνατο, ελπίζει. Ελπίζει όχι στην αποκατάσταση αυτής της ζωής, ή στην καλυτέρευση της κατάστασής του, δεν ελπίζει ότι δεν θα πεθάνει ποτέ...αλλά ελπίζει στο «μετά» του θανάτου. Εκεί βρίσκεται η πηγή της ελπίδος του. Εκεί αναζητά την λύτρωσή του. Στον Χριστό. Όχι σ’ έναν Χριστό που θα φέρει εφήμερη χαρά, φθαρτά αγαθά, μία επίγεια ανταμοιβή για την αφοσίωσή μας ή μία επίγεια δικαιοσύνη (που κάποιοι λανθασμένα επικαλούνται) για τις αδικίες που έχουν υποστεί από τους άλλους. Λέγοντας, θα το βρεις από τον Θεό κτλ. Λες και ο Θεός είναι σαν και εμάς εμπαθείς, υποχείριο των μικροτήτων μας.
Όχι. Δεν θα πρέπει να ελπίζει ο χριστιανός σε θεϊκά ρουσφέτια, σ’έναν Θεό που θα ικανοποιεί τις δικές του ιδιοτροπίες, τα δικά του «θέλω».
Ο άνθρωπος εάν καταλάβει ότι είναι αιώνιος θα πάψει να γογγύζει, θα πάψει να διαμαρτύρεται. Υπομένει γιατί ξέρει καλά ότι όλα αυτά κάποτε θα περάσουν. Ξέρει καλά ότι όλα κάποτε θα τελειώσουν. Και εκεί στο τέλος, μάλλον σ’αυτό που θεωρεί τέλος ο κόσμος, δηλαδή τον θάνατο, θα αρχίσει η αιωνιότητα.
Εάν είχαμε λίγη συναίσθηση το ποιοι είμαστε και για που προοριζόμασταν θα παύαμε τα «γιατί θεέ μου σε μένα», «έως πότε», «φτάνει πια»!
Αλλά θα λέγαμε αυτό που είπε μία κοπέλα που οι γιατροί πλέον τις είχαν δώσει μερικές μέρες ζωής.
Θέλω να ζήσω, είπε στον ιερέα που ζήτησε να δει. Αλλά δεν ήλθα εδώ πάτερ για να μου το επιβεβαιώσετε. Δεν ήλθα εδώ για να μου υποσχεθείτε κάποιο θαύμα ότι όλα θα περάσουν και θα γίνω καλά.
Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτόν τον κόσμο. Ο ιερέας λοιπόν σαστισμένος την ρώτησε: Καλά μέσα στη δοκιμασία σου, δεν ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα, Θεέ μου;» -Δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ, είπε η κοπέλα αυτή. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι και σε εμένα; Και περιμένω πλέον όχι τον θάνατό μου· προσδοκώ τον φωτισμό μου».
Δεν είναι το μείζον να ζήσουμε.Το μείζον είναι να ζήσουμε με τον Χριστό, δια του Χριστού. Και αυτό μας καλούν με το παράδειγμά τους οι Άγιοι. Να ζήσουμε μέσα στο Κάλλος μιας αιωνιότητας που μας προσφέρεται από τώρα. Αρκεί να ζήσουμε αυτήν την ζωή χριστομίμητα.
αρχιμ.Παύλος Παπαδόπουλος

Γέροντας Πορφύριος: Έχουν κάνει όλες τις αμαρτίες, όμως εγώ τ’ αγαπώ!



Μου έλεγε κάποια μέρα: «Έρχονται σε μένα καμιά φορά και αγόρια και κορίτσια. Τα καημένα τα παιδιά και τι δεν έχουν κάνει, όλες τις αμαρτίες τις σαρκικές τις έχουν κάνει, μα εγώ τ’ αγαπώ».
Ο Γέροντας δε δικαιολογούσε τις πράξεις των παιδιών∙ τις χαρακτήριζε ως σαρκικές αμαρτίες ,αλλά συγχρόνως τα αγαπούσε σαν πολύτιμες ψυχές «υπέρ ων Χριστός απέθανε». Με την αγάπη του, τους προσείλκυε σαν μαγνήτης και τους θεράπευε σταδιακά από τη σαρκολατρεία τους.

Η πατερική αυτή στάση του Γέροντα, παρεξηγήθηκε από μερικούς πουριτανούς συντηρητικούς, που επένθησαν, και μερικούς ανεύθυνους προοδευτικούς, που πανηγύρισαν, για την ίδια αιτία: για το ότι τάχα ο Γέροντας «ανέχεται» τις σαρκικές αμαρτίες. Δεν καταλάβαιναν, ότι η αμαρτία δεν καταπολεμείται, ούτε με τη μισαλλόδοξη καταδίκη του αμαρτωλού , ούτε με την ένοχη νομιμοποίηση της πτώσης.
Ο Γέροντας πολεμούσε αποτελεσματικά την αμαρτία, αγαπώντας τον αμαρτωλό και βοηθώντας τον στην συνειδητοποίηση της ευθύνης για τις πτώσεις του, και της δυνατότητας εν Χριστώ της απαλλαγής του και απ’ αυτές και από την ενοχή, δια της μετανοίας και της συγχωρήσεως και της εν Χριστώ ζωής.
Ήθελε να οδηγεί στην καινούργια ζωή, και όχι να ταλαιπωρεί τις ψυχές με την παλιά.

Ο Άγιος Ιωάννης ο ασκητής και ο Άγιος Συμεών ο δια Χριστόν σαλός.


Στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού του έτους 518 πήγαν στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν και δυο νέοι, φίλοι αχώριστοι, από την Έδεσσα της Συρίας. Μετά την προσκύνηση του Σταυρού του Χριστού είπαν να επισκεφτούν μοναστήρια και ασκητήρια για να πάρουν ευχές και νουθεσίες από τους ασκητές. Χάρηκαν τόσο πολύ από την περιήγηση αυτή και την επαφή τους με τους μοναχούς, που ήθελαν να μείνουν εκεί. Σ’ ένα μοναστήρι λοιπόν έγιναν μοναχοί κι από ‘κει αναχώρησαν μόνοι για την έρημο. Κοντά στη Νεκρά θάλασσα βρήκαν σπήλαια και κατοίκησαν. Εκεί ζούσαν ασκητικά, προσευχόμενοι και διαβάζοντας τις Γραφές καθημερινά. Καθάριζαν το νου και την καρδιά τους από κάθε επιθυμία κοσμική, ώσπου έφτασαν σε κατάσταση απάθειας, δηλαδή, δεν επιθυμούσαν πια τίποτε κακό ούτε μπορούσαν να σκεφθούν κάτι αντίθετο από το θέλημα του Θεού. Πέρασαν εκεί είκοσι εννέα χρόνια.

Μια μέρα λέει ο Συμεών στον Ιωάννη: «Έχω μία εσωτερική πληροφορία, που μου λέει να πάω στον κόσμο. Ίσως εκεί βοηθήσω και κάποιους άλλους να βρουν το δρόμο του Θεού». Μα ο Ιωάννης δεν ένοιωθε πως ήταν έτοιμος ή ικανός για κάτι τέτοιο. Μάλιστα προσπαθούσε να μεταπείσει το συνασκητή του ν’ αλλάξει γνώμη. Ο Συμεών όμως είχε μία εσωτερική σιγουριά για την απόφαση αυτή. Έτσι μια μέρα αποχαιρέτησε το φίλο του κι έφυγε για τον κόσμο. «Πάω να περιπαίζω τον κόσμο» του είπε.
Πήγε πρώτα στα Ιεροσόλυμα. Εκεί προσκύνησε τους Αγίους Τόπους και μετά έφυγε για την πατρίδα του, την Έδεσσα. Κατά την επαφή του με τον κόσμο, συνέχεια γίνονταν θαύματα με την προσευχή του και το άγγιγμα των χεριών του. Όμως παρακάλεσε το Θεό να τον προστατεύσει, να μην γνωρίσουν οι άνθρωποι ποιος ήταν. Γι’ αυτό και ο ίδιος προσποιείτο πως ήταν σαλός, δηλαδή τρελός. Άρχισε τις τρέλες του με την είσοδό του στην πόλη. Βρήκε έναν ψόφιο σκύλο, τον έδεσε με το ζωνάρι του και σέρνοντάς τον μπήκε στην πόλη. Εκεί κοντά ήταν ένα σχολείο. Μόλις τον είδαν τα παιδιά, τον πήραν για τρελό, έτρεχαν ξωπίσω του και τον γιουχάιζαν.
Σαν ήρθε στη αγορά τον βρήκε κάποιος εστιάτορας και τον προσέλαβε να πουλά ξηρές τροφές. Αυτός μόλις ανάλαβε καθήκοντα πωλητή άρχισε να τρώει, (είχε μία βδομάδα να φάει). Όταν χόρτασε, άρχισε να διαμοιράζει τις υπόλοιπες τροφές στους ζητιάνους. Σαν τον πήρε είδηση ο ιδιοκτήτης, τον έδιωξε βρίζοντας και κλωτσοκοπώντας τον. Ο Όσιος Συμεών έφυγε, μα επέστρεψε πάλι το απόγευμα. Μπήκε στο εστιατόριο με αναμμένα κάρβουνα στη χούφτα του και λιβάνι. Θύμιαζε το μαγαζί και τους παρευρισκόμενους. Όταν είδε αυτό το θαύμα η γυναίκα του εστιάτορα, ευλαβήθηκε πολύ τον Άγιο και ολόκληρη η οικογένεια επέστρεψε στην Ορθοδοξία, γιατί ήσαν αιρετικοί.
Μετά απ’ αυτό όλοι τον σέβονταν. Άρχισε, λοιπόν, να τρώει κρέας μπροστά τους. Για κάθε κομμάτι κρέας, που έτρωγε φανερά, νήστευε στα κρυφά για μια βδομάδα όλα τα φαγητά. Επειδή και πάλι τον τιμούσαν και ιδίως η γυναίκα του εστιάτορα, σκέφτηκε κάτι άλλο να κάνει. Ανέβηκε ένα βράδυ στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η γυναίκα μόνη της κι έκανε πως ήθελε να την αγκαλιάσει. Αυτή μόλις το αντιλήφθηκε, έβαλε τις φωνές και με κλωτσιές τον έβγαλαν έξω.
 Κάποιος διάκος, ονόματι Ιωάννης, έγινε φίλος με τον Άγιο Συμεών. Τον συμπονούσε για την κακοπάθεια και τη σκληραγωγία του. Προσφέρθηκε μια μέρα να τον πάει στα κοινά λουτρά, να τον λούσει. Ο Όσιος αντί να τον ακολουθήσει στο αντρικό λουτρό όρμησε στο γυναικείο. Οι γυναίκες που λούζονταν ξαφνιάστηκαν, τον άρπαξαν και αφού τον έδειραν, τον έριξαν έξω. Αργότερα τον βρήκε ο Ιωάννης, ο διάκος, και τον ρώτησε: «Πώς αισθάνθηκες, αλήθεια, ανάμεσα σε τόσες γυμνές γυναίκες;». Κι αυτός του απάντησε: «Τίποτε δεν αισθάνθηκα, ήμουν σαν ξύλο ανάμεσα στα ξύλα».
Ο διάκος Ιωάννης είχε ένα γιο, ο οποίος επισκεπτόταν κρυφά μια παντρεμένη γυναίκα. Όταν τον βρήκε ο Όσιος στην αγορά, του ‘δωσε ένα σκαμπίλι και του είπε: «Πάψε να κάνεις αυτά που κάνεις, γιατί θα σε πάρει ο δαίμονας και θα σε σηκώσει». Και ο δαιμονίστηκε πάραυτα! Έπεσε χαμαί κι’ άφριζε. Είδε τότε τον Άγιο να βγάζει από πάνω του ένα μαύρο ζώο και να το διώκει με ξύλινο σταυρό. Αμέσως ο νέος θεραπεύτηκε και σωφρονίστηκε, Δεν μπορούσε όμως να πει τίποτε απ’ όσα είδε κι έπαθε, παρά μόνο μετά το θάνατο του Αγίου.
Ο Άγιος Συμεών συνήθως έκανε παρέα με φτωχούς, ζητιάνους και δούλους. Συχνά πήγαινε στα σπίτια των πλουσίων κι έκανε παρέα με τις υπηρέτριες, χαριεντιζόταν μαζί τους και προσποιείτο ότι τις φιλούσε. Μια φορά κάποια υπηρέτρια έμεινε έγκυος και είπε στην κυρία της ότι ο πατέρας του παιδιού είναι ο σαλός. Ο Όσιος δεν το αρνήθηκε, μάλιστα φρόντιζε κάθε τόσο να παίρνει κρέας και ψάρια στην υποτιθέμενη γυναίκα του. Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, τρία μερόνυκτα κοιλοπονούσε χωρίς αποτέλεσμα. Ήρθε τότε ο Συμεών κι όλοι του έλεγαν: «Κάνε προσευχή, σαλέ, για τη γυναίκα και το παιδί σου». Αυτός κτυπούσε παλαμάκια κι έλεγε: «Αν δεν ομολογήσει τον πατέρα του παιδιού, δεν γεννιέται παιδί». Αυτή ομολόγησε την αλήθεια και παρευθύς γέννησε.
Ένας παντοπώλης Εβραίος έτυχε να δει τον Όσιο να συνομιλεί με δυο αγγέλους την ώρα που πλενόταν και ήθελε να το πει. Ο Όσιος πήγε στον ύπνο του και του είπε: «Μην πεις σε κανένα αυτό που είδες». Όταν ξημέρωσε όμως και πήγε στο παντοπωλείο του, ήθελε να το πει στους πελάτες του. Τότε πέρασε ο Άγιος, τον άγγιξε στα χείλη και βουβάθηκε. Ο Εβραίος έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε με νεύματα να τον θεραπεύσει. Αυτός δεν του απάντησε, μόνο φάνηκε πάλι στον ύπνο του και του είπε: «Αν πιστέψεις και βαπτιστείς, θεραπεύεσαι, αλλιώς θα πεθάνεις άλαλος ». Ο Εβραίος δεν αποφάσισε να βαπτιστεί παρά μόνο μετά το θάνατο του Αγίου. Και πραγματικά, μόλις βγήκε από την κολυμβήθρα, ήρθε η λαλιά του. Και είχε τόση ευλάβεια προς αυτόν, ώστε αυτός πρώτος τον τίμησε ως Άγιο και γιόρταζε κάθε χρόνο τη μνήμη του.
 Μια μέρα πέρασε από μια συγκέντρωση, όπου χόρευαν πολλές κοπέλες. Αυτές μόλις τον είδαν, άρχισαν να τον περιπαίζουν τραγουδώντας αισχρά τραγούδια. Ενώ τραγουδούσαν διαπίστωσαν ότι τυφλώθηκαν όλες στο ένα τους μάτι. Τότε κλαίγοντας τον πήραν ξωπίσω και τον παρακαλούσαν να τις συγχωρέσει και να τις θεραπεύσει. Στάθηκε αυτός και είπε: «Όποια δεχθεί να την φιλήσω στο μάτι θα θεραπευθεί». Μερικές δέχθηκαν και θεραπεύθηκαν. Οι άλλες έμειναν μονόφθαλμες. Αργότερα κι αυτές τον έτρεχαν κατόπι φωνάζοντας: «Φίλησέ μας, φίλησέ μας». Αυτός όμως δεν δέχθηκε πια. Όταν αργότερα ο διάκος φίλος του τον ρώτησε γιατί δε θεράπευσε κι αυτές, είπε: «Εάν αυτές θεραπευθούν θα γίνουν οι πιο αμαρτωλές γυναίκες στη Συρία. Μονόφθαλμες σώζονται».
Κάποτε κάποιος έμπορος από την Έδεσσα πήγε στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει και να γιορτάσει την Ανάσταση. Μετά τη γιορτή επισκεπτόταν σπήλαια και ασκητήρια της ερήμου δίνοντας ελεημοσύνη στους μοναχούς και ζητώντας την ευχή τους. Έτυχε τότε να συναντήσει και τον Άγιο Ιωάννη, το φίλο και συνασκητή του Αγίου Συμεών. «Πόθεν είσαι»; τον ερωτά. «Από την Έδεσσα» του απαντά. «Έχεις τον Αββά Συμεών, το σαλό, στη γειτονιά σου και ήρθες εδώ ζητώντας ευχή από μένα; Εγώ και όλος ο κόσμος χρειαζόμαστε την ευχή του. Να του πεις να μην ξεχνά να προσεύχεται και για τον αδελφό του τον Ιωάννη, τον ασκητή». Ο έμπορας πήρε τα χαιρετίσματα στον Άγιο Συμεών, αλλά μόνο μετά το θάνατό του μπόρεσε να πει το γεγονός.
Κάποτε κάποιο κακοποιοί σκότωσαν κάποιον και τον έριξαν κρυφά στο σπίτι του διάκου Ιωάννη. Όταν βρήκαν το νεκρό, κατηγόρησαν το διάκο για φόνο και επρόκειτο να τον οδηγήσουν στην αγχόνη. Αυτός συνέχεια φώναζε: «Ο Θεός του σαλού, βοήθησέ με». Ο Συμεών ήταν στο καλυβάκι του και προσευχόταν γι’ αυτόν. Τη τελευταία στιγμή συνέλαβαν τους πραγματικούς δολοφόνους κι άφησαν ελεύθερο τον διάκο. Αυτός κλαίγοντας πήγε να ευχαριστήσει τον φίλο του. Ο Άγιος Συμεών του είπε: «Ξέρεις γιατί τα έπαθες όλα αυτά; Χθες δυο φτωχοί σου ζήτησαν ελεημοσύνη και ενώ είχες δεν έδωσες, Μήπως νομίζεις ότι είναι δικά σου εκείνα που δίνεις; Λοιπόν, εάν πιστεύεις στο Θεό, δίνε όσο μπορείς. Εάν δε δίνεις είναι φανερό πως είσαι άπιστος».
Ένα πρωί ο Συμεών κρατούσε σινάπι τριμμένο στο αριστερό του χέρι και στο δεξί ψωμί. Το άρτυζε με σινάπι κι έτρωγε. Όποιος τον πείραζε του έτριβε το σινάπι στο στόμα. Τον πλησίασε και κάποιος, που είχε ασθένεια στα μάτια. Του ‘χρισε τα μάτια με το σινάπι και του είπε: «Πήγαινε, νίψου με σκορδόξυδο και θα γιάνεις, κουτέ». (Όλους συνήθιζε να τους αποκαλεί κουτούς ή κάτι παρόμοιο). Εκείνος δεν εμπιστεύθηκε τον Όσιο και πήγε σε γιατρούς, όπου και χειροτέρεψε. Μια μέρα αγανακτισμένος είπε: «Θα κάμω ό,τι μου πει ο σαλός κι ας βγουν και τα δύο μου μάτια». Και πλύθηκε με σκορδόξυδο κι έγιναν τα μάτια του σα μικρού παιδιού. Όταν τον συνάντησε στο δρόμο ο Όσιος, του είπε: «Βλέπεις πως έγινες καλά, κουφιοκέφαλε; Να μην ξανακλέψεις κατσίκες από το μαντρί του γείτονά σου».
Ο δούλος κάποιου πλούσιου του ΄κλεψε πεντακόσια χρυσά νομίσματα. Μη μπορώντας να βρει ούτε τον κλέφτη, ούτε τα λεφτά, πήγε στο Συμεών και του λέγει: «Μπορείς, τρελέ, να μου βρεις τα νομίσματα, που ‘χασα, να σου δώσω και σένα δέκα;». Του λέει ο Όσιος: «Δώσε μου υπόσχεση ότι δε θα ξαναδείρεις πια κανένα δούλο σου». Αυτός ορκίστηκε και ο Άγιος του υπέδειξε πού είναι τα χρυσά νομίσματα και τα βρήκε. Μετά από καιρό πήγε να δείρει ένα δούλο κι άρχισε να τρέμει το χέρι του. Κατάλαβε τότε πως είναι δουλειά του σαλού. Πήγε και του λέει: «Λύσε με από τον όρκο, τρελέ». Ο Άγιος δεν του απάντησε. Πήγε όμως στον ύπνο του και του είπε: «Αν λύσω τον όρκο, θα σκορπίσω όλα τα αργύρια κι όλο το βιός σου. Δε φοβάσαι και δεν ντρέπεσαι να δέρνεις αυτούς που κατευθείαν πηγαίνουν στην αιώνια ζωή, εσύ που αδίκαστος πας στην κόλαση;».
Μια γυναίκα έκανε φυλακτά για το μάτι και διάφορα άλλα μαγικά. Ο Άγιος την αγαπούσε και της έδινε φαγητά και ρούχα που του χάριζαν. Μια μέρα της λέει: «Να σου κάνω κι εγώ ένα φυλακτό να μη σε βλάπτει ποτέ κανένα μάτι». Και της έγραψε ένα φυλακτό στη συριακή διάλεκτο που αυτή δεν μπορούσε να διαβάσει. Έγραφε «Ο Θεός να σ’ ελεήσει και να σε καταργήσει, να μη σ’ αφήνει να απομακρύνεσαι απ’ Αυτόν, ούτε τους άλλους ν’ απομακρύνεις». Αυτό το σημείωμα πάνω της η γυναίκα σα φυλακτό και δεν μπορούσε πια να κάνει καμιά μαγεία.
Μια μέρα καθόταν στο φούρνο ενός Εβραίου, που έψηνε γυάλινα σκεύη και παρακολουθούσε μ’ ένα τσούρμο φτωχούς. Σε κάποια στιγμή λέει στους ζητιάνους: «θέλετε να σας κάνω να γελάσετε; Προσέξτε!» Πλησίασε, σταύρωσε από πάνω τα αγγεία κι έσπασαν επτά. Οι ζητιάνοι έσκασαν στα γέλια ενώ ο Εβραίος έγινε έξω φρενών και κτύπησε τον Άγιο. Αυτός του είπε: «Στ’ αλήθεια, ντενεκέ, αν δεν κάνεις το σημείο του σταυρού στο μέτωπό σου, θα σπάσουν όλα τ’ αγγεία σου». Και πριν τελειώσει το λόγο, έσπασαν άλλα δεκατρία. Ο Εβραίος κατανύχθηκε, έκανε σταυρό στο μέτωπό του και δεν έσπασαν άλλα αγγεία. Έτσι πίστεψε στον Χριστό και βαπτίστηκε μ’ όλη την οικογένειά του.
Ο Άγιος Συμεών κάθε Μεγάλη Σαρακοστή δεν έτρωγε τίποτα μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη. Τότε πήγαινε στον αρτοποιό, άρπαζε ένα ψωμί κι έτρωγε λαίμαργα μπροστά στον κόσμο. Όλοι οι άνθρωποι σκανδαλίζονταν κι έλεγαν: «Αυτός ο καλόγερος ούτε τη Μεγάλη Πέμπτη δεν μπορεί να νηστέψει».
Είχε για διαμονή του μια ξύλινη καλύβα και ξάπλωνε σ’ ένα δεμάτι κληματίδες. Συχνά ξαγρυπνούσε προσευχόμενος. Όταν έβγαινε το πρωί να γυρίσει την πόλη, έκοβε κλάδους ελιάς ή άλλων φυτών κι έκανε στεφάνι, που το φορούσε στη κεφαλή. Κρατούσε κι ένα κλαδί στο χέρι και συχνά φώναζε: «Νίκα το βασιλιά και την πόλη». Πόλη εννοούσε την ψυχή και βασιλιά το νου. Δηλαδή να νικάς και να υποτάσσεις νου και ψυχή στο θέλημα του Θεού.
Ο Άγιος Συμεών έκαμνε όλες τις διδασκαλίες, τις ευεργεσίες και τα θαύματα με σαλότητα. Γι’ αυτό κανείς δεν τον εκτιμούσε για πολύ. Μόνο το διάκο Ιωάννη εμπιστευόταν και κάποτε του έλεγε την αλήθεια.
Δυο μέρες πριν το θάνατό του φώναξε το φίλο του και του είπε: «Ήθελα να σου πω, φίλε Ιωάννη, πως σήμερα πήγα και είδα τον αδελφό μου Ιωάννη τον ασκητή, στην έρημο και ευχαριστήθηκα πάρα πολύ. Τον είδα να φορά τίμιο στεφάνι που έγραφε γύρω-γύρω: »Στεφάνι υπομονής της ερήμου». Εκείνος μου είπε πως είδε τον Κύριό μας να με πλησιάζει και να μου λέγει: «Έλα, σαλέ, να πάρεις τα στεφάνια των ψυχών που μου έφερες». Όσο για σένα, θέλω να σε παρακαλέσω, φίλε Ιωάννη, να επιμελείσαι κάθε άπορο πλάσμα, να ελεείς κατά τη δύναμή σου. Διότι αυτή η αρετή βοηθά από τις άλλες περισσότερο. Όλοι αυτοί οι ταπεινοί και περιφρονημένοι θα σε πάρουν στη βασιλεία του Θεού. Ακόμα κάτι, να μη πλησιάζεις την Αγία Τράπεζα αν έχεις στην καρδιά σου κάτι εναντίον κάποιου. Λοιπόν, την Τρίτη μέρα από σήμερα, ο Κύριος θα παραλάβει το σαλό Συμεών. Την ίδια ώρα θα παραλάβει και τον αδελφό μου τον Ιωάννη, τον ασκητή».
Πραγματικά, την τρίτη μέρα ο Θεός πήρε την ψυχή του. Οι πτωχοί και οι ζητιάνοι φίλοι του τον αναζήτησαν και τον βρήκαν ολομόναχο, νεκρό στην καλύβα του. Τον σήκωσαν με σκοπό να τον ενταφιάσουν στο νεκροταφείο των ξένων. Όταν περνούσαν έξω από το σπίτι του Ιουδαίου υαλοποιού, αυτός άκουσε υπερκόσμιες μελωδίες. Άνοιξε το παράθυρο και είδε τη νεκρώσιμη πομπή. ταυτόχρονα είδε πλήθος αγγέλων ν’ ακολουθούν και να ψάλλουν την νεκρώσιμη ακολουθία. Δάκρυσε τότε, ο Εβραίος, και είπε: «Μακάριος είσαι συ, σαλέ Συμεών, δεν έχεις ανθρώπους να σ’ ενταφιάσουν, αλλ’ έχεις τάξεις θείων Αγγέλων και Αρχαγγέλων να σε συνοδεύουν». Και πήγε κι αυτός με την οικογένειά του στον ενταφιασμό.
Ο διάκος Ιωάννης άργησε να πάει κι όταν έμαθε πως ήδη τον έθαψαν, κλαίγοντας πήγε στο μνήμα. Ήθελε να τον ξεθάψει για να του κάμει κανονική κηδεία, μα προς έκπληξή του δεν βρήκε το σώμα. Είχε μετατεθεί με θεία δύναμη κι είχε θαφτεί στην έρημο, κοντά στον αγαπημένο του φίλο Ιωάννη, τον ασκητή, που κι αυτός κοιμήθηκε την ίδια μέρα. Από τότε τιμάται η μνήμη τους κάθε χρόνο από την Εκκλησία μας στις 21 Ιουλίου. Ας έχουμε την ευχή και τη βοήθειά τους.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΜΙΔΗΣ ΤΩΝ Ι. ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ




ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΜΙΔΗΣ ΤΩΝ Ι. ΛΕΙΨΑΝΩΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ


Γιορτάζουμε σήμερα 27 Ιανουαρίου, ημέρα της Ανακομιδής των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος εκοιμήθη από εξάντληση στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ. κατά τη διάρκεια της τρίτης του εξορίας από την αυτοκράτειρα Ευδοξία και τάφηκε στα Κόμανα του Πόντου. Το σεπτό λείψανό του περίμενε επί τριάντα έτη, θαμμένο στον τόπο της εξορίας και του μαρτυρίου του. Όταν όμως το 434 μ.Χ. πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρεκάλεσε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού... πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.Και πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του 438 μ.Χ. έγινε η Ανακομιδή των Ιεωρών Λειψάνων του Αγίου.
Η μεταφορά των ιερών λειψάνων από τα Κόμανα συνοδεύτηκε από μια επιστολή - διαταγή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, υιού του Αρκαδίου και της Ευδοξίας, η οποία έγραφε: «Επιστολή τού βασιλέως Θεοδοσίου.
Εις τόν οικουμενικόν Πατριάρχην καί Διδάσκαλον καί πνευματικόν Πατέρα Ιωάννην τόν Χρυσόστομον, τήν προσκύνησιν προσφέρω εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος. Ημείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες, πώς είναι τό σώμά σου νεκρόν, καθώς είναι καί τά άλλα σώματα τών αποθανόντων, ηθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αυτό απλώς εις ημάς. Διά τούτο καί τού ποθουμένου δικαίως υστερήθημεν. Αλλά σύ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον εις ημάς, οπού μετανοούμεν. Σύ γάρ εδίδαξες εις όλους τήν μετάνοιαν. Καί δός τόν εαυτόν σου, ώς πατήρ φιλοπαίς, εις ημάς τούς φιλοπάτορας υιούς σου, καί τούς σέ ποθούντας εύφρανον διά τής παρουσίας σου».
Αυτή την επιστολή του αυτοκράτορα την πήγαν στον Άγιο και την τοποθέτησαν πάνω στην λάρνακά του. Τότε ο Άγιος έδωσε τον εαυτό του στους απεσταλμένους του αυτοκράτορα και έτσι αυτοί μετέφεραν την λάρνακα που περιείχε το άγιο λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να κοπιάσουν καθόλου. Η υποδοχή των ιερών λειψάνων του Αγίου υπήρξε παλλαϊκή. Σύσσωμος λαός, κλήρος και μοναχοί, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα, τους αυλικούς, τη σύγκλητο και όλους τους άρχοντες, υποδέχθηκαν και προσκύνησαν με σεβασμό τα λείψανά του.
Με πολύ ευλάβεια μετέφεραν αρχικά τη λάρνακα στο ναό του Αποστόλου Θωμά, στα Αμαντίου, έπειτα δε στο ναό της Αγίας Ειρήνης. Εκεί έβαλαν το άγιο λείψανο πάνω στο σύνθρονο και άπαντες εβόησαν: «Απόλαβε τόν θρόνον σου, Άγιε». Στη συνέχεια η λάρνακα τοποθετήθηκε σε αυτοκρατορική άμαξα και μεταφέρθηκε στο περιώνυμο ναό των Αγίων Αποστόλων. Εκεί έβαλαν το άγιο λείψανο πάνω στην ιερή καθέδρα και έγινε το θαύμα: ο Άγιος επεφώνησε προς τον λαό το «Ειρήνη πάσι». Έπειτα το εναπέθεσαν μέσα στο Άγιο Βήμα, κάτω από την Αγία Τράπεζα.
Η Σύναξη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ετελείτο στο πάνσεπτο ναό των Αγίων Αποστόλων.Ιερά λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου αφιέρωσε διά χρυσοβούλλου στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής (969 - 976 μ.Χ.) και τεμάχιο της αριστεράς χειρός ο Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος (1282 - 1328 μ.Χ.), διά χρυσοβούλλου, τον Ιούλιο του έτους 1284 μ.Χ., στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Επίσης, τμήματα του ιερού λειψάνου φυλάσσονται στις μονές Βατοπαιδίου, Ιβήρων, Αγίου Διονυσίου και Δοχειαρίου.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Ἡ φιλία τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐχθρότης τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ

 
 Τά γνωρίσματα τοῦ καλοῦ χριστιανοῦ.Ποῖος εἶναι ὁ καλός, ὁ ἀληθινός χριστιανός;
Οἱ Ἅγιοι εἶχαν φίλους ὅλους τούς φίλους τοῦ Θεοῦ, τούς φιλόθεους, αὐτούς πού ἀγαποῦσαν τόν Θεό. Ἐπίσης εἶχαν ἐχθρούς, τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ. Τούς ἐχθρεύονταν ἐκεῖνοι πού μισοῦσαν τόν Θεό. Οἱ  Ἅγιοι ἀγαποῦσαν ἐκ καρδίας ὅλους, ἀλλά δέν συνέπρατταν στήν κακία καί δέν ὑπήκουαν στά ἀντίθεα προστάγματα τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ.
«Μεγάλη ἀρετή τοῦ δικαίου» παρατηρεῖ τό χρυσό στόμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἔχει τούς ἴδιους ἐχθρούς μέ τόν Θεό καί τούς ἴδιους φίλους. Ὅπως καί κακία μεγάλη εἶναι ὅταν κάποιος τούς φίλους τοῦ Θεοῦ τούς ἔχει ἐχθρούς καί τούς ἐχθρούς (τοῦ Θεοῦ) τούς ἔχει φίλους»[30].
(συνεχίζεται) 


Ἀπόσπασμα ἀπό τήν μελέτη μέ τίτλο:Ποῖος εἶναι ὁ Ἅγιος κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο



Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[30] Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τόν Ζ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5, 318. PG 55, 90. «Μεγάλη ἀρετή τοῦ δικαίου, ὅταν τούς αὐτούς ἐχθρούς ἔχῃ τῷ Θεῷ καί τούς αὐτούς φίλους. Ὥσπερ κακία μεγάλη, ὅταν τούς τοῦ Θεοῦ φίλους ἐχθρούς ἔχῃ, καί τούς ἐχθρούς φίλους»

ΤΙΣ ΘΕΟΣ ΜΕΓΑΣ...ΠΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ; (Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρισοστόμου)




Στο βασικό αυτό ερώτημα ας μην προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε με το επιχείρημα της δημιουργίας του ουρανού και της γης, γιατί ο άπιστος δεν θα το παραδεχθεί.
Αν του πούμε ότι ανέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, έδιωξε δαιμόνια, ούτε τότε θα συμφωνήσει.
Αν του πούμε ότι υποσχέθηκε ανάσταση νεκρών, βασιλεία ουρανών και ανέκφραστα αγαθά, τότε όχι μόνο δεν θα συμφωνήσει, αλλά και θα γελάσει.
Πως λοιπόν θα τον οδηγήσουμε στην πίστη, και μάλιστα όταν δεν είναι πνευματικά καλλιεργημένος;
Ασφαλώς με το να στηριχθούμε σε αλήθειες, που και εμείς και αυτός παραδεχόμαστε χωρίς καμιά αντίρρηση και αμφιβολία.

Σε ποιό λοιπόν σημείο συμφωνούμε μαζί του απόλυτα;
Στο ότι ο Χριστός φύτεψε την Εκκλησία.
Απ’ αυτό θα φανερώσουμε τη δύναμη και θ’ αποδείξουμε τη θεότητα του Χριστού.
Θα δούμε ότι είναι αδύνατο ν’ αποτελεί ανθρώπινο έργο η διάδοση του Χριστιανισμού σ’ όλη την οικουμένη μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Και μάλιστα, όταν η χριστιανική ηθική προσκαλεί στην ανώτερη ζωή ανθρώπους με κακές συνήθειες, δούλους της αμαρτίας.
Και όμως, ο Κύριος κατόρθωσε να ελευθερώσει απ’ όλα αυτά όχι μόνο εμάς, μα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.

