Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Εὐχή χωρίς καρπούς πνευματικούς δέν εἶναι ἀληθινή εὐχή.

 
 Γράφει ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος:
«Αν την προσευχή μας δεν την καταστολίζουν η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη, η απλότητα και η αγαθότητα, τότε η προσευχή μας αυτή, μάλλον το πρόσχημα αυτό της προσευχής, πολύ λίγο μπορεί να μας ωφελήσει. Και δεν το λέμε αυτό μόνο για την προσευχή, αλλά και για κάθε κόπο και μόχθο, παρθενία ή νηστεία ή αγρυπνία ή ψαλμωδία ή διακονία, ή οποιαδήποτε εργασία που κάνομε για χάρη της αρετής.
Αν δεν δούμε ότι έχομε μέσα μας τους καρπούς της αγάπης, της ειρήνης, της χαράς, της απλότητας, της ταπεινοφροσύνης, της πραότητας, της απουσίας προσποιήσεως, της ορθής πίστεως, της μακροθυμίας, της ευπροσηγορίας, δεν ωφεληθήκαμε διόλου από τους κόπους. Γιατί τους κόπους τους υπομένομε για την ωφέλεια των καρπών. Αν δεν βρίσκονται μέσα μας οι καρποί της αγάπης, είναι περιττή κάθε εργασία.
Ώστε αυτοί που δεν έχουν μέσα τους αυτούς τους καρπούς, δεν διαφέρουν διόλου από τις πέντε μωρές παρθένες, οι οποίες, επειδή δεν είχαν από αυτόν τον κόσμο μέσα στις καρδιές τους το πνευματικό λάδι, δηλαδή την ενέργεια των παραπάνω αρετών με τη δύναμη του Πνεύματος, ονομάστηκαν μωρές και αποκλείσθηκαν με αξιοθρήνητο τρόπο από τον βασιλικό νυμφώνα(Ματθ. 25, 2 και 12), χωρίς να ωφεληθούν διόλου από τον κόπο της παρθενίας.
Όπως όταν καλλιεργείται το αμπέλι, όλη η επιμέλεια και ο κόπος γίνονται με την ελπίδα των καρπών, και αν δεν παραχθούν καρποί, αποδεικνύεται μάταιη όλη η εργασία, έτσι αν με την ενέργεια του Πνεύματος δε δούμε μέσα μας καρπούς αγάπης, ειρήνης, χαράς και των λοιπών που απαριθμεί ο Απόστολος (Γαλ. 5, 22), και αν αυτό δεν το ομολογούμε με κάθε εσωτερική βεβαιότητα και πνευματική αίσθηση, τότε αποδεικνύεται περιττός ο κόπος της παρθενίας, της προσευχής, της ψαλμωδίας, της νηστείας και της αγρυπνίας.
Γιατί όπως είπαμε, οι κόποι αυτοί και οι προσπάθειες της ψυχής και του σώματος πρέπει να γίνονται με την ελπίδα πνευματικών καρπών, ενώ η καρποφορία των αρετών είναι απόλαυση πνευματική με άφθαρτη ηδονή, που ενεργείται από το πνεύμα με τρόπο ανέκφραστο μέσα σε πιστές και ταπεινές καρδιές. Ώστε οι κόποι και οι προσπάθειες ας θεωρούνται αυτό που είναι, δηλαδή κόποι και προσπάθειες, ενώ οι καρποί, καρποί.
Αν τώρα κανείς από έλλειψη γνώσεως, την εργασία και τον κόπο του, τα νομίζει καρπούς του Πνεύματος, ας μην αγνοεί ότι εξαπατά και παραπλανά τον εαυτό του, και έτσι τον στερεί από τους μεγάλους πράγματι καρπούς του Πνεύματος»[1].

 Σχόλιο: Ἡ εὐχή ὅπως καί κάθε ἄλλη πνευματική ἐργασία δέν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά μέσο γιά νά ἔχουμε τήν ἀγάπη καί ὅλους τούς ἄλλους καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν πρέπει νά συγχέουμε τούς πνευματικούς κόπους μέ τούς καρπούς. Ἡ πνευματική προσπάθεια δέν εἶναι τό τέρμα, ἀλλά τό μέσο γιά νά φθάσουμε στό τέρμα.
Σκοπός τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός, ἡ μετοχή στή Θεία Χάρη καί ἡ ἕνωση διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς μας. Αὐτή ἡ ἕνωση γίνεται «ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης», τῆς ἀγάπης καί ὅλων τῶν ἄλλων στοιχείων «τοῦ καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ὅπως αὐτά ἀπαριθμοῦνται ἀπό τόν Ἀπ. Παῦλο στό Γαλ. ε΄, 22.
Oἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν μᾶς ὠθοῦν σέ μία πνευματικότητα ἀτομική μέ ἠθικό χαρακτήρα, ἐρήμην τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον, δηλαδή ἐρήμην τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀντίθετα μᾶς ὁδηγοῦν στήν διά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος ἕνωση μέ τόν Χριστό καί τόν πλησίον.
Ἡ ἕνωση αὐτή γίνεται διά τῆς Θείας Χάριτος, ἡ Ὁποία σκηνώνει στόν ἄνθρωπο, πού θέλει καί ἐπιβεβαιώνει αὐτήν του τήν θέληση μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος καί τήν ἐκζήτηση τῆς τοῦ Θεοῦ Βασιλείας. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός τηρεῖ κάθε στιγμή τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ»[2]. Ζητεῖ νά βασιλεύσει ὁ Κύριος ἐντός Του διά τῆς Θείας Του Χάριτος σέ ὅλες τίς ψυχικές του δυνάμεις.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός καταθέτει τήν ἐλευθερία του στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί ὑποτάσσει κάθε στιγμή τό θέλημά του στό Θεῖο θέλημα. Μιμεῖται ἔτσι συνεχῶς τόν Θεάνθρωπο Κύριο, ὁ Ὁποῖος ὑπέτασσε πάντοτε τό ἀνθρώπινο φυσικό Του θέλημα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἀκολουθώντας τήν πατερική φιλοκαλική διδασκαλία καί παράδοση κατευθύνει ὅλη του τήν βούλησι καί ὅλη του τήν ἐπιθυμία πρός τόν Θεό τηρώντας τήν πρώτη ἐντολή: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου»[3].
Βούληση, ἐπιθυμία, αὐτεξούσιο, ἐλευθερία, νοῦς ὅλα κατευθύνονται πρός τόν Θεό. Ὁ ὀρθῶς ἀγωνιζόμενος πνευματικός ἄνθρωπος κατευθύνεται ἑκούσια καί ἀγαπητικά πρός τόν Θεόν, ἐπικαλούμενος Αὐτόν ἀδιαλείπτως. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐπιτυγχάνει τήν ἔνταξη καί παραμονή του στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καταξιούμενος πνευματικά τῶν δώρων τοῦ Πνεύματος, ὅλων ἐκείνων τῶν στοιχείων τοῦ ὑπέροχου «καρποῦ» Του: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια»[4].
Εἴθε συνεχῶς νά ἀπολαμβάνουμε πλήρη τόν καρπό τοῦ Πνεύματος ἀποφεύγοντας τίς ποικίλες δαιμονικές ἀπάτες-ἐκτροπές καθώς καί τίς συγχύσεις μεταξύ τῶν μέσων (ἀδιάλειπτη προσευχή, ἄσκηση, μυστηριακή ζωή) καί τοῦ σκοποῦ, πού δέν εἶναι ἄλλος παρά ἡ ἕνωση μέ τόν Πανάγιο  Θεό  μας  διά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, Ἀμήν.
 ΤΩ ΔΕ  ΤΡΙΑΔΙΚῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ ΠΑΝΤΟΤΕ ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΑΜΗΝ!
 Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia3. Blogspot.com
 [1] Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Παράφρασις Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ εἰς ρν κεφάλαια, εἰς τούς Πεντήκοντα λόγους τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Μετάφραση Ἀντώνιος Γαλίτης, Τόμος Γ΄, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας.
Τό πρωτότυπο κείμενο: «κβ΄. Εἰ μή ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ ἀγάπη, ἡ ἁπλότης τε καί ἀγαθότης κατακοσμοῦσιν ἡμῖν τήν εὐχήν, ἡ εὐχή αὕτη, μᾶλλον δέ τό πρόσχημα τῆς εὐχῆς, ἥκιστά γε ἡμᾶς ὡφελεῖν δύναται. Καί οὐκ ἐπί τῆς εὐχῆς τοῦτο μόνης φαμέν, ἀλλά καί ἐπί παντός καμάτου καί πόνου, παρθενίας ἤ νηστείας ἤ ἀγρυπνίας ἤ ψαλμῳδίας ἤ διακονίας ἤ οἱασδηποτοῦν ἐργασίας, ἀρετῆς ἕνεκεν ἐπιμελουμένης. Εἰ μή τούς καρπούς τῆς ἀγάπης, εἰρήνης τε καί χαρᾶς καί ἁπλότητος, ταπεινοφροσύνης τε, φημί, καί πρᾳότητος καί ἀφελείας καί πίστεως ὡς δέον, μακροθυμίας τε καί φιλοφροσύνης ἐν ἑαυτοῖς ὁρᾶν ἔχοιμεν, ἐπ’ οὐδενί χρησίμῳ τά τῶν πόνων ὑπέστημεν. Τούς γάρ πόνους διά τήν τῶν καρπῶν ὠφέλειαν ὑπομένειν καταδεχόμεθα· τῶν δέ καρπῶν τῆς ἀγάπης ἐν ἡμῖν μή εὑρισκομένων, περιττή πάντως ἡ ἐργασία. Ὥστε οὐδέν οἱ τοιοῦτοι τῶν πέντε μωρῶν παρθένων διενηνόχασι, αἵτινες διά τό μή ἐντεῦθεν ἔχειν ἐν ταῖς καρδίαις τό πνευματικόν ἔλαιον, ὅπερ τῶν εἰρημένων ἐστίν ἀρετῶν ἡ διά τοῦ Πνεύματος ἐνέργεια, μωραί τε ὠνομάσθησαν καί τοῦ Βασιλικοῦ νυμφῶνος ἐλεεινῶς ἀπεκλείσθησαν (Ματθ. κε΄, 1 κ. ἑ.), μηδέν τοῦ τῆς παρθενίας ἀπονάμεναι καμάτου. Ὥσπερ γάρ ἐν τῇ τῆς ἀμπέλου γεωργίᾳ πᾶσα ἐπιμέλεια καί πόνος διά τήν τῶν καρπῶν ἐλπίδα προκαταβάλλεται· καρπῶν δέ μή γεωργηθέντων, εἰκαία πάντων ἡ ἐργασία δείκνυται· οὕτως, εἰ μή διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος καρπούς ἀγάπης καί εἰρήνης καί χαρᾶς καί τῶν λοιπῶν, ὧν ὁ Ἀπόστολος ἀπηρίθμησεν (Γαλ. ε΄, 22), ἐν ἑαυτοῖς ἴδοιμεν, καί τοῦτο κατά πληροφορίαν πᾶσαν καί πνευματικήν αἴσθησιν διομολογεῖν ἔχοιμεν, περιττός ὁ τῆς παρθενίας, εὐχῆς τε καί ψαλμῳδίας, νηστείας καί ἀγρυπνίας κάματος ὑποδείκνυται. Οἱ μέν γάρ πόνοι οὗτοι καί κάματοι τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἐπ’ ἐλπίδι πνευματικῶν καρπῶν, ὥσπερ ἔφημεν, ἐπιτελεῖσθαι ὀφείλουσιν· ἡ δ’ ἐν ταῖς ἀρεταῖς καρποφορία, ἀπόλαυσίς ἐστι πνευματική μεθ’ ἡδονῆς ἀφθάρτου ἐν καρδίαις πισταῖς τε καί ταπειναῖς, ὑπό τοῦ Πνεύματος ἀπορρήτως ἐνεργουμένη. Ὥστε οἱ πόνοι καί οἱ κάματοι, καθώς εἰσι πόνοι φημί, καί κάματοι λογιζέσθωσαν, καί οἱ καρποί, καρποί. Εἰδέ τις διά γνώσεως ἔνδειαν, τήν ἐργασίαν αὐτοῦ καί τόν κάματον καρπούς Πνεύματος εἶναι νομίσει, μή ἀγνοείτω ψυχαγωγῶν ἑαυτόν καί παρακρούμενος καί τῶν μεγάλων ὄντως καρπῶν τοῦ Πνεύματος, διά τό οὕτως ἔχειν, ἀποστερῶν». (Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Παράφρασις Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ εἰς ρν κεφάλαια, εἰς τούς Πεντήκοντα λόγους τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου Φιλοκαλία, τόμος Γ΄, σελ. 178-179, ἐκδ. Ἀστέρος).

