Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΟΡΙΣΜΟΣ




Το Άγιο Πνεύμα
Το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το οποίο εκπορεύεται εκ του Πατρός. Είναι ομοούσιο με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού και κατά το Σύμβολο της Πίστεως «συνπροσκυνείται και συνδοξάζεται» με τον Πατέρα και με τον Υιό, ίσο κατά τη λατρεία και την τιμή. Στα χωρία της Αγίας Γραφής αποκαλείται ως «Παράκλητος», ο οποίος θα έλθει να αντικαταστήσει τον απερχόμενο ήδη Κύριο.

Ο Ιησούς αναφέρει πως η βλασφημία προς το Άγιο Πνεύμα αποτελεί ασυγχώρητο αμάρτημα. Στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, το Άγιο Πνεύμα παρουσιάζεται να ερευνά τα βάθη του Θεού, να διαιρεί και να ενεργεί τα χαρίσματα στα μέλη της Εκκλησίας, να κατοικεί μέσα μας έχοντας ως ναό το σώμα μας, να μας αναγεννά και να μιλά μέσω των προφητών και των θεόπνευστων ανδρών. Η διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος κηρύχτηκε από την Εκκλησία από τα αποστολικά ακόμα έτη, αλλά έλαβε οριστική διατύπωση κατά την εποχή της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, όταν και είχαν ανακύψει οι αμφισβητήσεις περί της Θεότητας του Αγίου Πνεύματος, υπό των πνευματομάχων, ιδίως δε των Ανομοίων και των Μακεδονιανών.



Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΥΪΟ

Το Άγιο Πνεύμα "εκπορεύεται αϊδίως εκ του Πατρός", και αποστέλλεται από τον Υιό, κατά Θεία οικονομία, στον κόσμο τελειώνοντας το έργο της απολυτρώσεως, όπως ρητά αναφέρεται στο Ιωάννη 15,26. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, μόνο "ο Πατήρ αιτία εστί...του Πνεύματος", και όχι και ο Υιός, όπως δογμάτισαν οι Ρωμαιοκαθολικοί με το Φιλιόκβε (Filioque).
Το Άγιο Πνεύμα έχει την αιτιατή αρχή του στον Πατέρα, με διαφορετικό τρόπο απ' ότι ο Υιός. Έτσι ο Υιός γεννάται προαιωνίως από τον Πατέρα, ενώ το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται προαιωνίως από τον Πατέρα. Αυτά αποτελούν και τα λεγόμενα υποστατικά ιδιώματα τους, δηλαδή οι μη κοινές ιδιότητες που έχουν οι υποστάσεις της Τριάδας.



ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Το Άγιο Πνεύμα είναι η πηγή της αλήθειας. Ο Ιησούς αναφέρει στην Αγία Γραφή: "και εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα και θα σας δώσει έναν άλλον Παράκλητο, για να μένει μαζί σας στον αιώνα, το Πνεύμα της αλήθειας, το οποίο ο κόσμος δεν μπορεί να λάβει, επειδή δεν το βλέπει ούτε το γνωρίζει. Εσείς όμως το γνωρίζετε, επειδή μένει μαζί σας και θα είναι μέσα σας" (Ιωάννης 14, 16-17).
Η αποδοχή του Αγίου Πνεύματος αναφέρεται ως αναγέννηση. Ο Ιησούς αναφέρει στην Αγία Γραφή: "Σε διαβεβαιώνω απόλυτα πως αν κάποιος δεν γεννηθεί από νερό και Πνεύμα, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία του Θεού. Εκείνο που έχει γεννηθεί από τη σάρκα είναι σάρκα κι εκείνο που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα είναι Πνεύμα. Μην θαυμάσεις ότι σου είπα. Πρέπει να γεννηθείτε από επάνω" (Ιωάννης 3, 5-7).

Για να λάβουμε το Άγιο Πνεύμα, πρώτα να το ζητήσουμε και μετά να υπακούσουμε στην καθοδήγησή Του. Ο Ιησούς αναφέρει στην Αγία Γραφή: "Αν λοιπόν εσείς που είστε πονηροί ξέρετε να δίνετε καλές δόσεις στα παιδιά σας, πόσο μάλλον ο Πατέρας ο ουράνιος θα δώσει Πνεύμα Άγιο σ’ εκείνους που ζητούν απ’ αυτόν;" (Λουκάς 11,13). Το εδάφιο Πράξεις 5,32 αναφέρει: "Κι εμείς είμαστε μάρτυρές του για τούτα τα λόγια κι ακόμα το Άγιο Πνεύμα που ο Θεός έδωσε σε όσους πειθαρχούν σ’ αυτόν."
Το Άγιο Πνεύμα είναι παρόν σε περιόδους δυσκολίας. Η Αγία Γραφή αναφέρει: "Και όταν σας παραδίνουν, μην μεριμνήσετε πως ή τι θα μιλήσετε, για τον λόγο ότι κατά την ώρα εκείνη θα σας δοθεί τι πρέπει να μιλήσετε. Επειδή δεν είστε εσείς που μιλάτε, αλλά το Πνεύμα του Πατέρα σας που μιλάει μέσα από εσάς" (Ματθαίος 10, 19-20).
Το Άγιο Πνεύμα μας βοηθά να λατρέψουμε το Θεό. Η Αγία Γραφή αναφέρει: "Όμως, έρχεται ώρα, και ήδη είναι, όταν οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με πνεύμα και με αλήθεια· επειδή ο Πατέρας τέτοιου είδους ζητάει να είναι εκείνοι που τον προσκυνούν. Ο Θεός είναι πνεύμα, κι εκείνοι που τον προσκυνούν με πνεύμα και με αλήθεια πρέπει να τον προσκυνούν" (Ιωάννης 4, 23-24)
Το Άγιο Πνεύμα δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε για πνευματικά θέματα με δύναμη. Η Αγία Γραφή αναφέρει: "Αλλά θα πάρετε δύναμη, όταν έρθει επάνω σας το Άγιο Πνεύμα. Και θα είστε μάρτυρες σε μένα και στην Ιερουσαλήμ και σε ολόκληρη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και μέχρι το τελευταίο άκρο της γης" (Πράξεις 1,8).

Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ




Ο Θεός δεν είναι αντικείμενο να τον εξετάσουμε σε κάποιο εργαστήριο επιστημονικά. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για αποδείξεις περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας του Θεού, παρά μόνο για λογικές σκέψεις περί Αυτού. Αν και αυτά είναι ζητήματα έξω από την ανθρώπινη εμπειρία, παρόλα αυτά οι άνθρωποι ζητούν να βρουν μια λογική αιτία πίστης στη θεότητα.

Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ο άνθρωπος ως σκεπτόμενο πρόσωπο, δεν μπορεί να νοήσει τον εαυτό του και να συλλάβει το νόημα του κόσμου έξω και ανεξάρτητα από την ιδέα του Θεού. Αισθάνεται ότι δεν είναι ον αυθύπαρκτο και το περί Θεού ερώτημα είναι καίριο, πού θέτει μόνον ο λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος. Η άλογη κτίση δεν έχει τέτοιου είδους ευαισθησίες και δε διατυπώνει παρόμοια ερωτήματα, ούτε έχει ανάλογους προβληματισμούς. Μόνον ο άνθρωπος ρωτά, γιατί είναι η λογική «εικόνα» του Θεού.
Στο ερώτημα περί υπάρξεως του Θεού ανάγεται ο άνθρωπος και από το γεγονός ότι ο Θεός είναι κεκρυμμένος και αθέατος. Δεν μπορείς να τον συναντήσεις και να τον δεις, να λάβεις εμπειρική αίσθηση της παρουσίας του. Ο Θεός κυβερνά τον κόσμο, όμως δεν μπορείς να κατανοήσεις την ενέργεια του αυτή, η οποία είναι άκρως αινιγματική στο φτωχικό μυαλό μας, σε σημείο πού, βλέποντας τόση ακαταστασία, τόση κακότητα και τόση φυσική και ηθική αθλιότητα στον κόσμο, ν' αναρωτιέται κανείς αν πράγματι υπάρχει ο Θεός και προνοεί αληθινά για τα πλάσματα του.
Το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού είναι ζήτημα καθαρό πίστεως. Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως ρητά ομολογεί: «Πιστεύω εις ένα Θεόν». Ο άνθρωπος, ο λογικά σκεπτόμενος, έχει τη δυνατότητα να δεχθεί ή να μη δεχθεί την ύπαρξη του Θεού. Με τη σκέψη αυτή, το περί Θεού ερώτημα έχει δευτερεύουσα σημασία, γιατί, αν πιστεύεις αληθινά στο Θεό, το ερώτημα δεν έχει κανένα νόημα.



ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ Ν' ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ
ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Την ύπαρξη του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει λογικά, όπως αποδεικνύει τις φυσικές αλήθειες. Η ουσία του Θεού είναι απολύτως υπερβατική, αθέατη στα μάτια μας και απρόσιτη στη φυσική μας διάνοια. Έμμεσα μόνο μπορούμε να διακρίνουμε τη θεία ενέργεια, η οποία διακατέχει και συγκρατεί τα όντα και είναι διάχυτη στην εξωτερική δημιουργία. Και αυτή πάλι μόνο με τους οφθαλμούς της ψυχής μας μπορούμε να τη συλλάβουμε.
Η ύπαρξη του Θεού προϋποθέτει την πίστη και αυτό αρκεί. Ο Θεός υπάρχει στην περιοχή της καρδιάς που τη φλογίζει η πίστη και όχι στο μυαλό πού κυριαρχείται από το λόγο και διέπεται από την αυστηρή επιστημονική γνώση. Αν ο Θεός δεν υπάρχει στην καρδιά ως μυστική παρουσία, δεν υπάρχει πουθενά. Γι' αυτό, όταν ερωτόμαστε από ανθρώπους λογικοκρατούμενους αν υπάρχει Θεός, η απάντηση μας πρέπει να είναι αρνητική, με την έννοια ότι ο Θεός δεν υπάρχει όπως τον θέλουν αυτοί, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα τους.
Ο Θεός φυσικά υπάρχει και  δεν είναι δημιούργημα του νου και της φαντασίας του ανθρώπου, όπως υποστηρίζουν πολλοί. Τον Θεό ο άνθρωπος αποδέχεται με την πίστη και την αγάπη του. Ως λογικά όμως σκεπτόμενο ον, προσπαθεί να τεκμηριώσει και με επιχειρήματα την πίστη του αυτή. Προς το σκοπό αυτό διαμόρφωσε από πολύ παλιά διάφορους λογικούς συλλογισμούς. Στη θεολογία οι συλλογισμοί αυτοί είναι γνωστοί ως «αποδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού». Φυσικά δεν πρόκειται περί επιστημονικών αποδείξεων, γιατί ο Θεός βρίσκεται πέρα από τα όντα και δεν είναι μέγεθος φυσικό πού να μπορεί να εκτιμηθεί με κριτήρια αισθητά και εμπειρικά. Οι συλλογισμοί αυτοί δεν είναι αποδείξεις, αλλά ενδείξεις, επιχειρήματα λογικοφανή, δείκτες πού προσανατολίζουν τη σκέψη προς το δυνατό της υπάρξεως του Θεού. Οι κυριότερες από τις ενδείξεις αυτές είναι τέσσερις, η τελολογική, η κοσμολογική, η ηθική και η ιστορική.

Α) Τελολογική απόδειξη (τέλος=σκοπός): Η τάξη, η σοφία, η σκοπιμότητα και η αγάπη με την οποία δημιουργήθηκε και λειτουργεί ο κόσμος μας οδηγεί στην παραδοχή της ύπαρξης ενός σοφού και καλού Θεού, που όχι μόνο δημιούργησε τον κόσμο, αλλά και συνεχίζει να φροντίζει γι’ αυτόν.
Β) Κοσμολογική απόδειξη: Ο πολύπλοκος αυτός κόσμος δεν είναι δυνατό να δημιουργήθηκε μόνος του και να λειτουργεί μόνος του. Η λογική μας λέει ότι δεν μπορεί να υπάρχει δημιούργημα χωρίς δημιουργό, αφού κάθε αποτέλεσμα έχει και την αιτία του, σύμφωνα με την αρχή της αιτιότητας. Ένας τρόπος, λοιπόν, της φανέρωσης του Θεού στους ανθρώπους είναι η ίδια η φύση, δια μέσου της οποίας έχουμε τη λεγόμενη «φυσική αποκάλυψη».
Γ) Ηθική απόδειξη: Η απαίτηση της ανθρώπινης ύπαρξης για δικαιοσύνη και η τάση της για τελειότητα δεν ικανοποιούνται σ' αυτόν το γήινο κόσμο, όπου συνήθως οι ενάρετοι υποφέρουν και οι άδικοι ευημερούν. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να υπάρχει Θεός, που στην άλλη ζωή θα αποδώσει δικαιοσύνη στους ανθρώπους σύμφωνα με τα έργα τους.
Δ) Ιστορική απόδειξη: Αφού η τάση του ανθρώπου να πιστεύει σε κάποιο Θεό είναι πανανθρώπινο και αιώνιο φαινόμενο, δεν είναι δυνατό να δημιουργήθηκε τυχαία, αλλά κάποιος άλλος έξω από εμάς δηλ. ένας Θεός, τη φύτεψε μέσα στην ύπαρξη μας.

Συγκεφαλαιώνοντας οι θείες αλήθειες δεν αποδεικνύονται επιστημονικά. Μπορούν να διευκολύνουν την πίστη στην ύπαρξη του Θεού. Δεν τη γεννούν. Φυσικά όποιος πιστεύει αληθινά στην ύπαρξη του Θεού δεν έχει ανάγκη από λογικά επιχειρήματα για να ενισχυθεί στην πίστη του. Μόνον όσοι έχουν ασθενή και κυμαινόμενη πίστη (κυρίως οι προβληματιζόμενοι άνθρωποι) μπορούν να ωφεληθούν από τις ενδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού και να στερεώσουν την πίστη τους. Και αυτό πάντοτε με τη χάρη και το φωτισμό του Θεού.

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ο Σιμωνοπετρίτης Περί Θεού: Λόγος Αισθήσεως



8. Πνευματική Ζωή(*)


Καινούργιος χρόνος μπήκε. Εδώ και λίγες ημέρες γιορτάσαμε την Πρωτοχρονιά. Να ευχηθούμε με την ανατολή του καινούργιου χρόνου τα σπίτια σας να γίνουν αληθινά παλάτια κτισμένα επάνω στην πέτρα(1). Και όλοι εσείς, «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν»(2), που μας χαρίζει ο Θεός, να καταφέρετε με τον αγώνα σας, με την πάλη που θα κάνετε στην πνευματική σας ζωή, να γίνετε πνευματικοί άνθρωποι. Η πορεία σας να είναι πνευματική. Να ζήσετε μία αληθινή πνευματική ζωή.

Μας αξίωσε ο Θεός να δούμε την ανατολή του ηλίου της καινούργιας χρονιάς. Υπολογίζουν ότι κάπου σαράντα έξι εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν μέσα στον χρόνο. Εμείς αξιωθήκαμε να ζούμε. Είναι ένα δώρο που μας κάνει ο Θεός. Είναι μία ευκαιρία που μας χαρίζει ο Θεός, για να επιτύχωμε όχι την καινούργια χρονιά, αλλά την καινούργια ζωή.

Ποια είναι τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά της καινούργιας αυτής ζωής, την οποία πρέπει να ζήσωμε; Οι άνθρωποι οι οποίοι ζουν γύρω μας άλλοι γελούν, άλλοι μας παινεύουν. Άλλοι λέγουν ότι είμαστε φρόνιμοι εμείς οι χριστιανοί, άλλοι λέγουν πως είμαστε τρελλοί. Και ενώ εμείς αγωνιζόμαστε πραγματικά να ζήσωμε χριστιανική ζωή, ενώ παλεύομε να γίνωμε λαμπάδες εις τον Χριστόν αναμμένες, οι άλλοι άνθρωποι ζουν χωρίς ιδανικά στην ζωή τους, χωρίς οραματισμούς πνευματικούς, απησχολημένοι με τα μικρά και τα μάταια. Και όμως μερικές φορές τους ανθρώπους αυτούς εμείς τους ζηλεύομε. Να ζηλεύουν οι καλεσμένοι του ουρανού, οι διαλεγμένοι για να ζήσουν με τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και τους αγίους, να ζηλεύουν τους ανθρώπους της γης! Όχι, δεν πρέπει να είμαστε εμείς έτσι. Μέσα στο ψέμα κυλάει η ζωή τους.