Κι αυτό το κατόρθωσε χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα, χωρίς να ξοδέψει χρήματα, χωρίς να κινητοποιήσει στρατούς, χωρίς να προκαλέσει πολέμους.
Το κατόρθωσε ξεκινώντας με δώδεκα μόνο μαθητές, που ήταν άσημοι, αμόρφωτοι, φτωχοί, γυμνοί, άοπλοι...
Με τέτοιους ανθρώπους κατόρθωσε να πείσει τα έθνη να σκέφτονται σωστά, όχι μόνο για την παρούσα ζωή, αλλά και για τη μέλλουσα.
Μπόρεσε να καταργήσει προγονικούς νόμους, να ξεριζώσει αρχαίες συνήθειες και να φυτέψει νέες.
Μπόρεσε ν’ αποσπάσει τον άνθρωπο από τον εύκολο τρόπο ζωής και να τον οδηγήσει στο δύσκολο.
Και όλ’ αυτά τα κατόρθωσε, ενώ όλοι Τον πολεμούσαν, ενώ ο ίδιος είχε υπομείνει εξευτελιστική σταύρωση και ταπεινωτικό θάνατο!
Ασφαλώς δεν συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους.
Μάλλον τα αντίθετα τους συμβαίνουν.
Όσο δηλαδή ζουν και ευδοκιμούν οι ίδιοι, το έργο τους προοδεύει.
Όταν όμως πεθάνουν, καταστρέφεται μαζί τους ο,τι δημιούργησαν.
Και αυτό το παθαίνουν όχι μόνο οι πλούσιοι ούτε μόνο οι άρχοντες, αλλά και οι κυβερνήτες ακόμα.
Γιατί και οι νόμοι τους καταλύονται και η μνήμη τους σβήνει και τ’ όνομά τους ξεχνιέται και οι έμπιστοι άνθρωποί τους παραγκωνίζονται.
Αυτά συμβαίνουν σ’ εκείνους, που πρώτα μ’ ένα νεύμα κυβερνούσαν λαούς και οδηγούσαν στον πόλεμο ολόκληρες στρατιές. Σ' εκείνους, που καταδίκαζαν σε θάνατο και ανακαλούσαν εξόριστους.
Στον Κύριο όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο.

Θλιβερή ήταν η κατάσταση του έργου Του πριν από τη σταύρωση:
Ο Ιούδας Τον πρόδωσε, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, οι υπόλοιποι μαθητές έφυγαν για να σωθούν και πολλοί πιστοί Τον εγκατέλειψαν.
Μόνος έμεινε ανάμεσα στους εχθρούς.
Όμως, μετά τη σφαγή και το θάνατο, για να μάθεις ότι δεν ήταν απλός άνθρωπος ο Σταυρωμένος, έγιναν όλα λαμπρότερα, φαιδρότερα, ενδοξότερα.
Ο Πέτρος, ο κορυφαίος απόστολος, αυτός που πριν από τη σταύρωση δεν άντεξε την απειλή μιας υπηρετριούλας, αλλά, μετά από τόσες ουράνιες διδασκαλίες και τη συμμετοχή του στα θεία μυστήρια, είπε ότι δεν γνωρίζει τον Κύριο, αυτός ο ίδιος, μετά τη σταύρωση, Τον κήρυξε στα πέρατα της οικουμένης.
Αναρίθμητα πλήθη μαρτύρων θυσιάστηκαν, γιατί προτίμησαν να θανατωθούν παρά ν’ αρνηθούν το Χριστό, όπως τον είχε αρνηθεί ο κορυφαίος απόστολος, τρομοκρατημένος από την απειλή ενός κοριτσιού.

Όλες τώρα οι χώρες, όλες οι πόλεις, τα ερημικά και τα κατοικημένα μέρη, τον Σταυρωμένο ομολογούν.
Σ’ Αυτόν πιστεύουν οι βασιλιάδες κι οι στρατηγοί, οι άρχοντες και οι ύπατοι, οι δούλοι και οι ελεύθεροι, οι αγράμματοι και οι μορφωμένοι, οι βάρβαροι και τα διάφορα έθνη των ανθρώπων.
Ακόμα κι ο μικρός και ασήμαντος εκείνος τάφος, που δέχθηκε το αιμόφυρτο μαρτυρικό σώμα του Κυρίου, είναι τιμιότερος από χίλια βασιλικά παλάτια και σεβαστός ακόμα και στους βασιλιάδες.
Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι αυτό που συνέβη στον Κύριο, συνέβη και στους μαθητές Του.
Γιατί αυτούς που περιφρονούσαν και φυλάκιζαν, αυτούς που βασάνιζαν σκληρά με αναρίθμητα μαρτύρια, αυτούς ακριβώς τους ίδιους, μετά το θάνατό τους, τους τιμούσαν περισσότερο κι από τους βασιλιάδες.
Και πως φαίνεται αυτό;
Στη Ρώμη, οι αυτοκράτορες και οι ύπατοι και οι στρατηγοί τα πάντα εγκαταλείπουν, και τρέχουν να προσκυνήσουν τους τάφους του ψαρά Πέτρου και του σκηνοποιού Παύλου.
Στην Κωνσταντινούπολη, αυτοί που φορούν τα στέμματα, θέλουν να ενταφιαστούν όχι κοντά στους τάφους των αποστόλων, αλλά στα πρόθυρα των ναών τους.
Κι έτσι γίνονται οι βασιλιάδες θυρωροί των ψαράδων! Μάλιστα δεν ντρέπονται γι' αυτό, αλλά και καυχιώνται. Καυχιώνται όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι απόγονοί τους.
Όταν οι μαθητές του Χριστού ήταν μόνο δώδεκα και δεν υπήρχε στη σκέψη κανενός η Εκκλησία, όταν ακόμα η ιουδαϊκή συναγωγή ανθούσε και η ασεβής ειδωλολατρία κυριαρχούσε σ’ ολόκληρη σχεδόν την οικουμένη, ο Κύριος είχε προφητέψει: «Πάνω σ’ αυτή την πέτρα (δηλαδή πάνω στην ομολογία πίστεως του Πέτρου) θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).
Διαπιστώνεις την αλήθεια αυτής της προφητείας;
Βλέπεις την εκπλήρωσή της;
Σκέψου πόσο σημαντικό γεγονός είναι η εξάπλωση της Εκκλησίας σχεδόν σ’ όλη τη γη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Σκέψου πως άλλαξε τη ζωή τόσων εθνών και οδήγησε στην πίστη τόσους λαούς, πως κατάργησε προγονικά έθιμα, πως απελευθέρωσε από μακροχρόνιες συνήθειες, πως σκόρπισε σαν σκόνη την κυριαρχία της ηδονής και τη δύναμη της αμαρτίας, πως εξαφάνισε σαν καπνό την ακάθαρτη τσίκνα των θυσιών, τις ειδωλολατρικές τελετές, τις βδελυκτές εορτές, τα ξόανα, τους βωμούς και τους ναούς, πως οικοδόμησε παντού άγια θυσιαστήρια, στην πατρίδα μας και στις χώρες των Περσών, των Σκυθών, των Μαύρων, των Ινδών. Τι λέω; Ακόμα και στα Βρετανικά νησιά, που βρίσκονται μακριά από τη Μεσόγειο, στον ωκεανό, απλώθηκε η Εκκλησία και χτίστηκαν θυσιαστήρια.
Το έργο της απελευθερώσεως τόσων λαών από μακροχρόνιες αισχρές συνήθειες, καθώς και η μεταβολή του τρόπου της ζωής από τον εύκολο στον πολύ δύσκολο, είναι πράγματι θαυμαστό, μάλλον υπερθαύμαστο.
Αποδεικνύει θεία ενέργεια, ακόμα κι αν κανείς δεν το είχε εμποδίσει, ακόμα κι αν επικρατούσε ειρήνη και πολλοί το είχαν βοηθήσει.
Γιατί η εξάπλωση της Εκκλησίας δεν ερχόταν σε σύγκρουση μόνο με την αρχαία συνήθεια, αλλά και με την ηδονή, τον ευχάριστο τρόπο ζωής. Είχε δηλαδή δυό ισχυρούς αντιπάλους, που τυραννούσαν τους ανθρώπους: τη συνήθεια και την ηδονή.
Όσα είχαν παραλάβει, πολλούς αιώνες πριν, από τους πατέρες, τους παππούδες και τους αρχαιότερους προγόνους, ακόμα κι όσα είχαν παραλάβει από φιλοσόφους και ρήτορες, όλ’ αυτά συμφώνησαν να τα περιφρονήσουν, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο.
Έπρεπε ακόμα να δεχθούν έναν νέο τρόπο ζωής, και μάλιστα πολύ δυσκολότερο.
Γιατί απομάκρυνε από την τρυφή και οδηγούσε στη νηστεία. Απομάκρυνε από τη φιλαργυρία και οδηγούσε στην ακτημοσύνη.
Απομάκρυνε από την ασέλγεια και οδηγούσε στην αγνεία. Απομάκρυνε από το θυμό και οδηγούσε στην πραότητα.
Απομάκρυνε από το φθόνο και οδηγούσε στη φιλία.
Απομάκρυνε από την άνετη κι ευχάριστη ζωή και οδηγούσε στη δύσκολη, τη σκληρή, τη γεμάτη θλίψεις.
Και μάλιστα οδηγούσε σ’ αυτήν εκείνους, που είχαν συνηθίσει στη ζωή των ανέσεων.
Γιατί δεν έγιναν, βέβαια, χριστιανοί, άνθρωποι που ζούσαν σ’ άλλους κόσμους και δεν είχαν αμαρτωλές συνήθειες, αλλά έγιναν εκείνοι που είχαν σαπίσει μέσα σ’ αυτές και είχαν γίνει πιο μαλακοί κι από τον πηλό.
Αυτούς κάλεσε να βαδίσουν τον σκληρό και τραχύ δρόμο.
Και τους έπεισε να τον βαδίσουν!
Πόσους έπεισε;
Όχι μόνο δυό η δέκα η είκοσι η εκατό, αλλ´ αμέτρητους.
Και με ποιούς τους έπεισε;
Με δώδεκα ανθρώπους αμόρφωτους, ακαλλιέργητους, άσημους, φτωχούς, χωρίς περιουσία, χωρίς σωματική δύναμη, χωρίς δόξα, χωρίς λαμπρή καταγωγή, χωρίς ρητορική ικανότητα.
Με δώδεκα ανθρώπους που ήταν ψαράδες, σκηνοποιοί, αλλόγλωσσοι.
Γιατί ούτε καν την ίδια γλώσσα δεν είχαν με τους ειδωλολάτρες.
Μιλούσαν την εβραϊκή, που ήταν πολύ διαφορετική απ' όλες τις άλλες γλώσσες.
Μ' αυτούς λοιπόν τους δώδεκα οικοδομήθηκε η Εκκλησία και απλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης.

Και δεν είναι μόνο τούτο το θαυμαστό, αλλά και το ότι αυτοί οι λίγοι, οι φτωχοί, οι αμόρφωτοι και περιφρονημένοι, που βάλθηκαν ν’ αλλάξουν την ανθρωπότητα, δεν έκαναν ανενόχλητοι το έργο τους.
Από παντού αντιμετώπιζαν αναρίθμητους πολέμους.
Τους πολεμούσαν σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη.
Αλλά τι λέω για έθνη και πόλεις;
Σε κάθε σπίτι ξεσηκωνόταν πόλεμος εναντίον τους.
Η διδασκαλία τους χώριζε πολλές φορές το παιδί από τον πατέρα, τη νύφη από την πεθερά, τον ένα αδελφό από τον άλλο, το δούλο από τον αφέντη, τον υπήκοο από τον άρχοντα, τον άνδρα από τη γυναίκα και τη γυναίκα από τον άνδρα.
Στην κάθε οικογένεια δεν πίστευαν όλοι ταυτόχρονα, κι έτσι οι χριστιανοί υπέμεναν καθημερινές διαμάχες, ακατάπαυστες εχθρότητες, μύριους θανάτους.
Σαν κοινούς αντιπάλους και εχθρούς όλοι τους πολεμούσαν. Τους καταδίωκαν οι βασιλιάδες, οι άρχοντες, οι υπήκοοι, οι ελεύθεροι, οι δούλοι, οι όχλοι, οι πόλεις.
Και δεν καταδίωκαν μόνο τους ίδιους, αλλά - πράγμα φοβερό - καταδίωκαν ακόμα και τους νεόφυτους κατηχούμενους, εκείνους δηλαδή που μόλις είχαν πιστέψει.
Προξενούσε φρίκη και οργή στους ειδωλολάτρες η σκέψη να εγκαταλείψουν τους βωμούς, να περιφρονήσουν τις θυσίες, που όλοι οι πατέρες και οι πρόγονοί τους τελούσαν, και να πιστέψουν στον Κύριο.
Να πιστέψουν σ’ Αυτόν που έλαβε ανθρώπινη σάρκα από την Παρθένο Μαρία, που δικάστηκε από τον Πιλάτο, που έπαθε αναρίθμητα δεινά κι εξευτελισμούς, που υπέμεινε τον ατιμωτικό θάνατο, που ενταφιάστηκε και αναστήθηκε.

Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι, ενώ τα πάθη του Κυρίου ήταν αναμφισβήτητα -πολλοί είχαν δει τις μαστιγώσεις, τα χτυπήματα, τα φτυσίματα, τα ραπίσματα, το σταυρό, τους χλευασμούς, τον τάφο-, δεν συνέβαινε το ίδιο και με την ανάσταση.
Ο Κύριος, μετά από την ανάστασή Του, εμφανίστηκε μόνο σε μαθητές.
Παρά το γεγονός αυτό, μιλούσαν για την ανάσταση και έπειθαν τους λαούς και οικοδομούσαν την Εκκλησία.
Πως; Με ποιόν τρόπο;
Με τη δύναμη του Κυρίου, που τους έστειλε να κηρύξουν το ευαγγέλιό Του στα έθνη.
Αυτός ήταν που τους άνοιξε το δρόμο.
Αυτός διευκόλυνε το δύσκολο έργο τους.
Αν δεν τους βοηθούσε η θεία δύναμη, ούτε καν θ’ άρχιζε η διάδοση του χριστιανισμού.
Γιατί ενώ οι τύραννοι οπλίζονταν εναντίον της Εκκλησίας, ενώ οι στρατιώτες πρότειναν τα όπλα τους, ενώ οι όχλοι μαίνονταν σαν αγριεμένη φωτιά, ενώ η κακή συνήθεια αντιπαρατασσόταν, ενώ ρήτορες, σοφιστές, πλούσιοι, ιδιώτες και άρχοντες ξεσηκώνονταν, ο λόγος του Θεού, πιο ισχυρός κι από φλόγα, έκανε στάχτη τ’ αγκάθια, καθάρισε τους αγρούς κι έσπειρε το λόγο του κηρύγματος.
Άλλοι από τους πιστούς ρίχνονταν στις φυλακές, άλλοι εξορίζονταν, άλλων οι περιουσίες δημεύονταν, άλλοι φονεύονταν, άλλοι διαμελίζονταν.
Και μολονότι οι χριστιανοί αντιμετωπίζονταν σαν κοινοί εγκληματίες, υπομένοντας κάθε είδος τιμωρίας, ατιμώσεως και διωγμού, όλο και περισσότεροι έρχονταν στην Εκκλησία.
Μάλιστα, όχι μόνο δεν αποθαρρύνονταν οι νέοι πιστοί από τα βασανιστήρια που έβλεπαν να υπομένουν οι παλαιότεροι, αλλά γίνονταν προθυμότεροι!
Μόνοι τους έτρεχαν, αβίαστα, ευγνωμονώντας τους βασανιστές τους. Γίνονταν θερμότεροι στην πίστη, βλέποντας τους χειμάρρους των αιμάτων των πιστών.

Είδες την ασύγκριτη δύναμη Εκείνου που έκανε όλ’ αυτά τα θαύματα; 
Πως είναι δυνατό να μη λυπάται κανείς, υποφέροντας τέτοια φρικτά μαρτύρια;
Όμως αυτοί χαίρονταν, σκιρτούσαν!
Αυτό ομολογεί, σαν παράδειγμα, ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς, πως έγινε και με τους αποστόλους, τότε που «έφυγαν από το συνέδριο χαρούμενοι, γιατί αξιώθηκαν να κακοποιηθούν για χάρη του Χριστού» (Πραξ. 5:41).
Κι ενώ ούτ’ ένα τοίχο δεν μπορεί να χτίσει κανείς με πέτρες και ασβέστη όταν καταδιώκεται, οι απόστολοι έχτιζαν την Εκκλησία σ’ όλη την οικουμένη υποφέροντας διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες και μαρτυρικούς θανάτους. Και δεν την έχτιζαν με πέτρες, αλλά με ψυχές, πράγμα πολύ δυσκολότερο.
Γιατί δεν είναι το ίδιο να χτίζεις ένα τοίχο με το να πείθεις διεφθαρμένες ψυχές ν’ αλλάζουν τρόπο ζωής, να εγκαταλείπουν τη δαιμονική μανία τους και ν’ ακολουθούν τη ζωή της αρετής.
Το κατόρθωσαν όμως αυτό, γιατί είχαν μαζί τους την ακαταμάχητη δύναμη του Κυρίου, που είχε προφητέψει: «Θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθ. 16:18).
Συλλογίσου πόσοι τύραννοι πολέμησαν την Εκκλησία και πόσους φοβερούς διωγμούς ξεσήκωσαν εναντίον της...

