Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ - 25 ΜΑΡΤΙΟΥ

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου



Θεομητορική εορτή της Χριστιανοσύνης, σε ανάμνηση της χαρμόσυνης αναγγελίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ προς την Παρθένο Μαρία ότι πρόκειται να γεννήσει τον Υιό του Θεού. Τελείται στις 25 Μαρτίου.
Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά (α' 26-38), ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου συνέβη έξι μήνες μετά τη θαυμαστή σύλληψη του Ιωάννη του Προδρόμου από την Ελισάβετ, τη γυναίκα του Ζαχαρία, όταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ στάλθηκε από τον Θεό προς την Παρθένο Μαριάμ (Μαρία) για να της ανακοινώσει ότι θα φέρει στον κόσμο τον Υιό του Θεού. Εκείνη την περίοδο, η Μαρία ζούσε στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και ήταν μνηστευμένη με τον ξυλουργό Ιωσήφ. Ο Γαβριήλ εμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά στη Μαρία και της απηύθυνε τον χαιρετισμό: «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο κύριος μετά σου». Η νεαρή γυναίκα ήταν λογικό να πανικοβληθεί, αλλά ο αρχάγγελος την καθησύχασε: «Μη φοβού Μαριάμ, εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. Και ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν».
Μόλις συνήλθε από την ταραχή, η Μαρία γεμάτη απορία ρώτησε τον αρχάγγελο πώς θα συλλάβει, αφού δεν γνωρίζει τον άνδρα. Ο Γαβριήλ της αποκρίθηκε ότι το Άγιο Πνεύμα θα την καλύψει σαν σύννεφο και θα ενεργήσει αφανώς και μυστηριωδώς τη σύλληψη του Υιού του Θεού. Και για να γίνει πιο πιστευτός επικαλέστηκε τη θαυμαστή σύλληψη του Ιωάννου του Προδρόμου από την Ελισάβετ. Η Μαρία πείστηκε από τα λόγια του Γαβριήλ («Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου») και ο αρχάγγελος Γαβριήλ «απήλθε».
Η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου καθιερώθηκε γύρω στον 4ο αιώνα και μετά τον ορισμό της εορτής των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου. Ως είναι ευνόητο, μεταξύ των δύο αυτών εορτών υπάρχει στενή σχέση και έπρεπε ο εορτασμός του Ευαγγελισμού να τοποθετηθεί 9 μήνες πριν από τη Γέννηση του Χριστού, ήτοι στις 25 Μαρτίου. Το εκκλησιαστικό γεγονός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου αναφέρεται και στο Κοράνιο, το ιερό βιβλίο των Μουσουλμάνων (19:16-22), μία ακόμη απόδειξη της βαθιάς επιρροής του Μωάμεθ από τη χριστιανική διδασκαλία.

Το απολυτίκιο του Ευαγγελισμού

Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον
και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις.
Ο υιός του Θεού υιός της Παρθένου γίνεται
και Γαβριήλ την χάριν ευαγγελίζεται.
Διό και ημείς συν αυτώ τη Θεοτόκω βοήσωμεν:
Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου έχει επηρεάσει πολλούς και σημαντικούς εικαστικούς καλλιτέχνες, όπως οι Ντούτσιο, Λεονάρντο Ντα Βίντσι, Πάολο Ντε Ματέις, Καραβάτζιο, Μποτιτσέλι, Τζιότο, Ρούμπενς, Ελ Γκρέκο (Δομήνικος Θεοτοκόπουλος) και Ντονατέλο.