Θυμάμαι εκείνον τον Γάλλο φιλόσοφο, που τον ρώτησαν τι σκέπτεται για την ζωή του. Και αυτός απήντησε ότι δεν σκέπτεται τίποτε. Τον ρώτησαν:
- Σε απασχόλησε ποτέ ο ουρανός; Ο Θεός;
- Όχι, ποτέ, απήντησε εκείνος.

Και όμως, αυτός που δεν απησχολείτο ποτέ με τον Θεόν, κοιτάξτε με τι απησχολείτο στην ζωή του. Κάποτε τον ρώτησαν:
- Έχεις δύσκολες στιγμές στην ζωή, αγωνίες, προβλήματα, στιγμές που σε πιάνει φόβος;
- Είναι πολλές οι στιγμές που μου δημιουργούν ένα ψυχικό άγχος, είπε ο φιλόσοφος, και τις στιγμές εκείνες, για να παρηγορηθώ, γυρίζω πίσω στα βατράχια μου.

Ο φιλόσοφος απαξιούσε να κοιτάξη τον Θεόν. Απησχολείτο με τα βατράχια του, που τα έτρεφε για να παρηγοριέται στις δύσκολες στιγμές της ζωής του. Καημένε φιλόσοφε, θα έρθη μία ημέρα που και συ μαζί με τον Γερμανό συνάδελφό σου θα πης: Αλλοίμονο, κουράστηκα από όλα αυτά. Προς τι όλοι οι πόθοι και οι στεναγμοί; Εβδομήντα πέντε χρονών ήταν και ακόμη ζούσε μέσα στην αμαρτία. Και όταν πεθάνης, θα ζήτησης όπως εκείνος: Φως, περισσότερο φως(3). Το φως ήρθε στον κόσμο και δεν το δέχτηκες(4).

Μερικές φορές οι άνθρωποι του κόσμου «γυαλίζουν» στα μάτια μας και ξεχνάμε ότι τα παλάτια που χτίζουν, τα χτίζουν επάνω στην άμμο και κάποτε με τα ίδια τους τα μάτια θα δουν να σωριάζωνται συντρίμμια, κομμάτια(5). Εμείς, αν κάποτε τους πλησιάσωμε, ας είναι στις στιγμές της ειλικρινείας τους, στις στιγμές που μπορούν να μας ανοίξουν την καρδιά τους. Τότε θα δούμε τα μάτια τους να είναι δακρυσμένα, να είναι χορτασμένα από τα αγαθά του κόσμου• θα δούμε την καρδιά τους βουτηγμένη μέσα στην απελπισία και στον κορεσμό. Και ύστερα ας σκύψωμε το αυτί μας για να ακούσωμε τι ψιθυρίζουν τα κουρασμένα χείλη τους: «Πες μου, πού θα βρω την λησμονιά μέσα στης γης την απονιά;» Νεκρές ψυχές είναι, έστω και αν ζουν. Ψυχές χωρίς ιδανικά και χωρίς αγώνα για μία ανώτερη πνευματική ζωή, μόνον έτσι μπορούν να χαρακτηρισθούν: νεκρές ψυχές.

Για μας, οι οποίοι θέλομε να είμαστε ζωντανές καρδιές, υπάρξεις οι οποίες φλέγονται από ιδανικά, ποια πρέπει να είναι τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά τα οποία θα διέπουν την πνευματική μας ζωή;

Για να είμαστε πνευματικοί άνθρωποι, για να είναι αληθινή η ζωή μας, το πρώτο στοιχείο που πρέπει να έχωμε είναι η μυστηριακή και η μυστική βίωσις. Τι σημαίνει μυστηριακή και μυστική βίωσις; Γεννήθηκε κανένας από εμάς μόνος του; Όχι. Σε όλους μας χάρισε το δώρο της ζωής ο πατέρας μας και η μητέρα μας. Κανείς δεν μπορεί μόνος του να γεννηθή. Έτσι και το δώρο της πνευματικής ζωής δεν μπορούμε να το αποκτήσωμε μόνοι μας, ό,τι και αν κάνωμε. Όπως, όσο και αν τραβάω τον εαυτό μου, δεν πρόκειται να ψηλώσω, έτσι ακριβώς, όσο και αν αγωνίζωμαι, δεν πρόκειται να δημιουργήσω ο ίδιος πνευματική ζωή στον εαυτό μου. Και αν κουράζωμαι, και αν μοχθώ, και αν φωνάζω, και αν κλαίω, και αν νηστεύω, η πνευματική ζωή είναι ένα δώρο που μου το χαρίζει το Άγιον Πνεύμα(6).

Προϋπόθεσις λοιπόν της πνευματικής ζωής είναι να καταλάβωμε ότι μόνοι μας δεν μπορούμε τίποτε απολύτως να κάνωμε. Όσο και αν προσπαθήσωμε, χρειάζεται κάποιος άλλος να μας την δώση, δηλαδή το Πνεύμα του Θεού, ο Παράκλητος, που είναι ο «θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός»(7), που είναι το θησαυροφυλάκιο από το οποίο βγαίνουν οι θησαυροί της πνευματικότητος, η πηγή από την οποία βγαίνει και ξεχειλίζει η πνευματική ζωή. Βέβαια, μερικές φορές μέσα μας μπερδεύομε τα πράγματα και νομίζομε ότι πνευματική ζωή είναι να είσαι καλός άνθρωπος, να μην κλέβης, να μη σκοτώνης, να μην πηγαίνης σε κακούς τόπους και με κακούς φίλους, να πηγαίνης την Κυριακή στην εκκλησία, να είσαι εκεί στην δοξολογία, έστω στο «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», να μελετάς χριστιανικά βιβλία.

Όχι, δεν είναι αυτό πνευματική ζωή. Πνευματικός άνθρωπος, πραγματικός χριστιανός είναι εκείνος που έχει δώσει με το βάπτισμά του(8) και κατόπιν, όταν μεγάλωσε, και με την καρδιά του όρκο στον Θεόν να μένη για πάντα κοντά του και μαζί του. Πνευματικός άνθρωπος είναι ο αθλητής που ξεπήδησε μέσα από την ζωή, που ξεχωρίζει μέσα από τα πλήθη των ανθρώπων και τρέχει με όλη την ταχύτητα της ψυχής του, για να κατακτήση τους ουρανούς και να μπορέση να εκβιάση και να αρπάξη την βασιλεία των ουρανών. Πνευματικός άνθρωπος είναι εκείνος που με μάτι λαμπερό και με στήθη φουσκωμένα έχει βάλει πλώρη και τρέχει για να ανέβη στον ουρανό. Δεν είναι ο καλός άνθρωπος. Ο πνευματικός άνθρωπος ξέρει ότι του χρειάζονται γερά φτερά• και τα φτερά αυτά είναι τα φτερά του Αγίου Πνεύματος.

Πρέπει λοιπόν ο πνευματικός άνθρωπος μέσα στην ζωή του να κάνη το παν για να ελκύση, να κερδίση το Πνεύμα του Θεού, διότι το Πνεύμα το Άγιον, ο ίδιος ο Θεός έχει τα χαρίσματα της πνευματικής ζωής. Και, όπως λέγει ο άγιος που γιορτάζομε σήμερα, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο μεγάλος αυτός αετός του Πνεύματος και της χριστιανικής ζωής, «η διανομή», το μοίρασμα, «των βασιλικών χαρισμάτων» του Άγιου Πνεύματος, γίνεται μέσα στην Εκκλησία με τα μυστήρια(9). Επομένως, η πνευματική ζωή παρέχεται μέσα στην Εκκλησία. Πρώτο δε χαρακτηριστικό της είναι η μυστηριακή βίωσις.

Το πρώτο μυστήριο είναι το βάπτισμα και εν συνεχεία το χρίσμα. Κατόπιν, καθημερινό μυστήριο της Εκκλησίας μας είναι η εξομολόγησις• αυτή καθαρίζει την καρδιά μας από τις αμαρτίες και βάζει μπροστά μας έναν άνθρωπο που μας οδηγεί προς τον ουρανό• χωρίς αυτόν δεν μπορούμε τίποτε να κάνωμε. Κατόπιν, η θεία κοινωνία. Όπως, όταν το Άγιον Πνεΰμα επεσκίασε την Παναγία Παρθένο, κατέβηκε ο Λόγος του Θεού και σαρκώθηκε από τα σπλάγχνα της και γεννήθηκε ο Χριστός, έτσι ακριβώς το Πνεύμα το Άγιον πρέπει να έρθη μέσα στην ψυχή μας, για να γεννηθή ο Χριστός σε μας, για να γίνη η προσωπική οικείωσις, να κάνωμε δηλαδή δικό μας το Πνεύμα, δική μας την χριστιανική ζωή, δικό μας τον Χριστόν. Αυτό ακριβώς γίνεται με τα μυστήρια, βασικώς με το βάπτισμα και το χρίσμα. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει χριστιανική ζωή. Ό,τι και να κάνης, και την ζωή σου να δώσης στους πτωχούς, δεν πρόκειται να σωθής χωρίς το βάπτισμα και το χρίσμα.

Με την εξομολόγησι, εν συνεχεία, και την θεία κοινωνία. Εκείνο το κομματάκι το μικρό που παίρνεις στην θεία κοινωνία, που το βάζεις στο στόμα σου και ούτε καν το νοιώθεις, είναι ολόκληρος ο Χριστός, ολόκληρη η Αγία Τριάδα, μαζί και η Εκκλησία του Χριστού και όλοι οι άγιοι. Κοινωνάς το μικρό εκείνο κομματάκι της θείας κοινωνίας και δεν παίρνεις, όπως λες ψέματα στο παιδάκι σου, χρυσό δοντάκι, αλλά παίρνεις όλον τον ουρανό με την Αγία Τριάδα και όλους τους αγίους της Εκκλησίας μας. Αυτή είναι η θεία κοινωνία. Έχεις μία σκάφη γεμάτη αλεύρι, βάζεις λίγο προζύμι και όλο εκείνο το αλεύρι γίνεται ζύμη(10). Παίρνεις το κομματάκι της θείας κοινωνίας και συ, ο άνθρωπος, γίνεσαι αμέσως ζύμη, γίνεσαι ό,τι ήταν η θεία κοινωνία. Γίνεσαι θεός! Γι' αυτό οι αρχαίοι χριστιανοί κοινωνούσαν κάθε ημέρα(11). Και εμείς κοινωνάμε κάθε δεκαπέντε ή είκοσι ημέρες και νομίζομε ότι εξωφλήσαμε το καθήκον μας, ότι είμαστε εντάξει, ότι έχομε και υπέρτακτα έργα. Κάθε ημέρα κοινωνούσαν εκείνοι, γιατί ήξευραν τι σημαίνει θεία κοινωνία.

Ώστε μυστηριακή βίωσις σημαίνει μυστηριακή ένωσις με τον Χριστόν, συμμετοχή στην ζωή της Εκκλησίας με τα μυστήρια.

Είχαμε αναφέρει ακόμη μία φράσι: μυστική βίωσις, μυστική ένωσις με τον Χριστόν. Τι σημαίνει μυστική ενωσις; Ω, αγαπητοί μου, προσέξτε με, χαρίστε μου λίγο περισσότερο την προσοχή σας εδώ και θα δήτε, όταν τελειώσωμε, θα καταλάβετε τόσο καλά και, όταν δοκιμάσετε, θα νοιώσετε τόση μεγάλη χαρά, που θα μου χρωστάτε ευγνωμοσύνη. Ακούστε με. Δοκιμάστε και θα δήτε πόσο εύκολο είναι να ενώνεσαι μυστικά με τον Χριστόν κάθε ημέρα και κάθε ώρα και κάθε στιγμή• εσύ και ο Χριστός.

Έχετε προσέξει, καμιά φορά, τα μικρά παιδάκια, τα αθώα, τα ανέγγιχτα παιδάκια, όταν βάλης κάτι μπροστά τους που τους αρέσει, πώς ανοίγουν αμέσως τα μάτια τους σαν τον γαλάζιο ουρανό, πώς ανοίγουν τα χέρια τους και χτυπούν παλαμάκια και πηδούν από την χαρά τους; Έτσι θα κάνετε και σεις, όταν νοιώσετε την γλύκα που έχει η μυστική ένωσις με τον Χριστόν, όταν νοιώσετε πόσο εύκολο είναι, αλλά και πόσο αληθινό, μυστικά να ενώνεσαι με τον Θεόν. Όταν το δοκιμάσετε, θα με θυμηθήτε. Θα πλημμυρίση η καρδιά σας από αισθήματα χαράς και θα φωνάξετε και σεις μαζί με τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο: «Είπατέ μοι, ω μάταιοι, ει επίστασθε τούτον! Τις τον Χριστόν κτησάμενος ετέρου πλέον χρήζει τινός άρα των αγαθών του παρόντος αιώνος;»(12) Πέστε μου, μάταιοι άνθρωποι, που ζήτε μέσα στην ψευτιά, εάν ξέρετε έναν που έβαλε μέσα στην καρδιά του τον Χριστόν, εάν χρειάζεται κάτι άλλο από ό,τι υπάρχει στον ουρανό και στην γη.

Τι είναι λοιπόν η μυστική ένωσις με τον Χριστόν; Πώς γίνεται; Όμως φοβούμαι μήπως σας κούρασα ήδη και επιτρέψτε μου να σας ξεκουράσω λίγο διαβάζοντάς σας ένα ανέκδοτο από εκείνα που έζησε ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Είναι ένας από τους μεγάλους αγίους της Εκκλησίας μας και γράφει πώς είδε, πώς χάρηκε, πώς απήλαυσε τον Χριστόν μέσα στην ζωή του. Φοβούμαι όμως μήπως κάποιος από σας αναρωτηθή: Μήπως είναι ψέμα; Μα, μπορεί όλα όσα λέγονται για τους δορυφόρους, που εκτόξευσαν οι Ρώσοι και οι Αμερικάνοι, να είναι ψέμα. Μπορεί ό,τι έγραψαν για τον Ναπολέοντα, για τον Μ. Αλέξανδρο, δεν ξέρω για ποιόν ήρωα της ιστορίας, να είναι ψέμα. Μπορεί, αν υπάρχω εγώ ή αν υπάρχης εσύ, να είναι ψέμα• αυτά όμως που λένε οι άγιοι είναι η μόνη πραγματικότης. Αυτήν την πραγματικότητα ελάτε να δούμε, όπως μας την παρουσιάζει ο άγιος. Αποσπάσματα μόνον θα σας διαβάσω.

«Μια από τις ημέρες που περπατούσα και έτρεχα προς την πηγή, με απάντησες, Χριστέ μου, στον δρόμο, συ που προηγουμένως με καθάρισες από κάθε αμαρτία. Και τότε στα ασθενικά μου μάτια άστραψες με μία λάμψι θεϊκή και αμέσως κατάλαβα ότι το φως που έβλεπα προηγουμένως δεν ήταν αληθινό. Αχ! πώς ήταν δυνατόν να σε δω και να σε γνωρίσω; Σε είδα, απόρησα, θαύμασα, όμως δεν ήξερα ακόμη ότι είσαι συ. Μόνον σε θαύμαζα. Έλεγα: Ποιος να είναι αυτός, ο τόσο λαμπρός, ο πιο λαμπρός και από τον ήλιο; Και έτσι έφυγες. Και κάποτε, μετά από αρκετό καιρό, ξαναγύρισες στον δρόμο μου• και από τότε συχνά μου φαινόσουν και με σκέπαζες με το δικό σου θεϊκό φως. Έφευγες όμως πάλι και μου άφηνες έναν πόνο.

»Μαζί μου πάντοτε είχα τον συνεργό σου, τον μαθητή σου, τον απόστολό σου -εννοεί τον Γέροντα του, τον πνευματικό του- που τον τιμούσα σαν να τιμούσα εσένα, που τον αγαπούσα από την ψυχή μου και έπεφτα στα πόδια του και τον παρακαλούσα να με βοηθήση να σε γνωρίσω περισσότερο. Και, ενώ βάδιζα στον δρόμο μία ημέρα, μου ξαναπαρουσιάσθηκες. Άρχισα να υποψιάζωμαι ότι είσαι εσύ, αλλά με τράβηξες και με πήρες στους ουρανούς, όπως γράφει και ο απόστολος Παύλος: "προ ετών δεκατεσσάρων" ηρπάγην εις τους ουρανούς. Με το σώμα; με την ψυχή; Δεν ξέρω(13)• εσύ μόνον γνωρίζεις.