Ο Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Γάιος, ο Νέρων, ο Βεσπασιανός, ο Τίτος και οι διάδοχοί τους μέχρι τον Μέγα Κωνσταντίνο, ήταν όλοι ειδωλολάτρες. Και όλοι -άλλος ηπιότερα, άλλος σκληρότερα- πολεμούσαν την Εκκλησία. Την πολεμούσαν όλοι. Κι αν μερικοί δεν ξεσήκωναν οι ίδιοι διωγμούς, όμως η προσήλωσή τους στην ειδωλολατρία υποκινούσε στον αγώνα εναντίον της Εκκλησίας όσους ήθελαν να τους κολακέψουν.
Παρ’ όλα αυτά, τα κακόβουλα σχέδια και οι επιθέσεις των ειδωλολατρών διαλύθηκαν σαν ιστοί αράχνης, σκορπίστηκαν σαν σκόνη, εξαφανίστηκαν σαν καπνός.
Άλλα και όσα σχεδίαζαν εναντίον της Εκκλησίας, έγιναν αφορμή να προκύψει μεγάλη ωφέλεια στους χριστιανούς.
Γιατί δημιούργησαν τις χορείες των μαρτύρων, που αποτελούν το θησαυρό, τους στύλους, τους πύργους της Εκκλησίας.

Βλέπεις λοιπόν τη θαυμαστή εκπλήρωση της προφητείας;
Πραγματικά, «οι δυνάμεις του άδη δεν θα την κατανικήσουν».
Από τα παρελθόντα όμως, πίστευε και για τα μέλλοντα.
Και στο μέλλον κανείς δεν θα μπορέσει να νικήσει την Εκκλησία.
Γιατί αν δεν κατόρθωσαν να τη συντρίψουν όταν αριθμούσε λίγα μέλη, όταν η διδασκαλία της φαινόταν καινούργια και παράξενη, όταν τόσοι φοβεροί πόλεμοι και τόσοι πολλοί διωγμοί από παντού ξεσηκώνονταν εναντίον της, πολύ περισσότερο δεν θα μπορέσουν να τη βλάψουν τώρα, που κυριάρχησε σ’ όλη την οικουμένη, που κυρίεψε όλα τα έθνη και που εξαφάνισε τους βωμούς και τα είδωλα, τις γιορτές και τις τελετές, τον καπνό και την τσίκνα των αισχρών θυσιών.

Πως πέτυχαν οι απόστολοι ένα τόσο μεγάλο, ένα τόσο σπουδαίο κατόρθωμα, έπειτα από τόσα εμπόδια;
Ασφαλώς με τη θεϊκή και ακαταμάχητη δύναμη Εκείνου, που προφήτεψε τη δημιουργία και το θρίαμβο της Εκκλησίας. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, εκτός κι αν είναι ανόητος και εντελώς ανίκανος να σκέφτεται.

ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΥΜΝΕΙΤΕ...«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




Είναι όντως συγκλονιστικό αυτό που αναφέρει
ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
«Μου αναπτέρωσες πολύ το κουράγιο και μ’ έκανες να σκιρτώ από χαρά γιατί, αφού μου ανήγγειλες τα δυσάρεστα, πρόσθεσες τη φράση, που πρέπει να λέμε σε όλα όσα συμβαίνουν:

«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» (δηλ. Δόξα στον Θεό για όλα)

Αὐτὴ ἡ φράσις εἶναι θανατηφόρον πλῆγμα διὰ τὸν διάβολον· ἐξαλείφει τὴν ταραχήν καί φέρνει γαλήνη εἰς τὴν ψυχήν.

Είναι πολύ μεγάλη γι’ αυτόν που την λέει σε κάθε κίνδυνο, προϋπόθεση ασφάλειας κι ευχαρίστησης.

Γιατί μόλις την απαγγείλει κανείς, αμέσως διασκορπίζεται το σύννεφο της λύπης.

Μην παύσεις να την λες και να ασκείς και τους άλλους σ’ αυτό.

Έτσι και η φουρτούνα που μας βρήκε, κι αν ακόμη γίνει μεγαλύτερη, θα μεταβληθεί σε γαλήνη.

  Έτσι κι όσοι δοκιμάζονται θα πάρουν μεγαλύτερη αμοιβή παράλληλα προς την απαλλαγή τους απ’ τα δεινά.

Αυτή η φράση ανέδειξε τον Ιώβ νικητή, αυτή η φράση έτρεψε σε φυγή τον διάβολο, κι αφού τον γέμισε από ντροπή τον έκανε να αναχωρήσει, αυτή είναι εξάλειψη κάθε ταραχής…»

                                  [Απ’ την 193 Επιστολή του] 
     
Λέγει ὁ Ἰωσὴφ εἰς τοὺς ἀδελφούς του: «Νὰ μὴν ὀργίζεσθε καθ’ ὁδὸν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου», ἀλλὰ ἀφοῦ σκεφθῆτε ὅτι δέν σᾶς κατελόγισα καμμίαν κατηγορίαν, διὰ ὅσα ἐκάματε εἰς βάρος μου, καὶ ἐσεῖς νὰ ἔχετε ἀγάπην μεταξύ σας (Γεν. 45, 24).

 Ποῖος θὰ ἠμποροῦσε νὰ θαυμάσῃ ἐπάξια τὴν ἀρετὴν τοῦ δικαίου αὐτοῦ ἀνδρός, πού ἐξεπλήρωσεν ἐξ ὁλοκλήρου τὴν φιλοσοφίαν τῆς Καινῆς Διαθήκης; (φιλοσοφία: Εἰς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς ὁ ὅρος σημαίνει γενικῶς τὴν Χριστιανικὴν Θεολογίαν καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν ἄσκησιν καὶ ζωήν).

Καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖον συνιστᾶ ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς Ἀποστόλους λέγων: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, καὶ νὰ εὔχεσθε διὰ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σᾶς καταρῶνται» (Ματθ. 5, 44), αὐτὸ καὶ ἀκόμη περισσότερον ἔκαμεν ὁ μακάριος Ἰωσήφ.

Πράγματι ὄχι μόνον ἔδειξε τόσον μεγάλην ἀγάπην πρὸς τοὺς φονεῖς ἀδελφούς του ἀλλὰ καὶ κάμνει τὸ πᾶν, ὥστε νὰ τοὺς ἐξηγήσῃ, ὅτι δὲν ἔκαμαν τίποτε τὸ κακὸν εἰς βάρος του.

Ὦ ὑπερβολικὴ εὐσέβεια! Ὦ μεγάλη εὐγνωμοσύνη καὶ ἄπειρη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν! Διότι λέγει, μήπως ἐσεῖς τὰ ἐκάματε αὐτά; Ἡ φροντὶς τοῦ Θεοῦ δι’ ἐμένα ἐπέτρεψε νὰ γίνουν ὅλα αὐτά, ὥστε καὶ νὰ ἐπαληθεύσῃ τὰ ὄνειρά μου, καὶ νὰ γίνω ἀφορμὴ τῆς σωτηρίας σας.

Τὸ νὰ εὑρεθῶμεν λοιπὸν ὅλα τὰ ἀδέλφια ἐν μέσῳ θλίψεων καὶ πειρασμῶν αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξις τῆς φροντίδος καὶ τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ διὰ ἡμᾶς.

 Νὰ μὴν ἐπιζητῶμεν λοιπὸν μὲ κάθε τρόπον τὴν ἄνεσιν καὶ τὴν ἡσυχίαν μας, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμη ἔχωμεν κάθε ἄνεσιν καὶ ὅταν ἀντιμετωπίζωμεν θλίψεις νὰ ἀναπέμπωμεν μὲ τὸν ἴδιον τρόπον τὴν εὐχαριστίαν εἰς τὸν Κύριον, ὥστε βλέπων τὴν εὐγνωμοσύνην μας νὰ δείξη μεγαλυτέρα φροντίδα διὰ ἡμᾶς, τὴν ὁποίαν εὔχομαι νὰ ἐπιτύχωμεν ὅλοι ἡμεῖς μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ… (Κάθε δυσάρεστον συμβὰν νὰ τὸ ἐπισφραγίζωμεν μὲ τὴν φράσιν αὐτήν: «ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ ΠΑΝΤΩΝ ΕΝΕΚΕΝ».

Εἶναι γνωστὸν ὅτι καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μὲ αὐτὴ τὴν φράσιν παρέδωκε εἰς τὴν ἐξορίαν τὴν ψυχήν του εἰς τὸν Θεόν.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο :Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ».
Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη, 2000 μ.Χ. 

Η ΩΦΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ (Ἃγιος Ίωάννης Χρυσόστομος)





ΠΟΛΛΟΙ χριστιανοί, αγνοώντας τη μεγάλη ωφέλεια της νηστείας, την τηρούν με δυσφορία ή και την αθετούν. Και όμως, τη νηστεία πρέπει να τη δεχόμαστε με χαρά, όχι με βαρυγγώμια ή φόβο. Γιατί δεν είναι σ’ εμάς φοβερή, αλλά στους δαίμονες. Φέρτε την μπροστά σ’ έναν δαιμονισμένο, και θα παγώσει από το φόβο, θα μείνει ακίνητος σαν πέτρα, θα δεθεί με δεσμά αόρατα, όταν μάλιστα δει να τη συνοδεύει η αδελφή της και αχώριστη συντρόφισσά της, η προσευχή. Γι’ αυτό και ο Χριστός είπε: «Το δαιμονικό γένος δεν βγαίνει από τον άνθρωπο, στον οποίο έχει μπει, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17:21)

Αφού λοιπόν, η νηστεία διώχνει μακριά τους εχθρούς της σωτηρίας μας και είναι τόσο φοβερή στους δυνάστες της ζωής μας, πρέπει να την αγαπάμε και όχι να τη φοβόμαστε. Αν κάτι πρέπει να φοβόμαστε, αυτό είναι η πολυφαγία, προπαντός όταν συνδυάζεται με τη μέθη. Γιατί αυτή μας δένει πισθάγκωνα και μας σκλαβώνει στα τυραννικά πάθη, ενώ η νηστεία, απεναντίας, μας απαλλάσσει από την τυραννία των παθών και μας χαρίζει την πνευματική ελευθερία. Όταν, λοιπόν, και εναντίον των εχθρών μας πολεμάει κι από τη δουλεία μας λυτρώνει και στην ελευθερία μας ξαναφέρνει, ποιάν άλλη απόδειξη της αγάπης της χρειαζόμαστε;

Δεν είναι μόνο οι μοναχοί που έχουν σ’ όλη τους την ισάγγελη ζωή σύντροφο τη νηστεία, μα και πολλοί κοσμικοί χριστιανοί, που με τα φτερά της έχουν ανέβει κι αυτοί σε ύψη ουράνιας φιλοσοφίας.

Σας θυμίζω πως οι δύο κορυφαίοι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας, μολονότι και από άλλες αρετές είχαν πολλή παρρησία στον Θεό, όποτε ήθελαν να μιλήσουν μαζί Του, στη νηστεία κατέφευγαν. Αυτή τους οδηγούσε κοντά στον Κύριο…

…“Τη φοβόμαστε” θα πεις, “γιατί φθείρει και εξασθενίζει το σώμα”. Θα μπορούσα να σου απαντήσω ότι τόσο ο εξωτερικός άνθρωπος, δηλαδή το σώμα, φθείρεται, τόσο ο εσωτερικός, δηλαδή η ψυχή, μέρα με τη μέρα ανανεώνεται (πρβλ. Β΄ Κορ. 4:16). Από το άλλο μέρος, όμως, αν θελήσεις να εξετάσεις καλά το πράγμα, θα διαπιστώσεις πως η νηστεία περιφρουρεί και τη σωματική υγεία. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, ρώτησε τους γιατρούς, και καλύτερα θα σου τα πουν αυτοί, που ονομάζουν την ολιγοφαγία μητέρα της υγείας, ενώ απεναντίας, λένε πως από την πολυφαγία προέρχονται πάρα πολλές αρρώστιες, οι οποίες, σαν αυλάκια νερού που πηγάζουν από μολυσμένη πηγή, καταστρέφουν το σώμα.

Ας μη φοβώμαστε, λοιπόν, τη νηστεία, που από τόσα κακά μας απαλλάσσει. Αυτό δεν το λέω χωρίς λόγο. Βλέπω πολλούς ανθρώπους να ρίχνονται ασυγκράτητα στο φαγητό και το πιοτό τόσο πριν όσο μετά τη νηστεία, καταστρέφοντας την ωφέλειά της. ‘Έτσι, δηλαδή, γίνεται στην ψυχή ό,τι και σ’ ένα άρρωστο σώμα, που, μόλις αρχίσει να συνέρχεται και κάνει να σηκωθεί από το κρεβάτι, του δίνει κάποιος μια δυνατή κλωτσιά και το ρίχνει κάτω χειρότερα. Κάτι τέτοιο λοιπόν, γίνεται και στην ψυχή μας, όταν πριν ή μετά τη νηστεία επισκιάσουμε τη νηφαλιότητα, που χαρίζει αυτή, με το σκοτισμό, που φέρνει η κραιπάλη.

Αλλά και όταν νηστεύουμε, δεν φτάνει η αποχή από ορισμένες τροφές, για να ωφεληθούμε ψυχικά. Υπάρχει κίνδυνος, τηρώντας τις νηστείες της Εκκλησίας, να μην κερδίσουμε τίποτα. Πώς; Όταν μένουμε μακριά από τα φαγητά, δεν μένουμε όμως μακριά από την αμαρτία∙ όταν δεν τρώμε κρέατα, τρώμε όμως το βιός των φτωχών∙ όταν δεν μεθάμε με κρασί, μεθάμε όμως με την πονηρή επιθυμία∙ όταν περνάμε τη μέρα νηστικοί, βλέποντας όμως αισχρά θεάματα. Έτσι η νηστεία μας είναι ανώφελη. Γι’ αυτό ας τη συνδυάσουμε με τον πόλεμο εναντίον των παθών, με την εγκράτεια από κάθε αμάρτημα, με την προσευχή και τον πνευματικό αγώνα. Έτσι μόνο θα έχει καρπούς και θα είναι μια θυσία ευάρεστη στο Θεό. 

(Από το βιβλίο : «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄- ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ)


Πηγή: www.alopsis.gr

ΟΙ ΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)





Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού γνώρισε τόσα ἀπόρρητα μυστήρια καί ἀνέβηκε ὡς τόν τρίτο οὐρανό, καθώς μελετοῦσε τίς βουλές καί τίς κρίσεις τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνθηκε ἴλιγγο, σάν νά κοίταζε σέ ἄβυσσο. Προσπαθώντας νά ἐρευνήσει τό βάθος τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, σάστισε. Σάστισε καί σταμάτησε ἀμέσως τήν ἔρευνα, ἀναφωνώντας: «Ποιός γνώρισε τή σκέψη τοῦ Κυρίου; Πόσο ἀνεξερεύνητες εἶναι οἱ ἀποφάσεις του καί πόσο ἀνεξιχνίαστα τά σχέδιά του!» (Ρωμ. 11:34, 33).

Ἄν ἔτσι ἀντιμετώπισε τοῦ Θεοῦ τίς βουλές ὁ ἀπόστολος, ἐμεῖς γιατί ματαιοπονοῦμε, προσπαθώντας νά ἐρευνήσουμε τά ἀνεξερεύνητα καί νά ἐξιχνιάσουμε τά ἀνεξιχνίαστα; Ἄς μή φτάνουμε, σᾶς παρακαλῶ, σέ τέτοιο σημεῖο παραλογισμοῦ. Ἀλλά, σέ κάθε μας ἀπορία, ἄς θυμόμαστε κι ἄς ἐπαναλαμβάνουμε τό λόγο τοῦ ψαλμωδοῦ: «Οἱ δίκαιες κρίσεις σου εἶναι σάν μιά βαθειά ἄβυσσος» (Ψαλμ. 35:7).

«Θά σέ δοξολογήσω, γιατί φάνηκες θαυμαστός φοβερά», λέει πάλι ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. 138:14). Τί σημαίνει «φοβερά»; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θαυμάζουμε πολλά πράγματα, ὅπως λ.χ. κομψούς κίονες, ὡραίους ζωγραφικούς πίνακες, ἀνθηρά σώματα. Μά ὁ θαυμασμός μας δέν συνοδεύεται ἀπό φόβο. Θαυμάζουμε ἐπίσης, τήν πλατειά θάλασσα καί τόν ἀβυσσαλέο βυθό της. Σάν σκύψουμε, ὅμως, νά κοιτάξουμε σ' αὐτόν τό βυθό, δοκιμάζουμε φόβο. Παρόμοιος φόβος κυρίεψε, λοιπόν, καί τόν προφήτη, καθώς ἔσκυψε νά κοιτάξει τό ἀπέραντο καί ἀπύθμενο πέλαγος τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ζαλίστηκε, θαύμασε, τρόμαξε κι ἔκανε πίσω, κράζοντας: «Θά σέ δοξολογήσω, γιατί φάνηκες θαυμαστός φοβερά. Θαυμαστά εἶναι καί τά ἔργα σου» (Ψαλμ. 138:14). Καί στρέφοντας τή σκέψη του στόν ἑαυτό του, ἀναφώνησε: «Μέ γεμίζει θαυμασμό, Θεέ μου, ἡ γνώση πού ἔχεις γιά μένα. Εἶναι τόσο μεγάλη, πού δέν μπορῶ νά τή συλλάβω» (Ψαλμ. 138:6).