[2] Ματθ. 6, 33.
[3] Ματθ. 22, 37.
[4] Γαλ. 5, 22, 23.
Η καταχώρηση δημοσιεύτηκε από τον/την hristospanagia5 στην κατηγορία ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΣΑΒΒΑΣ

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός: «Τί μένει από τον οραματισμό του Πατροκοσμά σήμερα;»

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός: «Τί μένει από τον οραματισμό του Πατροκοσμά σήμερα;»
Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός κατά την ομιλία του στην εκδήλωση της Π.Ο.Ε. (12/10/2014) για τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό,  αναφέρθηκε στον ιεραπόστολο που με τα ανατρεπτικά κηρύγματά του συγκλόνισε τον Λαό από εθνική και θρησκευτική άποψη.
Όπως η εποχή που ζούμε έχει μεταβατικό χαρακτήρα διότι μας εισήγαγε στη λεγόμενη Νέα Εποχή, έτσι και η εποχή του Πατροκοσμά είχε ανάλογο χαρακτήρα καθώς ο κόσμος βίωνε πνευματικές και πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις.

Ο Άγιος Κοσμάς φλεγόταν από ιερό πόθο αλλά και από την χαρισματική βεβαιότητα για την ανάσταση του Γένους.
Συζητούσε με τον Λαό για το πότε θα έρθει το ποθούμενο μιλώντας για το ρωμαίικο και με τις προφητείες του αναθέρμανε την «αποσταμένη ελπίδα».  
Αυτός «ὁ λιανός καί κοντός καί τυλιγμένος μέσα στό ράσο του» λαϊκός ιεροκήρυκας σαγήνευε τους ακροατές του γιατί ήταν γνήσια έκφραση της Ορθοδοξίας.
Απαντά διαχρονικά ο Άγιος στους ενωτικούς ευρωπαΐζοντες κάθε εποχής αλλά και στους μεταπατερικούς Οικουμενιστές μας που επιμένουν να μη διακρίνουν την εγωπαθολογική τύφλωσή τους ότι ο αληθινός κίνδυνος προέρχεται από την διαστροφή της πίστεως και λιγότερο από την οποιαδήποτε αθεΐα. Γι’ αυτό δεν διστάζει να αποκαλεί τον παπικό θεσμό ως αντίχριστο.
Η πολιτεία και η δράση του κινούνται μεταξύ Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας.
Είχε συνείδηση ότι ο νέος κόσμος που εισαγόταν από την αλλοτριωμένη Δύση, απειλούσε ακάθεκτα τον κόσμο της ορθόδοξης παράδοσής μας.
Γι’αυτό είναι πάντα επίκαιρος ο λόγος του ιδιαίτερα στη σύγχρονή μας ελληνική πραγματικότητα.
Και θέτει το ερώτημα ο π. Γεώργιος εδώ: “Τι μένει από τον οραματισμό του Πατροκοσμά σήμερα;
Ο Άγιος Κοσμάς έπραξε πατερικά το καθήκον του απέναντί μας. Διαπιστώνουμε όμως ότι διαψεύσαμε τις προσδοκίες του.
Μας ήθελε φύλακες και ομολογητές κι εμείς καταντήσαμε μασόνοι, μαρξιστές, άθεοι, παπόδουλοι, βλάσφημοι και δαιμονολάτρες νεοπαγανιστές.
Διαβάζοντας τις προφητείες του νομίζεις ότι γράφθηκαν για την εποχή μας σε ό,τι αφορά στην αποστασία και πνευματική νέκρωσή μας.
Η ομιλία του π. Γεωργίου Μεταλληνού κλείνει με την ικεσία: «Χριστέ και Παναγιά μου, και συ, Άγιε Κοσμά, βοηθήστε την Ελλάδα, να αναστηθεί ξανά!»
 