» Έπειτα από καιρό καταδέχτηκες να μου παρουσιασθής ακόμη μία φορά. Το πρόσωπο σου ήταν όπως ο ήλιος. Αυτήν την φορά με φώτισες να καταλαβαίνω περισσότερα και μου άνοιξες τα μάτια της ψυχής. Και βλέποντάς σε είπα: Ποιος είσαι συ, που σε βλέπω και σε καμαρώνω; Και τότε, ω Χριστέ μου, ω Δέσποτά μου, τότε για πρώτη φορά με αξίωσες, εμένα τον άσωτο, να ακούσω την γλυκειά σου φωνή. Και τόσο ήμερα μου γλυκομίλησες, ώστε με άφησες εκστατικό και θαύμαζα και έτρεμα και συλλογιζόμουν και έλεγα: Τι δόξα είναι αυτή, να δω τον Θεόν! Από τότε σε ευχαριστώ, Θεέ μου.

» Και άλλη μία φορά, καθώς πήγα να φιλήσω την εικόνα της αγίας Μητρός σου, ενώ γονάτισα να προσκυνήσω, προτού σηκωθώ εγώ, φάνηκες εσύ πρώτα μπροστά μου και ύστερα μέσα στην καρδιά μου. Και τότε κατάλαβα ότι πλέον είχες ενωθή μαζί μου. Από τότε σε αγάπησα περισσότερο, όχι μόνον με το μυαλό μου, αλλά με όλη την καρδιά μου(14). Και από τότε εσύ και εγώ βαδίζομε ενωμένοι»(15).

Βλέπετε πώς ο άγιος της Εκκλησίας μας είδε τον Χριστόν και ενώθηκε μαζί του; Πώς φθάνουν τόσο ψηλά οι άγιοι της Εκκλησίας μας; Τι κάνουν; Πώς το πετυχαίνουν; Πρώτα από όλα αδιαφορούν για ό,τι υπάρχει μέσα στην ζωή. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτε. Όπως, όταν μπαίνης μέσα σε ένα αυτοκίνητο, δεν κοιτάζεις αν είναι καινούργιο, αν είναι στολισμένο, αλλά σε νοιάζει να πας στον προορισμό σου, έτσι είναι και οι άγιοι. Εμείς τραγουδάμε καμιά φορά, «έχετε γεια ψηλές κορφές, κάμποι, βουνά, ραχούλες», και τα μάτια μας με την σκέψι του «έχετε γεια ψηλά βουνά» δακρύζουν λυπημένα, διότι είμαστε προσκολλημένοι. Εκείνοι δεν αγαπούν τίποτε. Μόνον προσδοκούν τον Χριστόν. Και εκείνος τους κάνει μία κάθαρσι• τους καθαρίζει την καρδιά. Εν συνεχεία, όπως μας λέγει ο άγιος, τους φωτίζει την ψυχή και κατόπιν φθάνουν στην θεωρία του Θεού. Παρουσιάζεται μπροστά τους ο Θεός. Τι λέγει το Ευαγγέλιο; Μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά, διότι αυτοί θα δουν τον Θεόν(16). Τον βλέπουν τον Θεόν οι άγιοι.

Μετά τους χαρίζει την απάθεια. Ούτε θυμός ούτε οργή ούτε φθόνος ούτε στενοχώρια ούτε αγωνία ούτε αγανάκτησι. Κανένα πάθος! Και όπως είναι έτσι λαμπρή η ψυχή τους, γίνεται αντικείμενο, γίνεται σκεύος κατάλληλο να χωρέση τον Θεόν. Και τότε ο Χριστός έρχεται μέσα τους και ενώνεται μυστικά.

Όταν γίνη αυτή η μυστική ένωσις, αφού τον είδε ο άγιος, αφού τον χάρηκε, αφού τον κατάλαβε, αφού τον γνώρισε, αφού τον απήλαυσε, αφού τον ένοιωσε μέσα του τον Χριστόν, τότε πια γεμίζει από την αγάπη του. Μα, θα μου πήτε: Εμείς, που δεν έχομε νοιώσει αυτά, δεν αγαπάμε τον Χριστόν; Μην ανησυχήτε• τον αγαπάμε και εμείς, αλλά η αγάπη μας είναι μία σταγόνα μέσα στον ωκεανό της δικής τους αγάπης.

Ουράνιοι άνθρωποι είναι αυτοί. Έχετε δει κάτι που έχει αρπάξει φωτιά και καίγεται ολόκληρο; Έτσι γίνεται η ζωή τους. Επικοινωνούν με τον Χριστόν και ενώνονται με πολλά μέσα, ιδίως με αυτό που ονομάζεται προσευχή συνεχής, αδιάλειπτος. Χριστέ μου, έλα μέσα στην καρδιά μου, του λένε συνεχώς. «Κύριε μου, Ιησού μου, Χριστέ μου, ελθέ και σκήνωσον»(17). Και ο Χριστός έρχεται μυστικά και μπαίνει στην καρδιά τους. Μη σας κάνη εντύπωσι. Διότι, όταν έρχεται κοντά σου ο άνθρωπος που τον φωνάζεις, δεν θα έρθη ο Χριστός; Ακούει ο άνθρωπος και δεν θα ακούση ο Θεός που είπε, ό,τι και αν ζητήσετε, θα σας το δώσω(18);

«Ελθέ και σκήνωσον εν ημίν». Το λέει με το στόμα του, το λέει με τον νου του, το λέει με την καρδιά του και έτσι η σκέψις του και η καρδιά του ενώνονται με τον Χριστόν. Τότε νοιώθει τον Χριστόν να του μιλά• του γλυκαίνει την ζωή, του ευφραίνει την ημέρα, του κάνει αξέχαστες τις νύχτες.

Εμείς τι θα κάνωμε; Το ξέρετε όλοι σας, το ξέρω και εγώ, πόσο η ζωή μας είναι κουραστική και φορτωμένη με χίλια δυο θέματα που μας απασχολούν. Εμείς, αφού είδαμε τι κάνουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας, ας κάνωμε το ελάχιστο που περνάει από το χέρι μας. Ο Χριστός δέχεται τα εκατό, δέχεται και τα τριάντα, δέχεται και τα πέντε που θα του δώσης. Αν δεν μπορής να τον θυμηθής χίλιες φορές, εκατό φορές, πενήντα φορές την ήμερα, θυμήσου τον δέκα φορές και πες του με αγάπη: Χριστέ μου! Όχι να τον παρακάλεσης για την φτώχεια σου, για την μάννα σου, για την αρρώστια σου, για την επιτυχία σου. Όχι. Να τον παρακάλεσης να μπη στην καρδιά σου. Δεν μπορείς δέκα φορές την ήμερα; Πέντε φορές δεν μπορείς; Αν το νοιώσης και τον καλής έστω δυο φορές την ήμερα, ύστερα από έναν μήνα θα γλυκαθής και θα τον ζητάς δέκα φορές, ύστερα είκοσι φορές, ύστερα θα αρχίσης να τον νοιώθης μέσα στην καρδιά σου.

Ώστε το πρώτο στοιχείο της πνευματικής ζωής είναι η μυστηριακή και η μυστική βίωσις του Χριστού. Με τα μυστήρια και με την προσπάθεια να καλούμε μυστικά τον Χριστόν ενωνόμαστε μαζί του.

Ας ελθωμε στο δεύτερο στοιχείο της πνευματικής ζωής, το μαρτυρικό πνεύμα. Μήπως θέλω να πω η ζωή μας να είναι ένα μαρτύριο, να είναι κλαψιάρικη, κακομοίρικη, και να μας κοροϊδεύουν όλοι; Κάθε άλλο. Χριστιανική ζωή είναι τραγούδι χαράς. Χριστιανική ζωή είναι πανηγύρι. Είναι όμως και ηρωισμός. Η ζωή των κοσμικών ανθρώπων μπορεί να έχη και χαρές, αλλά και πόσες πίκρες!

Θυμάμαι τον ποιητή που, ενώ ήταν νέος, έγραφε σε έναν παλαιό συμφοιτητή του:

Φίλε, η καρδιά μου σα να εγέρασε.
..............................................
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω
.... θα πιω και θα μεθύσω.
..........................

Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
Γιατί δεν θα έχη περιεχόμενο τον ουρανό που
δίνει την ομορφιά στην ζωή.
Θα έχουμε το μάτι μας όγρό
και μέσα μας τον άδη.(19)

Τα μάτια του θα είναι δακρυσμένα και στην καρδιά του θα έχη -καημένε ποιητή!- τον άδη. Εμείς όμως οι χριστιανοί έχομε τον ουρανό.

Μαρτυρική ζωή σημαίνει χαρούμενη ζωή, αλλά και ηρωική. Ένα μικρό παιδί ζούσε στα χρόνια των διωγμών. Ήταν χαρούμενο, τραγούδι η ζωή του. Και μία ημέρα του λέγει ο ειδωλολάτρης πατέρας του:

- Παιδί μου, ποιο είναι το καλύτερο, το ωραιότερο δώρο πού θέλεις να σου κάνω;
- Το ωραιότερο δώρο; Πατέρα, είμαι χριστιανός! Πατέρα, το ωραιότερο δώρο για μένα θα είναι ένας θάνατος για τον Χριστόν.
- Είσαι χριστιανός; ρώτησε τρομοκρατημένος ο πατέρας.
- Ναι, ένας θάνατος για τον Χριστόν θα είναι για μένα το ωραιότερο δώρο(20). Το έλεγε και το ξανάλεγε για να του χαρίση το δώρο αυτό.

Δεν είναι δειλοί οι χριστιανοί, δεν είναι φιλόσαρκοι. Ξέρουν να ζουν• ξέρουν όμως και να πεθαίνουν για τον Χριστόν. Έτσι ζούσαν και ζουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας• την μαρτυρική τους ζωή την βλέπομε ακόμη και στην άσκησί τους και στους εκούσιους πόνους. Οι περισσότεροι από αυτούς, έχοντας από μικρά παιδάκια αγαπήσει τον Χριστόν, ήθελαν να δαπανήσουν τα νιάτα τους και να δώσουν την ζωή τους, για να πάρουν τον Θεόν τον οποίον ποθούσε η ψυχή τους. Πολλές φορές επί χρόνια κλείνονταν μέσα σε σπηλιές, χωρίς να τρώνε και χωρίς να πίνουν. Μόνον Σαββατοκύριακο έβγαιναν για να πάνε στην εκκλησία και τότε, μετά την εκκλησία, να φάνε.

Ο Μέγας Βασίλειος και ο άγιος Γρηγόριος, παραδείγματος χάριν, έμεναν σε ένα ασκηταριό έξω από το οποίο ψυχή δεν περνούσε, εκτός από κανέναν κυνηγό. Ζούσαν με στερήσεις, με δίψα, χωρίς φαγητό, μέσα στην υγρασία, χωρίς φως, μέχρι που σχεδόν παράλυτους τους έβγαλε η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου(21).

Άλλοι εκοιμώντο λίγες ώρες. Ο άγιος Χρυσόστομος για πολλά χρόνια εκοιμάτο μόνον τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο, όρθιος, ακουμπισμένος σε ένα σχοινί(22). ΄
Άλλοι, όπως ο βασιλιάς Θεοδόσιος ο μικρός που αγίασε, φορούσαν τρίχινα από
μέσα για να παιδεύουν το κορμί τους(23) Άλλοι το τύλιγαν με αλυσίδες. Άλλοι... πόσους να αναφέρη κανείς!

Αυτά σήμερα μας φαίνονται παραμύθια ή παρερμηνείες του ευαγγελικού πνεύματος. Δεν νομίζετε όμως ότι κρύβουν έναν καταφανή ηρωισμό, ένα αξιοζήλευτο μεγαλείο, ένα βάθος, ένα ύψος ασύλληπτο; Με αυτά ξεπερνούσαν την φύσι, νικούσαν τα πάθη, εξαφάνιζαν τις ορμές, καταπατούσαν τον διάβολο, αποκτούσαν την φλογερή αγάπη, γίνονταν ελεύθεροι εσωτερικά και με την αγγελική τους ζωή γίνονταν φώτα σε όλους τους ανθρώπους και σε όλες τις γενεές(24).

Αυτά έκαναν οι άγιοι που είχαν μεγάλη καρδιά. Εμείς τι θα κάνωμε, για να έχωμε μαρτυρικό πνεύμα; Πού θα δείξωμε τον ηρωισμό μας;

Πρώτον, μέσα στις θλίψεις, στους πόνους, στα εμπόδια, στις αποτυχίες, στις φουρτούνες της ζωής. Μέσα στην ζωή πόνος παντού και κατήφεια. Με πόνο είναι γεμάτη η ζωή μας. Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, όταν μας έρχεται να πούμε ότι ο Θεός φταίει, με ξέχασε -πού ξέρεις, ίσως και να μην υπάρχη Θεός• μα αν υπάρχη, είναι σκληρός• γιατί να με παιδεύη έτσι, ενώ οι άπιστοι περνούν τόσο όμορφα;- στις δύσκολες αυτές στιγμές ας πούμε: «Δόξα σοι, ο Θεός». Δείξε ότι είσαι ένας μάρτυρας του Χριστού ότι δέχεσαι με χαρά τον πόνο που συναντάς.

Δεύτερον, θα δειξης τον ηρωισμό σου, όταν βλεπης ότι η χριστιανική ζωή χρειάζεται αγώνα, θυσίες, για να κόψης τα πάθη σου, τις αδυναμίες σου, τις αμαρτίες σου. Θέλει μόχθο για να κοπή ή αμαρτία.

Όταν αρχίζαμε την χριστιανική μας ζωή, ήμασταν γεμάτοι από ενθουσιασμό. Αλλοίμονο, εάν δεν είχαμε ενθουσιασμό• θα μοιάζαμε με μία μηχανή ξεθυμασμένη, με ένα ρολόγι ξεκουρδισμένο και δεν θα βγαίναμε πουθενά. Είχαμε λοιπόν τον ενθουσιασμό μας, μας βοηθούσαν και η χάρις του Θεού, ο πνευματικός μας, τα χριστιανικά βιβλία, και έτσι προχωρούσαμε. Σιγά σιγά άρχισαν οι δυσκολίες, οι αποτυχίες, οι υποχωρήσεις, οι αμαρτίες, οι πειρασμοί, σκέψεις να σταματήσωμε ή να γυρίσωμε πίσω. Τότε η ζωή μας από τραγούδι, από χαμόγελο γίνεται σταυρός. Όταν, αγαπητέ μου, η χριστιανική σου ζωή αρχίζη να γίνεται δύσκολη και να σου φαίνεται ασήκωτος σταυρός, εκεί στάσου ακλόνητος, γίνε μάρτυρας. Πες στον εαυτό σου, «στώμεν καλώς»(25) στάσου ακλόνητος. Πες, όπως ο προφήτης, «ιδού εγώ, Κύριε, στέκομαι εδώ να εκτελέσω το θέλημά σου»(26) ή όπως η Παναγία, «ιδού η δούλη Κυρίου• γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»(27). Εάν επιμείνης, μετά από την καταιγίδα θα έρθη η γαλήνη, θα ξαναγίνη γιορτινή η ζωή σου. Θα έχης τώρα επί πλέον και την πείρα του πνευματικού αγώνος, θα έχης εμπειρία. Μετά από την δοκιμασία αυτή, μετά από το σήκωμα του σταυρού σου, θα ανάψουν πια μέσα σου οι φλόγες του θείου έρωτος• θα αποκτήσης την ωραιότερη, την δυνατώτερη, την αγνότερη, την αγγελικώτερη αγάπη, την αγάπη του Θεού.

Τρίτον, να είσαι μάρτυρας στις αμφιβολίες σου, στους δισταγμούς σου, στους λογισμούς σου. Εκεί που κάθεσαι, μπορεί να σου μπαίνη μία σκέψις: Μήπως δεν υπάρχη Θεός; Μήπως όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή; Μήπως δεν υπάρχη ψυχή; Μήπως ο δρόμος ο χριστιανικός είναι στραβός; Μήπως είμαι χαζός; Τις ώρες εκείνες σήκωσε τον σταυρό των λογισμών σου και των αμφιβολιών σου. Θεέ μου, έλεγε κάποιος που αμφέβαλλε για τον Θεόν αλλά δεν σταματούσε τον αγώνα του, Θεέ μου, αν υπάρχης, στείλε μου το Πνεύμα σου το Άγιον. Και ο Θεός απήντησε και του έστειλε το Πνεύμα το Άγιον άνοιξε την καρδιά του και κατόπιν τον κάλεσε και στο επισκοπικό αξίωμα.