Πολύ συχνά, καί μάλιστα σέ ψυχές εὐσεβεῖς, ὁ Θεός οἰκονομεῖ τά πράγματα ἔτσι, ὥστε γεγονότα δυσάρεστα νά ἔχουν κατάληξη εὐτυχῆ. Ἄς θυμηθοῦμε μερικά περιστατικά ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.

Ὁ Ἰωσήφ, ὁ γιός τοῦ πατριάρχη Ἰακώβ, πουλήθηκε ἀπό τους ἀδελφούς του καί κατέληξε στήν Αἴγυπτο, στό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ. Ἡ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ εἶχε πονηρούς σκοπούς γιά τόν Ἰωσήφ. Στό τέλος τόν συκοφάντησε καί τόν ἔστειλε στή φυλακή. Νόμιζε ὅτι ἔτσι τοῦ ἔκανε κακό. Ἀπεναντίας, ἡ φυλακή ἦταν οἴκημα πιό ἥσυχο καί ἀσφαλισμένο ἀπό τό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ. Γιατί σ' ἐκεῖνο τό σπίτι μπορεῖ νά εἶχε πολλές ἀνέσεις, ἄλλα ζοῦσε σ' ἕναν ἀκατάπαυστο φόβο ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐπιθέσεις τῆς ἀκόλαστης δράκαινας. Ἡ ἀγωνία του ἦταν βασανιστικότερη ἀπό τή ζωή τῆς φυλακῆς. Προτιμοῦσε νά ζεῖ μαζί μέ κατάδικους παρά μέ μιά μανιασμένη κυρά. Στό δεσμωτήριο τόν παρηγοροῦσε ἡ σκέψη ὅτι βρέθηκε ἐκεῖ γιά νά μή χάσει τήν ἁγνότητά του, ἐνῶ, ὅσο ἔμενε κοντά της, ἔτρεμε μήπως ἡ ψυχή του τραυματιστεῖ. Ἔτσι, οὐσιαστικά δέν μπῆκε σέ φυλακή, ἄλλα γλύτωσε ἀπό φυλακή. Ἦρθε σέ ρήξη μέ τόν ἐπίγειο κύριό του, τόν Πετεφρῆ, ἀλλά σέ στενότερο σύνδεσμο μέ τόν οὐράνιο Κύριό του, τό Θεό.

Παλαιότερα οἱ ἀδελφοί του τόν εἶχαν πουλήσει σέ Ἰσμαηλίτες ἐμπόρους. Στήν πραγματικότητα τόν ὠφέλησαν, γιατί τόν ἀπάλλαξαν ἔτσι ἀπό τήν κακία τους καί τίς καθημερινές ἐπιβουλές τους. Ὑπάρχει, ἀλήθεια, χειρότερο πράγμα, ἀπό τή συμβίωση μέ ἀδελφούς πού σέ φθονοῦν, σέ κατατρέχουν, σέ ἐπιβουλεύονται; Θέλησαν νά τοῦ κάνουν κακό, μά ὁ Θεός τό γύρισε σέ καλό.

Καί ἀργότερα, ὅταν ὁ ἀρχιοινοχόος τόν ξέχασε, πάλι σέ καλό τοῦ βγῆκε, γιατί ἀποφυλακίστηκε πιό ἐπίσημα καί πιό ἔνδοξα. Τήν ἐλευθερία του δέν τοῦ τή χάρισε ἡ ἀνθρώπινη καλοσύνη, ἄλλα ἡ θεία πρόνοια. Ὁ Φαραώ τόν ἔβγαλε ἀπό τή φυλακή, ὅταν τόν χρειάστηκε γιά νά τοῦ ἐξηγήσει τά ὄνειρα. Ἔτσι, τόν ἔβγαλε ὄχι σάν βασιλιάς πού κάνει εὐεργεσία, ἀλλά σάν βασιλιάς πού δέχεται εὐεργεσία. Ὁ Θεός δέν ἤθελε νά εὐεργετηθεῖ ὁ Ἰωσήφ σάν δοῦλος, ἄλλα νά παρουσιαστεῖ στό Φαραώ σάν εὐεργέτης του, νά τοῦ συμπαρασταθεῖ στήν ἀνάγκη του καί νά τοῦ δείξει πόση σοφία εἶχε.

Γι' αὐτό, λοιπόν, τόν εἶχε λησμονήσει ὁ ἀρχιοινοχόος, γιά νά μήν τόν ἀγνοήσει ὁ Φαραώ, γιά νά μήν τόν στερηθεῖ ἡ Αἴγυπτος. Γιατί ἄν ὁ ἀρχιοινοχόος τόν θυμόταν, θά ἔβγαινε νωρίτερα ἀπό τή φυλακή, καί τότε ἀναμφίβολα θά ἐπιθυμοῦσε νά γυρίσει στήν πατρίδα του. Ἔτσι, ὅμως, ὅλη ἡ κατοπινή ἔνδοξη ἱστορία θά ματαιωνόταν. Τά τόσα ἐμπόδια -ἡ ὑπηρεσία στό σπίτι τοῦ Πετεφρῆ, ἡ φυλακή καί, ἀργότερα, τό βασιλικό ἀξίωμα- τόν κράτησαν ἐκεῖ, γιά νά πραγματοποιηθοῦν τά μεγάλα σχέδια τοῦ Κυρίου.

Ἄς ἐξετάσουμε πολύ συνοπτικά καί τή ζωή τοῦ πατέρα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ πατριάρχη Ἰακώβ. Ὁ ἀδελφός του Ἠσαῦ τόν φθόνησε καί ζητοῦσε νά τόν σκοτώσει, ἀναγκάζοντάς τον ἔτσι νά φύγει ἀπό τήν πατρίδα του. Τί συνέπειες εἶχε αὐτό; Πρῶτα-πρῶτα, ξεφεύγοντας τόν κίνδυνο, βρῆκε ἀσφάλεια καί ἡσυχία. Ὕστερα, ἔμαθε νά ἐμβαθύνει περισσότερο στά πράγματα, κι ἔτσι ἔγινε πιό σοφός. Καί τέλος, ἀξιώθηκε νά δεῖ τό θαυμαστό ἐκεῖνο ὄνειρο μέ τήν κλίμακα.

Ἀλλά, θά μοῦ πεῖτε, στήν ξένη χώρα, τή Μεσοποταμία, ὅπου πῆγε, δούλεψε σκληρά. Καί στήν ἀρχή, βέβαια, βρῆκε γυναίκα νά πάρει, τή Ραχήλ, καί κέρδισε τή συμπάθεια τοῦ πεθεροῦ του, τοῦ Λάβαν, στή συνέχεια ὅμως ὁ Λάβαν τόν ἐξαπάτησε, δίνοντάς του γυναίκα τή μεγαλύτερη κόρη του, τή Λεία. Ναί, ἔτσι ἔγινε, ἄλλα τοῦτο τόν ὠφέλησε, γιατί ἡ Ραχήλ ἦταν στείρα, ἐνῶ ἀπό τή Λεία ἀπέκτησε πολλά παιδιά.

Ἀργότερα ὁ Λάβαν τόν μίσησε. Μά καί τό μίσος αὐτό τοῦ βγῆκε σέ καλό, γιατί ἔγινε ἀφορμή νά γυρίσει στήν πατρίδα του. Ἄν δέν ἀντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα στή Μεσοποταμία, δέν θά σκεφτόταν τή Χαναάν. Ὁ Λάβαν τοῦ κατακράτησε τό μισθό τῶν κόπων του. Μήτε κι αὐτό τόν ζημίωσε καθόλου, ἀφοῦ πρόκοψε καί πλούτισε περισσότερο ἀπό τόν πεθερό του.

Τί βλέπουμε, λοιπόν; Ὅσο μεγαλύτερη ἐπιβουλή καί ἐχθρότητα ἀντιμετώπιζε, τόσο περισσότερο προόδευε. Ἄν δέν ἔπαιρνε γυναίκα πρῶτα τή Λεία, δέν θ' ἀποκτοῦσε σύντομα τόσα παιδιά, ἄλλα θά ἦταν γιά χρόνια ἄτεκνος καί θά θρηνοῦσε, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ Ραχήλ. Ἄν ὁ Λάβαν δέν τοῦ στεροῦσε τό μισθό του, δέν θά νοσταλγοῦσε τήν πατρίδα του, δέν θά δενόταν πιό στενά μέ τίς γυναῖκες του, δέν θά γύριζε μέ δόξα καί τιμή στή γῆ Χαναάν, δέν θά συναντοῦσε στό δρόμο τούς ἀγγέλους καί τόν ἴδιο τό Θεό.

Ἀξιοθαύμαστο, ἀλήθεια, εἶναι τό ὅτι ὁ Θεός μᾶς εὐεργετεῖ μέσ' ἀπό γεγονότα πού φαίνονται ὄχι εὐνοϊκά καί εὐχάριστα, ἄλλα ἐνάντια καί δυσάρεστα. Ἄς δοῦμε ἀκόμα μερικά παραδείγματα.

Ὁ Φαραώ πρόσταξε νά ρίχνονται στό ποτάμι τά βρέφη τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἄν δέν γινόταν αὐτό, δέν θά σωζόταν ὁ Μωυσῆς ἀπό τή θυγατέρα τοῦ Φαραώ καί δέν θ' ἀνατρεφόταν στά ἀνάκτορα. Ὁ Θεός οἰκονόμησε ἔτσι τά πράγματα, γιά νά δείξει πόσο εὔκολα ἡ σοφία Του καί ἡ παντοδυναμία Του βρίσκουν λύσεις γιά προβλήματα ἄλυτα καί διέξοδο στά ἀδιέξοδα.

Ἀργότερα ἕνας Ἑβραῖος εἶπε ἀπειλητικά στό Μωυσῆ: "Μήπως θέλεις νά μέ σκοτώσεις;". Καί αὐτό τόν ὠφέλησε, γιατί φοβήθηκε καί ἀποφάσισε νά ἐγκαταλείψει τήν Αἴγυπτο. Ἔτσι ἔφυγε στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ. Ἐκεῖ ὄχι μόνο μακριά ἀπό τούς κινδύνους τῆς Αἰγύπτου ἔζησε, ἀλλά καί ὡρίμασε πνευματικά καί πλουτίστηκε μέ σοφία καί ἀξιώθηκε νά δεῖ τό θαυμάσιο ἐκεῖνο ὅραμα τῆς φλεγόμενης βάτου καί ἔλαβε τή θεία ἐπαγγελία τῆς λυτρώσεως τοῦ λαοῦ του ἀπό τήν τυραννική δουλεία τῶν Αἰγυπτίων.

Κάτι παρόμοιο ἔγινε καί μέ τόν Ἀαρών. Ὅταν ἐπαναστάτησαν ἐναντίον του ὁ Κορέ καί ὁρισμένοι ἄλλοι ἄρχοντες τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἀμφισβητώντας του τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ὁ Θεός, μέ τό θαῦμα τοῦ ραβδιοῦ πού βλάστησε, τόν ἀνέδειξε λαμπρότερο καί ἐνδοξότερο.

Ἄς θυμηθοῦμε τώρα καί τούς Τρεῖς Παῖδες. Στήν περίπτωσή τους ὁ διάβολος ἔπαθε τό συνηθισμένο του πάθημα, πού ποτέ δέν τοῦ γίνεται μάθημα. Τί δηλαδή; Τά μέσα πού χρησιμοποιεῖ γιά νά πολεμήσει τούς πιστούς, χτυποῦν τελικά τόν ἴδιο καί ἐξουδετερώνουν τή δύναμή του. Αὐτό, φυσικά, γίνεται ὄχι γιατί τό θέλει ἐκεῖνος, ἀλλά γιατί ὁ πάνσοφος Θεός ὁδηγεῖ τά πράγματα ἔτσι, ὥστε τά τεχνάσματα καί τά ὄπλα του νά στραφοῦν ἐναντίον του. Ἔβαλε, λοιπόν, ὁ πονηρός σ' ἐκεῖνον τόν τύραννο, τό Ναβουχοδονόσορ, τή σκέψη νά μήν ἀποκεφαλίσουν τούς ἁγίους οὔτε νά τούς ρίξουν στά θηρία, ἄλλα νά τούς θανατώσουν στή φωτιά. Γιατί; Γιά νά μή μείνει τίποτε ἀπό τά λείψανά τους, γιά νά ἐξαφανιστοῦν τά σώματά τους, γιά ν' ἀνακατευτεῖ ἡ στάχτη ἀπό τά ὀστά τους μέ τή στάχτη ἀπό τά ξύλα. Ἀλλά ὁ Θεός χρησιμοποίησε αὐτόν τόν τρόπο γιά νά νικηθεῖ ἡ ἀσέβεια καί νά κατατροπωθεῖ ἡ εἰδωλολατρία. Ἔτσι ἔκανε τά σώματά τους ἀπρόσιτα στίς φλόγες, διδάσκοντας τούς βαρβάρους ὅτι ἡ φωτιά, πού εἶχε θεοποιηθεῖ στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς, φοβᾶται ὄχι μόνο τό Θεό, μά καί τούς δούλους Του.

Στούς διωγμούς, πάλι, τί ἔγινε; Οἱ διῶκτες στράφηκαν μέ ἀπίστευτη μανία ἐνάντια στούς χριστιανούς. Καί ὅμως, ὅλο τους τό μίσος, ὅλη τους ἡ μοχθηρία, ὅλη τους ἡ ἀγριότητα ἀφανίστηκε πιό εὔκολα ἀπ' ὅ,τι ἀφανίζεται ὁ ἱστός τῆς ἀράχνης, διαλύθηκε πιό γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι διαλύεται ὁ καπνός, σκορπίστηκε πιό γοργά ἀπ' ὅ,τι σκορπίζεται ἡ σκόνη. Ἡ ἐμπάθειά τους ἐνάντια στούς χριστιανούς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ν' ἀναδειχθεῖ ὁλόκληρη χορεία ἀπό μάρτυρες. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία πλουτίστηκε μέ τούς ἀθάνατους καί ἔμψυχους αὐτούς θησαυρούς, πού, ὄχι μόνο στή διάρκεια τῆς ἅγιας ζωῆς τους, ἀλλά καί μετά τήν τελείωσή τους προσφέρουν πλούσια σ' ὅλους μας τόσες οὐράνιες εὐεργεσίες.

Τή δύναμή Του ὁ Θεός τή δείχνει ἰδιαίτερα, ὅταν αὐξηθοῦν οἱ ἐχθροί τῶν πιστῶν δούλων Του.

Ἔτσι, στή δική μας γενιά, ὅταν ἀνέβηκε στό θρόνο ὁ παραβάτης Ἰουλιανός (361-363), αὐτός πού ξεπέρασε ὅλους τούς ἄλλους ἀσεβεῖς στήν ἀσέβεια, ἔγιναν πολλά καί παράδοξα σημεῖα.

Πρῶτα-πρῶτα, μόλις ἔγινε βασιλιάς, ἔπεσε στίς πόλεις μεγάλη πείνα. Κακή ἀρχή μιᾶς κακῆς βασιλείας.

Ἀργότερα, ὅταν ἔδωσε ἐντολή νά ξαναχτιστεῖ ὁ ἰουδαϊκός Ναός τῶν Ἱεροσολύμων, γιά νά διαψευσθεῖ ἡ προφητεία τοῦ Χριστοῦ, φωτιά ξεπήδησε ἀπό τά θεμέλια κι ἔκανε τούς οἰκοδόμους νά τό βάλουν στά πόδια. Ἔτσι τό σχέδιό του ματαιώθηκε.

Ὅταν, πάλι, ὁ ταμίας του καί ὁ θεῖος του - Ἰουλιανός λεγόταν κι αὐτός- τόλμησαν νά μολύνουν τά ἱερά σκεύη τῶν χριστιανῶν, τιμωρήθηκαν παραδειγματικά ἀπό τόν Θεό: Τοῦ πρώτου τό σῶμα γέμισε πληγές καί σκουλήκια΄ καί τοῦ δεύτερου τά σπλάχνα χύθηκαν ἔξω. Ἔτσι πέθαναν καί οἱ δύο. Φριχτοί θάνατοι!

Τέλος, σέ ὁρισμένα μέρη, ὅπου τελέστηκαν θυσίες στά εἴδωλα, στέρεψαν οἱ πηγές. Ἄλλο ἕνα θεϊκό σημάδι. Συνηθίζει νά ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Θεός σέ εἰδικές περιστάσεις. Ὅταν τά κακά πληθαίνουν, ὅταν ἡ ἀνομία ἁπλώνεται, ὅταν οἱ δοῦλοι Του κακοποιοῦνται, τότε δείχνει τή μεγάλη Του δύναμη.

Δέν θά παραλείψω ν' ἀναφέρω καί μιάν ἄλλη σοφή ἄλλα καί συνηθισμένη παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ: Ὅταν ἀντιμετωπίζουμε πειρασμούς καί δυσκολίες, δέν ἐπεμβαίνει ἀμέσως γιά νά μᾶς βοηθήσει, ἄλλα πρῶτα μᾶς ἀφήνει νά ταλαιπωρηθοῦμε κάμποσο καιρό κι ὕστερα κάνει τό θαῦμά Του. Γιατί τό κάνει αὐτό; Γιά νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τήν ἀγνωμοσύνη καί τήν ἀχαριστία. Συνήθως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, μόλις περάσουν οἱ συμφορές, ξεχνᾶμε καί τήν πίκρα τους καί τόν Θεό, πού μᾶς λυτρώνει ἀπ' αὐτές. Πολλές φορές, πάλι, νομίζουμε ὅτι μόνοι μας κατορθώσαμε ν' ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά ὅποια δεινά μᾶς βρῆκαν. Γι' αὐτό, λοιπόν, ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά μᾶς τσακίσουν πρῶτα οἱ δοκιμασίες, κι ὕστερα ἔρχεται νά μᾶς σώσει.