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, «Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ ὁ ὁραματισμὸς του γιὰ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος»
ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός ομιλών για τον άγιο Κοσμά στην εκδήλωση της ΠΟΕ (12/10/2014)
*Ομιλία που εκφωνήθηκε στην εκδήλωση της ΠΟΕ και του «Ορθοδόξου Τύπου» για τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό (12/10/2014)
«Ὁ Πατροκοσμᾶς1 εἶναι ἀπό τις γνωστότερες ἐκκλησιαστικές μορφές τῶν προεπαναστατικῶν χρόνων, ἀκόμη καί στό χῶρο τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας2, μολονότι ἡ δράση καί προσφορά του δέν ἀνήκουν κυρίως στόν χῶρο τῆς ἐπιστήμης. Αὐτό ἔχει μέ ἔμφαση ὑπογραμμίσει ὁ καθηγητής Gerhard Podskalsky, πού συμπεριέλαβε και τόν Πατροκοσμᾶ σέ καθαρά ἐπιστημονικό ἔργο του, ὡς μοναδική ἐξαίρεση.
Ἀρκοῦν δέ πρός διακρίβωση τῆς σημασίας του γιά το ὑπόδουλο Γένος, ὅσα ἐγκωμιαστικά λέγει γι’ αὐτόν ὁ ἴδιος ὁ γερμανός ἐρευνητής: «Ἐξαιρετικά δημοφιλής ἱεραπόστολος καί ἐθνοδιδάσκαλος». Χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκοῦ ἱεροκήρυκα, πού «διέθετε μιά θρησκευτική εὐσέβεια ξένη πρός τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία»--«Τά κηρύγματά του συγκλόνισαν τό Λαό τόσο ἀπό ἐθνική, ὅσο καί ἀπό θρησκευτική ἄποψη»--γι’ αὐτό ἐθεωροῦντο «ἀπό κοινωνικοπολιτική ἄποψη ἀνατρεπτικά»3. Καί εἶναι γεγονός, ὅτι στό στόμα τοῦ Λαοῦ καί τῶν Τραγουδιῶν του σώθηκε ὁ ἀπόηχος τῶν κηρυγμάτων αὐτοῦ τοῦ μεγάλου διδάχου τοῦ Γένους.
Συγκρίσεις ἐποχῶν
1. Ἡ περίοδος, στήν ὁποία ζοῦμε, ἒχει μεταβατικό χαρακτήρα, διότι μᾶς εἰσήγαγε στή λεγομένη ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ, πού προσδιορίζεται στρατιωτικοπολιτικά ἀπό τη ΝΕΑ ΤΑΞΗ πραγμάτων. Ἀνάλογο ὅμως χαρακτήρα εἶχε καί ἡ ἐποχή τοῦ Πατροκοσμᾶ, καθώς ὁ κόσμος βίωνε ἀνακατατάξεις, πνευματικές καί πολιτικοκοινωνικές, πού ὁδήγησαν τελικά στήν ἔκρηξη τῆς Μεγάλης Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1789, ἤ γιά μᾶς τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Καί τότε καί σήμερα παρατηρεῖται πραγματική ἢ τεχνητὴ κρίση ταυτότητας. Αὐτό ὅμως συνέβαινε –καί συμβαίνει- ὄχι στην πλατειά λαϊκή βάση, ἀλλά κυρίως στόν χῶρο τῆς πολιτικῆς καί τῆς λογιοσύνης.
Ὁ διαφωτισμός τότε, ἡ μετανεωτερικότητα σήμερα, συνδέονται μέ μιά μετακενωτική κίνηση, πού σημαίνει μονοδρομική μεταφορά αὐτούσιων κατά κανόνα δομῶν τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν στήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολήν», μέ παράλληλη ὑποτίμηση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας καί τῶν συστατικῶν της. Και τότε μέν τονιζόταν ἰδιαίτερα ἡ ἑλληνικότητα ὡς στροφή στην ἀρχαιότητα, (ὅπως τήν ἀντιλαμβάνονταν οἱ τότε ἀρχαιολάτρες), με παράλληλη ὑποτίμηση ἤ καί περιφρόνηση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Βυζαντίου. Σήμερα ὅμως, ὅπως ἀπεδείχθη ἀπό τό «πρόβλημα τῶν ταυτοτήτων», ὑποτιμᾶται καί αὐτή ἡ ἑλληνικότητα γιά χάρη μιᾶς σχεδιαζόμενης μεταστάσεως σέ μιάν ἄλλη («νέα») ταυτότητα, ἐπιβαλλόμενη ἀπό τήν ἔνταξή μας στην Ἑνωμένη Εὐρώπη καί τήν εἴσοδό μας στή Νέα Ἐποχή. Τότε ἐπιδιωκόταν ὁ ἐξευρωπαϊσμός μας με τήν περιθωριοποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων μας σήμερα ὁ ἴδιος σκοπός συνδέεται μέ την ἀποσύνδεσή μας καί ἀπό αὐτή την ἐθνικότητά μας. Καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ λόγος εἶναι γιά ἐκσυγχρονισμό καί ἀνανέωση, πού συγκαλύπτουν τίς ἀθέμιτες ἐξαρτήσεις τῆς ἐθνικῆς μας πολιτικῆς.
Ἡ ἀνάστασις τοῦ Γένους
2. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς φλεγόταν ἀπό τόν ἱερό πόθο, ἀλλά καί την χαρισματική βεβαιότητα γιά την ἀνάσταση τοῦ Γένους, συνδεδεμένη ὄχι μέ μιά μικρή καί ἐθνικιστικά, δηλαδή φυλετικά, νοούμενη πατρίδα, ἀλλά μέ τήν Ρωμαίικη-ἑλληνορθόδοξη Οἰκουμένη στην παλαιά εὔκλειά της. Συζητοῦσε με τό Λαό γιά τό «πότε θά ἔρθει το ποθούμενο», μιλώντας -ὅπως οἱ Κολλυβάδες, ὁ Ρήγας καί οἱ Φαναριῶτες- γιά τό ρωμαίικο: «Αὐτό μια μέρα θά γίνει ρωμαίικο», ἐπανελάμβανε. Καί αὐτά σέ περίοδο, πού εἶχαν ἐνταθεῖ οἱ ἐξισλαμισμοί.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Γένους προσανατολιζόταν στήν Πόλη καί τήν αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, τῆς Πόλης τῶν ὀνείρων τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τήν ἀποκατάσταση τοῦ Γένους προσδοκᾶ καί στίς «Προφητεῖες» του, προσπαθώντας νά κινητοποιήσει τόν πόθο τῆς παλιγγενεσίας, ἀναθερμαίνοντας την «ἀποσταμένη ἐλπίδα». Καί ὁ Λαός καταξίωνε τά κηρύγματά του, ἐντάσσοντάς το στό τραγούδι του: «Βοήθα μας Ἅη-Γιώργη / καί σύ Ἅγιε Κοσμᾶ / νά πάρουμε τήν Πόλη / καί τήν ἁγιά-Σοφιά». Ὄχι μόνο τήν Ἀθήνα!
Ἡ ἀνάσταση τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωμανίας (Βυζαντίου) ἦταν τότε ἡ κυριαρχοῦσα στά εὐρύτερα στρώματα τοῦ Λαοῦ ἰδεολογία. Ὑπῆρχαν μυστικοί πόθοι τοῦ Γένους. Ἡ λαϊκή ποίηση ὑποσχόταν (στήν Παναγία), ἢδη μετά την Ἅλωση: «Πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς, πάλι δικά Σου θάναι». (Ὅταν τά ἒχει ἡ Παναγία, εἶναι καί δικά ΜΑΣ, ἐνῶ, ὅπως στήν ἐποχή μας, τό ἀντίστροφο δέν εἶναι βέβαιο...).Συνήθεις σ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς δουλείας ἦσαν οἱ ἐκφράσεις «πότε θά γίνει ρωμαίικο», «ὅταν θά γίνεται Ρωμανία» (ποντιακό).
Ὁ Πατροκοσμᾶς, μαζί μέ τους Νεομάρτυρες -ἱερομάρτυρας και αὐτός- ἀνανέωνε τήν αὐτοπεποίθηση, τό αὐτοσυναίσθημα τῶν Ραγιάδων, τονώνοντας μέ τό κήρυγμά του γιά «τό ρωμαίικο» καί την ἐθνική συνείδηση. Καί ὡς μόνο μέσο γι’ αὐτή τήν ἐνδυνάμωση τῆς συλλογικῆς συνειδήσεως θεωροῦσε τήν ἐμμονή στήν πίστη: «Το κορμί σας ἄς τό καύσουν΄ ἄς το τηγανίσουν΄ τά πράγματά σας ἄς τά πάρουν, μή σᾶς μέλλει. Δώσατέ τα. Δέν εἶναι δικά σας. Ψυχή και Χριστός σᾶς χρειάζονται. Αὐτά τά δύο ὅλος ὁ κόσμος νά πέση δεν ἠμπορεῖ νά σᾶς τά πάρη, ἐκτός και τά δώσετε μέ τό θέλημά σας. Αὐτά τά δύο νά τά φυλάττετε, νά μή τά χάσετε».
Νά μή τρέχουν εἰς Αὐλάς
3. Αὐτός «ὁ λιανός καί κοντός καί τυλιγμένος μέσα στό ράσο του»4 λαϊκός ἱεροκήρυκας σαγήνευε τούς ἀκροατές του, γιατί ἦταν γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας. Τήν ὁδό τῶν Ἁγίων μας ἀκολούθησε καί ὁ Πατροκοσμᾶς, ἐντασσόμενος στήν πορεία τῆς «καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ και τῆς θεώσεως». Ἔγινε δόκιμος ἁγιορείτης ἀσκητής: «Ἐπῆγα εἰς τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔκλαιγα διά τές ἁμαρτίες μου», σημειώνει. Ἔτσι ἔθεσε τά θεμέλια τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεώς του. Ἱεραποστολή χωρίς πνευματικές-ἀσκητικές προϋποθέσεις δέν μπορεῖ να ὑπάρξει στήν Ὀρθοδοξία.Ὅταν ἡ ἱεραποστολική δραστηριότητα θεμελιωθεῖ ἁπλῶς στήν ἀτομική ἠθική καί τήν ἀκαδημαϊκή γνώση, τότε εἰσάγεται ὁ δυτικός ἀκτιβισμός στήν πράξη μας. Ὁ Πατροκοσμᾶς ἀνῆκε στήν παράταξη τῶν κολλυβάδων, καί ὑπάρχουν ἀποδείξεις γι’ αὐτό.Ἡ ἡσυχαστική δέ ἐμπειρία του ἦταν προϋπόθεση τῆς θεολογίας του. Εἶναι πατερικός κατά πάντα, καί αὐτό προέρχεται ἀπό τίς κοινές μέ τούς Πατέρες ἐμπειρίες του. Τό προορατικό χάρισμα καί τό μαρτύριό του, μέ ὅλα τά θαυμαστά στοιχεῖα, πού συνδέονται μέ αὐτό, εἶναι ἐπιβεβαίωση τῆς ἐνοικήσεως μέσα του τῆς ἁγιοτριαδικῆς Χάριτος, πού τόν καταξίωσε σέ προφήτη τοῦ Λαοῦ Του. Ἡ θυσιαστική ἀγάπη του γιά το Γένος καί ἡ ἐπιλογή τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης ἦταν καρπός τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματός του. Και αὐτό συνιστοῦσε καί στούς διαθέτοντες, λόγῳ τῆς σπουδῆς τους, τά κατάλληλα προσόντα: «Χρέος ἔχουν ἐκεῖνοι, ὁποῦ σπουδάζουν, νά μή τρέχουν εἰς ἀρχοντικά και αὐλάς μεγάλων (νά μή γίνωνται δηλαδή αὐλοκόλακες) καί νά ματαιώνωσι (=χαραμίζουν) τήν σπουδή τους, διά νά ἀποκτήσουν πλοῦτον καί ἀξίωμα, ἀλλά νά διδάσκωσι μάλιστα τόν κοινόν Λαόν, ὅπου ζῶσι μέ πολλήν ἀπαιδευσίαν και βαρβαρότητα...»5.
«Οἱ πίστες τοῦ διαβόλου»