Άγιος Λουκάς ο Ευαγγελιστής


 Άγιος Λουκάς ο Ευαγγελιστής Ένας από τους τέσσερις ευαγγελιστές, άγιος της Χριστιανικής Εκκλησίας και εκ των συνεργατών του Αποστόλου Παύλου. Σύμφωνα με την παράδοση, είναι ο συγγραφέας τού τρίτου συνοπτικού Ευαγγελίου («Κατά Λουκάν») και των «Πράξεων των Αποστόλων». Η μνήμη του τιμάται από τη Χριστιανοσύνη στις 18 Οκτωβρίου. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσοι φέρουν το όνομα Λουκάς.
Ο Λουκάς, σύμφωνα με την παράδοση (Ευσέβιος), γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας, έζησε τον 1ο αιώνα και ήταν ένας από τους πλέον μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του. Αρχικά ήταν ειδωλολάτρης, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι δεν μνημονεύεται από τον απόστολο Παύλο (Κολοσσαείς δ' 11) μεταξύ των μαθητών και ακολούθων του, που ήταν Εβραίοι, καθώς και από την προέλευση τού ονόματός του, που αποτελεί σύντμηση του λατινικού Λουκανός. Για τον τρόπο και τον χρόνο μεταστροφής του στη χριστιανική πίστη δεν γνωρίζουμε τίποτε.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ευαγγελιστής Λουκάς φιλοτέχνησε την εικόνα της Παναγίας.
Ο Λουκάς ήταν συνοδός και συνεργάτης τού αποστόλου Παύλου από τη δεύτερη ακόμη αποστολική περιοδεία του, όπως φαίνεται από εδάφια των «Πράξεων των Αποστόλων». Συνόδευσε τον Παύλο στη Μακεδονία από την Τρωάδα (Πράξ. ιστ' 11-12) και παρέμεινε στους Φιλίππους πιθανότατα μέχρι το τέλος της τρίτης αποστολικής πορείας τού Παύλου. Τέλος, συνόδευσε τον Παύλο από την Καισάρεια στη Ρώμη (Πράξ. κζ' 1, κη' 16).Ως προς τη δράση του Λουκά μετά τον θάνατο του Παύλου, δεν γνωρίζουμε το παραμικρό μετά βεβαιότητας. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λουκάς κήρυξε τη χριστιανική πίστη στη Δαλματία, Γαλλία, Ιταλία και Μακεδονία (Επιφάνιος) και στην Αχαΐα (Γρηγόριος Ναζιανζηνός). Ο Συμεών ο Μεταφραστής λέγει ότι από τη Ρώμη ο Λουκάς μετέβη στην Ανατολή, διέσχισε τη Λιβύη κι έφθασε στην Αίγυπτο. Εκεί χειροτονήθηκε επίσκοπος στην περιοχή της Θηβαίδας, όπου και πέθανε.
Άλλοι συγγραφείς και εκκλησιαστικοί πατέρες αναφέρουν ότι πέθανε στη Θήβα της Βοιωτίας (Μάξιμος Μαργούνιος), ενώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος υποστηρίζει ότι μαρτύρησε. Ο Ισίδωρος της Σεβίλλης γράφει ότι πέθανε σε ηλικία 74 ετών και ο Νικηφόρος Κάλλιστος ογδόντα ετών.
Παλαιότατη παράδοση θέλει τον Λουκά ζωγράφο, που φιλοτέχνησε μάλιστα την εικόνα της Παναγίας. Την παράδοση αυτή προϋποθέτει η ορθόδοξη εκκλησιαστική υμνολογία. Ο ευαγγελιστής Λουκάς ήταν κάτοχος μεγάλης ελληνιστικής παιδείας και γνώστης τής ιστορικής μεθόδου τής εποχής του. Τα έργα του, το «Ευαγγέλιο» και οι «Πράξεις Αποστόλων», παρουσιάζουν ευχέρεια χρήσης τής Ελληνιστικής Κοινής και αποτελούν ένα από τα πρώτα ιστορικά μνημεία τού χριστιανισμού.
Στον Δυτικό χριστιανικό κόσμο, ο Άγιος Λουκάς είναι προστάτης των καλλιτεχνών, των γιατρών, των χειρουργών, των μαθητών και των χασάπηδων.

Απολυτίκια

Απόστολε Άγιε, και Ευαγγελιστά Λουκά, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν, παράσχη ταις ψυχαίς ημών.
Ακέστωρ σοφώτατος, Ιερομύστα Λουκά, ζωγράφος πανάριστος, της Θεοτόκου Μητρός, εδείχθης Απόστολε, έγραψας μάκαρ, λόγους, δια πνεύματος θείου, έδωκας εννοήσαι, συγκατάβασιν άκραν, Χριστού της παρουσίας, διο πρέσβευε σωθήναι ημάς.

Μεγαλυνάριο (Μικρός Παρακλητικός Κανόνας)

Άλαλα τα χείλη των ασεβών,
των μη προσκυνούντων, την εικόνα σου την σεπτήν,
την ιστορηθείσαν, υπό του Αποστόλου,
Λουκά ιερωτάτου, την οδηγήτριαν.