Ὅταν, λ.χ., οἱ Φιλισταῖοι ἀπειλοῦσαν τούς Ἰσραηλίτες καί ὁ Γολιάθ τούς φοβέριζε, ὁ Θεός σχεδίασε νά ὁδηγήσει στήν ἀναμέτρηση τό Δαβίδ καί νά τόν ἀναδείξει νικητή. Δέν πραγματοποίησε, ὅμως, ἐξαρχῆς τό σχέδιό Του. Ἄφησε πρῶτα νά περάσουν σαράντα ὁλόκληρες μέρες. Στό διάστημα αὐτό ὁ ἀλλόφυλος γίγαντας ἔβριζε, περιγελοῦσε καί προκαλοῦσε τούς Ἑβραίους, πού εἶχαν λιώσει ἀπό τό φόβο. Κανένας δέν τολμοῦσε νά τά βάλει μέ τόν τρομερό ἀντίπαλο. Ὅλοι ἀπελπίστηκαν γιά τή σωτηρία τους. Καί τότε μόνο, ὅταν πιά κατάλαβαν τήν ἀδυναμία τους καί πίστεψαν ὅτι χάνονται, ὁ Θεός χάρισε στόν Δαβίδ τή θαυμαστή κι ἀνέλπιστη ἐκείνη νίκη. Ὁ ὑπερφίαλος Γολιάθ σκοτώθηκε καί οἱ Φιλισταῖοι ντροπιάστηκαν.

Σέ κρίσιμες περιστάσεις, ἐμεῖς συνηθίζουμε νά κάνουμε ἀνθρώπινες σκέψεις καί ρηχούς ὑπολογισμούς. Ἔτσι, λ.χ. λέμε: "Ἄν μᾶς ἐπιτεθοῦν ξαφνικά οἱ ἐχθροί καί δέν εἶναι ἕτοιμος ὁ στρατός μας γιά νά τούς ἀποκρούσει, τί θά γίνουμε; Θά μᾶς αἰχμαλωτίσουν ὅλους καί θά καταστρέψουν τή χώρα μας". Μά τί νομίζεις; Ἐπειδή δέν προλαβαίνεις ἐσύ τόν ἐχθρό, δέν τόν προλαβαίνει καί ὁ Θεός; Ἐπειδή δέν εἶσαι ἐσύ «πανταχοῦ παρών», δέν εἶναι καί ὁ Θεός; Ἤ μήπως γι' Αὐτόν ἄλλα εἶναι δυνατά καί ἄλλα ἀδύνατα;

Ἡ Ἐρυθρά Θάλασσα, μολονότι ἄψυχη, ὑπάκουσε στό θέλημα τοῦ Κυρίου καί κατάπιε τούς Αἰγυπτίους. Τά ψάρια, μολονότι χωρίς λογικό, ὑπάκουσαν κι αὐτά στό θέλημα τοῦ Κυρίου καί πιάστηκαν στά δίχτυα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Κι ἕνας ἄγγελος, ὅταν πάρει διαταγή ἀπό τόν Κύριο, μπορεῖ νά ἐξολοθρεύσει ὅλους τούς ἐχθρούς τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Κάτι τέτοιο δέν ἔγινε στά χρόνια τοῦ προφήτη Ἠσαΐα;

Κάποιος Χαναναῖος εἶχε μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. Νόμιζε πώς εἶναι πολύ σπουδαῖος στρατηγός. Ἐννοῶ τόν Σισάρα, γιά τόν ὁποίο κάνει λόγο καί ὁ ψαλμωδός: «Κάνε, (Κύριε, στούς ἐχθρούς σου) ὅ,τι ἔκανες κάποτε στούς κατοίκους τῆς Μαδιάμ καί στό Σισάρα, ὅ,τι ἔκανες στόν Ἰαβείν στό χείμαρρο Κεισών» (Ψαλμ. 82:10). Ὁ Ἰαβείν ἦταν βασιλιάς τῶν Χαναναίων καί ὁ Σισάρα ἀρχιστράτηγος. Οἱ Ἰσραηλίτες, βλέποντες τά ἐννιακόσια σιδερένια ἅρματα καί τούς ἀναρίθμητους στρατιῶτες τοῦ Σισάρα, κατατρόμαξαν. Τότε ὁ φιλάνθρωπος Θεός μίλησε μέ τό στόμα μιᾶς προφήτισσας, τῆς Δεββώρας, πού κάλεσε τόν ἀρχηγό τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τοῦ εἶπε: "Μή φοβηθεῖς! Ὁ Θεός θά σοῦ παραδώσει τόν Σισάρα στά χέρια σου. Τό κατόρθωμα, ὅμως, θ' ἀνήκει σέ γυναίκα. Ναί, γυναίκα θά τόν ἐξοντώσει". Καί πράγματι, τόν θανάτωσε ἡ Ἰαήλ. Βλέπεις πῶς τιμωρήθηκε γιά τήν ἀλαζονεία του; Σκοτώθηκε, καί μάλιστα ἀπό γυναικεῖο χέρι. Τόν ἔδεσε ὁ Θεός μέ τά δεσμά τοῦ ὕπνου καί, ὅπως ἦταν κοιμισμένος, ἡ Ἰαήλ τοῦ ἔμπηξε ἕναν πάσσαλο στόν κρόταφο!

Ὅταν ὁ Θεός θελήσει νά μᾶς βοηθήσει, τίποτα δέν μπορεῖ νά Τόν ἐμποδίσει. Φτάνει τότε ἕνα ὅπλο τοῦ Θεοῦ, φτάνει ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, φτάνει ἕνα νεῦμα μόνο τοῦ Θεοῦ, γιά νά νικηθοῦν καί οἱ πιό ἰσχυροί ἐχθροί. Ἐμεῖς ἄς προσευχόμαστε στόν Χριστό, λέγοντας: "Κύριε, πές ἕνα λόγο, καί θά σκορπιστοῦν οἱ ἐχθροί Σου. Πές ἕνα λόγο, καί θά σωθεῖ ἡ πόλη Σου. Πές ἕνα λόγο, καί θά νικήσει ὁ λαός Σου". Ἄς Τοῦ λέμε ὅ,τι καί ὁ Δαβίδ: «Νά, οἱ ἐχθροί σου χαλᾶνε τόν κόσμο κι αὐτοί πού σέ μισοῦν σήκωσαν κεφάλι» (Ψαλμ. 82:3). Καί τότε φτάνει μιά γυναίκα σάν τήν Ἰαήλ, μιά σάν τή Δεββώρα ἤ μιά σάν ἐκείνη τήν ἄγνωστη, πού χτύπησε μέ τή μυλόπετρα τόν ἀδελφοκτόνο βασιλιά Ἀβιμέλεχ, γιά νά φέρει τή νίκη.

Ὁ Θεός ἔχει πολλῶν εἰδῶν φάρμακα γιά τή σωτηρία μας. Στόν καθένα δίνει ὅ,τι τοῦ χρειάζεται. Γιατί ὅλοι χρειαζόμαστε κάποιο φάρμακο. «Ποιός θά καυχηθεῖ πώς ἔχει ἁγνή τήν καρδιά; Ἤ ποιός θά πεῖ θαρρετά πώς εἶναι καθαρός ἀπό ἁμαρτίες;» (Παροιμ. 20:9).

Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος ἀναμάρτητος. Κι ἄν μοῦ πεῖς ὅτι ὁ τάδε εἶναι δίκαιος, εἶναι σπλαχνικός, εἶναι φιλάνθρωπος, θά συμφωνήσω. Δέν μπορεῖ, ὅμως, νά μήν ἔχει καί κάποιο ἐλάττωμα. Ἤ ἀπό τήν κενοδοξία θά νικιέται ἤ ἀπό τήν κακολογία ἤ ἀπό κάτι ἄλλο. Ἕνας κάνει ἐλεημοσύνες, ἀλλά δέν εἶναι ἁγνός. Ἄλλος εἶναι ἁγνός, ἀλλά δέν κάνει ἐλεημοσύνες. Ὁ ἕνας ἔχει μία ἀρετή καί ὁ ἄλλος τήν ἄλλη. Ὁ Φαρισαῖος νήστευε, προσευχόταν, δέν ἀδικοῦσε κανέναν, τηροῦσε τό νόμο. Εἶχε ὅμως ἀλαζονεία. Ἔτσι καταδικάστηκε ἀπό τόν Κύριο, γιατί ἡ ἀλαζονεία τόν ζημίωσε περισσότερο ἀπ' ὅσο θά τόν ζημίωναν ὅλες οἱ ἄλλες ἁμαρτίες μαζί.

Δέν ὑπάρχει, λοιπόν, ἄνθρωπος ἀπόλυτα δίκαιος, ἀπόλυτα ἐνάρετος, ἀπόλυτα καθαρός ἀπό ἁμαρτία. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, δέν ὑπάρχει ἁμαρτωλός ἄνθρωπος πού νά μήν ἔχει κι ἕνα μικρό, ἔστω, καλό. Κάποιος, λ.χ., κάνει ἁρπαγές καί καταστροφές. Μερικές φορές, ὅμως, δείχνει καλοσύνη, βοηθάει ἕναν ἄνθρωπο, λυπᾶται γιά τό κακό.

Ποιός ἦταν σκληρότερος ἀπό τόν ἅρπαγα βασιλιά Ἀχαάβ; Καί ὅμως, ἀκόμα κι αὐτός ἐνίωσε κάποτε συντριβή καί κατάνυξη. Ποιός ἦταν χειρότερος ἀπό τόν φιλάργυρο καί προδότη Ἰούδα; Καί ὅμως, ἀκόμα κι αὐτός, μετά τήν προδοσία του, εἶπε: «Ἁμάρτησα, γιατί ἔστειλα στό θάνατο ἕναν ἀθῶο» (Ματθ. 27:4).

Στή ζωή αὐτή ἐφαρμόζεται σ' ὅλους ὁ νόμος τῆς ἀνταποδόσεως. Γι' αὐτό οἱ ἐνάρετοι δοκιμάζουν θλίψεις. Γι' αὐτό οἱ ἄδικοι ἀπολαμβάνουν ἀγαθά. Οἱ πρῶτοι τιμωροῦνται ἐδῶ γιά τίς λίγες ἁμαρτίες τους κι ἔτσι δέν θά στερηθοῦν τόν παράδεισο. Οἱ δεύτεροι ἀμείβονται ἐδῶ γιά τίς λίγες καλές τους πράξεις, καί θά τιμωροῦνται αἰώνια γιά τήν πολλή κακία τους.

Ὅταν ὑποφέρουμε ἄδικα, πρέπει νά ξέρουμε ὅτι αὐτό συμβαίνει μέ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, εἴτε γιά νά ξεχρεώσουμε ἁμαρτίες εἴτε γιά νά πάρουμε στεφάνια. Ὁ βασιλιάς Δαβίδ, ὅταν ὁ Σεμεΐ τόν ἔλουζε μέ βρισιές καί κατάρες, δέν ἄφησε κανένα νά τόν πειράξει «Ἀφῆστε τον», εἶπε, «νά μέ βρίζει, γιά νά δεῖ ὁ Κύριος τήν ταπείνωσή μου καί νά μοῦ ἀνταποδώσει καλό γιά τίς κατάρες πού δέχομαι σήμερα» (Β' Βασ. 16:11-12). Καί γιά τόν ἀκόλαστο ἐκεῖνο Κορίνθιο τί εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος; «Νά παραδοθεῖ στό σατανᾶ, γιά νά τοῦ ἀφανίσει τό σῶμα καί νά σωθεῖ ἔτσι ἡ ψυχή του» (πρβλ. Α' Κορ. 5:5). Ἀλλά καί ὁ φτωχός Λάζαρος τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς γι' αὐτόν τό λόγο πῆγε στόν τόπο τῆς εὐφροσύνης, ἐπειδή ὑπέφερε τόσα καί τόσα στή ζωή του.

Πολλοί νομίζουν πώς εἶναι ὁπωσδήποτε ἁμαρτωλός ἐκεῖνος πού ὑποφέρει. Ὑποθέτουν, ἀνόητα ὅμως καί ἀβάσιμα, πώς οἱ συμφορές ἔρχονται πάντα σάν τιμωρία γιά τήν παράβαση τοῦ θείου νόμου. Αὐτό ἔγινε στή περίπτωση τοῦ δίκαιου καί πολυβασανισμένου Ἰώβ. Οἱ τρεῖς φίλοι του, πού τόν ἐπισκέφθηκαν στή διάρκεια τῆς δοκιμασίας του, μολονότι δέν ἤξεραν καμιάν ἁμαρτία του, τοῦ ἔλεγαν: «Δέν εἶναι μεγάλη ἡ κακία σου καί ἀνυπολόγιστες οἱ ἁμαρτίες σου;» (Ἰώβ 22:5).

Μά κι ὁ Σεμεΐ, πού ἀνέφερα πιό πρίν, γιατί ἔβριζε τόν Δαβίδ; Ἐπειδή τότε εἶχε ἐπαναστατήσει ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ ὁ γιός του Ἀβεσσαλώμ. Καθώς, λοιπόν, προσπαθοῦσε νά ξεφύγει ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ γιοῦ του, πού τόν καταδίωκαν γιά νά τόν ἐξοντώσουν, ὁ Δαβίδ συνάντησε τόν Σεμεΐ. Κι ἐκεῖνος νόμιζε πώς ὁ βασιλιάς, γιά νά βρεθεῖ σ' αὐτή τή δοκιμασία, ἦταν φονιάς. Νά γιατί ἄρχισε νά τόν βρίζει καί νά τόν καταριέται.

Κάτι παρόμοιο ἔγινε καί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν βρέθηκε στό νησί Μελίτη, μετά τό ναυάγιο τοῦ πλοίου πού τόν μετέφερε στή Ρώμη. Μιά ὀχιά τόν δάγκωσε τότε στό χέρι. Οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ, βλέποντας τό ἑρπετό νά κρέμεται ἀπό τό χέρι του, ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ὁπωσδήποτε φονιάς εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Σώθηκε ἀπό τή θάλασσα, ἀλλά ἡ θεία δίκη δέν τόν ἄφησε νά ζήσει» (Πράξ. 28:4).

Καί σήμερα ἀκούω πολλούς νά λένε: "Ἄν ὁ Θεός ἀγαποῦσε τούς φτωχούς, δέν θά τούς ἔκανε φτωχούς". Καί ἄλλους, βλέποντας ἕναν ἐλεήμονα ἄνθρωπο νά ὑποφέρει ἀπό βαρειά ἀρρώστια, νά ρωτᾶνε: "Τί ἔγιναν οἱ ἐλεημοσύνες του; Τί ἔγιναν οἱ καλοσύνες του;". Ἀνόητες ἐρωτήσεις.

Πῶς κατηγορεῖς, ἄνθρωπέ μου, τό Θεό μέ τόση εὐκολία καί ἐπιπολαιότητα; Μπορεῖ ποτέ ὁ Θεός νά μισεῖ τούς φτωχούς, καί μάλιστα τούς ἐνάρετους, καί ν' ἀγαπάει τούς πλουσίους, καί μάλιστα τούς κακούς καί ἄσπλαχνους; Γιά νά μήν ἁμαρτάνεις μέ τέτοιες βλάσφημες ἄλλα καί παράλογες σκέψεις, θά σοῦ ἐξηγήσω τί ἀγαπάει καί τί ἀποστρέφεται ὁ Θεός.

Ὁ Θεός ἀγαπάει ὅποιον τηρεῖ τίς ἐντολές Του. «Αὐτόν», λέει, «θά τόν ἀγαπήσω καί θά τοῦ φανερώσω τόν ἑαυτό μου» (Ἰω. 14:21). Ὄχι αὐτόν πού ἔχει πλούτη, ὄχι αὐτόν πού ἔχει ὑγεία, μά αὐτόν «πού κρατάει τίς ἐντολές μου καί τίς ἐκτελεῖ». Καί ποιόν ἀποστρέφεται ὁ Θεός; Αὐτόν πού δέν τηρεῖ τίς ἐντολές Του.

Ὅταν, λοιπόν, δεῖς κάποιον πού περιφρονεῖ τό θέλημα καί τό νόμο τοῦ Θεοῦ, εἴτε πλούσιος εἶναι, εἴτε ὑγιής, νά μήν ἀμφιβάλλεις ὅτι τόν ἀποστρέφεται ὁ Κύριος. Ἀπεναντίας, τόν ἐνάρετο καί εὐσεβῆ, εἴτε φτωχός εἶναι, εἴτε ἄρρωστος, τόν ἀγαπάει. Δέν ἄκουσες τί λέει ἡ Γραφή; «Παιδεύει ὁ Κύριος ὅποιον ἀγαπάει καί μαστιγώνει ὅποιον ἀναγνωρίζει γιά παιδί του» (Παροιμ. 3:12). Θά μοῦ πεῖς, βέβαια, ὅτι πολλοί ἄνθρωποι σκανδαλίζονται μ' αὐτό. Φταίει τό μυαλό τους. Γιατί δέν κάνουν τήν ἁπλή τούτη σκέψη: Ἡ ἀμοιβή δέν δίνεται στήν παροῦσα ζωή. Ἐδῶ εἶναι τό στάδιο τῶν ἀγώνων. Τά βραβεῖα καί τά στεφάνια θά δοθοῦν στήν ἄλλη ζωή.