Τέταρτον, να δείξης το μαρτυρικό σου φρόνημα εκεί όπου είναι ο καθημερινός σου στίβος, στο σπίτι σου, στον άνδρα σου, στην γυναίκα σου. Όταν ο άνδρας έρχεται από την δουλειά κουρασμένος και σου μιλά χωρίς ευγένεια, εσύ μη θυμώνης. Όταν εκείνος σε βρίση, εσύ μη βγάλης γλώσσα. Δείξε του αγάπη, ανοχή, υπομονή. Αν η γυναίκα σου σου έκαψε το φαγητό, μη φωνάζης εσύ• φάτο. Βάλε λίγο λεμόνι μέσα να γίνη πιο νόστιμο και πες της, ωραίο είναι το φαγητό, ώστε να μην πάρη χαμπάρι ότι το φαγητό ήταν καμμένο. Να βασιλεύη η αγάπη μέσα στο σπίτι. Όταν βλέπης ότι σε αδικεί ο σύντροφος της ζωής σου, μη φωνάζης ότι έχεις δίκαιο. Δεν έχει σημασία αν έχης δίκαιο η δεν έχης. Δεν έχει σημασία ποιο είναι το ορθό, αλλά τι θέλει ο άλλος. Βγάλε τον εαυτό σου, αρνήσου τον εαυτό σου, βάλε μπροστά τον άλλον. Αυτό είναι θάνατος, αυτό είναι μαρτύριο.

Μία ημέρα, που βιαζόμουν να έρθω από το μοναστήρι μου για να σας μιλήσω, πήρα ταξί για να προλάβω. Στον δρόμο ρωτάω τον οδηγό:
- Δεν μου λες, τρως καμιά φορά μαζί με την γυναίκα σου το μεσημέρι ή το βράδυ;

Ξέρετε, οι καημένοι οι ταξιτζήδες έχουν τέτοια δουλειά που δεν ξέρουν και αυτοί πότε θα βρεθούν στο σπίτι τους.
- Κάθε μέρα, μου λέει, μεσημέρι και βράδυ.
- Πώς τα καταφέρνεις; Τι ώρα τρώτε;
- Το μεσημβρινό φαγητό αρχίζει από τις 10 και φθάνει μέχρι τις 4 το απόγευμα, και το βραδυνό από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 2 την νύχτα!

Δηλαδή στις 10 η ώρα η γυναίκα του είχε το φαγητό έτοιμο και τον περίμενε, όποια ώρα θα ερχόταν, για να φάνε μαζί. Και το βράδυ από τις 6 το απόγευμα τον περίμενε πολλές φορές μέχρι τις 2 την νύχτα. Δεν σας κάνει εντύπωσι; Αυτό σημαίνει μαρτύριο μέσα στην ζωή: ζωή αγάπης.

Πέμπτον, μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον μας να είμαστε οι άνθρωποι που ξεχνάμε και αρνούμεθα τον εαυτό μας. Να είμαστε εκείνοι που δίνομε τον εαυτό μας• όχι σαν εκείνον που έλεγε: «Έζησα διά τον εαυτόν μου, εσκέφθην διά τον εαυτόν μου• δια τον εαυτόν μου, διά κανένα άλλον», ωσάν ο Χριστός να μην έζησε ποτέ, ωσάν Εκείνος ποτέ να μην απέθανε.

Ω, αγαπητοί μου, οι άνθρωποι που είναι τριγύρω σου, στο σπίτι σου αλλά και έξω, έχουν την ανάγκη σου. Υπάρχει μία φρικτή κατάρα μέσα στην ζωή μας, η κατάρα της μοναξιάς που βαραίνει πολλούς ανθρώπους. Θυμάστε εκείνη την γυναίκα που αυτοκτόνησε εβδομήντα χρονών, διότι, όπως είπε, δεν βρέθηκε κανείς να την αγαπήση στην ζωή. Οι άνθρωποι ζουν κλεισμένοι μέσα στην μοναξιά τους και πολλές φορές δεν υπάρχει κάποιος για να τους δείξη λίγη αγάπη.

Κάποιος λογοτέχνης γράφει: Ήταν ένας νέος μέσα σε ένα γραφείο, πλάι στον οποίον δεν είχε βρεθή κανείς για να του δείξη ενδιαφέρον και λίγη αγάπη, ώστε και αυτός να μπόρεση να ανοίξη την καρδιά του. Έπεσε χιόνι. Πλησίασε στην τζαμαρία και κοιτούσε το χιόνι, για να μπόρεση κάπως την καρδιά του την βαρειά να την ελαφρώση. Δεν ελάφρωνε όμως. Το βράδυ έκλεισε το γραφείο, βγήκε έξω και κάθησε πλάι σε μία πόρτα να ξεκουρασθή λιγάκι. Ήταν νύχτα και η καρδιά του βαρειά, πλακωμένη. Δεν υπήρξε κανείς εκείνη την ημέρα να του δείξη λίγη αγάπη, για να ανοίξη και αυτός την καρδιά του. Εκείνη όμως την στιγμή βρέθηκε κάποιος! Ήταν ένας άνδρας με ένα τσιμπούκι στο στόμα, με μία μπαστούνα στο χέρι, με μία ρεμπούμπλικα στο κεφάλι. Ένας χιονάνθρωπος ! Δεν βρήκε άλλη ψυχή να της μιλήση και άνοιξε την καρδιά του σε εκείνον!

Όλοι γύρω μας, πτωχοί και πλούσιοι, μικροί και μεγάλοι, μας έχουν ανάγκη. Η στοργή, η τρυφερότης, το δόσιμο ας χαρακτηρίζουν την ζωή μας. Να ζούμε κοντά στους άλλους και για τους άλλους. «Ο πλησίον εστίν ο θεμέλιος»(28), το κριτήριο
δηλαδή της πνευματικότητός μας είναι ο πλησίον, όπως λέγει ένας ασκητής. Να αγαπούμε τους άλλους όχι από καλωσύνη, άλλα από μία συνείδησι ευθύνης που έχομε προς αυτούς.

Και τέλος, έκτον, εάν χρειασθή, ας δώσωμε και το αίμα μας για τον Χριστόν και τους ανθρώπους. Να είμεθα πρόθυμοι να θυσιασθούμε. Πάντως, κάτι πρέπει να υστερούμεθα για Εκείνον. Να πάσχωμε, να υποφέρωμε για τον Χριστόν αλλοιώς, χωρίς το χαρακτηριστικό του πάθους, η ζωή μας θα είναι κολοβή ζωή.

Ερχόμαστε τώρα στο τρίτο και τελευταίο στοιχείο της πνευματικής ζωής, στην ζήτησι του Χριστού. Άναψε άραγε μέσα μας η φωτιά; Μήπως, ενώ βαπτισθήκαμε και διαλέξαμε τον Χριστόν, ενώ αρχίσαμε πνευματικά, τώρα συνεχίζωμε σαρκικά, παίζοντας έτσι κορώνα γράμματα το μέλλον μας; Η πνευματική ζωή χαρακτηρίζεται από μία έντασι ζητήσεως του Χριστού. Απαιτεί διαρκώς να τον σκεπτώμεθα και να τον ζητάμε. «Εμνήσθην του Θεού και ηυφράνθην», λέγει ο Ψαλμωδός(29). «Ζητείτέ με και ευρήσετέ με», λέγει ο Κύριος(30). Όταν τον ζητάμε, θα τον βρούμε και θα γεμίση η ζωή μας από ευφροσύνη.

Πολλά μας κρύβουν τον Χριστόν και πολλά μας απορροφούν, ώστε να μην μπορούμε να τον έχωμε διαρκώς ενώπιόν μας. Και τα ιερώτερα γεγονότα και πρόσωπα της ζωής μας μπορούν να γίνουν εμπόδια: το επάγγελμα, το σπίτι, τα παιδιά, ο άνδρας, η γυναίκα, τα πάντα. Είναι δύσκολες οι συνθήκες. Η πνευματική ζωή όμως είναι μία μάχη κατά την οποίαν πρέπει να έχωμε διαρκώς το βλέμμα μας εις τον Θεόν, να ζητάμε τον αρχηγό μας.

Θυμάμαι, όταν είχα πάει κάποτε στο Άγιον Όρος, μέσα σε έναν πυκνά δενδροφυτευμένο τόπο, βλέπω από μακριά κάποιον ασκητή, ο οποίος προχωρούσε ψάλλοντας. Ενώ έψαλλε, από ώρα σε ώρα έκανε μία βαθειά μετάνοια, προσκυνούσε, σηκωνόταν και πάλι προχωρούσε. Μου έκανε εντύπωσι. Ποιον άραγε προσκυνούσε; Τρέχω μέσα από τα δένδρα, τον φθάνω, τον σταματώ. - Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο;
- Μα, παιδί μου, δεν τον βλέπεις;
- Ποιόν;
- Τον Χριστόν. Τουλάχιστον, αν δεν τον βλεπης, δεν τον νοιώθεις ότι είναι μπροστά σου; μου απήντησε εκείνος.

Αγαπητοί μου, οι άνθρωποι έλεγαν παλαιότερα το όνομα του Χριστού ή το άκουγαν και βούρκωναν τα ματιά τους, άρπαζαν φωτιές τα στήθη τους, έπεφταν στα γόνατά τους. Εμείς γιατί; Γιατί, Θεέ μου, τόσο λίγο σε σκεπτόμαστε και τόσο λίγο συγκινούμεθα από σένα; Γιατί τόσο σπάνια σε ποθούμε; Όπου ο θησαυρός μας εκεί και η καρδιά μας(31), λέγει η Αγία Γραφή. Σαν να λέμε: Θέλεις να μάθης πόσο κοστίζει, πόσο αξίζει η ζωή σου για τον Χριστόν, για τον ουρανό; Όσο τον διψάς, όσο σε αυτόν έχεις την καρδιά σου, τόσο κοστίζει.

Ας μην ξεχνάμε ότι δώσαμε έναν όρκο• τον όρκο ότι θα μείνωμε πιστοί σε αυτόν μέχρι τέλους της ζωής μας(32) όπως ο γυιος ενός βασιλιά. Τον κάλεσε ο πατέρας του, τον έβαλε μπροστά στο Ευαγγέλιο και του είπε: Θέλω, παιδί μου, εδώ να μου ορκισθής πίστι μέχρι την τελευταία σου στιγμή. Το παιδί άρπαξε το ξίφος του, το έβαλε επάνω στο Ευαγγέλιο και ωρκίσθηκε. Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε το παιδί. Κάποτε ήρθαν εχθροί, έπιασαν τον βασιλιά, τον πήραν αιχμάλωτο μακριά από την πατρίδα. Ο γυιος έμεινε ελεύθερος. Αν ήθελε, μπορούσε να γίνη και βασιλιάς. Όμως μέσα στο μυαλό του τριγυρνούσε συνεχώς η σκέψις του όρκου, που είχε δώσει στον πατέρα του τον βασιλιά. Ωρκίσθηκα, έλεγε, και πρέπει να μείνω πιστός. Και μία ημέρα, νύχτα ακόμη, αρπάζει το άλογό του, χυμάει στον δρόμο, περνάει μέσα από το εχθρικό στρατόπεδο, για να βρη τον αιχμάλωτο βασιλιά, να του δείξη πως έμεινε πιστός στον όρκο του. Στον δρόμο, ενώ περνούσε έξω από ένα χάνι, γλιστράει, πέφτει από το άλογο, χτυπά στο κεφάλι του, μένει αναίσθητος. Ακούν τον θόρυβο οι άνθρωποι, βγαίνουν, τον σηκώνουν λιπόθυμο, τον βάζουν μέσα. Μόλις μπήκε στην ζεστασιά, συνήλθε και ρώτησε: Λίγο δυνατό ποτό έχετε να μου δώσετε; Του έδωσαν ποτό, το ήπιε, άρπαξε μία πετσέτα, έδεσε σφικτά το κεφάλι του και χυμά να φυγή πάλι. Μα, στάσου, του λέγουν εκείνοι, πού πηγαίνεις; Τρέχει αίμα το κεφάλι σου, είναι επικίνδυνο.

Ο γυιός του βασιλιά δεν μπορεί να περιμένη. Έδωσε όρκο και πρέπει να τον τιμήση. Ανεβαίνει σε ένα νέο άλογο, το δικό του είχε σκοτωθή, το χτυπάει και φεύγει. Έτρεχε στον δρόμο• το αίμα έτρεχε και αυτό• και αυτός έτρεχε για τον πατέρα. Τον σπιρούνιαζε ο πόνος• τον έβαφε το αίμα. Αλλά εκείνος φώναζε: Ωρκίσθηκα και του ανήκω, θα μείνω πιστός μέχρι θανάτου.

Ας μείνωμε και εμείς πιστοί στον όρκο μας μέχρι θανάτου!


ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ο Σιμωνοπετρίτης Περί Θεού: Λόγος Αισθήσεως




7. Πνευματική Μελέτη(*)


Είναι πολύ μεγάλο το θέμα της πνευματικής ζωής που αρχίσαμε από την προπερασμένη Κυριακή. Είδαμε την πνευματική ζωή σαν έναν δρόμο, που αρχίζει από την ζωή αυτή με σκοπό να φθάση επάνω στον ουρανό. Είναι μια ζωή που έχει μεταφορικό μέσο τα φτερά του Αγίου Πνεύματος, διότι δεν είναι δυνατόν κανείς να φθάση πεζός στον ουρανό. Δεν είναι δυνατόν κανείς με τις δικές του δυνάμεις, με τον δικό του αγώνα, με την δική του αρετή να φθάση επάνω εις τον Θεόν. Πρέπει να βασισθή στα δυνατά και τα ταχύτατα φτερά του Αγίου Πνεύματος• πρέπει να στηριχθή αποκλειστικώς στην θεία χάρι και να καταβάλη μόχθο, αγώνα, κόπο, ιδρώτα, να θυσιάση τον εαυτό του.

Είδαμε εν συνεχεία ένα μέσον της πνευματικής ζωής, τον γάμο, που είναι μυστηριακό σημάδι της παρουσίας του Θεού, στον οποίον έρχεται το Πνεύμα το Άγιον, για να ενώση το παρόν με το μέλλον, την στιγμή εκείνη την κρίσιμη, αλλά και την κάθε στιγμή της ζωής μας, με την αιωνιότητα.

Ας δούμε σήμερα ένα δεύτερο σημάδι της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, ένα μυστικό σημάδι, την πνευματική μελέτη.

Όλοι οι άνθρωποι από τα μικρά τους χρόνια διαβάζουν πολύ. Σήμερα, μάλιστα, στην εποχή της επιστήμης, των γραμμάτων και της προόδου, πρέπει κανείς να διαβάζη πολύ• εάν δεν διαβάζης, είσαι σαν τυφλός. Διαβάζεις εσύ και προτρέπεις το παιδί σου από τα πρώτα του χρόνια να διαβάζη, για να μην αποτύχη στην ζωή του. Ο καθένας διαβάζει ανάλογα με την τέχνη του ή την επιστήμη του, με την μόρφωσί του, με τις δυνατότητες που έχει, με την κοινωνική θέσι• άλλος λιγώτερο, άλλος περισσότερο.

Το παιδί σου, εάν έχη παιδεία, διαβάζει φιλοσοφία, αρχαίους κλασσικούς συγγραφείς, για να μπόρεση να μορφώση το πνεύμα του. Φαντάζομαι ότι οπωσδήποτε το παροτρύνεις να διαβάζη και ξένες γλώσσες, διότι λένε ότι, αν ξέρης μια ξένη γλώσσα, είναι σαν να έχης δυο ακόμη μάτια. Το παιδί σου διαβάζει βιβλία κοινωνικά, εγκυκλοπαιδικά, επιστημονικά, δεν ξεύρω τι άλλο, για να μπορή να έχη μία επαφή με την σύγχρονη πραγματικότητα. Να μπορή να καταλαβαίνη τον άνθρωπο που είναι απέναντί του και να επικοινωνή, να είναι προσγειωμένο στις απαιτήσεις και συνθήκες της εποχής του, για να μην είναι ένας μετέωρος άνθρωπος.

Όλα αυτά είναι χρήσιμα. Δεν αρκούν όμως, ούτε μπορούμε να τα διαβάζωμε όλοι μας. Εμείς μιλάμε για την πνευματική ζωή και το θέμα μας είναι τα βιβλία που πρέπει να διαβάζωμε απαραιτήτως, διότι μας χρειάζονται στο ταξίδι μας για τον ουρανό. Τα βιβλία στα οποία, όταν τα διαβάζης, ξεύρεις ότι μιλάει ο ίδιος ο Θεός. Είναι εργαλεία της πνευματικής ζωής και χωρίς αυτά είναι αδύνατον να φθάση κανείς στον παράδεισο.