Ο Άγιος απόστολος και ευαγγελιστής Μάρκος (25 Απριλίου)




παπα Γιώργης Δορμπαράκης

Ο πανεύφημος απόστολος Μάρκος κήρυξε τον Χριστό σε όλη την Αίγυπτο και τη Λιβύη και τη Βαρβαρική και την Πεντάπολη, κατά τους χρόνους του Καίσαρα Τιβερίου. Συνέγραψε δε και το κατ᾽αυτόν άγιο Ευαγγέλιο, καθώς του το εξήγησε ο απόστολος Πέτρος. Όταν βρέθηκε στην Κυρήνη της Πενταπόλεως, έκανε πολλά θαύματα.

Έπειτα πήγε στην κατά τον Φάρο Αλεξάνδρεια και από εκεί στην Πεντάπολη, θαυματουργώντας παντού και κατακοσμώντας τις Εκκλησίες του Χριστού με χειροτονίες επισκόπων και λοιπών κληρικών.
Ύστερα δε αφού ήλθε και πάλι στην Αλεξάνδρεια και βρήκε κάποιους από τους αδελφούς στα παράλια του Βουκόλου, έμεινε μαζί τους, ευαγγελιζόμενος και κηρύττοντας τον λόγο του Θεού. Εκεί επιτέθηκαν σ᾽αυτόν οι προσκυνητές των ειδώλων, γιατί δεν άντεχαν να βλέπουν την πίστη του Χριστού να αυξάνεται, κι αφού τον έδεσαν με σχοινιά, τον έσερναν. Οι σάρκες του έπεφταν πάνω στις πέτρες και ξεσκίζονταν, ενώ το αίμα του κατακοκκίνησε τη γη. Όταν τον έβαλαν στη φυλακή, του φανερώθηκε ο Κύριος, προαναγγέλλοντάς του τη δόξα που επρόκειτο να διαδεχθεί το μαρτύριό του. Μετά από μία ημέρα τον έδεσαν πάλι και τον έσυραν στις πλατείες. Και καθώς σπαράττονταν και κομματιαζόταν στις πέτρες, παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό.

Κατά την εμφάνισή του ήταν περίπου έτσι: δεν ήταν ούτε τεραστίων διαστάσεων ούτε όμως μικρόσωμος και μαζεμένος. Ήταν ευπρεπής και καλοσχηματισμένος, έχοντας λίγα άσπρα μαλλιά και γένια, γιατί ήταν μεσήλικας. Είχε λίγο μακριά μύτη και δεν φαινόταν η ιουδαϊκή κατατομή του προσώπου του. Τα φρύδια ήταν μαζεμένα, ενώ τα γένια ήταν βαθιά. Η κεφαλή στεκόταν ψηλά και η κράση της χροιάς του προσώπου ήταν άριστη. Επί πλέον απέπνεε μεγάλη συμπάθεια και ήταν καλοσυνάτος προς όλους που τον πλησίαζαν, σαν να αντιφέγγιζαν με τις χάρες του σώματος οι αρετές της ψυχής. Τελείται δε η σύναξή του στο πάνσεπτο Αποστολείο του, που βρίσκεται κοντά στον Ταύρο᾽.
Τρία είναι τα βασικά σημεία της ακολουθίας του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Μάρκου, η οποία μάλλον αποτελεί ποίημα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους: η σχέση του με τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, η συγγραφή του ευαγγελίου του, η δράση του στην περιοχή της Αλεξάνδρειας με το επακολουθήσαν αυτήν μαρτύριο. Ήδη απαρχής τονίζει ότι ῾έγινε συνοδοιπόρος του αποστόλου Παύλου και διήλθε μαζί του όλη τη Μακεδονία, όμως στη Ρώμη αναδείχτηκε ο γλυκός ερμηνευτής του κηρύγματος του Πέτρου, ενώ στην Αίγυπτο που κατεξοχήν κήρυξε έδωσε τη ζωή του με μαρτυρικό τρόπο᾽ (῾Συνοδοιπόρος εγένου του σκεύους της εκλογής και συν αυτώ διήλθες όλην Μακεδονίαν· εν Ρώμη δε φοιτήσας, του Πέτρου ηδύς ερμηνεύς αναδέδειξαι· και ανεπαύσω αθλήσας θεοπρεπώς εν Αιγύπτω, Μάρκε πάνσοφε᾽) (στιχηρό εσπερινού).