4. Ὁ πόθος τοῦ Πατροκοσμᾶ για τήν κοινή τοῦ Ἔθνους ἀνάσταση συνδέθηκε μέ τήν ἐπιλογή τῶν κατάλληλων γιά τήν πραγμάτωση τοῦ στόχου αὐτοῦ μέσων. Και αὐτά ἦταν: Ἡ ἀναθέρμανση στο ἀδυνατισμένο συνειδησιακά, λόγῳ τῆς δουλείας, Ἔθνος τῆς ἀληθινῆς Πίστεως, τῆς Ὀρθοδοξίας: «Ἔμαθα –λέγει- πώς μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ και Θεοῦ δέν εἴσθενε Ἕλληνες (δηλαδή εἰδωλολάτρες), δέν εἶσθε ἀσεβεῖς αἱρετικοί, ἄθεοι, ἀλλ’ εἴσθενε εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί... τέκνα καί θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μας...»6. Αὐτά σημαίνουν: Ὁδηγεῖ ὄχι ἀόριστα σέ Θεό, ἀφοῦ καί οἱ Μασόνοι γιά Θεό μιλοῦν, ἀλλά στόν μόνο ἀληθινό Θεό, τον ἱστορικό Ἰησοῦ Χριστό, τήν μόνη φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στόν κόσμο (πρβλ. Ἰωάν. 17, 6). Ζητεῖ τήν ἀποσύνδεση τοῦ Ἔθνους ἀπό κάθε ἴχνος εἰδωλολατρίας (νεοπαγανισμοῦ) καί αἱρέσεως, πού εἶναι ἐκφράσεις ἀσεβείας καί βλασφημίας πρός τόν Θεό. «Ὅλες οἱ πίστες –θρησκευτικές δηλαδή διδασκαλίες- εἶναι, λέγει, ψεύτικες, κάλπικες, ὅλες τοῦ διαβόλου». Αὐτό σημαίνει: Καί ὁ ἀλλοτριωμένος φράγκικος χριστιανισμός και ὅλες οἱ «θρησκεῖες», πού διαπορθμεύονται στή Χώρα μας ἀπό τήν ἄθεη καί αἱρετική Δύση. «Μόνον ἡ πίστις τῶν εὐσεβῶν και Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν -τῶν Ἁγίων δηλαδή- εἶναι καλή και ἁγία». Ἕλληνας ἔξω ἀπό την Ὀρθοδοξία κατ’ αὐτόν δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθεῖ. «Ἐμεῖς οἱ εὐσεβεῖς καί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί (μόνον) τήν Ἁγίαν Τριάδα πιστεύομεν, δοξάζομεν καί προσκυνοῦμεν. Αὐτή εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί ἔξω ἀπό τήν Παναγίαν Τριάδα ὅσοι λέγονται θεοί εἶναι δαίμονες...»7. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῶν λόγων του.
Τό κήρυγμά του εἶναι Τριαδοκεντρικό, ἀλλά καί Χριστοκεντρικό.Ὁ Χριστός γιά τόν Πατροκοσμᾶ εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά καί «ὁ γλυκύτατος αὐθέντης καί δεσπότης». Καταλαβαίνουμε τήν αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ λόγου σέ ἕνα λαό, πού εἶχε ἢδη μέσα στήν παρατεινόμενη δουλεία του νά ὀνομάζει «αὐθέντη» τόν τύραννο Σουλτάνο καί «δεσπότη» τόν ἐπίσκοπό του. Καί αὐτό συνεχίζεται, στήν παρατεινόμενη δουλεία μας μέχρι σήμερα. Τό κήρυγμά του ὅμως δεν ἦταν μιά ἄχρωμη ἠθικολογία, ἀλλά Θεολογία, πού προβαλλόταν ὡς τό ὀντολογικό θεμέλιο τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους. Διότι ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη, μετουσιωμένη σέ φρόνημα, πηγάζει τό ὀρθόδοξο ἦθος, ὁ ὀρθόδοξος τρόπος ὑπάρξεως. Ἤ ἑνωνόμεθα ἤ χανόμεθα 5. Τό ἀναγεννητικό ἔργο τοῦ Ἁγίου μας ἀπέβλεπε στήν ἀνάσταση καί τῆς ρωμαίικης κοινωνίας, ἀφοῦ μάλιστα εἶχε συνειδητοποιήσει, ὅτι «γινήκαμε χειρότεροι ἀπό τά θηρία». Ὡς γνήσιος ἁγιορείτης, ἐνεφορεῖτο ἀπό τό κοινοβιακό - κοινοτικό ἰδεῶδες τῆς πατερικῆς παράδοσης, μέ κύριο φορέα και ἐκφραστή του τόν Μ. Βασίλειο. Ὁ Ἅγιος Πατέρας ἢθελε τήν ἐνορία ὡς ἀδελφότητα, μέ κοινοβιακή - κοινοτική συγκρότηση καί συλλογικότητα.Ἤξερε, ἂλλωστε, ὅτι στήν κοινότητα-ἐνορία σώθηκε το ὑπόδουλο Γένος. Κατά μία μαρτυρία τοῦ ἑνετοῦ Προβλεπτῆ τῆς Λευκάδας, ὁ Γέροντας προέτρεπε τούς κατοίκους τῆς Πρέβεζας να μή ἐκκλησιάζονται στίς ἐνορίες ἐκεῖνες, πού δέν εἶχαν ἐνσωματωθεῖ σέ ἀδελφότητα. Τό μήνυμα τῆς ἐνέργειάς του: ἤ ἑνωνόμαστε ἤ χανόμαστε. Καί αὐτό ἰσχύει και σήμερα! Ὅριζε, μάλιστα ἐκλογή τῶν ὑπευθύνων μέ βάση ὀρθόδοξη («μέ τή γνώμη ὅλων τῶν χριστιανῶν») . Γιά τήν ὀρθή ὅμως λειτουργία τῆς προτεινόμενης ἀπό αὐτόν κοινωνίας κήρυττε τήν κατά Χριστόν ἰσότητα τῶν δικαιωμάτων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, τή μόρφωση τῆς γυναίκας, τήν ἱερότητα τοῦ γάμου, μέ βάση τή λειτουργική ἰδιαιτερότητα τῶν φύλων καί τη θέση τους στό κοινωνικό σῶμα, τήν Ἐκκλησία. Ἤθελε τόν ἄνδρα στήν οἰκογένεια «ὡσάν βασιλέα» καί τήν γυναῖκα «ὡσάν βεζύρη»8 (πρωθυπουργό δηλαδή), καί ἀπόδοση δικαιοσύνης ἀπέναντι σε ὅλους, καί τούς Ἑβραίους («...ὅσοι ἀδικήσατε χριστιανούς ἤ ἑβραίους»). Ἀποδεικνύει ἔτσι, ὅτι ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας, ὅταν λειτουργεῖ, δέν χρειάζεται ἀντιρατσιστικούς νόμους. Ὁ ρατσισμός, τόν ὁποῖο προσπαθοῦν σήμερα νά θεραπεύσουν, δεν ὐπῆρξε ποτέ ὑπόθεση τῆς πατερικῆς παραδόσεως, ἀλλά τῆς Εὐρώπης, στήν ὁποία ὑποδουλωθήκαμε.
Στήν κοινωνία πού αὐτός προέβαλλε, ζητοῦσε ἀλληλοσεβασμό ἀρχόντων καί ἀρχομένων, σεβασμό στούς ἱερεῖς παραπάνω ἀπό τούς βασιλεῖς καί τούς ἀγγέλους, ἀλλά καί στούς προεστούς και τούς γεροντοτέρους. Τίς ρωμαίικες, ἑλληνορθόδοξες ρίζες τῆς κοινωνικῆς του προτάσεως ἀποκαλύπτει ἡ θέση του γιά τούς προεστούς -τούς κοτσαμπάσηδες. «Ὅ,τι χρεία τύχη τῆς χώρας, τους προεστούς γυρεύουν καί σεῖς κοιμᾶστε ξέγνοιαστοι»9. Βλέπετε, οἱ Τοῦρκοι δέν εἶχαν τά γνωστά ἀπό τήν κατοχή ναζιστικά ἀντίποινα. Ἕνα «σαμποτάζ» τό πλήρωσαν ὅλα τά Καλάβρυτα! Οἱ Ὀθωμανοί ἀποκεφάλιζαν τό ἔθνος, κρεμώντας τόν Πατριάρχη καί τίς κορυφές τοῦ Γένους, ὣς τούς Προεστούς. Ἀκολουθώντας τόν Ἀπ. Παῦλο (Ρωμ. 13,1 κ.ἑπ.) συνιστᾶ στό λαό νομιμοφροσύνη, ἀλλ’ ὂχι δουλικότητα. «Νά πείθωνται (=να ὑπακούουν) εἰς τάς κατά Θεόν βασιλικάς προσταγάς»» (Πρβλ. Πράξ. 5,29), σέ ὅσα δηλαδή «δέν ἀντιστέκονται στό Εὐαγγέλιο». Ὅπως λέγει καί ὁ Μ. Βασίλειος σχετικά: «ἐν οἷς ἐντολή Θεοῦ μή ἐμποδίζηται» (PG 35,972/3).
Διαχρονική ὅμως σημασία ἒχει καί ἡ διάκριση, πού κάνει μεταξύ τῶν δύο θηρίων, τοῦ ἀνατολικοῦ καί τοῦ δυτικοῦ, πού μόνιμα συνιστοῦν τίς θανατηφόρες ἀπειλές τοῦ Γένους (Ἔθνους) μας: «Και διατί δέν ἔφερεν ὁ Θεός –λέγει- ἄλλον βασιλέα, πού ἦταν τόσα ρηγάτα ἐδῶ κοντά (τά δυτικά βασίλεια) νά τούς τό δώση (=τό βασίλειό μας), μόνον ἤφερε τον Τοῦρκον μέσαθε ἀπό τήν Κόκκινη Μηλιά καί τοῦ τό ἐχάρισε;» (Φοβερός λόγος, ἀλλά αὐτό ἔγινε, διότι «ἤξευρεν ὁ Θεός, πὼς τά ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τήν πίστιν, καί (ἐνῶ) ὁ Τοῦρκος δέν μᾶς βλάπτει. Ἄσπρα (χρήματα) δῶσ’ του καί καβαλλίκευσέ τον ἀπό τό κεφάλι...»10. Δέν ἔδινε μόνο ἀπάντηση στούς ἑνωτικούς εὐρωπαΐζοντες κάθε ἐποχῆς, ἀλλά καί στους μεταπατερικούς Οἰκουμενιστές μας, πού ἐπιμένουν νά μή διακρίνουν τήν ἐγωπαθολογική τύφλωσή τους, ὅτι ὁ ἀληθινός κίνδυνος προέρχεται ἀπό τήν διαστροφή τῆς πίστεως καί λιγότερο ἀπό την ὁποιαδήποτε ἀθεΐα.Γι’ αὐτό δέν διστάζει νά ἀποκαλεῖ τόν πάπα (τόν παπικό θεσμό) ὡς ἀντίχριστο (Α΄ Ἰω. 2, 18) καί νά λέγει «τόν πάπαν νά καταρᾶσθε», προβλέποντας χαρισματικά τή θέση τοῦ Πάπα στο παγκόσμιο σήμερα σύστημα ἐξουσίας, ὡς «Πλανητάρχη Νο δύο»...
Ὁ Πατροκοσμᾶς, περαιτέρω, ἱεραρχεῖ τήν Πατρίδα στήν Ὀρθοδοξία, λέγοντας: «Ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήινη καί ματαία εἶναι ἀπό τοῦ ἁγίου Ἄρτης τήν ἐπαρχίαν, ἀπό τό Ἀπόκουρον...». «Ἐμεῖς, Χριστιανοί μου, δέν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα»11 (πρβλ. Ἑβρ. 13,14). Ἡ προτεραιότητα δίνεται πάντα στήν Πίστη, τήν Ὀρθοδοξία, στήν ὁποία ὁ Πατροκοσμᾶς ἱεραρχεῖ τά πάντα. Προέβλεπε ὅτι ἡ νόσος τῆς ἐποχῆς μας θά εἶναι ἡ παντοειδής χρήση τῆς Ὀρθοδοξίας ἁπλά γιά τή στήριξη τῆς ἀπολυτοποιημένης «ἑλληνικότητας». Ὁ Πατροκοσμᾶς –θά τό πῶ γιά μια ἀκόμη φορά καί ἐδῶ, ἦταν πρῶτα Ὀρθόδοξος καί μετά Ἕλληνας. Ἡ ἀναντίρρητη φιλοπατρία του, ἱεραρχόταν στήν Ὀρθοδοξία του, χωρίς τήν ὁποία πεθαίνει ἡ Ἑλλάδα, πού μᾶς ἐκληροδότησαν οἱ Πατέρες μας.
Παιδεία καί γλῶσσα
6. Διέβλεπε ὅμως, ὅτι ἡ ἐπιδιωκόμενη ἀνάσταση καί ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους ὄφειλε νά στηριχθεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς Παιδείας12. Θεωρεῖ ἔτσι «ἁμαρτία» νά μένουν «τά παιδιά ἀγράμματα καί τυφλά»· «Καλύτερα νά μένουν φτωχά καί γραμματισμένα παρά πλούσια καί ἀγράμματα». Τά ἀγράμματα παιδιά χαρακτηρίζει «γουρουνόπουλα», ἐλέγχοντας ἔτσι την ἀδιαφορία τῶν γονέων γιά τή μόρφωσή τους. Γνήσιος πατερικός και ἔξω ἀπό τόν σκοταδισμό εἶναι ὁ λόγος του. «Ἡ πίστις μας δεν ἐστερεώθη ἀπό ἀμαθεῖς Ἁγίους, ἀλλά ἀπό σοφούς καί πεπαιδευμένους...». Ἔχουμε ἐδῶ ἀπήχηση τῆς διακήρυξης τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «οὔκουν ἀτιμαστέον τήν παίδευσιν, ὅτι οὕτω δοκεῖ τισίν» (Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μ. Βασ. ΙΑ΄). Ἔβλεπε ὅμως τήν παιδεία πατερικά ὡς ἁγιοπνευματικό φωτισμό καί ὄχι ὡς εὐρωπαΐζοντα φωταδισμό, πού ἀφήνει ἀνέγγιχτη καί ἀκάθαρτη τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Τό σχολεῖο γιά τόν Πατροκοσμᾶ ἦταν ἐπέκταση τῆς Ἐκκλησίας, ναός τῆς θεοκεντρικῆς παιδείας. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι οἱ πολλές ἐκκλησιές δέν ὠφελοῦν τήν πίστη χωρίς καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Μήπως, ἀλήθεια, και μεῖς, στήν εὐρωπαϊκή πλέον δουλεία μας, ἀντί νά ἀνεγείρουμε πολλούς καί πολυτελεῖς ναούς ἤ μοναστήρια-φρούρια, θά πρέπει να στρέφουμε τήν φροντίδα καί μέριμνά μας καί στήν ἀνέγερση καί τον ἐξοπλισμό σχολείων τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής μας; Τό παιδευτικό ὅραμα, πού μᾶς κληροδότησε ὁ Ἅγιός μας, δέν εἶναι ὁ homo oeconomicus, capitalisticus και marxisticus, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας.