Δέν πρέπει νά λυπόμαστε γι' αὐτούς πού δοκιμάζονται καί ὑποφέρουν, ἀλλά γι' αὐτούς πού, ἐνῶ ἁμαρτάνουν, δέν τιμωροῦνται. Οἱ τιμωρίες, ἄλλωστε, ἐμποδίζουν ἀπό τήν ἁμαρτία καί ὁδηγοῦν στήν ἀρετή. "Ἄν ὅμως εἶναι ἔτσι", θά μοῦ πεῖτε, "ἄν πράγματι ἀπομακρύνουν τό κακό οἱ τιμωρίες, τότε γιατί νά μή μᾶς τιμωρεῖ ὁ Θεός γιά κάθε ἁμαρτία μας;". Θά σᾶς ἀπαντήσω: Ἄν ὁ Θεός τιμωροῦσε τόν κάθε ἄνθρωπο γιά κάθε ἁμαρτία του, ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη θ' ἀφανιζόταν καί ἡ δυνατότητα τῆς μετάνοιας θά χανόταν. Κοίτα, λ.χ., τήν περίπτωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἄν ὁ Θεός τόν τιμωροῦσε γιά τό διωγμό τῶν χριστιανῶν, ἄν πολύ περισσότερο τόν θανάτωνε, πῶς θά μποροῦσε νά μετανοήσει, νά πραγματοποιήσει τόσα θεάρεστα ἔργα καί νά ὁδηγήσει τήν οἰκουμένη ἀπό τήν πλάνη στήν ἀλήθεια; Δές καί τούς γιατρούς, πῶς ἐνεργοῦν. Ὅταν παρουσιαστεῖ κάποιος βαριά πληγωμένος, ἐφαρμόζουν θεραπευτική ἀγωγή ἀνάλογη ὄχι μέ τόν ἀριθμό καί τό μέγεθος τῶν πληγῶν, ἄλλα μέ τήν ἀντοχή τοῦ ὀργανισμοῦ. Γιατί ποιά ἡ ὠφέλεια, ἄν κλείσουν οἱ πληγές ἀλλά πεθάνει ὁ ἄνθρωπος;

Γι' αὐτό καί ὁ Θεός οὔτε ὅλους μαζί τούς ἁμαρτωλούς τιμωρεῖ οὔτε ἀνάλογα μέ τ' ἁμαρτήματά τους. Οἱ τιμωρίες Του εἶναι σταδιακές, μεθοδικές καί σκόπιμες. Πολλές φορές, τιμωρώντας ἕναν ἄνθρωπο, συνετίζει πολλούς. Κάτι τέτοιο κάνουν καί οἱ γιατροί, ὅταν κόβουν ἕνα σάπιο μέλος γιά νά ἐξασφαλίσουν τήν ὑγεία στό ὑπόλοιπο σῶμα.

Ὅταν βλέπεις ἕναν μέθυσο νά γίνεται νηστευτής ἤ ἕναν αἰσχρολόγο νά ψάλλει θείους ὕμνους, νά θαυμάζεις τή μακροθυμία τοῦ Κυρίου, νά ἐγκωμιάζεις τή μετάνοια καί νά λές μαζί μέ τόν ψαλμωδό: «Αὐτή ἡ ἀλλοίωση εἶναι ἔργο τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76:11). Δηλαδή, τή θαυμαστή αὐτή μεταβολή τήν πραγματοποίησε τό δεξί χέρι τοῦ Θεοῦ, ἡ δυνατή ἐπέμβαση καί ἐνέργειά Του.

Κάθε ἔργο πού ἀποσκοπεῖ στή σωτηρία ψυχῶν, δέχεται ἀπό τήν ἀρχή ἐπιθέσεις. Μόλις γεννήθηκε ὁ Χριστός, ξέσπασε ἡ μανία τοῦ Ἡρώδη.

Κι ἔσυ, ἄν ἀξιωθεῖς κάποτε νά ὑπηρετήσεις μ' ὁποιονδήποτε τρόπο τό Θεό, θά ὑποφέρεις πολύ, θά πονέσεις πολύ, θά κινδυνέψεις πολύ. Μήν ξαφνιαστεῖς. Μήν ταραχθεῖς. Μήν ἀναρωτηθεῖς: Ἐγώ ἐκτελῶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί θά ἔπρεπε νά δοξάζομαι γι' αὐτό καί νά στεφανώνομαι. Γιατί, λοιπόν, ὑποφέρω; Νά θυμηθεῖς τότε τό Χριστό, πού διώχθηκε ὥς τό θάνατο, καί μᾶς προειδοποίησε: «Ἄν ἐμένα καταδίωξαν, θά καταδιώξουν κι ἐσᾶς» (Ἰω. 15:20). Μᾶς ἔδωσε, ὅμως, καί μιάν ὑπόσχεση: «Ὅποιος μείνει σταθερός ὥς τό τέλος, αὐτός θά σωθεῖ» (Ματθ. 10:22). Ἄν κάποιος φροντίζει γιά τή σωτηρία του, εἶναι ἀδύνατο νά χαθεῖ. Ὁ Θεός δέν θά τόν ἐγκαταλείψει στίς δυσκολίες καί τούς κινδύνους. Τί εἶπε ὁ Κύριος στόν Πέτρο; «Σίμων, Σίμων! Ὁ σατανᾶς ζήτησε νά σᾶς δοκιμάσει σάν τό σιτάρι στό κόσκινο. Ἐγώ, ὅμως, προσευχήθηκα γιά σένα, νά μή σ' ἐγκαταλείψει ἡ πίστη σου» (Λουκ. 22:32).

Ὅταν δεῖ ὁ Θεός ὅτι τό φορτίο τῶν πειρασμῶν ξεπερνάει τίς δυνάμεις μας, ἁπλώνει τό χέρι Του καί μᾶς ξαλαφρώνει ἀπό τό περίσσιο βάρος. Ἄν, ὅμως, δεῖ ὅτι ἀδιαφοροῦμε γιά τή σωτηρία μας, μᾶς ἐγκαταλείπει ἀβοήθητους.

Δέν πιέζει καί δέν ἀναγκάζει κανέναν ὁ Θεός. Γιά τούς ἀπρόθυμους καί ἀδιάφορους ἀδιαφορεῖ. Ἀντίθετα, τούς πρόθυμους καί καλοπροαίρετους τούς τραβάει κοντά Του μέ πολύ πόθο. Ὁ ἀπόστολος λέει: «Ὁ Θεός δέν κάνει διακρίσεις, ἀλλά δέχεται τόν καθένα, σ' ὅποιον λαό κι ἄν ἀνήκει, ἀρκεῖ νά Τόν σέβεται καί νά ζεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημά Του» (Πράξ. 10:34-35).
(Ἀπό τό βιβλίο «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ», Ὀμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ) (Πηγή: alopsis.gr).
Πηγή: Εγκόλπιον Ορθοδοξίας”

Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




Γιά ποιό λόγο ὁ Θεός δέν ἐξαφανίζει τόν ἐχθρό τῶν ἀνθρώπωντό διάβολοπού ἐξαπάτησε τόνἈδάμ καί τήν Εὔα καί συνεχίζει νά πολεμάει ἄγρια ὅλους μαςεἶναι ἕνα ἐρώτημα καί συνάμα μιά ἀξίωση πολλῶν.

Ἡ ἀξίωση αὐτή θά ἦταν εὔλογηἄν ὁ διάβολος μᾶς κατέβαλλε μέ τή βίαἈφοῦ, ὅμως, δέν ἔχει καμιά δυνατότητα νά μᾶς παρασύρει βίαια στό κακό, ἀφοῦ μόνο μέ τή δική μας συνεργασία μπορεῖ νά πετύχει τούς σκοπούς του, ἀφοῦ τό νά κάνουμε τό θέλημά του ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική μας προαίρεση, τότε γιατί θέλουμε νά χαθεῖ ἡ αἰτία τῆς ἐπιτυχίας μας στόν ἀγώνα ἐναντίον του, ἡ προϋπόθεση τοῦ θριάμβου καί τοῦ στεφανώματός μας;

Ἀκόμα καί στήν ὑποθετική περίπτωση πού ὁ διάβολος θά μποροῦσε νά νικήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους καί νά τούς ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια, πάλι δέν θά ἔπρεπε ν᾿ ἀποροῦμε, ἄν ὁ Θεός τόν ἄφηνε ἐλεύθερο στό καταστροφικό ἔργο του. Γιατί ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται ἡ νίκη του καί ἡ κυριαρχία του πάνω μας. Μέ τή θέλησή μας γινόμαστε σκλάβοι του, ὄχι ἀναγκαστικά. Αὐτό τό ἀποδεικνύουν ὅσοι τόν νίκησαν μέχρι σήμερα. Καί δέν εἶναι λίγοι. Ἀλλά καί στό μέλλον θά ὑπάρξουν πολλοί, πού θά τόν νικήσουν. Ὄχι, βέβαια, ὅλοι. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς, ὅμως, εἶναι πολύ πιό σωστό καί δίκαιο οἱ γενναῖοι ἀγωνιστές νά βροῦν εὐκαιρίες, γιά νά δείξουν τήν καλή τους προαίρεση, καί οἱ ράθυμοι νά τιμωρηθοῦν, παρά νά ζημιωθοῦν οἱ πρῶτοι γιά χάρη τῶν τελευταίων. Ὁ νωθρός καί ἀδιάφορος δέν ζημιώνεται ἀπό τόν ἀντίπαλό του, ἀλλ᾿ ἀπό τή δική του ραθυμία. Γιατί, λοιπόν, νά ἐξαφανίσει ὁ Θεός τό διάβολο, στερώντας ἔτσι ἀπό τούς ἀνδρείους, γιά χάρη τῶν φαύλων, τή δυνατότητα τῆς ἀνδραγαθίας;

Μέ τήν ἴδια συλλογιστική, θά μπορούσαμε νά κατηγορήσουμε καί τά μάτια, γιατί μ᾿ αὐτά ἐπιθυμοῦν τό ξένο σῶμα καί πέφτουν στήν πορνεία πολλοί, ἀλλά καί τό στόμα, γιατί μ᾿ αὐτό βλαστημοῦν καί κακολογοῦν ἄλλοι. Μήπως, λοιπόν, θά ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι νά δημιουργηθοῦν δίχως μάτια καί δίχως γλώσσα; Μά τότε ἄς κόψουμε καί τά χέρια μας, πού κάνουν τόσα ἐγκλήματα, καί τά πόδια μας, πού τρέχουν στήν ἁμαρτία. Ἄς κόψουμε καί τ᾿ αὐτιά μας, πού ἀκοῦνε διηγήσεις πονηρές καί διοχετεύουν στήν ψυχή τή διαφθορά τῶν σκέψεων. Ἀφοῦ γίνουν ὅλα αὐτά, ὅμως, θά πρέπει νά έξαφανιστοῦν καί οἰ τροφές καί τά ποτά καί ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα καί τό σύμπαν ὁλόκληρο. Τί θά χρειάζονται, ἀλήθεια, τά ὑλικά κτίσματα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, γιά τόν ὁποῖο τά δημιούργησε ὅλα ὁ Θεός, θά ἔχει ἀκρωτηριαστεῖ τόσο ἐλεεινά; Βλέπεις σέ πόσο ἄτοπα καί γελοῖα συμπεράσματα ὁδηγεῖ αὐτή ἡ σειρά τῶν συλλογισμῶν;

Ὁ διάβολος εἶναι κακός γιά τόν ἑαυτό του, ὄχι γιά μᾶς. Γιατί ἐμεῖς, ἄν θέλουμε, πολλά ἔχουμε νά κερδίσουμε ἀπ᾿ αὐτόν, χωρίς βέβαια τή δική του θέληση. Ἔτσι τό θαῦμα γίνεται ἀκόμα μεγαλύτερο καί ἀποδεικνύεται ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, καθώς, ὅταν ἐμεῖς βελτιωνόμαστε, ὁ διάβολος λυπᾶται καί ὑποφέρει· ὅταν, μάλιστα, ἡ βελτίωσή μας ὀφείλεται σ᾿ αὐτόν τόν ἴδιο, τότε εἶναι πού δέν μπορεῖ ν᾿ ἀντέξει τή συμφορά του καί σκάει ἀπ᾿ τό κακό του.

Λένε μερικοί, πώς ὁ διάβολος δέν θά εἶχε ἐξαπατήσει τούς πρωτοπλάστους, ἄν δέν τοῦ τό ἐπέτρεπε ὁ Θεός. Τί θά τούς ἀπαντήσουμε; Ὅτι, ἄν δέν εἶχε γίνει αὐτό, ποτέ δέν θά μάθαινε ὁ Ἀδάμ πόσο μεγάλο ἦταν τό ἀγαθό πού ἀπολάμβανε, ποτέ δέν θά λυτρωνόταν ἀπό τήν ἐπιπολαιότητα καί τήν ἀφροσύνη του. Γιατί ὅποιος θεωρεῖ τόν ἑαυτό σπουδαῖο, ὥστε νομίζει ὅτι μπορεῖ νά γίνει καί θεός, πέστε μου, καί τί δέν θά τολμήσει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος νά κάνει, ἄν δέν σωφρονιστεῖ μέ κάποιο τρόπο;

Ἄς ὑποθέσουμε, ὅμως, ὅτι ὁ διάβολος δέν εἶχε παρουσιαστεῖ διόλου. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, ἄραγε, θά ἔμενε ἀναμάρτητος ὁ Ἀδάμ; Μᾶλλον ἀπίθανο. Αὐτός πού τόσο εὔκολα παρασύρθηκε ἀπό μιά γυναῖκα, γρήγορα θά ἔπεφτε στήν ἁμαρτία μόνος του, ἀκόμα κι ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ διάβολος. Αὐτός πού τόσο εὔκολα ἐξαπατήθηκε ἀπό κάποιον ἄλλον, ὁπωσδήποτε καί πρίν ἀπό τήν ἐξαπάτησή του ἦταν ἀπρόσεκτος καί εὔπιστος. Ὁ διάβολος δέν θά κατόρθωνε τίποτε, ἄν ὁ Ἀδάμ ἦταν προσεκτικός καί φρόνιμος.

Γιά ποιό λόγο τότε ἔδωσε ὁ Θεός τέτοια ἐντολή στόν Ἀδάμἀφοῦ γνώριζε ὅτι θά τήν παραβεῖ; Μάἀκριβῶς τό ὅτι ἔδωσε τήν ἐντολή εἶναι ἀπόδειξη τοῦ ἐνδιαφέροντός Του γιά τόν ἄνθρωποἐνδιαφέροντος πολύμεγαλυτέρου ἀπό κεῖνο πού θά εἶχε ἄν δέν τήν ἔδινεἌς ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀδάμ, μολονότι ἦταν τόσο νωθρός στήν προαίρεση, ὅπως φανερωσε ἡ πτώση του, δέν εἶχε πάρει ἀπό τό Θεό καμιάν ἀπαγόρευτική ἐντολή, ἀλλά ἔμενε στόν παράδεισο ζώντας μέ ἀπεριόριστη τρυφή καί ἄνεση. Ἄραγε, ἡ νωχέλεια καί ἡ ραθυμία, ἀπό τήν ἄνεση αὐτή, θά τόν ὁδηγοῦσαν στό χειρότερο ἤ στό καλύτερο; Στόν καθένα εἶναι φανερό, νομίζω, ὅτι θά ἔφτανε στήν ἔσχατη κακία, ἄν δέν εἴχε καμιά φροντίδα καί κανένα περιορισμό. Γιατί, μολονότι δέν ἦταν ἀκόμα βέβαιος γιά τήν ἀθανασία του, ἔφτασε σέ τόση ἀλαζονεία καί παραφροσύνη, ὥστε νά ἐλπίζει ὄτι θά γίνει θεός, ἐνῶ μάλιστα δέν εἶχε καμιάν ἀπόδειξη ὅτι ὁ διάβολος, πού τοῦ τό ὑποσχέθηκε, ἦταν ἀξιόπιστος. Σκέφτεστε, λοιπόν, σέ ποιό σημεῖο παραφροσύνης θά ἔφτανε, ἄν εἶχε βέβαιη τήν ἀθανασία του; Θά ὑπῆρχε ἁμάρτημα, πού δέν θά τό ἔκανε; Θά ὑπάκουε ποτέ σέ καμιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ; Μιά ἐντολή πῆρε ἀπό τόν Κύριο καί Τόν περιφρόνησε τόσο πολύ. Ἄν δέν εἶχε ἀκούσει τίποτε ἀπ᾿ αὐτόν, γρήγορα θά ξεχνοῦσε καί τό ὅτι ἦταν πλάσμα Του.

Ἄν ἐδῶ, στή γῆ, ἡ κοινωνία μας δέν τιμωροῦσε κανέναν ἀπό τούς κακούς καί δέν τιμοῦσε κανέναν ἀπό τούς καλούς ἀνθρώπους, ὅσοι δέν πιστεύουν στήν Ἀνάσταση καί τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά ἔφευγαν μακριά ἀπό τήν ἀρετή, πού τή συνοδεύουν πολλά προβλήματα, καί θά προτιμοῦσαν τήν κακία, πού χαρίζει πολλές ἀπολαύσεις. Ἄν πάλι ἐδῶ, στήν ἐπίγεια ζωή, ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀπολάμβανε τά ἀγαθά σύμφωνα μέ τήν ἀξία του, τότε οἱ περισσότεροι θά θεωροῦσαν τή Μέλλουσα Κρίση περιττή καί ἀπίθανη.