Η σχέση του βεβαίως με τους αποστόλους Παύλο και Πέτρο δεν είναι ισομερής. Ο υμνογράφος ενώ κάνει μνεία της ακολουθίας του αποστόλου Παύλου από τον άγιο Μάρκο στο παραπάνω τροπάριο, δεν αναφέρει πουθενά αλλού κάτι από τη σχέση τους, και τούτο διότι ως γνωστόν ο απόστολος Παύλος δεν θέλησε να συνεχίσει να έχει ως συνεργάτη του τον νεαρό τότε Ιωάννη Μάρκο, ανεψιό του μάλιστα, λόγω προφανώς της αδυναμίας αυτού να παρακολουθήσει τον πυρετώδη ρυθμό της ιεραποστολικής δράσεως του ίδιου. Αντιθέτως, επανειλημμένως ο άγιος Θεοφάνης αναφέρεται στην ιδιαίτερη σχέση που ανέπτυξε ο απόστολος Πέτρος με τον Μάρκο, θεωρώντας τον πρωτόθρονο απόστολο ως κατεξοχήν δάσκαλο εκείνου, τόσο που το άγιο ευαγγέλιο του Μάρκου να είναι μία καταγραφή τελικώς της διδασκαλίας του Πέτρου. Από τα ένδεκα περίπου τροπάρια που περιγράφουν τη σχέση μαθητείας του Μάρκου με τον Πέτρο εντελώς δειγματοληπτικά σημειώνουμε τα παρακάτω: ῾Μαθήτευσες στον σοφό Πέτρο και πλούτισες από την υιική σχέση σου μαζί του, Μάρκε πανσέβαστε, γι᾽αυτό και αναδείχτηκες μυσταγωγός των μυστηρίων του Χριστού᾽(῾Πέτρω τω σοφώ μαθητευθείς και την εκείνου πλουτήσας υιότητα, Μάρκε παναοίδιμε, μυσταγωγός εδείχθης μυστηρίων Χριστού᾽) (ωδή α´). ῾Ακολούθησες τον Πέτρο, σοφέ, και σαν μαθητής του διατύπωσες με σοφό τρόπο το ευαγγέλιο, μαζεύοντας το φως της θεολογίας από αυτόν, απόστολε᾽(῾Τω Πέτρω επόμενος, σοφ´, σοφώς το ευαγγέλιον, ως μαθητής αυτού, διετύπωσας, θεολογίας το φως δρεψάμενος παρ᾽αυτού, απόστολε᾽) (ωδή γ´). ῾Χρημάτισες συ υιός του μεγάλου Πέτρου και καθώς φωτιζόσουν από τις διδαχές αυτού πάντοτε, λάμπρυνες τις ψυχές αυτών που σε πλησίαζαν με θερμό τρόπο, Μάρκε Κυρίου απόστολε᾽ (῾Συ του Πέτρου του μεγάλου υιός εχρημάτισας, και ταις τούτου διδαχαίς φωτιζόμενος πάντοτε, τας ψυχάς ελάμπρυνας των σοι θερμώς προσομιλούντων, Μάρκε, Κυρίου απόστολε᾽) (ωδή ε´).