Μέ τό ὅραμα τῆς παιδείας συνδέεται ἀχώριστα καί ἡ κένωσή του στό θέμα τῆς γλώσσας. Ἡ γλωσσική καί ὑφολογική ἁπλότητά του δέν ὀφειλόταν, βέβαια, στήν ἀνεπάρκειά του.Ὁ ἴδιος κατεῖχε ὑψηλή παιδεία, παρέλαβε ὅμως τον γλωσσικό κώδικα τῆς ἐποχῆς του καί τόν συνταίριαξε μέ τή γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Λατρείας, ἁπλοποιώντας τίς μορφές, ἀλλά διακρατώντας τόν γλωσσικό πλοῦτο τῆς παράδοσής μας. Ὁ «δημοτικισμός» ὅμως τοῦ Πατροκοσμᾶ δέν εἶναι καρπός ἰδεολογικῶν και κομματικῶν ἐμμονῶν, ἀλλά φυσικός καί ἀβίαστος. Δέν ἦταν οὔτε δημοτικιστής, οὔτε καθαρευουσιάνος, ὅπως ἐπιμένουμε νά εἴμαστε ἐμεῖς. Οἱ μορφές πάντα ἁπλουστεύονται στή μακραίωνη πορεία τοῦ Ἔθνους, ὁ γλωσσικός του ὅμως πλοῦτος μένει, ὁλόκληρος καί ζωντανός μέσα στή λατρεία μας. Ὁ Πατροκοσμᾶς δεν ἐβίασε τή γλώσσα, οὔτε κοραϊκά, οὔτε ψυχαρικά. Ἀπέφυγε κάθε ἀκρότητα, διότι σκοπός του ἦταν ἡ ὠφέλεια τῶν ἀκροατῶν του.Ὁ «δημοτικισμός» του ἦταν ἐθνικός. Γι᾽ αὐτό δίπλα στίς λαϊκές ἐκφράσεις παραθέτει αὐτούσια χωρία τῆς Γραφῆς καί τῆς Λατρείας. Ὅ,τι δέχεται ὁ Λαός καί καταλαβαίνει. Αὐτό ἐπιδιώκει, ὅταν ἀγωνίζεται γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί στό χῶρο τοῦ σχολείου. Δέν πρόκειται για ἐθνικισμό καί φυλετισμό, ἀλλά για πρόταξη τῆς γλώσσας, στήν ὁποία σώζεται ὅλος ὁ ἑλληνορθόδοξος πολιτισμός μας.
Μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητος
7. Αὐτός ἧταν ὁ ὁραματισμός τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ γιά τό ἀναγεννώμενο Γένος/Ἔθνος. Ἕνα ὅραμα, πού ἐρείδεται στίς ἁγιοπατερικές πνευματικές προϋποθέσεις. Μέ τήν κατήχηση καί νουθεσία του ἀναπροσδιορίζει ὀρθόδοξα τήν ταυτότητα τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνισμοῦ, πού ἐκαλεῖτο καί πάλι νά συνεχίσει τήν πρωταγωνιστική ἀποστολή του στήν Ὀρθόδοξη Οἰκογένεια. Ὁραματιζόταν μιά ρωμαίικη κοινωνία «κατοικία τοῦ Θεοῦ, κατοικία τῶν ἀγγέλων», ὅπως καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅταν ἔλεγε: «Γῆν οὐρανώσωμεν, γῆν οὐρανόν ποιήσωμεν»! Μια ἀταξική ἀδελφοποιία στά ὅρια ἑνός ὑπαρκτοῦ χριστιανισμοῦ, ὅπως συμβαίνει στήν μοναστική ἀδελφότητα καί τήν προέκτασή της στόν κόσμο, τήν ὀρθοδοξοπατερικά δομημένη ἐνορία. Ἡ πολιτεία καί ἡ δράση του κινοῦνται μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητας. Εἶχε συνείδηση, ὅτι ὁ κόσμος ἐξελίσσεται καί ὅτι ὁ νέος κόσμος, πού εἰσαγόταν ἀπό τήν ἀλλοτριωμένη Δύση, ἀπειλοῦσε ἀκάθεκτα τόν κόσμο τῆς ὀρθόδοξης παράδοσής μας. Γι᾽ αὐτό εἶναι πάντα ἐπίκαιρος ὁ λόγος του, ἰδιαίτερα στή σύγχρονή μας ἑλληνική πραγματικότητα, πού ἀπό τό 1830 εἶναι μόνιμο θλιβερό προτεκτοράτο τῆς Εὐρώπης. Καί τό ἐρώτημα εἶναι: Τί μένει ἀπό τόν ὁραματισμό τοῦ Πατροκοσμᾶ σήμερα;
Αἱ προφητεῖαι του
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἒπραξε πατερικά τό καθῆκόν του  ἀπέναντί μας. Μᾶς περιέγραψε μέ πληρότητα τι εἶναι Ὀρθοδοξία καί πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ ἱστορική πραγμάτωσή της. Βλέποντας ὅμως τήν σημερινή τραγική κατάστασή μας, διαπιστώνουμε ὃτι οἱ Νεοέλληνες διαψεύσαμε τίς προσδοκίες τοῦ Πατροκοσμᾶ κυριολεκτικά. Αὐτό ὅμως τό διεῖδε καί ἐκεῖνος χαρισματικά στις «προφητεῖες» του: Μᾶς ἤθελε φύλακες καί ὁμολογητές τῆς ἀμωμήτου Πίστεώς μας, συνιστώντας να «ἔχουμε σταυρό στό μέτωπο, για νά μᾶς γνωρίζουν ὅτι εἴμεθα χριστιανοί»13, καί μεῖς καταντήσαμε: μασόνοι, μαρξιστές, ἄθεοι, παπόδουλοι, βλάσφημοι καί δαιμονολάτρες νεοπαγανιστές. Ἤθελε τον Κλῆρο μας ἡγέτη τοῦ Ἔθνους στήν ὀρθόδοξη μαρτυρία καί ὁμολογία. Καί ὅμως αὐτός προεῖδε ὅτι οἱ κληρικοί θά γίνουν «οἱ χειρότεροι καί οἱ ἀσεβέστεροι τῶν ὅλων»14 Καί κάτι φοβερότερο: Εἶπε ὅτι «οἱ παπάδες θά χαλάσουν τήν θρησκεία»! Ἀρκεῖ νά φέρουμε στό νοῦ μας τήν ὑποδούλωσή μας στον βλάσφημο Οἰκουμενισμό καί την ἀντίχριστη κίνηση τῆς Πανθρησκείας. Προβλέποντας τήν στρεβλή πορεία τῆς παιδείας μας θά πεῖ, ὅτι «Τό κακό θά ἔρθῃ ἀπό τούς διαβασμένους»16, ἐννοώντας ἀσφαλῶς τούς διαφωτιστές καί μετανεωτερικούς διανοουμένους μας. Μήπως δέν περιέγραφε τήν ἐποχή μας, ὅταν ἔλεγε: «Θά βγοῦν πράγματα ἀπό τά σχολεῖα, πού ὁ νοῦς σας δέν φαντάζεται»17. Ἀδιάψευστα δέ περιγράφει προορατικά και τήν κοινωνική ζωή μας, ὅταν ἔλεγε ὅτι οἱ Πολιτικοί μας Ἡγέτες «θά βάλουν φόρο στίς κόττες καί στά παράθυρα»18! Εὐστοχότερη ὅμως ἐπισήμανση τῆς δημοσιονομικῆς ὀργάνωσής μας δέν θά μποροῦσε σήμερα νά ἐπινοηθεῖ, ἀπ’ ὅσο ἡ προφητεία του: «Οἱ ληστές (γράφε: oἱ διαχειριζόμενοι τίς τύχες μας) θα φύγουν ἀπό τά βουνά καί θά κατεβοῦν στίς πόλεις καί θά φοροῦν ποδήματα»19. Κάτι πού θυμίζει τό «ὁ δολοφόνος μέ τό φράκο»! Ἀλλά και γιά τά νομοθετήματα, πού ρυθμίζουν (γρ. ἀπορρυθμίζουν) τόν ἠθικο-κοινωνικό μας βίο ἐπαληθεύθηκε ἡ πρόβλεψή του: «Θά δοῦμε και θά ζήσουμε τά Σόδομα καί τά Γόμορρα»20! Προβλέποντας δέ το ρεῦμα τῆς ἀναγκαστικῆς μετανάστευσης τῶν καιρῶν μας, θά πεῖ: «Ἐσεῖς θά πᾶτε νά κατοικήσετε ἀλλοῦ καί ἂλλοι θἀρθοῦν νά κατοικήσουν σέ σᾶς»21, βλέποντας την ἐγκατάλειψη τῆς Χώρας ἀπό τους Ἕλληνες καί τήν εἰσβολή τῶν ξένων (λαθρομεταναστῶν).
Διαβάζοντας τίς «προφητεῖες» του, νομίζεις ὅτι γράφθηκαν για τήν ἐποχή μας, σέ ὅ,τι ἀφορᾷ στην ἀποστασία καί πνευματική νέκρωσή μας. Στόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, κινούμενος καί ὁ ἐπίσης ἡσυχαστής Μακρυγιάννης θα ἐκφράσει τήν ἀντίθεσή του προς τήν ἐθνική πορεία μας: «Ἄν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτήνη τή λευτεριά, ὁπού γευόμαστε, θά περικαλούσαμεν τόν Θεόν, νά μᾶς ἀφήσει εἰς τούς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νά γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θά εἰπεῖ πατρίδα, τί θα πεῖ θρησκεία, τί θά εἰπεῖ φιλοτιμία, τί ἀρετή, καί τιμιότης».
Ζώντας στήν ἐθνική μας ἀποτυχία, πού διεῖδαν, ὁ καθένας μέ τον τρόπο του, Πατροκοσμᾶς καί Μακρυγιάννης, δέν μᾶς μένει τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ταπεινή ἱκεσία: Χριστέ καί Παναγιά μου, καί σύ, Ἅγιε Κοσμᾶ,
Βοηθῆστε τήν Ἑλλάδα, νά ἀναστηθεῖ ξανά!
Σημειώσεις:
1. Ὁ ἀείμνηστος Κώστας Σαρδελῆς εἶχε καταγράψει τό 1974 (!) ἑκατοντάδες ἐπιστημονικές μελέτες γιά τόν Πατροκοσμᾶ (Κων. Σαρδελῆ, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Ἀναλυτική Βιβλιογραφία, 19742) καί ἔκτοτε, ἀπασχολεῖται συνεχῶς ἡ ἒρευνα μέ τό πρόσωπό του. Βλ. Τή διατριβή τῆς Ἄρτεμης Ξανθοπούλου-Κυριακοῦ, Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός καί οἱ Βενετοί (1777-1779). Τά τελευταῖα χρόνια τῆς δράσης του καί το πρόβλημα τῶν Διδαχῶν, Θεσσαλονίκη 1984. Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779), Ἀθῆναι 1977. Ἰωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές. Φιλολογική μελέτη-Κείμενα. Ἀθήνα (1979). π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ἃγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός-Ἀπόστολος τῆς ἑνότητας τοῦ Γένους, στό: Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 1986, σ. 85-110. Τοῦ Ἰδίου, Ἡ διαλεκτική τῶν ταυτοτήτων τοῦ Πατροκοσμᾶ καί τοῦ Ἴωνα Δραγούμη, στό: Μαρτυρίες γιά θέματα πνευματικά καί κοινωνικά, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 97-110. Ἄρθρα: στη ΘΗΕ, τ. 7, 1965, στ. 894-899 (Νικ. Σωτηρόπουλος), καί στό Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, τ. 5 (1991) σ.42-43 (Ἄρτεμης Ξανθοπούλου-Κυριακοῦ) κ.π.ἄ.
2.Μολονότι, πέρα τῆς ἀλληλογραφίας του, δεν ἔγραψε καμμιά μελέτη.
3.Gerhard Podskalsky, (μετάφρ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ), Ἡ Ἑλληνική Θεολογία
ἐπί Τουρκοκρατίας (1453-1821), Ἀθήνα 2005, σ. 427-428.
4. Εὐθυμίας Μοναχῆς (Ἰουλίας Γκελτῆ), Οἱ προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ
μέσα στήν ἱστορία, Ἀθῆναι 2004, σ. 525.
5. Βλ. καί τίς ἐπιστολές του στό: Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, ὅπ. π., σ.317 ἑπ.
6. Ἰωάννου Μενούνου, ὅπ. π., σ. 115/116.
7. Ἰωάννου Μενούνου, ὅπ. π., σ. 142 ἑπ., 119/120.
8. Ἰωάννου Μενούνου, σ. 134, 184 ἑπ. Αὐγουστίνου Καντιώτου, σ. 197.
9. ’Ιωάννου Μενούνου, σ. 281/2, σ. 144.
10.Αὐγουστίνου Καντιώτου, σ. 154, Ἰωάννου Μενούνου, σ. 270.
11. Στό ἴδιο, σ. 116, 143/144, 149/150.
12. G. Pοdskalsky, ὃπ.π.,σ. 349.
13.Αὐγ. Καντιώτου, ὅπ.π. σ. 349.
14. Στό ἴδιο, σ. 342.
15.Μ. Τρίτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Φωτιστής τοῦ Γένους, ὁ Προφήτης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 361.
16. Αὐγ. Καντιώτου, ὅπ.π., σ. 342.
17. Εὐθυμίας Μοναχῆς, Οἱ προφητεῖες..., σ. 421.
18.Αὐγ. Καντιώτου, ὅπ. π., σ. 343.
19. Εὐθυμίας Μοναχῆς, ὅπ. π., σ. 432.
20. Εὐθυμίας Μοναχῆς, ὅπ. π., σ. 434 ἑπ.
impantokratoros.gr