Ποια είναι τα βιβλία της χριστιανικής ζωής; Είναι πάρα πολλά. Είναι εκείνα που με μία λέξι περιεκτική τα ονομάζομε πνευματικά βιβλία. Αλλά όμως από όλα αυτά τα βιβλία, επιτρέψτε μου -σήμερα που το θέμα μας είναι η πνευματική μελέτη, το μυστικό αυτό σημάδι της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην ζωή μας- να αναφέρω ωρισμένες μόνον κατηγορίες. Δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν όλα παρά μόνον εκείνα που η Εκκλησία μας ξεχώρισε με την ιστορία της και με την ζωή της και με τα αίματά της και μας τα έδωσε, για να τα έχωμε καθημερινό εντρύφημα. Εκείνα στα οποία δεν διαβάζεις σκέψεις ανθρώπινες, κριτήρια ανθρώπινα, λογική ανθρώπινη, αλλά βρίσκεις την κρίσι και την λογική του Θεού, το Πνεύμα του Θεού• ομιλεί ο ίδιος ο Θεός. Οι συγγραφείς των είναι τα θεόπνευστα όργανα(1), τα οποία έγιναν υπηρέτες του Αγίου Πνεύματος.

Θα αναφερθώ στα βιβλία που σου δίνει η Εκκλησία. Τα ανοίγεις και βλέπεις να σου μιλά ο Θεός. Νοιώθεις αμέσως το φτερούγισμα του Πνεύματος. Νοιώθεις να απαντά ο Θεός στις απορίες σου. Βλέπεις να διαλύη τα σκοτάδια σου, να ανοίγη τους δρόμους σου, όταν υπάρχη μπροστά σου αδιέξοδο. Βλέπεις να μην αφήνη κανένα σημάδι σκοτεινό μέσα στο πέρασμά σου. Τότε γεμάτος χαρά φωνάζεις: «νυν ηρξάμην λαλήσαι προς τον Κύριόν μου. Εγώ δε ειμί γη και σποδός»(2). Άρχισα να κουβεντιάζω με τον Θεόν μου, με τον Χριστόν μου. Και τι είμαι εγώ που μιλάω μαζί του; Στάχτη είμαι, πηλός είμαι. Μου κάνει όμως αυτήν την χάρι ο Θεός.

Εάν δεν έχης τα βιβλία αυτά μαζί σου στο ταξίδι σου, δεν θα φθάσης ποτέ στο τέρμα. Μέσα από αυτά σε καλεί ο Θεός. Σου δείχνει με το χέρι του από πού να πας. Σου λέγει: Duc in altum, έλα, παιδί μου, επάνω στα ύψη. Το νοιώθεις. Όπως εκείνος ο άγιος άνθρωπος, ο οποίος άφηνε πολλές φορές την συντροφιά του με την δικαιολογία: κάποιος με περιμένει στο δωμάτιό μου. Δεν ήξευραν ποιος είναι. Πίστευαν ότι είναι κάποιος άνθρωπος, ενώ εκείνος πήγαινε και άνοιγε τα βιβλία του. Μέσα στο βιβλίο τον περίμενε ο ίδιος ο Θεός(3).

Ποια είναι λοιπόν τα βιβλία αυτά;

Πρώτον, εκείνα που ονομάζονται πατερικά. Συγγραφείς των ήσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, τα όργανα του Αγίου Πνεύματος, οι φλογεροί εκείνοι διδάσκαλοι που ήσαν πύρινοι όταν μιλούσαν και οξυγράφοι όταν έγραφαν. Μας άφησαν με την πνοή του Αγίου Πνεύματος τα αθάνατα αριστουργήματά τους. Αλήθεια, τι θησαυρό θα χάναμε, αν δεν υπήρχαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας! Έζησαν με προσευχές, με αγρυπνίες, με νηστείες. Αγάπησαν τον Θεόν ολότελα και τους αγάπησε ο Θεός αποκλειστικά αξιώνοντάς τους να μας αφήσουν τα αθάνατα αυτά έργα, που είναι πολυτιμότερα από το χρυσάφι όλου του κόσμου(4).

Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έζησαν περίπου καθ' όμοιον τρόπον. Μια ματιά θα ρίξωμε μόνον στον Βίο ενός Πατρός, του Μεγάλου Βασιλείου, και θα είναι σαν να έχωμε μπροστά μας όλη την χορεία των αγίων Πατέρων. Σπούδασε στις γνωστές και μεγάλες σχολές της εποχής του φιλοσοφία, ρητορική, αστρονομία, μαθηματικά, ιατρική. Έγινε ρήτωρ. Το μέλλον του χαμογελούσε και οι επιτυχίες ξεπερνούσαν η μία την άλλη. Τι έγινε όμως τότε; Αυτή η ωραία ψυχή, αυτή η αστραφτερή διάνοια, αυτή η ευαίσθητη και θεόπαθη καρδιά δεν υποδουλώθηκε σε χωμάτινες επιδιώξεις. Άφησε συγγενείς και φίλους και πήγε σε μια ερημιά του Πόντου. Εκεί, αν και ήταν από μικρό παιδάκι καχεκτικός και φιλάσθενος και συχνά κινδύνευσε να πεθάνη, έζησε πέντε χρόνια σκληρή ζωή μέσα στην μούχλα και στην υγρασία, κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, μέσα σε ένα υπόγειο, μακριά από τις ζητωκραυγές των ανθρώπων(5).

Και μια νύκτα, περασμένα μεσάνυκτα, όπως μας λέγει ο αδελφός του ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, «έλλαμψις αυτώ φωτός γίνεται• άϋλον δε τι το φως εκείνο θεία δυνάμει καταφωτίζον το οίκημα, υπ' ουδενός πράγματος υλικού εξαπτόμενον»(6). Τον επισκέφθηκε μέσα στο ερημητήριό του ο Θεός. Άστραψε και το σκοτάδι έγινε ημέρα και εκείνος έγινε σαν ήλιος. Ένα φως, χωρίς να έρχεται από κάπου. Όπως μπήκε ο Χριστός στο υπερώο, χωρίς να υπάρχουν παράθυρα και πόρτες ανοιχτές(7), έτσι μπήκε και εκεί όπου ήταν ο Μέγας Βασίλειος . Είδε τον Θεόν με τα πνευματικά του μάτια ο Βασίλειος και είπε: «Τι του θείου κάλλους θαυμασιώτερον; Τι του θείου κάλλους ερασμιώτερον;»(8)• τι υπάρχει ωραιότερο και θαυμασιώτερο και ομορφότερο και πιο αξιαγάπητο από την πνευματική ομορφιά, την ομορφιά του Θεού; Με αυτήν την φώτισι που έλαβε, μπόρεσε και έγραψε τα αριστουργήματα, τα οποία άφησε για να μας φωτίζη.

Έτσι περίπου έγραψαν τα βιβλία τους οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, και με αυτά μας παίρνουν από το χέρι και μας οδηγούν από κορυφή σε κορυφή, από βουνό σε βουνό, μέχρι πάνω από τα αστέρια, εκεί όπου είναι ο θρόνος του Θεού και γύρω του οι φίλοι του, οι άγιοι. Κατά τον ίδιο τρόπο μας άφησαν τον λόγο τους ο άγιος Χρυσόστομος, ο άγιος που γιορτάζομε αύριο, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο αετός του Πνεύματος(9).

Μα, θα μου πήτε: Πάτερ, ωραία τα λες, αλλά πού θα βρούμε τα βιβλία αυτά; Μη στενοχωριέστε. Αν μέχρι τώρα δεν έχετε ψάξει, θα δήτε πόσο εύκολο είναι να τα βρήτε και να τα διαβάσετε, και αν ακόμη έχετε τελειώσει μόνον το δημοτικό σχολείο. Υπάρχουν τόσες μεταφράσεις σήμερα, ώστε σε όλους μας οι Πατέρες είναι προσιτοί. Ο αείμνηστος μητροπολίτης μας Διονύσιος δεν έχει γράψει προσφάτως δύο βιβλία, στα οποία μετέφρασε κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας(10); Πόσα βιβλία και πόσοι λόγοι του αγίου Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου, του αγίου Νικοδήμου, Παύλου της Ευεργέτιδος και τόσων άλλων Πατέρων υπάρχουν και κυκλοφορούν! Απλά είναι τα γραφόμενά τους.

Θα διάβασης και θα ανοιχθούν τα μάτια σου(11). Όπως, όταν κάθεσαι μέσα στο σκοτάδι και ξαφνικά έρχωμαι και σου ρίχνω στο πρόσωπο έναν προβολέα, ανοίγεις τα μάτια σου καλά καλά, το ίδιο θα νοιώσης, όταν διάβασης τα βιβλία που έγραψαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Τα βιβλία αυτά γίνονται οι φακοί με τους οποίους βλέπομε τον ήλιο, τον Χριστόν.

Ας έλθωμε τώρα σε μια δεύτερη κατηγορία βιβλίων, τους Βίους των αγίων, των φίλων της Εκκλησίας μας, που σκύβουν στο στήθος του Χριστού και ζουν μέσα στους κόλπους του• αυτοί είναι η οικογένεια του Χριστού και πρέπει και εμείς να είμαστε εκεί. Τους ξεύρομε τους αγίους της Εκκλησίας μας; Είναι τα αδέλφια μας. Ανήκομε στην ίδια οικογένεια• έχομε τον ίδιο πατέρα, τον Θεόν, την ίδια μητέρα, την Εκκλησία. Τρώμε το ίδιο φαγητό, την θεία κοινωνία. Είμαστε ομογάλακτοι και ομοτράπεζοι. Βγήκαμε από την ίδια πνευματική γαστέρα. Ξεύρομε αυτά τα αδέλφια μας, τους αγίους της Εκκλησίας;

Διαβάζεις την ζωή των αγίων και βλέπεις μπροστά σου ζωντανές μεταφράσεις του Ευαγγελίου και εμπνέεσαι(12). Τους γνωρίζεις σιγά σιγά. Βλέπεις πώς γεννήθηκαν, ποια ήταν η κατά σάρκα μητέρα τους, πώς άρχισαν την ζωή τους, πώς έχυσαν τους ιδρώτες τους, τα αγιασμένα τους δάκρυα, πώς πότισαν την γη με το πολύτιμο, το ζεστό τους αίμα• το αίμα εκείνο που ήταν ενωμένο με το αίμα του Χριστού. Ενθουσιάζεσαι και σου έρχεται να πηδήσης για να φτάσης ψηλά. Τους διαβάζεις και τους νοιώθεις μαζί σου, σαν να ακούς την αναπνοή τους. Σαν να καθώμαστε όλοι μαζί και ύστερα από λίγο σας λέγω: Κουραστήκατε, αγαπητοί μου, ας κάνωμε έναν περίπατο. Κάνομε περίπατο και κουβεντιάζομε όλοι μαζί φιλικά σαν μία οικογένεια. Έτσι νοιώθεις τους αγίους μέσα στην ζωή σου, όταν τους διαβάζης. Σου γεννιέται αμέσως το ερώτημα: Αυτός ο άγιος δεν ήταν άνθρωπος σαν εμένα; Πώς έγινε άγιος; Μπορώ και εγώ να γίνω άγιος. Βλέπεις τον ηρωισμό του, την αγάπη του προς τον Θεόν και η καρδιά σου εξάπτεται, ενθουσιάζεται και θέλεις ακόμη και να τον ξεπεράσης. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού»(13). Τον δόξασαν τον Θεόν. Ολόκληρο νέφος από μυριάδες αγίους(14), οι οποίοι ακόμη δεν πήραν τα στεφάνια τους, διότι περιμένουν και εμάς. Όπως μαζεύεται η οικογένεια στο σπίτι για το δείπνο και όταν λείπη ένα παιδί το περιμένουν, έτσι και οι άγιοι στον ουρανό περιμένουν εμάς(15), εμένα, εσένα. Σκέπτεσαι τι σημαίνει να καθυστερής στον δρόμο της πνευματικής σου πορείας; Για σκέψου να σε περιμένουν όλες οι στρατιές των αγίων και συ να κάθεσαι να χρονοτριβής με ασήμαντα πράγματα. Άφησε τα• σήκωσε την καρδιά σου όπου και αν είσαι, μέσα στο σπίτι σου, στο μαγαζί σου, με τα παιδιά σου, με τον ή την σύζυγο σου• ακόμη, σε δύσκολο τόπο κράτησε την καρδιά σου εκεί ψηλά. Θα μπόρεσης, αν διαβάζης τους Βίους των αγίων και βαπτίζεσαι μέσα στον ενθουσιασμό τους.

Τρίτον, ας δούμε τα εκκλησιαστικά μας βιβλία. Κάθε φορά που ερχόμαστε στην Εκκλησία, σε εκείνο το Ψαλτήρι τι ωραία πράγματα διαβάζονται! Διαβάζεις την Παρακλητική και νοιώθεις βάλσαμο στην ψυχή σου. Διαβάζεις το Τριώδιο, που ψάλλεται την Μ. Τεσσαρακοστή, και άθελα σου νοιώθεις να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια σου• όχι δάκρυα συναισθηματικά, ψεύτικα, αλλά από τα βάθη της ψυχής σου. Διαβάζεις το Πεντηκοστάριο και χαμογελάει η ψυχή σου• νοιώθεις ότι ζης στον ουρανό. Μα, αν δεν τα έχης αυτά, τουλάχιστον δεν έχεις τον Συνέκδημο που είναι μια περίληψι όλων αυτών; Πάρε ένα Συνέκδημο και μάθε πώς χρησιμοποιείται. Θα δης πόσο έχεις να ωφεληθής.

Και μαζί με αυτά, αν έχης τελειώσει το γυμνάσιο, μάθε να διαβάζης βιβλία θεολογικά, που μιλούν για την πίστι του Χριστού την αγία• την πίστι που την κλωτσούν οι αιρετικοί, αλλά που πρέπει εσύ να την φωλιάσης μέσα στο μυαλό σου και στην καρδιά σου.

Και μια ακόμη κατηγορία βιβλίων που την άφησα στο τέλος, γιατί είναι για μας η σπουδαιότερη. Ποια είναι; Η Αγία Γραφή. Η Καινή Διαθήκη, η Παλαιά Διαθήκη. Την διαβάζομε; Φοβάμαι μήπως, ιδιαίτερα την Παλαιά Διαθήκη, δεν την διαβάζωμε. Εκεί πια είναι που μιλάει ολοκάθαρα ο Θεός. Εκεί διαβάζεις: «Τάδε λέγει Κύριος». Μιλάει ο Θεός. Και ο πιο αγράμματος μπορεί να διαβάση την Αγία Γραφή. Αν δεν την καταλάβη σήμερα, θα την καταλάβη αύριο.

Θυμάμαι, όταν ήμουν φοιτητής, ότι είχα πάει σε ένα σχολείο για να κάνω τον «δάσκαλο»• εγώ το νεαρούλι να μιλήσω στους μαθητές. Έξω από την πόρτα του σχολείου ήταν μια κυρούλα, που πωλούσε κουλούρια. Πόσα δεν μου δίδαξε και πόσο δεν με ταπείνωσε! Διάβαζε.
- Τι διαβάζεις, κυρούλα; της λέγω.
- Το Ευαγγέλιο, παιδί μου.
- Μα το καταλαβαίνεις;
- Αμέ, το δευτερώνω. Το διαβάζω για δεύτερη φορά και το καταλαβαίνω καλύτερα από την πρώτη. Και άμα το διαβάσω πάλι από την αρχή, θα καταλάβω ακόμη πιο πολλά.

Συγχώρεσέ με, Θεέ μου, είπα τότε για τον εαυτό μου.

- Δεν μου λες, κυρούλα, ξεύρεις ότι υπάρχει και μετάφρασις του Ευαγγελίου;
- Αλήθεια, παιδί μου, πόσο κάνει; Να δανειστώ και να σου τα δώσω, να μου την φέρης.

Δεν της χρειαζόταν. Της έστειλα όμως την ερμηνεία ως δώρο. Δεν την χρειαζόταν. Είχε φλόγα. Και αν έχης φλόγα, σου τα λέγει όλα ο Θεός.
Η Αγία Γραφή είναι το μεγαλύτερο δώρο που άφησε ο Θεός στον άνθρωπο. Να το καταλαβαίναμε! Όπως κάποιος συγγραφεύς ο οποίος, ενώ είχε τόσα βιβλία μπροστά του, έλεγε στην γυναίκα του:
- Φέρε μου το βιβλίο μου.
- Μα ποιο βιβλίο από όλα;
- Καημένη, ρωτάς ποιο βιβλίο; Ένα είναι το βιβλίο, η Αγία Γραφή, απαντούσε ο μεγάλος αυτός συγγραφεύς. Κάθε πρωί την διάβαζε για να ανάβη το λυχνάρι της ψυχής του, για να φωτίζεται από τον Θεόν.

Ας δούμε τώρα τι χρειάζεται να κάνωμε, για να έχη επιτυχία η πνευματική μας μελέτη και ποιοι είναι οι καρποί της.