Ο άγιος υμνογράφος σε πολλούς ύμνους του επίσης εξυμνεί τα σχετικά με το ευαγγέλιο που συνέγραψε ο απόστολος Μάρκος. Και βεβαίως, όπως είδαμε, θεωρεί ότι το ευαγγέλιο του Μάρκου συνιστά καταγραφή της διδασκαλίας του Πέτρου - ῾Ο Πέτρος ο κορυφαίος, ένδοξε, σε μυσταγώγησε σαφώς να συγγράψεις το ιερό ευαγγέλιο᾽(῾Ο Πέτρος σε ο κορυφαίος, ένδοξε, σαφώς εμυσταγώγησεν, Ευαγγέλιον συγγράψαι το σεπτόν᾽) (ωδή ς´) – όμως δεν παύει να σημειώνει ότι κύρια πηγή φωτισμού του ήταν τελικώς η ίδια η χάρη του αγίου Πνεύματος. ῾Από τον Θεό έλαβες τη χάρη του Πνεύματος...και κήρυξες το θείο Ευαγγέλιο᾽ (῾Εξ ύψους λαβών την χάριν την του Πνεύματος...το θείον κηρύξας ευαγγέλιον᾽) (Κοντάκιο). ῾Από τον οίκο του Κυρίου βγήκες σαν πηγή, απόστολε, και ποτίζεις πλούσια τις χέρσες καρδιές με τα ρεύματα του Πνεύματος᾽(῾Εκ του οίκου του Κυρίου πηγή εξελήλυθας και ποτίζεις τας χερσώδεις καρδίας τοις ρεύμασι δαψιλώς του Πνεύματος᾽) (ωδή ε´). Κι είναι ευνόητο ότι ο υμνογράφος αναφερόμενος στο θείο ευαγγέλιο του Μάρκου εννοεί όχι μόνο τη γραπτή του διάσταση αλλά και την προφορική. Ο άγιος Μάρκος δηλαδή και προ και μετά την καταγραφή του ευαγγελίου του υπήρξε μέγας κήρυκας του ευαγγελικού λόγου. Κι αυτό που κήρυσσε, αυτό και κατέγραψε, και χάριν αυτού, δηλαδή χάριν του αγαπημένου του Κυρίου, έδωσε και τη ζωή του.

Όπως όλοι οι απόστολοι ο άγιος Μάρκος υπήρξε και μάρτυρας της πίστεως. Και τι κήρυσσε; Και τι συνέγραψε; Μα τι άλλο εκτός από τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, τα θεία Του πάθη, τη σεπτή Ανάστασή Του, την ανάβασή Του προς τον Πατέρα! ῾Έγινες συγγραφέας των θείων δογμάτων του Χριστού και καταφώτισες όλη τη γη, κηρύσσοντας τη σάρκωσή Του και τα θεία Πάθη, τη σεπτή Ανάσταση και την ανάβαση προς τον Πατέρα᾽(῾Δογμάτων των θείων συγγραφεύς του Χριστού γενόμενος, πάσαν την γην κατεφώτισας, αυτού την σάρκωσιν, και τα θεία πάθη, την σεπτήν ανάστασιν, και την προς τον Πατέρα ανάβασιν κηρύξας, πάνσοφε᾽) (στιχηρό αίνων).

Η δράση του αποστόλου Μάρκου κυρίως στην περιοχή της Αιγύπτου και της Αλεξανδρείας, δράση που κατέληξε στο μαρτύριο, εξηγεί επαρκώς το γεγονός ότι η Αίγυπτος πανηγυρίζει επί τη μνήμη του αγίου Μάρκου, τον οποίο θεωρεί ως πολιούχο της. ῾Ας υμνολογήσουμε άξια τον μέγα πολιούχο της Αιγύπτου᾽ (῾Της Αιγύπτου μέγαν πολιούχον αξίως υμνήσωμεν᾽) (στιχηρό εσπερινού). Κατανοείται μάλιστα ως δώρο του Θεού σ᾽αυτήν: ῾Ο σεπτός απόστολος Μάρκος δωρήθηκε ως ιεράρχης στους Αιγυπτίους᾽ (῾Μάρκος ο σεπτός Απόστολος, τοις Αιγυπτίοις Ιεράρχης δεδώρηται᾽) (Θεοτοκίο ωδής θ´). Δεν διστάζει μάλιστα ο άγιος Θεοφάνης να κάνει και το συσχετισμό: ῾την Αίγυπτο που ήταν βυθισμένη πριν στο σκοτάδι της άγνοιας, Κύριε, την φώτισες όταν ως βρέφος γεννήθηκες από την Παρθένο θεομήτορα (και κατέφυγες λόγω του Ηρώδη σ᾽αυτήν). Τώρα έκανες μέρος του θριάμβου Σου τα ιερά της, με τις διδαχές του θεηγόρου Μάρκου, φιλάνθρωπε᾽ (῾Την Αίγυπτον, την πριν εν σκότει, Κύριε, Παρθένου Θεομήτορος κατελάμπρυνας ως βρέφος προελθών, ταύτης θριαμβεύσας τα σεβάσματα ταις διδαχαίς του θεηγόρου Μάρκου, φιλάνθρωπε᾽) (θεοτοκίο ωδής ς´). Το μαρτύριο του αγίου Μάρκου εννοείται, τέλος, ότι αποτελεί αποκορύφωση της δικής του δόξας. Η εν Χριστώ δόξα κατανοείται ως μετοχή της δόξας του Χριστού, δηλαδή ως μετοχή του Πάθους και του Μαρτυρίου Του. Συνεπώς τότε δοξάζεται ένας άγιος, όταν βρίσκεται στο μαρτύριο και δι᾽αυτού εισέρχεται θριαμβευτής στον Παράδεισο. Ακριβώς τούτο σημειώνει και ο συναξαριστής, όταν περιγράφει την εμφάνιση του Κυρίου στον Μάρκο ευρισκόμενο στη φυλακή, τούτο σημειώνει και ο υμνογράφος, ιδιαιτέρως στους στίχους του συναξαρίου: ῾Σύροντας στη γη τον Μάρκο οι δολοφόνοι, αγνοούσαν ότι τον έστελναν στους ουρανούς᾽(῾Σύροντες εις γην Μάρκον οι μιαιφόνοι, προς ουρανούς πέμποντες αυτόν ηγνόουν᾽).