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Περί Θείων Ονομάτων - (Κεφάλαιο 11)

Για την ειρήνη και τι σημαίνει το ίδιο το καθαυτό είναι. Τι είναι η καθαυτό ζωή, τι η καθαυτό δύναμη και τα παρόμοια.

1. Εμπρός λοιπόν να δοξολογήσουμε με ύμνους ειρηνικούς τη θεϊκή ειρήνη, την ανώτατη αρχή της συνένωσης. 

Γιατί αυτή είναι που ενώνει τα πάντα, αυτή που γεννά και απεργάζεται την ομόνοια και τη σύμπνοια όλων των όντων.

Γι' αυτό και τα πάντα την επιθυμούν, γιατί επαναφέρει τα πολλαπλά διαχωρισμένα μέρη τους στην καθολική ενότητα και ενώνει σε μια ομοειδή συνοίκηση τις εμφύλιες αντιθέσεις των στοιχείων του σύμπαντος.

Μέσω της συμμετοχής στη θεϊκή ειρήνη οι μεγαλύτερες από τις ενωτικές δυνάμεις ενώνονται οι ίδιες με τον εαυτό τους και μεταξύ τους, καθώς και με τη μία υψίστη αρχή της ειρήνης στο σύμπαν.

Και τα κατώτερά τους όντα τα ενώνουν τα ίδια με τους εαυτούς τους και μεταξύ τους και με τη μία και τέλεια αρχή και αιτία της καθολικής ειρήνης. Αυτή η ειρήνη, καθώς επεκτείνεται κατά τρόπο αμέριστο στο σύμπαν, ορίζει, ολοκληρώνει και διασφαλίζει τα πάντα, όπως ακριβώς οι κλειδαριές συνδέουν τα διαχωρισμένα θυρόφυλλα.

Δεν τα αφήνει να διαιρεθούν και να σκορπιστούν στο άπειρο και αόριστο, ούτε να απομείνουν χωρίς τάξη ή στηρίγματα και να χάσουν την επαφή με τον Θεό, ούτε να εξέλθουν από την ένωση του εαυτού τους και να ανακατευτούν μεταξύ τους σε μια καθολική σύγχυση.

Σχετικά λοιπόν μ' αυτή τη θεϊκή ειρήνη και ησυχία, την οποία ο ιερός Ιούστος ονομάζει αφθεγξία και (αναφορικά με κάθε εκπόρευση που μπορεί να συλλάβει η δική μας γνώση) ακινησία, κανένα από τα όντα δεν είναι θεμιτό αλλά ούτε και εφικτό να εκφράσει ή να εννοήσει τι ακριβώς είναι.

Πιο συγκεκριμένα, δεν μπορεί να εννοήσει με ποιο τρόπο αυτή ηρεμεί και παραμένει ήσυχη και πως είναι καθ' εαυτήν και μέσα στον εαυτό της και πως έχει μια υπερβατική ένωση όλη με όλο τον εαυτό της και πώς, ενώ εισέρχεται στον εαυτό της και πολλαπλασιάζει τον εαυτό της, δεν εγκαταλείπει την ένωση του εαυτού της, αλλά προχωρεί προς όλα τα όντα, μένοντας όλη μέσα στον εαυτό της χάρη στο πλεόνασμα της ένωσης που υπερβαίνει τα πάντα.

Ας αναθέσουμε τότε και αυτά, ως άρρητα και άγνωστα, σ' αυτήν την ειρήνη, καθότι βρίσκεται επέκεινα όλων των όντων, και ας εξετάσουμε τις νοητές και ρητές μετουσίες της, και αυτό όσο είναι δυνατό σε ανθρώπους και μάλιστα σε μας, που είμαστε κατώτεροι από πολλούς αγαθούς άνδρες.

Περί Θείων Ονομάτων - (Κεφάλαιο 13)

Για τα ονόματα τέλειος και ένας.

1. Αρκετά έχουν λεχθεί και γι' αυτά. Ας προχωρήσουμε στη συνέχεια, αν το επιθυμείς, στο κορυφαίο θέμα του λόγου μας. 

Γιατί η θεολογία αποδίδει στον αίτιο των πάντων όλα τα ονόματα, και μάλιστα συγχρόνως όλα, κι έτσι τον ανυμνεί επίσης ως τον καθαυτό τέλειο και ως ένα .

Τέλειος λοιπόν ονομάζεται όχι μόνο επειδή είναι καθ' εαυτόν τέλειος και καθορίζεται αυτός καθ' εαυτόν από τον εαυτό του κατά τρόπο μονότροπο και είναι ολωσδιόλου τελειότατος, αλλά και επειδή υπερβαίνει το τέλειο κατά την υπεροχή του από όλα τα όντα και επειδή ορίζει κάθε άπειρο, ενώ εκτείνεται υπεράνω κάθε πέρατος.

Τίποτα δεν μπορεί να τον χωρέσει ή να τον περιλάβει, αλλά επεκτείνεται σε όλα συγχρόνως και υπεράνω όλων με τις ανεξάντλητες δωρεές και τις ατελεύτητες ενέργειες. Τέλειος πάλι λέγεται και επειδή δεν αυξάνει και είναι πάντοτε τέλειος και επειδή δεν μειώνεται, καθότι περιλαμβάνει εκ των προτέρων στον εαυτό του τα πάντα και εκχειλίζει σύμφωνα με μία χορηγία, η οποία είναι αστείρευτη και ίδια, υπεράνω πληρότητας και αμείωτη.

Με αυτήν τελειοποιεί όλα τα τέλεια και τα γεμίζει με τη δική του τελειότητα.


2. Ονομάζεται και «ένας» επειδή είναι τα πάντα κατά τρόπο ενιαίο με την υπεροχή της μιας ενότητας και επειδή είναι αίτιος των πάντων χωρίς να εξέρχεται από το ένα. Γιατί κανένα από τα όντα δεν είναι αμέτοχο του ενός, αλλά όπως κάθε αριθμός μετέχει στη μονάδα και μπορούμε να πούμε «μία» δυάδα και «μία» δεκάδα και «ένα» δεύτερο και «ένα» τρίτο και «ένα» δέκατο, έτσι και ολόκληρο το σύμπαν αλλά και κάθε μόριο του σύμπαντος μετέχει στο ένα.

Επειδή υπάρχει το ένα, υπάρχουν και όλα τα όντα. Δεν είναι όμως η μοναδική αυτή αιτία των πάντων μια μονάδα από τις πολλές μονάδες, αλλά υπάρχει πριν από κάθε μονάδα και κάθε πλήθος και καθορίζει κάθε ένα και κάθε πλήθος.

Γιατί δεν υπάρχει πλήθος που να είναι εντελώς αμέτοχο του ενός· αυτό που αποτελείται από πολλά μέρη είναι ένα ως προς το σύνολο, ενώ αυτό που αποτελείται από πολλές ιδιότητες είναι ένα ως προς το υποκείμενο· αυτό που αποτελείται από πολλούς αριθμούς ή δυνάμεις είναι ένα ως προς το είδος και αυτό που αποτελείται από πολλά είδη είναι ένα ως προς το γένος· τέλος, τα πολλά στις εκπορεύσεις είναι ένα ως προς την αιτία.

Επομένως, δεν υπάρχει κανένα από τα όντα που να μη μετέχει με κάποιο τρόπο στο ένα, το οποίο έχει συμπεριλάβει από πριν στον εαυτό του, που αποτελεί κατά τρόπο απόλυτο μονάδα, τα πάντα, και μάλιστα τα πάντα στο σύνολό τους, καθώς και τα αντίθετά τους, κατά τρόπο ενιαίο.