Πρώτον, για να διάβασης τα πνευματικά βιβλία και για να έχουν απήχησι μέσα στην ψυχή σου, σου χρειάζεται κόπος και προσευχή. Ας το ομολογήσωμε, είμαστε ράθυμοι. Το ξεύρετε, φαντάζομαι, ότι υπάρχουν σε σπίτια βιβλιοθήκες που έχουν στα ράφια τους μόνον ζωγραφισμένες τις ράχες βιβλίων! Κοιτάζεις και λες: Τι αριστουργήματα περιέχει αυτή η βιβλιοθήκη! Ομήρου Ιλιάς, Θουκυδίδου Ιστορία, Δημοσθένους Λόγοι. Αλλά, εάν προσπαθήσης να τα ανοίξης, δεν ανοίγουν, διότι δεν είναι βιβλία παρά μόνον ζωγραφισμένες ράχες. Δεν διαβάζει ο άνθρωπος• θέλει μόνον να δείχνη πως είναι πολιτισμένος και πνευματικός.

Πρέπει όμως να πιστεύωμε ότι οι ψυχές μας δεν χρειάζονται τροφή αλλά το βιβλίο, διότι το βιβλίο είναι ο λόγος του Θεού(16). Να διαβάζης ημέρας και νυκτός, όπως λέγει η Αγία Γραφή(17), «ανιστάμενος, καθήμενος, κοιταζόμενος»(18). Σηκώνεσαι, κάθεσαι, ξαπλώνεις, να διαβάζης. Να αποτραβιέσαι οποιαδήποτε ώρα σε ένα ήσυχο μέρος του σπιτιού σου• να αφήνης τους θορύβους έξω, να κλείνεσαι εκεί και να ανοίγης το βιβλίο, για να μπορέσης να το απολαύσης. Αν μπορής να δοκιμάσης να διαβάζης τα πνευματικά βιβλία την νύκτα, έστω και μια φορά την εβδομάδα, τότε θα δης την ευλογία του Θεού(19). «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε, ο Θεός, διότι φως τα προστάγματά σου επί της γης»(20). Την νύκτα να ανάβης το θεϊκό φως που φωτίζει την γη.

Κοπίασε, επιδίωξε την ησυχία και θα δης ότι θα γνωρίσης τον Θεόν, θα διαλυθούν όλες οι αμφιβολίες σου, όλες οι δυσκολίες σου. Όταν ανατέλλη ο ήλιος, να σε βρίσκη με το βιβλίο στο χέρι(21), όπως έλεγαν οι παλαιοί. Προηγουμένως όμως προσευχήσου, για να σου ανοίξη ο Θεός τον νουν και την καρδίαν(22). Εκείνος μπορεί.

Να τα διαβάζης όλα. Έχεις παραδείγματος χάριν το Ευαγγέλιο. Και αυτά που σου φαίνονται περιττά και αυτά που σου φαίνονται δύσκολα, διάβασέ τα. Ίσως σε κάποια γωνιά του Ευαγγελίου ή της Παλαιάς Διαθήκης να βρης κάποιο μικρό μαργαριτάρι• αλλά το μαργαριτάρι, όσο μικρό και αν είναι, είναι πολυτιμότερο από τον μεγαλύτερο βράχο(23)• μη βαριέσαι.

Μη ζητάς να βρης στην Αγία Γραφή συνταγές ή κανόνες για την ζωή σου. Μη θέλης να βάλης δικές σου σκέψεις. Εσύ διάβαζε να μάθης τι λέει ο Θεός, και ο Θεός θα σε εμπνεύση. Ό,τι θα σου πη ο Θεός, να το δεχθής. Μα, θα μου πης: Δεν εφαρμόζονται, παππούλη μου, αυτά στις ημέρες μας. Πέρασαν τα ωραία εκείνα χρόνια. Αυτά είναι για σας, στα μοναστήρια. Εμείς έχομε δουλειές, έχομε φασαρίες. Ώστε λοιπόν η χριστιανική ζωή είναι μόνον για τα μοναστήρια; Μα τι λέγαμε; Το σπίτι μας το ανοίγομε για να υπάρχη μέσα ο Χριστός(24). Αυτή η σκέψις, ότι δεν εφαρμόζονται τα ιερά γράμματα σήμερα, είναι σαν το νιτρικό οξύ. Έχω ακούσει ότι άμα ρίξης λιγάκι νιτρικό οξύ σε ένα ωραίο λουλούδι, θα κιτρινίση, θα μαραθή. Έτσι επιδρά αυτή η ιδέα στην ζωή μας. Για μας είναι οι Άγιες Γραφές, για μας είναι τα βιβλία, όχι μόνον για τους μοναχούς. Αυτοί έχουν την ησυχία τους, έχουν το λιμάνι τους, τα έχουν όλα τακτοποιημένα. Εμείς είμαστε μέσα στον αγώνα, μέσα στην φουρτούνα, εμάς κυνηγάει μέσα στον κόσμο ο πονηρός. Σε μας, που έχομε τόσες δυσκολίες, έρχεται ο Χριστός να δώση τα πνευματικά όπλα, που λέγονται πνευματικά βιβλία(25). Για μας λέγει: «Ταύτα μελέτα, εν τούτοις ίσθι»(26).

Τα πάντα ξεύρομε• τους ηθοποιούς, απ' έξω και ανακατωτά, τους ποδοσφαιριστάς ομοίως. Να κάνωμε έναν πρόχειρο διαγωνισμό; Να ρωτήσω έναν από εσάς; Πόσοι είσθε εδώ; Εναν μόνον να ρωτήσω• ή καλύτερα ας κάνωμε κάτι άλλο. Όταν επιστρέψετε στο σπίτι σας, ανοίξτε το ημερολόγιο• έχει τριακόσιες εξήντα ημέρες, αλλά περισσότερους από τριακόσιους εξήντα αγίους, χιλιάδες αγίους. Για μετρήστε πόσων ξεύρετε την ζωή; Είχαμε πει ότι είναι αδέλφια μας, ότι είμαστε της αυτής οικογενείας. Ύστερα ανοίξτε τον Συνέκδημό σας στον Μέγαν Κανόνα που ψάλλομε την Μ. Τεσσαρακοστή. Έχει σχεδόν όλα τα ονόματα της Αγίας Γραφής. Δείτε πόσα από εκείνα γνωρίζετε. Φοβούμαι για τον βαθμό που θα πάρωμε όλοι μας.

Γιατί να μη διαβάζωμε; Μην πης πως δεν καταλαβαίνεις. Αυτό είναι υπόθεσις του Αγίου Πνεύματος. Εάν θέλης, αυτό θα σε φωτίση. Είναι αυτό που μυσταγωγεί την Εκκλησία. Σιγά σιγά θα σου μάθη τα κλειδιά που ανοίγουν τα μυστικά των βιβλίων, που ανοίγουν τον παράδεισο(27). Άλλωστε θα έχης και κάποιον δικό σου άνθρωπο, κάποιον πνευματικό, που θα είναι «τη πείρα μεμυημένος», όπως λέγουν οι Πατέρες, δηλαδή που θα έχη την πείρα για να μπορή να σου τα εξηγή(28). Θα αποκτήσης και δική σου πείρα και θα δης ότι θα σου διανοίγωνται όλα. Αλλά χρειάζεται κόπος, έρευνα, προσευχή.

Δεύτερον, χρειάζεται πόθος και ξενιτεία, ενδιαφέρον και αδιαφορία. Τι σημαίνει αυτό; Μπορείς να γέμισης ένα δοχείο, όταν είναι ήδη γεμάτο; Για να μπη το θεϊκό νόημα εντός σου, για να μπη η χάρις του Θεού, πρέπει να αδειάσης την καρδιά σου από τα πάθη, τον εγωισμό, τα μίση, τις ζήλειες, τα απωθημένα αισθήματα, τα ελατήρια ιδιοτέλειας, να την καθαρίσης και να την γεμίσης με αρετές. Τα πάθη είναι όπως τα παράσιτα. Ανοίγεις το ραδιόφωνο να ακούσης έναν σταθμό και ακούς συνεχώς παράσιτα• δεν καταλαβαίνεις τι λέει ο εκφωνητής. Πρέπει να σταματήσουν τα παράσιτα, για να ακούσης την φωνή. Πώς θα ακούσης την φωνή του Θεού, όταν μέσα σου βρυχώνται, όταν μέσα σου γρυλίζουν τα πάθη; Πρέπει να απελευθερωθής, διότι με αυτά παραμένεις σαρκικός άνθρωπος, ψυχικός άνθρωπος, και «ψυχικός άνθρωπος ου δέχεται», δεν καταλαβαίνει «τα του Πνεύματος του Θεού»(29).

Τα παράσιτα όμως μπορεί να είναι και εξωτερικά. Μπορεί να είναι μια φασαρία, δηλαδή, όταν διαβάζης μέσα σε φασαρία και δεν αναζητής μια ήσυχη στιγμή. Όταν θέλης να κολυμπήσης στην θάλασσα, αλλάζεις τα ρούχα σου• αλλοιώς θα βραχούν, θα βαρύνουν και θα βουλιάξης. Έτσι πρέπει να βγάλης όλα εκείνα που μπορούν να γεμίζουν την ζωή σου: ασχολίες, θελήματα, τα βουητά του κόσμου• να τα κλείσης έξω από την πόρτα σου. Να μείνης λίγες στιγμές μόνος σου με τον Θεόν. Φθάνουν οι υπόλοιπες ώρες που είναι τόσο γεμάτες από κόπο. Αυτές τις στιγμές ας είσαι μόνος μόνω τω Θεώ(30).

Στην θέσι αυτών που αφήρεσες, στην θέσι της αδιαφορίας, στην θέσι της ξενιτείας της καρδιάς, της απομακρύνσεως από όλα, θα βάλης τον πόθο του Χριστού. Μέσα μας ας υπάρχη η πεποίθηση, η απόφασις ότι πρέπει να τα καταλάβω, διότι πρέπει να γίνω άγιος. Όπως ο τυφλός φώναζε, Θεέ μου, θέλω να σε δω(31), έτσι να φωνάζης και συ. Όπως το νήπιο αρπάζει τον μαστό της μητέρας του και θηλάζει με πάθος, έτσι και συ να αρπάζης το βιβλίο.


Όπως ο Ζακχαίος, που ακούσατε το πρωί στο ευαγγελικό ανάγνωσμα, ανέβηκε επάνω στην συκομορέα για να δη τον Χριστόν(32), έτσι πρέπει να κάνης και συ. Όταν πιάσης το βιβλίο στο χέρι σου, να πης: Το βιβλίο αυτό έχει να πη κάτι για μένα. Πρέπει να ανακαλύψης εκείνο ακριβώς που έχει να σου πη και να το ρουφήξης με την καρδιά σου, όπως το διψασμένο χωράφι ρουφάει το νερό της βροχής.

Πόσοι άνθρωποι υπάρχουν σαν τον τυφλό, σαν τον Ζακχαίο! Διάβαζα ότι σε κράτη αθεϊστικά, όπου απαγορεύεται να διαβάζουν την Αγία Γραφή, έχομε στρατιώτες που διαβάζουν το Ευαγγέλιο κάτω από την κουβέρτα με τον φακό, για να μην τους δουν οι ανώτεροί τους. Τι πόθος, τι λαχτάρα! Κινδυνεύει η ζωή τους και όμως το κάνουν. Μα τι λέγω; Κάτω από την κουβέρτα σε κράτη αθεϊστικά; Φοβερό, αγαπητοί μου. Και στα Τρίκαλά μας υπάρχουν περιπτώσεις που αγόρια και κορίτσια αναγκάζονται να διαβάσουν το Ευαγγέλιο κάτω από την κουβέρτα. Ή ακόμη, έχομε περιπτώσεις -Θεέ μου, τι φρίκη! Πώς γινόμαστε έτσι εμείς οι χριστιανοί! -που αναγκάζονται τα παιδιά να διαβάσουν το Ευαγγέλιο μόνον εκεί... στο αποχωρητήριο! Τα κυνηγάει η μητέρα τους και ο πατέρας τους. Τους βλέπεις να σχίζουν το Ευαγγέλιο! Να παίρνουν βιβλία πνευματικά, βαπτισμένοι χριστιανοί, και να τα καίνε! Να πούμε κάτι περισσότερο; Όχι. Καλύτερα ας σιωπήσωμε, μήπως και το ξεχάση ο Θεός και δεν μας ρίξη κεραυνό.

Διαβάζομε λοιπόν το Ευαγγέλιο, «δόξα σοι ο Θεός». Διαβάζομε βιβλία πνευματικά. Τα διαβάζομε με ένα άφημα της καρδιάς μας, με μία εμπιστοσύνη, με ένα ηρωικό φρόνημα, σαν να λέμε: Χριστέ μου, διαβάζω το βιβλίο σου και ό,τι μου πης, θα το κάνω. «Κάθε πρωί μου ανοίγει το αυτί ο Θεός», λέγει ο προφήτης Ησαΐας, «και εγώ τον ακούω και δεν αντιλέγω, δεν απειθώ. Υψώνω το αυτί μου στον Θεόν να δεχθώ τα μηνύματά του και δεν λέγω όχι εις τον Θεόν»(33). Αυτό σημαίνει διαβάζω βιβλία πνευματικά.

Όταν τώρα έχωμε αυτές τις προϋποθέσεις, πρώτον, τον κόπο και την προσευχή και δεύτερον, τον πόθο και την ξενιτεία, τον ηρωισμό και την απόφασι, τότε ας έλθωμε στα αποτελέσματα.

Πριν αναφερθώ σε αυτά, θέλω να σας κάνω μια εξομολόγησι. Όταν είχα αρχίσει τα κηρύγματά μας, φοβόμουν ότι δεν θα καταλαβαίνατε και δίσταζα. Νόμιζα ότι θα σας κούραζα. Αλλά η συμμετοχή σας και η προσοχή σας δείχνει ότι τα καταλαβαίνετε, διότι διψάει η ψυχή σας. Άλλωστε ακούω ότι συζητάτε και έξω από τον ναό και ρωτάτε να αυξήσετε τις γνώσεις σας. Δείχνει πόσο ενδιαφέρεσθε. Αυτό μου δίνει ιδιαίτερη χαρά.

Ας δούμε λοιπόν τα αποτελέσματα της πνευματικής μελέτης, άνευ της οποίας δεν υπάρχει πνευματική ζωή, για να ξεύρετε τι θα ζητάτε, όταν θα ανοίγετε ένα πνευματικό βιβλίο. Και αν μπορέσω με το κήρυγμα αυτό ή με τα προηγούμενα να ανάψω έναν μικρό σπινθήρα μέσα στην καρδιά σας, θα νοιώσω ευτυχής.

Όταν αισθανθήτε τα αποτελέσματα της πνευματικής μελέτης, θα πήτε: «είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον»(34). Τι δώρα μας δίνει αλήθεια ο Θεός! Ξεύρετε τι δύναμι κρύβει ο λόγος του Θεού; Η πνευματική μελέτη, το πνευματικό βιβλίο είναι λόγος του Θεού. Σαν σπόρος πέφτει μέσα στην ψυχή μας και την σκάει όπως σκάει το χώμα και φυτρώνει ο σπόρος. Κρύβει ο λόγος του Θεού την δύναμι του ίδιου του Θεού, την δύναμι του Χριστού. Και όταν θα βουτάς το μυαλό σου και την καρδιά σου στο πνευματικό βιβλίο, θα τα βγάζης πάντα χορτασμένα. Δεν θα αδειάζη όμως το λαγήνι• θα βγάζη, θα βγάζη(35)... Η πνευματική μελέτη πάντοτε θα σου ανοίγη ορίζοντες μπροστά σου, γιατί είναι το καλύτερο καθημερινό εργαλείο που έχεις στο σπίτι σου, ένας εξοπλισμός πνευματικής ζωής.

Τι μας δίνει λοιπόν το πνευματικό βιβλίο; Μας δίνει πρώτα από όλα την θεία οικοδομή. Με την δύναμι που έχει ο λόγος του Θεού νικάει τις αμαρτίες μας και διώχνει τον διάβολο, όπως λέγει ο άγιος Χρυσόστομος(36). Ο λόγος του Θεού, η πνευματική μελέτη, μοιάζει με ένα κομπρεσέρ το οποίο τρυπά την σκληρότητα της καρδιάς μας. Μοιάζει με ένα φουρνέλο που πετάει δεξιά και αριστερά όλα μας τα πάθη. Καθαρίζει την καρδιά μας για να βάλη μέσα τις αρετές. Αυτό είναι η θεία οικοδομή. Οικοδομούμε το πνευματικό θεμέλιο της ζωής μας. Αποκτούμε την αγάπη προς τους ανθρώπους, την μετάνοια, την συντριβή, τον φωτισμό. Διαβάζοντας βιβλία πνευματικά, αισθανόμαστε όπως αισθάνεται ο Χριστός. Σκεπτόμαστε όπως σκέπτεται ο Χριστός. Ακούμε όπως ακούει ο Χριστός. Αποκτούμε «νουν Κυρίου»(37), τον νοιώθομε πολύ κοντά μας. Και αν έχωμε κάποια θλίψι, κάποια δυσκολία, κάποια ταραχή, κάποια ανεμοθύελλα στην ζωή μας, βλέπεις τον Χριστόν και σου λέγει: Στάσου, μη φοβάσαι, εγώ είμαι μαζί σου. Και έτσι, κάτω από τα φτερά του, όλο και προοδεύομε.