Γιά νά μήν ἀμφισβητεῖται, λοιπόν, ἡ ἀλήθεια γιά τή Μέλλουσα Κρίση καί γιά νά μή γίνονται χειρότεροι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, περιφρονώντας τήν ἀλήθεια τούτη, γι᾿ αὐτό ὁ Θεός καί στήν παρούσα ζωή τιμωρεῖ πολλούς κακούς καί ἀνταμείβει πολλούς καλούς. Μέ τό νά μήν ἀνταμείβει ὅλους τούς καλούς ἐπιβεβαιώνει τή διδασκαλία γιά τή Μέλλουσα Κρίση. Καί μέ τό νά τιμωρεῖ ὁρισμένους μόνο κακούς πρίν ἀπό τή Μέλλουσα Κρίση, ξυπνάει ἐκείνους πού ἔχουν βυθιστεῖ στόν ὕπνο τῆς ἀμέλειας καί τῆς ραθυμίας. Ἔτσι, τιμωρώντας τούς κακούς, κάνει πολλούς ἄλλους ν᾿ ἀποφεύγουν τήν ἁμαρτία, ἀπό φόβο μήπως πάθουν κι αὐτοί τά ἴδια· ἀλλά καί μήν ἀνταμείβοντας ὅλους τούς καλούς, τούς κάνει νά σκεφτοῦν πώς ἡ ἀνταμοιβή τους θά δοθεῖ σέ κάποιον ἄλλο καιρό.

Γι᾿ αὐτό καί τόν Κάιν δέν τόν τιμώρησε μέ θάνατο ὁ Θεός ἀμέσως μετά τό ἔγκλημα τῆς ἀδελφοκτονίας, πού διέπραξε, ἀλλά τόν ἄφησε νά τριγυρνάει στή γῆ στενάζοντας καί τρέμοντας, ἔτσι ὥστε ὄλοι στό μέλλον, βλέποντας τίς συνέπειες τῆς πράξεώς του, νά παραδειγματίζονται καί νά σωφρονίζονται. Ἄν εἶχαν ἀκούσει ὅτι κάποιος Κάιν, πού σκότωσε τόν ἀδελφό του, θανατώθηκε γιά τό ἔγκλημά του, δέν θά ἔδιναν καί τόση σημασία στό γεγονός, ἴσως μάλιστα καί νά τό ἀμφισβητοῦσαν. Τώρα, ὅμως, πού γιά τόσα πολλά χρόνια τόν ἔβλεπαν ζωντανό νά βασανίζεται ἐλεεινά, τώρα πού τόσοι πολλοί μάρτυρες εἶδαν καί βεβαίωσαν τήν τιμωρία του, τό γεγονός ἔγινε ἀναμφισβήτητο καί πιστευτό ἀπ᾿ ὅλους τούς καλοπροαίρετους ἀνθρώπους τόσο τῆς τότε ἐποχῆς ὅσο καί τούς κατοπινούς. Ἄλλωστε, ἄν ὁ Θεός τόν θανάτωνε, δέν θά τοῦ ἔδινε χρόνο καί εὐκαιρία μετάνοιας. Τέλος, μέ τήν προσωρινή τιμωρία πού τοῦ ἐπέβαλε ἐδῶ, ἔκανε ἐλαφρότερη τή μελλοντική αἰώνια κόλασή του· γιατί οἱ θλίψεις καί οἱ τιμωρίες, πού μᾶς ἔρχονται στήν παρούσα ζωή ἀπό τό Θεό, περιορίζουν πολύ τά βάσανα τῆς ἄλλης ζωῆς.

Γι᾿ αὐτόλοιπόνὁ Θεός δέν τιμωρεῖ συνήθως ὅλους μαζίὅσοι εἶναι ἄξιοι τῆς ἴδιας τιμωρίαςἀλλάλίγους μόνοὥστε οἱ ὑπόλοιποιβλέποντας τίς συμφορές ἐκείνωννά μετανοοῦν καί νά διορθώνονταιΠολλές φορές, πάντως, τούς τιμωρεῖ καί ὅλους μαζί, ὅπως ἔγινε στόν μεγάλο κατακλυσμό, ἀφενός γιά νά ἐμποδιστοῦν οἱ ἁμαρτωλοί ἀπό τή διάπραξη περισσοτέρων ἁμαρτημάτων, καί ἀφετέρου γιά νά ὠφεληθοῦν οἱ μεταγενέστεροι, γλυτώνοντας ἀπό τό κακό παράδειγμα τόσων δασκάλων τῆς ἀνομίας. Γιατί ἀφοῦ καί χωρίς παράδειγμα μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά διαπράξουν πολλά κακά, τί δέν θά ἔκαναν, ἄν ὑπῆρχαν πολλοί γιά νά τούς παρακινοῦν σέ ἁμαρτωλές πράξεις;

Ἄς εἴμαστε βέβαιοι, λοιπόν, ὅτι ὅλα οἰκονομοῦνται ἀπό τό Θεό γιά τό συμφέρον μας καί μόνο. Τόν τρόπο, ὅμως, μέ τόν ὁποῖο οἰκονομοῦνται νά μήν τόν ἀναζητᾶμε. Οὔτε νά δυσφοροῦμε καί νά στενοχωριόμαστε, ἐπειδή τόν ἀγνοοῦμε. Δέν εἴναι δυνατό νά γνωρίζουμε τέτοια πράγματα, ἀλλά καί δέν μᾶς συμφέρει νά τά γνωρίζουμε, τόσο γιατί εἴμαστε θνητοί ὅσο καί γιατί θά φτάναμε γρήγορα στήν παραφροσύνη. Ὁ Θεός θέλει νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν καί ἐκεῖνοι πού δέν πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν. Τό λέει ὁ ἴδιος: «Δέν ἥρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς δικαίους, ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς» ( Ματθ. 9 : 13). μά κι ὅταν ἀκόμα δέν θέλουν νά διορθωθοῦν καί νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια, οὔτε τότε τούς ἐγκαταλείπει. Μολονότι θεληματικά στεροῦν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν οὐράνια ζωή, ὁ Θεός τούς παρέχει ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τήν ἐπίγεια ζωή, ἀνατέλλοντας τόν ἥλιο Του γιά κακούς καί καλούς, στέλνοντας τή βροχή σέ δίκαιους καί ἀδίκους καί, γενικά, δίνοντας σέ ὅλους ὅ,τι χρειάζονται γιά νά ζήσουν. Ἄν, λοιπόν, τόση φροντίδα δείχνει ὁ Κύριος γιά τούς ἐχθρούς Του, πῶς θά παραβλέψει ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν καί Τόν ἀκολουθοῦν;

Ἔτσι, ὅταν βλέπουμε ἀταξίες καί ταραχές καί φαινομενικές ἀδικίες, ἄς μήν παραπονιόμαστε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, γιατί τίποτα δέν γίνεται στήν παρούσα ζωή χωρίς τήν πρόνοιά Του. Στήν πραγματικότητα ἡ ἀταξία καί ἡ ταραχή βρίσκονται ὄχι στά ἐξωτερικά γεγονότα, ἀλλά στό λογισμό μας. Ὅσο αὐτός παραμένει ταραγμένος ἀπό τά πάθη, πουθενά δέν θά βλέπει τάξη καί ἁρμονία. Ὅπως τά μάτια, ὅταν εἶναι ἄρρωστα, καί στό καταμεσήμερο τά βλέπουν ὅλα σκοτεινά, ἐνῶ ὅταν εἶναι ὑγιή, καί τή νύχτα ἀκόμα ὁδηγοῦν μέ ἀσφάλεια τό σῶμα, ἔτσι καί ὁ νοῦς μας, ὅταν εἶναι ὑγιής, ὅλα τά βλέπει καλά, ὅταν ὅμως εἶναι ἄρρωστος, καί στόν οὐρανό ἀκόμη ἄν τόν ὁδηγήσεις, βρίσκει κι ἐκεῖ ἀταξία καί ταραχή.

Γι᾿ αὐτό, ξαναλέω, ὁ Θεός οὔτε ὅλους τούς ἀφήνει νά φύγουν ἀτιμώρητοι ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή, γιά νά μή νομίσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει θεία πρόνοια, οὔτε πάλι ζητάει λόγο ἀπ᾿ ὅλους, γιά νά μή νομίσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάσταση καί Μελλονντική Κρίση. Τό διάβολο, πάλι, τόν ἀφήνει νά μᾶς πολεμάει, γιά νά μή φτάνουμε μέ τόν καιρό στόν ἐφησυχασμό, γιά νά μήν πέφτουμε στή ραθυμία καί τή χαύνωση, γιά νά βρίσκόμαστε πάντα σέ ἀγωνιστική ἑτοιμότητα, γιά νά εἴμαστε κάθε στιγμή ἄγρυπνοι καί προσεκτικοί. Μά καί τή γέεννα τοῦ πυρός ἀκόμα τήν κατασκεύασε ὁ Θεός γιά τή σωτηρία μας, γιά νά μᾶς δώσει κίνητρο ἀγώνων καί ἀφορμή βραβεύσεων, γιά νά μᾶς τραβήξει στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τό φόβο τοῦ αἰώνιου κολασμοῦ καί τήν προσπάθεια τῆς ἀποφυγῆς του.

Ἄν, λοιπόν, κάνεις κάτι καλό καί δέν ἀμειφθεῖς γι᾿ αὐτό στήν παρούσα ζωή, μή λυπᾶσαι· ἡ ἀμοιβή σέ περιμένει στή μέλλουσα ζωή, καί μάλιστα πολύ μεγαλύτερη. Ἄν, πάλι, κάνεις κάτι κακό καί δέν τιμωρηθεῖς γι᾿ αὐτό, μήν ξεθαρρεύεις· ἐκεῖ σέ περιμένει ἡ τιμωρία, ἄν δέν ἀλλάξεις καί δέν γίνεις καλύτερος.

Ταράζεσαι καί στενοχωριέσαιἐπειδή βλέπεις πολλούς νά ζοῦν μέσα στήν εὐτυχία καί τίςἀπολαύσειςμολονότι εἶναι κακοί καί ἁμαρτωλοίὙποφέρειςδηλαδήγιά τήν ἀνεκτικότητα καί τήμακροθυμία τοῦ Θεοῦ; Πές μουπόσοι ληστεύουνπόσοι ἀδικοῦνπόσοι δολοφονοῦνΜήπως γι᾿ αὐτούςκατηγοροῦμε τό δικαστήΠοτέ! Θά τόν κατηγορήσουμε μόνο ἄν, ἀφοῦ συλληφθοῦν καί ὁδηγηθοῦν μπροστά του οἱ ἔνοχοι, ἐκεῖνος τούς ἀθωώσει. Πῶς, λοιπόν, ζητᾶς εὐθύνες ἀπό τό δικαστή, πρίν παραδοθοῦν στήν κρίση του οἱ ἐγκληματίες; Ἀλλά νά σοῦ πῶ καί κάτι ἄλλο; Σκέψου τί ἔχεις κάνει ἐσύ στή ζωή σου, ἄνθρωπέ μου. Ἐξέτασε καλά τή συνείδησή σου. Τότε ὄχι μόνο δέν θά καυχηθεῖς γιά τίς πράξεις σου, ἀλλά καί τή γνώμη σου θ᾿ ἀλλάξεις καί τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ θά παραδεχθεῖς καί τή μακροθυμία Του θά ὁμολογήσεις καί τήν ἀνεξικακία Του θά θαυμάσεις. Γιατί ἄν ἦταν νά ἐπιβάλλει στόν καθένα μας, μόλις θ᾿ ἁμάρτανε, τήν ἀνάλογη τιμωρία, τό ἀνθρώπινο γένος θά εἶχε ἐξαφανιστεῖ πολύ πρωτύτερα ἀπό μᾶς.

Ἄς μή λιποψυχοῦμε, λοιπόν, γιατί δέν φροντίζουμε τόσο ἐμεῖς γιά τή σωτηρία μας, ὅσο φροντίζει Ἐκεῖνος, πού μᾶς ἔπλασε· δέν νοιαζόμαστε τόσο ἐμεῖς γιά τή ζωή μας, ὅσο νοιάζεται Ἐκεῖνος, πού μᾶς χάρισε τή ζωή. Ἔτσι, οὔτε στίς συμφορές ἀφήνει μόνιμα ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους, γιά νά μήν ἀποκαρδιώνονται, οὔτε καί στήν ἄνεση, γιά νά μή γίνονται ράθυμοι, ἀλλά μέ τήν ἐναλλαγή τῶν διαφόρων καταστάσεων ἐπιδιώκει πάντα τή σωτηρία τους.

Ἄν ἕνα πλοῖο δέν μπορεῖ νά μείνει δίχως κυβερνήτη, γιατί θά ναυαγήσει, εἶναι δυνατόν ὁ κόσμος ὅλος νά μένει ἀκυβέρνητος ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε; Ἄφησε ἕνα πλοῖο στή θάλασσα γιά μιά μόνο μέρα χωρίς καπετάνιο καί πλήρωμα, καί θά τό δεῖς νά βυθίζεται. Ἄφησε ἀφρόντιστη γιά δυό μόνο μέρες μιά μικρή καλύβα, πού κατασκεύασες στό ἀμπέλι σου γιά τίς ἀνάγκες τοῦ τρύγου, καί θά τή δεῖς νά σωριάζεται καταγῆς. Τό πλοῖο, λοιπόν, δέν μπορεῖ νά σταθεῖ δίχως κυβερνήτη. Ἡ καλύβα δέν μπορεῖ νά σταθεῖ δίχως φροντίδα. Ἕνα δημιούργημα τόσο μεγάλο, τόσο σύνθετο καί τόσο ἀξιοθαύμαστο, ὅπως εἶναι τό σύμπαν, πῶς θά διασωζόταν καί θά λειτουργοῦσε χιλιάδες χρόνια δίχως κάποια πρόνοια; Κοίτα τήν ἀπεραντοσύνη τ᾿ οὐρανοῦ μέ τ᾿ ἀναρίθμητα ἀστέρια, κοίτα τήν ὀμορφιά τῆς γῆς μ᾿ ὅλα τά ζῶα καί τά φυτά της, καί κράξε μέσ᾿ ἀπό τήν καρδιά σου: «Πόσο μεγαλειώδη καί θαυμαστά εἶναι τά ἔργα σου Κύριε! Ὅλα μέ σοφία τά δημιούργησες» (Ψαλμ. 103:24).

Βλέπουμε ἕνα μαραγκό νά πριονίζει ξύλα, καί δέν τοῦ ζητᾶμε κανένα λόγο γι᾿ αὐτό. Βλέπουμε ἕνα γιατρό νά καυτηριάζει τίς πληγές, νά κόβει τίς σάρκες, νά τυραννάει μέ ἐξαντλητική δίαιτα κάποιον ἄρρωστο, καί δέν τόν ρωτᾶμε γιατί τά κάνει ὅλα αὐτά. Καί στό μαραγκό καί στό γιατρό καί σέ τόσους ἄλλους θνητούς καί ἄσοφους ἀνθρώπους δείχνουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καί δεχόμαστε σιωπηλά, ἀνεξέταστα καί ἀδιαμαρτύρητα ὅσα κάνουν. Στόν ἀθάνατο καί πάνσοφο Θεό, ὅμως, δέν δείχνουμε ἐμπιστοσύνη καί θέλουμε νά ψιλολογοῦμε τά θαυμαστά ἔργα Του, τολμώντας μάλιστα πολλές φορές νά Τόν κατηγοροῦμε ὡς ἄδικο! Καί νά δώσουμε χρήματα στούς φτωχούς ἤ νά ὑπερασπιστοῦμε τούς ἀδικημένους δέν τό ἀποφασίζουμε εὔκολα, ἐξετάζουμε ὅμως μέ ἐπιμονή –καί, δυστυχῶς, σχεδόν πάντα μέ κακόπιστη διάθεση– γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά εἶναι ὁ ἕνας πλούσιος, ὁ ἄλλος φτωχός καί ὁ τρίτος πάμφτωχος.

Δέν σκύβουμε καλύτερα τό κεφάλι μας, δέν κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας, δέν βάζουμε χαλινάρι στή γλώσσα μας, δέν συμμαζεύουμε τό νοῦ μας καί δέν στρέφουμε τήν περιέργειά μας στή ζωή καί τά ἔργα μας; Ἄς ἐξετάσουμε μέ προσοχή τίς πράξεις μας καί ἄς ἀσχοληθοῦμε μέ τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Ἄν εἴμαστε ἐρευνητικοί καί πολυπράγμονες, ἄς ζητήσουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας λόγο γιά ὅσα κακά εἴπαμε καί κάναμε. Ἀντί, ὅμως, νά κάνουμε αὐτό, καθίζουμε τό Θεό στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου καί Τόν δικάζουμε, προσθέτοντας ἔτσι κι ἄλλη ἁμαρτία στίς ἁμαρτίες μας καί προετοιμάζοντας τήν αἰώνια καταδίκη μας, τήν ὁποία εὔχομαι ν᾿ ἀποφύγουμε, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

(Ἀπό τό βιβλίο: "Θέματα ζωῆς", Τόμος  Α΄, Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς,
πηγή: www.alopsis.gr ).