Και χωρίς το ένα δεν μπορεί να υπάρξει πλήθος, ενώ χωρίς το πλήθος υπάρχει το ένα, όπως υπάρχει και η μονάδα πριν από κάθε αριθμό που εκφράζει πλήθος. Και αν κανείς φανταστεί ότι τα πάντα είναι ενωμένα με τα πάντα, τότε τα πάντα θα αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο.


3. Εξάλλου πρέπει να γνωρίζουμε και το εξής· τα συνενωμένα πράγματα λέγεται ότι έχουν ενωθεί σύμφωνα με την προϋπάρχουσα σύλληψη του είδους για το καθένα ξεχωριστά και ότι το ένα είναι αυτό που προσφέρει τα στοιχεία σε όλα τα όντα.

Τό ὁμοδύναμο τῶν θείων Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ιδιότητες τῆς θείας φύσεως (Στό ἔργο του Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτη)

Dr. Εἰρήνης Ἀρτέμη, Θεολόγου-Φιλολόγου
MA Θεολογίας, PhD Θεολογίας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

Ὁ Τριαδικός Θεός ὑπάρχει «ἐπέκεινα» τοῦ κόσμου καί ὡς ἐκ τούτου ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά Τόν γνωρίσει μέσω τῶν δικῶν του δυνάμεων. 

Τόν προσεγγίζει μέσω τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν Του, οἱ ὁποῖες δέν εἶναι ἄλλες ἀπό τίς θεῖες ἰδιότητες, μέσω τῶν ὁποίων ὁ Θεός αὐτοαποκαλύπτεται στόν κόσμο[i]. Ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῶν ἐνεργειῶν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά ποτέ δέν μπορεῖ νά μετάσχει τῆς θείας οὐσίας, ἡ ὁποία εἶναι ἀμέθεκτη τόσο στόν ἄνθρωπο ὅσο καί σέ ὅλα τά κτιστά δημιουργήματα. Ἡ ταυτότητα καί τό ἑνιαῖον τῆς θείας φύσεως δέν παραβλάπτονται καί δέν καταλύονται οὔτε διά τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ὑποστάσεων οὔτε διά τῆς διακρίσεως μεταξύ τῶν ὑποστάσεων[ii].

Οἱ ἐνέργειες ἑκάστου θείου Προσώπου δέν ἀνήκουν ἀποκλειστικά σέ Αὐτό ἀλλά καί στίς τρεῖς Ὑποστάσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μόνο τά ὑποστατικά ἰδιώματα ἀνήκουν ἀποκλειστικά σέ κάθε Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἁπλῶς γίνεται ἀναφορά ξεχωριστά μερικές φορές στίς φυσικές ἐνέργειες τῶν Προσώπων τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γι᾽ αὐτές ἀνάλογα μέ τή χρονική περίοδο πού ἀποκαλύπτεται τό κάθε Πρόσωπο. Κατά συνέπεια εἶναι λάθος νά εἰπωθεῖ ὅτι αὐτές δέν εἶναι κοινές σέ ὅλα τά Πρόσωπα τῆς Τρισηλίου Θεότητας. Ἀντίθετα οἱ ἐνέργειες τῶν θείων Προσώπων εἶναι κοινές ἐξαιτίας τῆς ἑνότητας τῆς θείας Οὐσίας. Γίνεται, λοιπόν, κατ᾽ οἰκονομία λόγος γιά τίς ἐνέργειες τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ, ἔνσαρκου καί ἄσαρκου, καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἐνῶ εἶναι ἀδιαμφισβήτητο ὅτι ὑπάρχει ὁμοδύναμο στά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος[iii].



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α:

Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗ

Ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης σημειώνει ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι αἰώνια, δηλαδή ἀθάνατη. Παρατηρεῖ ὅτι: «Ἡ ἀιδιότης οἷον ἀειζωότης ἐστί· διὸ καὶ ἐπὶ μόνης τῆς ἀνάρχου φύσεως, τῆς ἀεὶ κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως ἐχούσης λαμβάνεσθαι εἴωθε»[iv]. Σπεύδει, ὅμως, νά συμπληρώσει ὅτι ἡ ἰδιότητα τῆς ἀθανασίας, ἡ ὁποία ἀποδίδεται στόν Θεό διαφέρει ἀπό ἐκείνη πού προσδίδεται σέ κτιστά πράγματα πού δημιουργήθηκαν, «κρειττόνων δὲ φθορᾶς γεγενημένων»[v], ὅπως οἱ ἄγγελοι καί ἡ ψυχή. Σημαντικό εἶναι νά ἔχουμε συνεχῶς κατά νοῦ ὅτι κάνουμε λόγο γιά τόν Θεό χρησιμοποιώντας λέξεις ἀπό τό πεπερασμένο ἀνθρώπινο λεξιλόγιο, γιατί «ἀριθμοῦ γὰρ τὸ Θεῖον ἀνώτερον, καὶ χρόνων κρεῖττον, καὶ πάσης ἐπινοίας ὑψηλότρον»[vi]. Τίποτα, λοιπόν, δέν εἶναι τόσο ἰδιαίτερο καί χαρακτηριστικό γνώρισμα γιά τόν Θεό «ὡς τὸ ἀῒδιον»[vii]. Ἑπομένως, ἡ ἀπειρότητά Του δέν ὑπόκειται σέ καμμία ἀλλοίωση καί ἐξέλιξη, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζουν μόνο τήν πλάση καί ὄχι τόν Πλάστη[viii].

Ἡ ἄναρχος, ποιητική και ἀῒδιος θεία φύση[ix] ὑπέρκειται τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου. Γιά τό λόγο αὐτό δέν μποροῦμε νά ἐπιδιώκουμε νά γνωρίζουμε τό «πῶς» ἐνεργεῖ ἡ Θεότητα, γιατί εἶναι παντοδύναμη καί ὡς Θεός ἐνεργεῖ «τὸν εὐμαρῶς καὶ τὰ παρ᾽ ἐλπίδα δημιουργοῦντα»[x]. Ἡ θεία φύση, «φῶς ὑπάρχων ἀπρόσιτον»[xi], θεωρεῖται, ὅπως προαναφέρθηκε, ἄναρχη, χωρίς ἀρχή καί τέλος[xii]. Παρεικάζεται μέ ἀῒδιο φῶς, πού φωτίζει τήν ἀνθρωπότητα καί τή λαμπρύνει[xiii]. Ἡ ἀϊδιότητα τῆς θεία φύσεως γίνεται συνώνυμη ἐδώ μέ τήν ἀθανασία[xiv]. Ἔτσι χαρακτηρίζει τή θεία φύση ὡς ἀθάνατη καί καθιστᾶ φανερή τή διαφορά μεταξύ Δημιουργοῦ καί δημιουργήματος.

Ἡ θεότητα πρέπει νά γίνεται ἀποδεκτή μόνο ἀπό τήν ὕπαρξή Της καί τίς ἐνέργειές Της, καί ὄχι νά καταβάλλεται ἔστω καί ἡ παραμικρή προσπάθεια νά ἐρευνᾶται ἡ οὐσία Της[xv], γιατί αὐτό εἶναι ἀκατόρθωτο τόσο γιά τούς ἀνθρώπους, ὅσο καί γιά τίς οὐράνιες δυνάμεις. Ὁ λόγος περί τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἀνέφικτος καὶ μηδαμῶς ἁλώσιμος»[xvi]. Ἡ κυρίαρχη ἄποψη γιά τόν Θεό εἶναι ὁ χαρακτηρισμός Του ὡς «ποιητὴν καὶ ἄρχοντα καὶ ἔφορον καὶ προνοητήν καὶ κηδεμόνα»[xvii]. Ἡ πίστη μας γιά τόν Θεό πρέπει νά ἀποδεικνύεται ἔμπρακτα μέσα ἀπό τά ἔργα μας, γιατί ἀλλιῶς δέν ἔχει ἀξία γιά τόν Θεό[xviii].

Συχνά ἡ θεία φύση παρομοιάζεται μέ φωτιά, «ὁ Θεὸς ἡμῶν πῦρ καταναλίσκων»[xix], γιατί ἡ φωτιά σκορπᾶ πολύ φῶς γύρω της καί καθαρίζει καθετί πού θά βρεθεῖ στό δρόμο της. Ἀποτελεῖ τή βάση τοῦ ὑλικοτεχνικοῦ πολιτισμοῦ καί προστατεύει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν ἄγριων ζώων. Ἔτσι καί ἡ θεία φύση φωτίζει μέ οὐράνιο φῶς τίς ψυχές ὅλων ἐκείνων πού ἀγωνίζονται γιά τήν καθαρότητα τῆς ζωῆς τους, κάνοντάς τους ἑτερόφωτα φωτεινά ἀστέρια μέσα στόν κόσμο. Προφυλάσσει τίς ψυχές τους ἀπό τά βέλη τοῦ Σατανᾶ καί γίνεται τό θεμέλιο γιά τήν οἰκοδόμηση ἑνός καλύτερου κόσμου πού θά εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Ξένη πρός τή θεία φύση εἶναι καί ἡ ὑπερηφάνεια. Ἄν καί ὁ Θεός θά μποροῦσε νά ὑπερηφανευτεῖ ἔναντι ὅλων τῶν λογικῶν δημιουργημάτων, ὁρατῶν καί ἀοράτων, γιατί εἶναι ὁ δημιουργός τῆς κτίσεως, ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος ὅλου τοῦ σύμπαντος[xx], «ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν ποιῶν αὐτὴν τρέμειν»[xxi] καί ὑπερέχει ἀπό ὅλους καί ὅλα[xxii]. Μέσα ἀπό τή δημιουργία τῆς κτίσεως φαίνεται ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος δημιούργησε τούς ἀγγέλους, «Οὗ αἱ χεῖρες ἔκτισαν πᾶσαν τὴν στρατιάν τοῦ οὐρανοῦ»[xxiii], τά ὕδατα καί τό νεφέλωμα, «καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν αἰνείτω τὸ ὄνομα Κυρίου, ὅτι Αὐτός εἶπε καὶ ἐγένετο»[xxiv]. Τοποθέτησε τά σύννεφα ὡς ἔνδυμα γύρω ἀπό τή θάλασσα[xxv]. Δημιούργησε τά ζῶα, καί μέ σοφία τά ἐξόπλισε ὅλα, γιά νά μποροῦν νά συνεχίσουν τή διαιώνιση τοῦ εἴδους τους[xxvi]. Τέλος στήν κορυφή τῆς δημιουργίας ἔθεσε τόν ἄνθρωπο[xxvii] και τόν ἔκανε βασιλιά της[xxviii] καί ἐξουσιαστή τῆς φύσεως[xxix]. Τόν δημιούργησε κατ᾽ εἰκόνα Του, γιά νά γίνει μέ τήν προαίρεσή του ἰσόθεος. Ἔτσι βρίσκει ἐφαρμογή ἡ προτροπή τοῦ Χριστοῦ «Γίνεσθε ὅμοιοι τοῦ Πατρός ὑμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», ἐπειδή ἡ δημιουργία διασφαλίζει τό «κατ᾽ εἰκόνα», ἐνῶ ἡ προαίρεση τό «καθ᾽ ὁμοίωσιν»[xxx].