Κατόπιν μας δίνει την θεία γνώσι και τον θείο έρωτα. Με την χάρι του Θεού, διαβάζοντας τα βιβλία, μαθαίνεις, γνωρίζεις, αποκτάς θεία γνώσι. Μέσα σου εργάζεται ο ίδιος ο Θεός. Μαθαίνεις τα δόγματα της πίστεώς μας. Μαθαίνεις τι είναι ο Θεός, τι έκανε για σένα, τι πρέπει να κάνης εσύ κάθε στιγμή της ζωής σου.

Ο λόγος του Θεού είναι ένα κοφτερό μαχαίρι, μάχαιρα του Πνεύματος(38), που κόβει και βγάζει κάθε ψεύτικο και μάταιο από μέσα μας και θρονιάζει την αλήθεια. Η αλήθεια μας ελευθερώνει(39). Έτσι μπαίνομε μέσα στο φως της αλήθειας, στον δρόμο της αιώνιας ζωής. Να, γιατί λέγει η Αγία Γραφή ότι «αύτη η ζωή υμών»(40), ότι η αληθινή ζωή σας είναι η Αγία Γραφή, όπως και κάθε πνευματικό βιβλίο.

Η γνώσις αυτή είναι μία πηγή, μία δύναμις που μεταβάλλεται κατόπιν σε ενέργεια και μας δίνει την αγάπη του Χριστού, τον θείο έρωτα. Με τον χρόνο, σιγά σιγά, νοιώθεις αλλοίωσι μέσα σου και εντυπώνεται σαν μια σφραγίδα στην καρδιά σου ο πόθος του Χριστού.

Όπως οι μάρτυρες ποθούσαν τον Χριστόν και επιθυμούσαν να βρουν κάποια φωτιά για να πέσουν μέσα και να πάνε το συντομώτερο σε εκείνον, έτσι και συ νοιώθεις να ανάβη μέσα σου η αγάπη προς εκείνον. Όταν έχης λίγη θέλησι, θα σου δώση ακόμη περισσότερο ζήλο, διότι, όπως λέγει ο Κύριος, «τω έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται»(41). Γι' αυτό κάποιος άγιος, όταν τον αναζητούσαν, έλεγε: Δεν ευκαιρώ να έρθω(42). Γιατί; Ήθελε να μη χάση την μελέτη, διότι με αυτήν αποκτούσε την θεία γνώσι και τον θείο έρωτα.

Όλα τα προηγούμενα μας δίνουν το τρίτο στοιχείο, τα θεία βιώματα. Τι είναι τα θεία βιώματα; Εκείνα που ζούμε. Γίνεται παραδείγματος χάριν σεισμός, ζω το βίωμα της αγωνίας. Χτυπάει το τηλέφωνο και η σύζυγος μου που είναι μακριά μου λέγει: Έρχομαι. Χαίρομαι αμέσως, ζω το βίωμα της χαράς. Βιώματα μας δίνει και η μελέτη. Τι σημαίνει αυτό; Αγαπητοί μου, αυτά που σας είπα μέχρι τώρα, ξεχάστε τα, αν θέλετε. Σε αυτό, όμως, στυλώστε τα αυτιά σας. Αν μόνον αυτό θυμάστε, φθάνει. Τα βιβλία, και μάλιστα η Αγία Γραφή, μας δίνουν πνευματικά βιώματα. Πώς; Το πνευματικό βιβλίο που διαβάζεις είναι ο λόγος του Θεού, δηλαδή ό,τι είπε ο Θεός. Εκεί που κάθεσαι, εάν ακούσης φωνή γνώριμη, θα πης: Γνωστός μου άνθρωπος είναι. Η φωνή αποκαλύπτει τον άνθρωπο. Όπου είναι ο λόγος του Θεού, εκεί είναι ο Θεός, εκεί κρύβεται ο Θεός. Δηλαδή το πνευματικό βιβλίο είναι ένα μυστήριο, ένα σημάδι που κρύβει την παρουσία του ιδίου του Θεού.

Γι' αυτό ένας εκκλησιαστικός συγγραφεύς έλεγε ότι οι γραμμές και οι λέξεις του πνευματικού βιβλίου, και μάλιστα της Αγίας Γραφής, είναι τα ιμάτια του Χριστού. Όπως τα ενδύματά μου με καλύπτουν, έτσι και οι σελίδες του βιβλίου κρύβουν τον ίδιον τον Χριστόν(43).

Ανοίγω την Καινή Διαθήκη και διαβάζω: «Προς Ρωμαίους επιστολή του αποστόλου Παύλου». Μιλάει ο Παύλος; Όχι, μιλάει ο Χριστός. Πρώτη Καθολική Επιστολή του αποστόλου Πέτρου. Μιλάει ο Πέτρος; Όχι, εκεί υπάρχει ο Χριστός, μιλάει ο ίδιος ο Χριστός. Όπως στην θεία κοινωνία, στο θυσιαστήριο, έχομε ψωμί και κρασί, όταν όμως κοινωνάς, πιστεύεις ότι δια μέσου του άρτου και του οίνου παίρνεις τον Χριστόν, ότι μυστηριακώς υπάρχει ο Χριστός, έτσι και εδώ• δια μέσου των λέξεων, των παραγράφων και των σελίδων του βιβλίου παίρνεις μυστικά, μα αληθινά, τον Χριστόν. Μη μου πης πως δεν πιστεύεις. Μη μου πης πως είναι παράξενο. Μη θέλησης να το εξηγήσης. Εξηγούνται όλα τα πράγματα της θρησκείας μας; Αν εξηγούντο, δεν θα ήταν πνευματικά. Μην ξεχνάτε ότι η Εκκλησία μας είναι χώρος θαυμάτων. Γη και ουρανός, σώμα και ψυχή, άνθρωπος και άγγελοι και Θεός, παρόν και μέλλον, τα πάντα είναι μαζί. Ενώνονται σε μία πραγματικότητα που λέγεται Εκκλησία. Ο Χριστός και εμείς μαζί. Πώς λοιπόν σε αυτήν την πραγματικότητα να μη μπορή να γίνη και αυτό;

Επομένως, την ώρα που διαβάζεις το βιβλίο, πίσω από τις γραμμές είναι ο Χριστός. Όταν το ανοίγης, είναι σαν να λες: Ναι, Κύριε, πιστεύω ότι είσαι εδώ. Ζητώντας να καταλάβης το νόημα, είναι σαν να του λέγης: «ναι έρχου, Κύριε Ιησού»(44)• έλα, Χριστέ μου, μέσα στην καρδιά μου. Επομένως, μελετώ το πνευματικό βιβλίο, και μάλιστα την Αγία Γραφή, σημαίνει κοινωνώ τον Χριστόν.

Ο Χριστός που κάποτε δίδασκε σε μια γωνιά της γης, εκεί στην Παλαιστίνη, αυτός ο Χριστός υπάρχει εδώ μυστικά, μα -επαναλαμβάνω- αληθινά. Υπάρχει ο Χριστός και πίσω από κάθε γραμμή του βιβλίου είναι σαν να σε καλή: Έλα, παιδί μου. Και αν εσύ έχης τον πόθο να καταλάβης τι σου λέγει, απαντάς: Έρχομαι, Κύριε• έλα τώρα και συ μέσα μου. Γίνεται ένας διάλογος πρόσωπο με πρόσωπο• εγώ και ο Χριστός κουβεντιάζομε διά του βιβλίου. Δεν τον βλέπεις; Ούτε αυτόν που σου τηλεφωνεί τον βλέπεις και όμως του κουβεντιάζεις.

Η ανάγνωσις του πνευματικού βιβλίου είναι μία αποκάλυψις, μία θεοφάνεια• έρχεται ο Χριστός. Είναι μία συνάντησις με τον Χριστόν, μία μυστική ένωσις με τον Χριστόν. Εγώ και ο Χριστός ενούμεθα. Μόνον ο Χριστός; Ο Χριστός είναι πάντα μαζί με το πνευματικό ασκέρι του. Βλέπεις μπροστά τον στρατηγό με την σημαία και πίσω οι στρατιώτες του. Έτσι και ο Χριστός είναι πάντοτε μαζί με τους αγίους και με τους αγγέλους, μαζί με όλους τους ουρανούς. Ενώνεσαι την ώρα εκείνη μυστικά μαζί με όλους τους αγίους. Αρκεί να έχης μάτια πνευματικά, αισθήσεις πνευματικές, και θα νοιώσης τι σημαίνει ένωσις με τον Χριστόν. Θα νοιώσης εκείνο που έλεγε ένας άγιος, ότι «ζώντες επί γης εορτάζομεν εν ουρανώ»(45), όταν έχωμε τον λόγο του Θεού στην καρδιά μας και στο στόμα μας.

Τώρα, καταλαβαίνω εκείνον τον φίλο των παιδικών μου χρόνων, που όταν ήθελε να διαβάση την Αγία Γραφή, την διάβαζε μπροστά στα εικονίσματα γονατιστός. Και ένας άλλος την διάβαζε πάντοτε με δάκρυα στα μάτια, ψάλλοντας. Κάτι περισσότερο καταλάβαιναν.

Θέλω να ζήτε, όπως ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ που διάβαζε κάθε εβδομάδα ολόκληρο το Ευαγγέλιο(46). Έφθασε η τελευταία Πρωτοχρονιά του. Άλλαζε ο χρόνος και εβιάζετο να πάη εις τον Κύριον και Θεόν του. Ειδοποίησε τους μαθητές του να του ετοιμάσουν το ταξίδι. Περίμενε ο άγιος τον Χριστόν όπως οι πέντε παρθένες(47). Είχε τις λαμπάδες αναμμένες, για να δείχνη εις τον Χριστόν ότι τον περίμενε. Την νύκτα δεν κοιμήθηκε. Δεν κοιμόταν ποτέ τις νύκτες.

Τα χαράματα ένας μοναχός που περνούσε έξω από το κελλί του ένοιωσε καπνό. Χτυπάει την πόρτα. Ξαναχτυπάει. Δεν απαντάει. Την σπρώχνει, μπαίνει, κοιτάζει. Ο άγιος Σεραφείμ ήταν γονατιστός με τα μάτια κλειστά. Τον σπρώχνει. Δεν απαντάει. Η ψυχή του είχε φτερουγίσει. Κάποιος άλλος μοναχός είχε δει με τα μάτια της ψυχής του να μεταφέρουν οι άγγελοι την ψυχή του στους ουρανούς. Μπροστά του ο άγιος Σεραφείμ είχε το Ευαγγέλιο. Οι γωνίες του είχαν μισοκαή από τις λαμπάδες και κάπνιζαν. Κάτω, γύρω γύρω, είχε τα πνευματικά του βιβλία, τα οποία και αυτά κάπνιζαν. Είχαν μισοαρπάξει φωτιά, όταν κοιμήθηκε, όταν πέθανε(48). Πέθανε; Όχι, αφού γεννήθηκε στην άλλη ζωή. Έσβησαν οι φωτιές, αλλά όμως για μας παραμένει η εικόνα.

Έτσι, αγαπητοί μου, και εμείς να έχωμε στην καρδιά μας τον πόθο να ζούμε προσδοκώντας τον Χριστόν με τις λαμπάδες αναμμένες και τα βιβλία τα πνευματικά στα γόνατα μας ανοικτά.

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ο Σιμωνοπετρίτης Περί Θεού: Λόγος Αισθήσεως



2. Η Προσευχή του Αγίου Όρους

Γ'


Τέλος, ας ίδωμεν και πώς βιούται εν Αγίω Όρει η προσευχή.

Λέγει ένας ασκητής αγιορείτης (δεν λέγω το όνομά του, διότι ζη)• «Αχ! είκοσι τέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρον δεν μου φθάνουν να προσεύχωμαι!» Νοιώθετε τι προσευχή κάνει αυτός ο άνθρωπος; Καταλαβαίνετε πόσον μετάρσιος είναι; Αντιλαμβάνεσθε πόσην έχει ηδύτητα, εφ' όσον τα μάτια του και η καρδία του νοερώς στρέφονται ολονέν προς τον Θεόν; Όποιος δοκιμάση την γλυκύτητα του Θεού, έτσι θα λέγη και αυτός.

Ναι, προσεύχονται εις το Άγιον Όρος, μέσα εις τα μοναστήρια και έξω από τα μοναστήρια. Μορφαί μεγάλαι ανεδείχθησαν τα τελευταία χρόνια, όπως ο Δανιήλ ο Κατουνακιώτης (+ 1929), ο Καλλίνικος ο Ησυχαστής (+ 1930) και τόσοι άλλοι.

Ένας ιδικός μας μοναχός, που εκοιμήθη εδώ και ολίγα χρόνια, ο γερο-Αρσένιος, ο ευλογημένος, ούτε να κοιμηθή δεν ήθελε, αλλά εκρέματο από κάτι σχοινιά -κρεμαστήρας- και προσηύχετο ακουμβών εις εν ξύλον δια να προσεύχεται αδιαλείπτως, όπως και πάμπολλοι μοναχοί έπραττον. Όταν προσηύχετο και έκαμε μετανοίας, κτυπούσε το κεφάλι του εις το πάτωμα. Έλεγεν• «Είμαι αμαρτωλός και δεν θ' ακούη την προσευχήν μου ο Θεός- ν' ακούη τουλάχιστον τα κτυπήματα της κεφαλής μου. Η αμαρτία μου είναι τόση, που δεν βγαίνει η ευχή από το λαρύγγι μου». Και είχε μίαν χαράν! Συνεχώς προσηύχετο. Να εβλέπατε το πρόσωπον του. Αν εβλέπατε πώς εκοιμήθη, θα ελέγατε• «Αλήθεια, μακάριος ο θάνατος ενός οσίου».

Ένας άλλος ασκητής τα τελευταία χρόνια, πόσες φορές, όταν ελειτούργει, εχρειάζετο ώρας ολοκλήρους, διότι τον επεσκέπτοντο οι άγιοι και μαζί του συλλειτουργούσαν και καθυστερούσε και έβγαζε έξω τα καλογέρια, δια να είναι μόνος του και να μη εκπλήσσωνται. Και όταν τελείωνε η έκστασις, άνοιγε την πόρτα και έλεγε• «Να συνεχίσωμε την λειτουργίαν».

Ένας άλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα μέσα εις την ακολουθίαν, ο νους του ξέφυγε και επέταξεν επάνω εις την θάλασσαν, επήγεν εις τα βουνά και εις τα λαγκάδια, αγνάντεψε τα δένδρα, τα λουλούδια, τα ψάρια της θαλάσσης, τα βουνά, τα νησιά, επεσκόπευσε την γην και τον ουρανόν, και είδε και ήκουσεν ότι όλα δοξολογούν τον Θεόν. Από την ημέραν εκείνην δεν ημπορούσε να σταθή καθόλου• και από τους οξυδρόμους οφθαλμούς του δεν εσταμάτησαν τα δάκρυα. Είδε και έλεγεν ότι η άψυχος κτίσις εκχέει τα δάκρυά της με την δοξολογίαν «και εγώ, που έχω ψυχήν, είμαι μέσα εις την αμαρτίαν».

Εις το Άγιον Όρος δεν έλειψαν ποτέ οι ησυχαστικοί και νηπτικοί μοναχοί, αδιακόπως έως σήμερα. Ας μνημονεύσωμεν εδώ και τον άγιον Σιλουανόν (+ 1938), που η ζωή του ήτο διαρκής και αστείρευτος προσευχή.

Τα τελευταία χρόνια ένας άλλος ασκητής, ο Γερο-Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης (+ 1959), αφιέρωσε την ζωήν του εις την ευχήν, την οποίαν ερρόφησε βαθιά, την έκανε ισχύν αυτού και την έζησε με εν βίωμα γλυκείας εντρυφήσεως του παραδείσου. Πολλοί και τώρα είναι πνευματικά του εγγόνα.

Από το Όρος μετεδόθη πανταχού η νοερά προσευχή. Απ' εδώ διέδωσεν ο αγιορείτης Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (+ 1794) την ευχήν εις τους Σλάβους. Ωσαύτως ο π. Σωφρόνιος, αγιορείτης και αυτός, εις την Ευρώπην.

Επέδρασεν ο Άθως και εις τον άγιον Αθανάσιον των Μετεώρων, εις τον άγιον Διονύσιον Ολύμπου, που ενέπνευσαν πολλούς άλλους. Δεν αριθμούνται. Συμεών Μονοχίτων, Ιάκωβος ο Γέρων, άγιος Θεωνάς, Κολλυβάδες... Η ευχή έτρεξεν εις όλον τον κόσμον. Έτσι εις την Ρωσσίαν έχομεν Άγια Όρη! Και εις την Σερβίαν έχομεν Άγια Όρη! Όπου και αν πάη κανείς. Σήμερον έχομεν και εις την Ευρώπην μοναστήρια από αγιορείτας, οι οποίοι τι άλλο κάνουν, από το να διαδίδουν την νοεράν προσευχήν όσον δύνανται.

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ο Σιμωνοπετρίτης Περί Θεού: Λόγος Αισθήσεως


2. Η Προσευχή του Αγίου Όρους

B'


1. Τώρα έχομεν εν πρόβλημα, προκειμένου να αφιερωθώμεν εις την ευχήν. Είμεθα κεκλεισμένοι μέσα εις τας απασχολήσεις μας, βιαζόμεθα, κουραζόμεθα, απογοητευόμεθα, ζώμεν με το άγχος, δεν κατορθώνομεν να είμεθα ελεύθεροι από λογισμούς, από πάθη, από τρικυμίας. Δια να υπνώσωμεν ταλαιπωρούμεθα, δια να είμεθα χαρούμενοι πρέπει να παίζωμεν κιθάραν ή να εύρωμεν μίαν διασκέδασιν. Δεν είναι ζωή αυτή! Μας κουράζει και δεν μας αφήνει να προσευχώμεθα όσον και όπως θέλομεν.

Δι' αυτό βεβαιούν οι Πατέρες ότι οι λόγοι του Θεού είναι που δροσίζουν την ψυχήν(19) και ο λόγος του Θεού «ρώννυσι την ψυχήν»(20), καθώς ο οίνος το σώμα.

Ο λόγος του Θεού υπάρχει εις την Γραφήν και εις τους αγίους Πατέρας. Όταν μελετώμεν τοιαύτα βιβλία, και μάλιστα ασκητικών Πατέρων, όταν είμεθα εις την εργασίαν μας προσεκτικοί, όταν κοπιάζωμεν εις την ζωήν μη σπαταλώντες τας δυνάμεις μας αλλά δίδοντες αυτάς εις το καθημερινόν μας καθήκον, όταν ούτω πως η ζωή ημών είναι μία άσκησις καθημερινή, τότε αυτή η άσκησις και η μελέτη προλειαίνουν το έδαφος της ψυχής, ώστε να καθίσταται ικανή να αναβαίνη προς τα άνω.

Διά να προσεύχεσαι πρέπει να έχης εν στοιχείον, το οποίον είναι ανάγκη να το καλλιεργής. Όπως προσέχομεν την υγείαν του σώματός μας, έτσι να προσέχωμεν και την υγείαν της ψυχής. Είναι ανάγκη να είμεθα χαρούμενοι. Όταν συνηθίζωμεν να προσευχώμεθα, μας χαρίζεται η χαρά του Χριστού και περισσότερον ακόμη. Αν προσευχόμενος θλίβεσαι, αν βαρυθυμής, κάτι μέσα σου δεν πηγαίνει καλά. Να το κοιτάξης, να δώσης προσοχήν, διότι ο χαρακτήρ του ανθρώπου επιδρά πολύ.

Ίδετε τα ωραία που λέγεται περί του αγίου Σάββα του Βατοπαιδινού, όστις υπέστη τα πάνδεινα• ότι ούτος «ην την έντευξιν ιλαρώτατος και την όψιν ήδιστός τε και χαριέστατος»(21). Εις τας συναναστροφάς του το χαμόγελό του ήτο φαιδρότατον, γλυκύτατον το πρόσωπόν του και ολόκληρος πλήρης χάριτος. Πόσον μάλλον ήτο εις την αναστροφήν του με τον Θεόν, εις την προσευχήν του ως ήλιος φωτεινός!

Ένας άλλος δε ασκητικός Πατήρ, Ο όσιος Νείλος, σημειώνει πολύ όμορφα• «Προσευχή εστι χαράς και ευχαριστίας πρόβλημα»(22). Θέλεις να γνωρίσης, εάν η προσευχή σου είναι αληθινή και ταπεινή; Παρατήρησε• προβάλλει η αγαλλίασις, αναδίδεται ευχαριστία εκ της καρδίας; Και «όταν παριστάμενος εις προσευχήν υπέρ πάσαν άλλην χαράν γενήση, τότε αληθώς εύρηκας προσευχήν»(23).

Η προσευχή, επομένως, επειδή είναι κοινωνία Θεού, είναι χαροποιός. Οπωσδήποτε θα έχωμεν και τον αγώνα μας κατά της αμαρτίας, κατά των παθών. Ούτε αυτό να μας καταθλίβη, αφού παρεδώσαμεν εις τον Ιησούν Χριστόν την ζωήν μας. Όμως ο αγών είναι αναγκαίος, δια να ευλογήται η ζωή μας. Αν θέλωμεν να το επιτύχωμεν, να μη κρατώμεν εντός ημών καμμίαν πικρίαν εναντίον ετέρου, να μη αναμειγνυώμεθα εις την ζωήν κανενός ανθρώπου, να μη εξαναγκάζωμεν κανένα, να μη πληγώνωμεν, να μη τον στενοχωρωμεν, ούτε να στενοχωρούμεθα από τον άλλον. Να είναι αι κοινωνικαί σχέσεις μας φυσικαί και απλαί. Να νοιώθωμεν ότι οι άλλοι, πάντες και εγώ, είμεθα εν και το αυτό, θεωρούντες «ένα εαυτόν μετά πάντων»(24), χωρίς, βεβαίως, να αλλοιούμεθα εις το φρόνημα ή να έκτρεπώμεθα εις την ζωήν μας και τας αναστροφάς. Τότε η προσευχή είναι εύκολος. Αρκεί να αφήσωμεν τον Θεόν να εργάζεται μέσα μας, όπως ο χωρικός που σπέρνει και περιμένει την βροχούλα του Θεού.

Ημείς θα ενεργώμεν το ιδικόν μας αγώνισμα, θα μνημονεύωμεν το όνομα του Ιησού -άλλοι με το στόμα, άλλοι με τον νουν, άλλοι με τον νουν εις την καρδίαν, άλλοι όπως τους δίδει η θεία χάρις, όταν τους επισκέπτεται, οπότε αστράπτει το πνεύμα τους και κραυγάζοντας συναντάει τον Θεόν -και ο Θεός θα ρίξη την δρόσον Αερμών εις την ψυχήν μας και θα μας κάνη να γίνωμε πασίχαροι και αληθινοί.

Ασφαλώς, αξίζει να δίδωμεν χρόνον πολύν, όσον δυνάμεθα, ώστε να εφαρμόζωμεν το πατερικόν λόγιον «ανάγκασον εαυτόν ευχάς πολλάς ποιήσαι»(25), αφήνοντες τα πάντα εις τον Κύριον. Αλλ' έστω και μίαν ευχήν αν είπωμεν, και τούτο έχει αξίαν μεγάλην. Όπως λέγει ο άγιος Ισαάκ• «πάσα ευχή, ην προσφέρεις εν τη νυκτί, πασών των της ημέρας πράξεων έστω εν οφθαλμοίς σου τιμιωτέρα»(26). Και γίνεται ακόμη αποδοτικωτέρα, εάν την προσφέρωμεν κατά τας νυκτερινάς ώρας.

Άφησε τα πάντα εις τον Θεόν, μας λέγει ο ίδιος εις τον κάθε ένα. Κάνε το έργον σου και ο νους σου εις την ευχήν! Και διάλεξε καλόν οδηγόν, χειραγωγόν εις Χριστόν.

2. Πρέπει όμως να υπογραμμίσωμεν ότι εις το θέμα της πνευματικής ζωής τα πάντα ενεργεί η χάρις του Θεού και, επομένως, ημπορούμε να είμεθα ήσυχοι.

Το όνομα του Ιησού, η νοερά προσευχή είναι, λέγουν οι άγιοι Πατέρες, μυροδοχεϊον. Το ανοίγεις, το γέρνεις και χύνεται το μύρον, πληρούται ευοσμίας ο τόπος. Βοάς το «Κύριε Ιησού Χριστέ» και αναδίδεται η ευωδία του Αγίου Πνεύματος, λαμβάνεις «αρραβώνα θείου Πνεύματος». Διότι «το Άγιον Πνεύμα συμπάσχον ημίν επιφοιτά» και «προτρέπεται εις έρωτα πνευματικής προσευχής»(27). Μάλιστα, προσεύχεται και αυτό, αντί δι' ημάς που ξεχνούμεθα, και αναλαμβάνει τα υστερήματά μας, τας ακαθαρσίας ημών, την πτωχείαν της υπάρξεώς μας. Διότι είμεθα έκαστος ναός Θεού και, όταν προσευχώμεθα, γινόμεθα ιερουργοί μεγάλου μυστηρίου. Δι' αυτό λέγει πολύ-πολύ όμορφα ένας Πατήρ της Εκκλησίας• «Πάρε ένα θυμιατό να θυμιάσης, διότι ο Χριστός είναι εδώ εις την καρδίαν σου, από την οποίαν ανατέλλει το "Κύριε Ιησού Χριστέ"». Και πάλιν αλλαχού λέγει• «"Όταν ακούωμεν θυμιατό να κτυπάη, ας ενθυμούμεθα ότι ναός είμεθα ημείς και ας νοιώθωμεν νοερώς ότι θυμιάζομεν τον Χριστόν, που είναι μέσα εις ημάς, και έτσι να προσκυνώμεν ταύτην την σκηνήν του Αγίου Πνεύματος»(28).

Σκεφθήτε, μέσα μας είναι η βασιλεία του Θεού, η κατοικία του, όπου «τον ασώματον εν σώματι περιορίζομεν», δι' ο και μέσα μας επιτελείται μία «των επουρανίων προσκύνησις»(29). Ημείς αποκτώμεν τον Θεόν και ο Θεός είναι αναποσπάστως δεμένος με όλους τους αγίους. Μαζί του είναι και όλοι οι ομογάλακτοί μας άγιοι, που εθήλασαν από τον μαστόν του Αγίου Πνεύματος. Είναι ιδικοί μας αδελφοί και φίλοι, που μας περιμένουν, μας αγαπούν και μας καθιστούν μακάριους, όπως λέγει ο προφήτης Ησαΐας• «Μακάριος ος έχει οικείους εν Ιερουσαλήμ»(30). Πράγματι, ημείς αποκτώμεν φίλους όλους αυτούς τους αγίους, που είναι μαζί με τον Χριστόν και τους έχομε μαζί μας και είμεθα μακάριοι, διότι και εκεί επάνω είναι φίλοι μας, οικείοι μας, εις την άνω Ιερουσαλήμ, εις τον ουρανόν.

Ενθυμείσθε αυτό που έλεγεν ο Χριστός; «Εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου, έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυΐαν εν δυνάμει»(31). Αυτό εφαρμόζεται και εις ημάς. Ζώμεν εν δυνάμει την βασιλείαν των ουρανών, εάν θα κάνωμε την ευχήν. Το Πνεύμα μας αξιώνει, όταν προσευχώμεθα, να κατανοώμεν τον Θεόν. Και φθάνουν οι άγιοι να γνωρίζουν τον Χριστόν, Αυτόν δια τον οποίον λέγουν ότι κανείς δεν τον βλέπει και κανείς δεν τον ηξεύρει. Και όμως! Δια της προσευχής κατανοούμεν «το απερινόητον και υπερφαές περιεχόμενον του Θεού μας»(32), αφού η του Πνεύματος χάρις πάσης πηγής αναβλύζει, δι' ης και το άρρητον κάλλος του Θεού μας διδάσκει.

Και αν ημείς δεν φθάσωμεν εκεί, πάλιν θα μας φέρη η ευχή ευλογίας, παρηγορίαν, ευχαρίστησιν, συγχώρησιν, σωτηρίαν, εκάστω ως συμφέρει• αυτό δίδει ο Θεός.

Εάν δεν έχωμεν απολαύσει τοιούτων καρπών, δεν σημαίνει ότι οι άλλοι δεν έχουν γευθή από αυτούς. Οι άγιοί μας πολλάς φοράς είχον ακόμη και θεοφωταψίας. Τους παρουσιάζετο ο ίδιος ο Θεός ως φως! Κρυμμένος ο Θεός, δεν τον βλέπει κανείς• δι' αυτό λέγουν ότι είναι πίσω από τα σύννεφα, είναι πίσω από τον γνόφον. Ο ίδιος ο Θεός είναι φως, αλλά εις ημάς είναι αόρατος. Και όμως, έρχονται περιπτώσεις, που τόσοι και τόσοι άγιοί μας το μαρτυρούν οι ίδιοι ότι τους παρουσιάζεται ο Θεός και τους γεμίζει με το άγιον φως, το ίδικόν του.

Κοιτάξατε, αγαπητοί μου, μερικά σημεία από τον Βίον του αγίου Σάββα, που σας είχα αναφέρει προηγουμένως. Ήτο γεμάτος από τον θεϊκόν πόθον. Και ξαφνικά, σιωπώντος αυτού και της καρδίας του εκζητούσης τον Θεόν, λέγει ο Θεός• «Πάρειμι!»(33) Δες με, εγώ είμαι! Τόσον μεγαλοπρεπώς και θεοπρεπώς. Και πώς επαρουσιάσθη; Ο τρόπος οίος; Ποίος; «Φως ρυέν ουρανόθεν αθρόον»(34). Φως, λέγει, το οποίον εκάλυψε το παν εκεί και εισήλθε μέσα του, και πρώτον εκυριάρχησε εις τον νουν του, μετά δε εις τας αισθήσεις του και κατόπιν όλα του τα ανθρώπινα μέλη τα εσκέπασε αυτό το φως.

Και εν συνεχεία, ήτο τόσον φωτεινός, τόσον ευώδης ο ίδιος, ώστε συνέρρεον(35) κατά χιλιάδας οι άνθρωποι δια να τον οσφρανθούν και να μυρωθούν, και έκαναν εις σανίδας -«σανίσι και πίναξι»(36), λέγει- την εικόνα του, ενώ ακόμη έζη. Τον ανεδείκνυον δηλαδή και τον ετίμησαν ως άγιον, διότι έβλεπον την αγιότητα εζωγραφισμένην επάνω εις το πρόσωπον του.

Και συνεχίζει ο Βίος• «Προσέξατε, λέγει, διότι αυτά είναι δεσποτικά μυστήρια. Είναι όμως αληθινά. Παρουσιάζεται η θεότης με όλην την ωραιότητα, με όλην την δόξαν και με όλην την ηδονήν την άρρητον, που έχει, και αλλοιούται ο άνθρωπος, όταν το φως αυτό τον κατακλύζει»(37). Μπορεί να ιδή και τον Θεόν και όλα εκείνα τα οποία οφθαλμός ουκ είδε επάνω εις τον ουρανόν.

Κατόπιν προχωρεί• Τω γλυκυτάτω βέλει του δεσπότου τρωθείς»(38)ο άγιος προς αυτόν έλεγε•
— Πού μένεις και πού κοιτάζη; Δείξόν μοι την δόξαν σου «γνωστώς, ίνα ίδω σε»(39)• θέλω να σε ιδώ, έτσι όπως είσαι.
Και ακούει της φωνής•
— Μα, συνεθεώθης και συ και το σώμα σου, κατά την αναλογούσαν μέθεξιν της θεότητος(40). Δεν χρειάζεται να σου πω πού μένω -εγώ ο Θεός-, αφού ήδη έγινες και συ Θεός, λαμβάνοντας το φως από εμένα.

Πόσες φορές, αγαπητοί μου, αν και ημείς οι αμαρτωλοί δεν είδαμε ακόμη το φως, το είδαν όμως οι άγιοί μας. Λέγοντας την ευχήν, ημπορούμε να είπωμεν ο είς εις τον άλλον• «Ακούς; Πάρεστι και φωνεί σε ο Χριστός»(41). Αρκεί να λέγης αυτήν την μυστικήν φωνήν. Αυτά είναι τα κατορθώματα της προσευχής του Αγίου Όρους.