Ανθρώπινο πρόσωπο: δημιουργία, κλήση, αποτυχία. Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware

«Μας έπλασες για Σένα, και οι καρδιές μας αδημονούν μέχρι ν’ αναπαυθούν σε Σένα». Ο άνθρωπος πλάστηκε ως σύντροφος του Θεού: αυτή είναι η πρώτη και πρωταρχική παραδοχή της χριστιανικής διδασκαλίας για το ανθρώπινο πρόσωπο. Οι άνθρωποι όμως, αν και πλασμένοι ως σύντροφοι του Θεού, απορρίπτουν συνεχώς αυτή τους την ιδιότητα: αυτό είναι το δεύτερο γεγονός που λαμβάνει υπόψη της η χριστιανική ανθρωπολογία.


Οι άνθρωποι πλάστηκαν ως σύντροφοι του Θεού: σύμφωνα με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί η Εκκλησία, ο Θεός έπλασε τον Αδάμ, «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν», και τον τοποθέτησε στον Παράδεισο. Οι άνθρωποι συνεχώς απορρίπτουν αυτή τη σχέση· στη γλώσσα της Εκκλησίας, ο Αδάμ έπεσε, και η πτώση του, «η προπατορική αμαρτία», έσπειρε τις συνέπειες της σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Η Δημιουργία του ανθρώπινου προσώπου. «Και είπεν ο Θεός, ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και ομοίωσιν» (Γεν. 1, 20). Ο Θεός χρησιμοποιεί πληθυντικό: «Ποιήσωμεν άνθρωπον». Η Δημιουργία του ανθρώπινου προσώπου, όπως συνεχώς τονίζουν οι Έλληνες Πατέρες, ήταν πράξη και των τριών προσώπων της αγίας Τριάδας, και ως εκ τούτου θα πρέπει πάντοτε ν’ αντιλαμβανόμαστε μ’ έναν Τριαδικό τρόπο την «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» δημιουργία. Θα δούμε παρακάτω πως το σημείο αυτό έχει τεράστια σημασία.

Εικόνα και Ομοίωση. Σύμφωνα με τους περισσότερους Έλληνες Πατέρες, οι όροι εικών και ομοίωσις δεν εκφράζουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. «Το μεν γαρ κατ’ εικόνα», γράφει ο άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός, «το νοερόν δηλοί και αυτεξούσιον· το δε κατ’ ομοίωσιν, την της αρετής κατά το δυνατόν ομοίωσιν». Η εικόνα του Θεού δηλώνει την ελεύθερη βούληση, τη λογική, την αίσθηση της ηθικής υπευθυνότητας του ανθρώπου, το καθετί δηλαδή που μας ξεχωρίζει από τη ζωική δημιουργία και μας καθιστά πρόσωπα. Η εικόνα όμως υποσημαίνει και κάτι περισσότερο απ’ αυτά. Σημαίνει πώς είμαστε «γένος» (Πράξ. 17, 28) του Θεού, συγγενείς Του, Σημαίνει πως μεταξύ Αυτού και ημών υπάρχει ένα σημείο επαφής και ομοιότητας. Δεν είναι αγεφύρωτο το χάσμα μεταξύ Δημιουργού και δημιουργήματος, επειδή με το να είμαστε δημιουργημένοι κατ’ εικόνα Θεού, μπορούμε να γνωρίζουμε τον Θεό και να κοινωνούμε μαζί Του. Αν μάλιστα κάνουμε σωστή χρήση αυτής της ικανότητας για κοινωνία με τον Θεό, τότε θα γίνουμε «ως» θεοί, θα αποκτήσουμε τη θεία ομοιότητα. Σύμφωνα με τα λόγια του αγ, Ιωάννη Δαμασκηνού, «θα γίνουμε όμοιοι με τον Θεό μέσω της αρετής». Η απόκτηση της ομοιότητας είναι το ίδιο με τη θέωση, το να γίνουμε δηλαδή «δεύτεροι θεοί», «θεοί κατά χάριν». «Είπα, θεοί έστε, και υιοί Υψίστου πάντες» (Ψαλμ. 81, 6).

Ο όρος «εικών» δηλώνει τις δυνάμεις με τις οποίες μας έχει προικίσει ο Θεός από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μας. Το «καθ’ ομοίωσιν» δεν είναι ένα χάρισμα που κατέχουμε εξαρχής, αλλά ένας στόχος που πρέπει να επιτύχουμε, κάτι που μπορούμε ν’ αποκτήσουμε μόνο βαθμιαία. Όσο αμαρτωλοί κι αν είμαστε, ποτέ δεν χάνουμε το «κατ’ εικόνα». Το «καθ’ ομοίωσιν» όμως εξαρτάται από τις ηθικές μας επιλογές, από την «αρετή» μας, και έτσι καταστρέφεται από την αμαρτία.

††† Η καταφατική και αποφατική ορθόδοξη θεολογία

H ορθόδοξη θεολογία διακρίνεται σε καταφατική και αποφατική. Στὴ καταφατική της Αγίας Γραφής , δύναται να προσδιοριστεί τί είναι Θεός ενώ στὴν αποφατική να προσδιοριστεί τί δεν είναι Θεός. Έτσι, μὲ καταφάσεις και αρνήσεις, να προσεγγίσει ο άνθρωπος τὸ μυστήριό του Θεού.


Ωστόσο η ενέργεια του καταφάσκω, αποτελεί πράξη επιβεβαίωσης και αποδοχής της πραγματικότητας όπως την ορίζει ο ανθρώπινος κοινός νους. Συμβαίνει το ίδιο και με την απόφαση; Υπάρχει συγκατάθεση και συναίνεση του ανθρώπινου νου ή ενδόμυχα προκύπτει πνεύμα αποδοκιμασίας;

Η προσέγγιση ενός όρου όπως η απόφαση, αποτελεί επιτυχής θεολογική επίτευξη στην εποχή μας διότι δεν είναι εύκολο να κατανοήσει και να παραδεχθεί τη γνωσιολογική σημασία του αποφατισμού. Η γνώση γι’ αυτόν έχει αποκλειστικά καταφατικό χαρακτήρα και γι’ αυτό ο αποφατισμός νοείται ως άρνηση της γνώσης. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η άποψη αυτή γίνεται ανεπιφύλακτα αποδεκτή, όχι μόνο από τον απλό μέσο άνθρωπο, αλλά ακόμη και από την επιστήμη. Αν όμως μια τόσο γνωσιολογική άποψη θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι σωστή και να ισχύει για την επιστήμη, τη φύση και γενικότερα για την κτιστή πραγματικότητα, δεν μπορεί να έχει καμιά ισχύ για την άκτιστη φύση του Θεού.

Στα πλαίσια της έρευνας, αντλώντας πολύτιμο θεολογικό υλικό από συγγραφείς μελετητές της ορθοδόξου κληρονομιάς, αλλά ιδιαίτερα από τον Μάξιμο τον Ομολογητή, έναν από τους σημαντικότερους Θεολόγους και εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Βυζαντίου, θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε και να αναλύσουμε με βάση την ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση, τους όρους «κατάφαση» και «απόφαση», καθώς και τον ρόλο τους στην ορθόδοξη χριστιανική θεολογία.

††† H Θεολογία του Μυστικισμού

H διάσταση μεταξύ του Ανατολικού και του Δυτικού κλάδου του Χριστιανισμού φαίνεται καθαρά στις αντίστοιχες στάσεις τους απέναντι στο μυστικισμό. Από τα τέλη του Μεσαίωνα, η Εκκλησία στη Δύση, με την υπέροχη οργάνωσή της και την προτίμησή της για φιλοσοφικά συστήματα, υπήρξε πάντα λίγο φιλύποπτη προς τους μυστικιστές της.


Η σταδιοδρομία ενός Μάστερ Έκχαρτ ή μιας Αγίας Θηρεσίας της Άβιλας δείχνει την ανησυχία που ένιωθαν οι εκκλησιαστικές αρχές για τους άνδρες και τις γυναίκες που έπαιρναν μια προσωπική συντομότερη οδό στις σχέσεις τους με το Θεό.

Άν πρόσεχαν καλά, θα έβλεπαν ότι οι μυστικιστικές εμπειρίες έξω από τα πρέποντα, η θεολογία και ο μυστικισμός εθεωρούντο σαν συμπληρώματα το ένα του άλλου. Έξω από την Εκκλησία, η προσωπική θρησκευτική εμπειρία δε θα είχε καμιά σημασία· αλλά η Εκκλησία στηριζόταν για την αληθινή της ζωή στην εμπειρία που είχε δοθεί, σε διάφορους βαθμούς, σε καθέναν από τους πιστούς της. Τούτο δε σημαίνει ότι το δόγμα δεν είναι αναγκαίο. Το δόγμα είναι η ερμηνεία της αποκαλύψεως που ο Θεός εδιάλεξε να μας δώσει. Όμως, μέσα στο πλαίσιο που μας προσφέρθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε άνδρας η γυναίκα μπορεί να επεξαργασθεί το δικό του ή το δικό της δρόμο προς τον έσχατο σκοπό, που υπερβαίνει κάθε θεολογία και που είναι η ένωση με το Θεό. «O Θεός έγινε άνθρωπος και ο άνθρωπος μπορεί να γίνει Θεός».

Σ’ αυτή τη φιλοδοξία η Ανατολή ξεπερνούσε τη Δύση. Έχει ειπωθεί, με κάποιαν αλήθεια, ότι στη Δύση ο μυστικιστής ζητά να γνωρίσει το Θεό, ενώ στην Ανατολή ζητά να γίνει Θεός.

Aλλά γι’ αυτούς η γνώση συνεπάγεται συμμετοχή. Η φιλοδοξία της Θηρεσίας (της Άβιγα ή του Λιζιέ) να γίνει η νύμφη του Χριστού, σοκάρει λίγο τον Oρθόδοξο, για τον οποίο η Εκκλησία είναι η μόνη νύμφη του Χριστού. O Ανατολικός μυστικιστής οφείλει να χάσει ολόκληρη την προσωπικότητά του. Συνεπώς, ήταν σκληρότερο γι’ αυτόν από όσο ήταν για τους μεταγενέστερους Δυτικούς μυστικιστές να απαριθμούν τις εμπειρίες τους. Η θεοποίηση ουδέποτε μπορεί να περιγραφεί κατάλληλα με ανθρώπινους όρους.