Ερώτηση: Ποιοι ήταν οι δώδεκα (12) μαθητές / απόστολοι του Ιησού Χριστού;



Απάντηση:
Η λέξη «μαθητής» αναφέρεται σε κάποιον που «μαθαίνει» ή «ακολουθεί». Η λέξη «απόστολος» αναφέρεται σε «κάποιον που στέλνεται». Όταν ο Ιησούς ήταν στη γη, οι δώδεκα ονομάζονταν μαθητές. Οι δώδεκα μαθητές ακολουθούσαν τον Ιησού Χριστό, μάθαιναν από Αυτόν, και εκπαιδεύονταν από Αυτόν. Μετά την ανάσταση του Ιησού και την ανάληψη, ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές έξω (Κατά Ματθαίον 28:18-20, Πράξεις 1:8) να είναι μάρτυρές Του. Τότε αναφέρονταν ως δώδεκα απόστολοι. Ωστόσο, ακόμα κι όταν ο Ιησούς ήταν στη γη, οι όροι μαθητές και απόστολοι χρησιμοποιούνταν εναλλακτικά, καθώς ο Ιησούς τους εκπαίδευε και τους έστελνε έξω.

Οι πρώτοι δώδεκα μαθητές / απόστολοι είναι καταγεγραμμένοι στο Κατά Ματθαίον 10:2-4, «Τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Ιησού είναι τα εξής: Πρώτος ο Σίμων, που λέγεται Πέτρος, κι ο αδερφός του ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος, γιος του Ζεβεδαίου, κι ο αδερφός του ο Ιωάννης, ο Φίλιππος κι ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς κι ο Ματθαίος ο τελώνης, ο Ιάκωβος, γιος του Αλφαίου, και ο Λεββαίος, που επονομάστηκε Θαδδαίος, ο Σίμων ο Κανανίτης κι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, αυτός που τον πρόδωσε». Η Αγία Γραφή αναφέρει επίσης τα ονόματα των δώδεκα μαθητών / αποστόλων στο Κατά Μάρκον 3:16-19 και στο Κατά Λουκά 6:13-16. Στη σύγκριση των τριών περικοπών, υπάρχουν μερικές ελάχιστες διαφορές στα ονόματα. Φαίνεται πως ο Θαδδαίος ήταν επίσης γνωστός ως «Ιούδας, γιος του Ιακώβου» (Κατά Λουκά 6:16) και ο Λεββαίος (Κατά Ματθαίον 10:3). Ο Σίμων ο Ζηλωτής ήταν επίσης γνωστός ως Σίμων ο Κανανίτης (Κατά Μάρκον 3:18). Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, που πρόδωσε τον Ιησού, αντικαταστάθηκε από τον Ματθία (βλέπε Πράξεις 1:20-26). Μερικοί δάσκαλοι της Βίβλου βλέπουν τον Ματθία ως «άκυρο» μέλος των δώδεκα αποστόλων, και πιστεύουν ότι ο Απόστολος Παύλος ήταν η επιλογή του Θεού για να αντικαταστήσει τον Ιούδα τον Ισκαριώτη σαν δωδέκατος απόστολος.

Οι δώδεκα μαθητές / απόστολοι ήταν συνηθισμένοι άντρες που τους χρησιμοποίησε ο Θεός με έναν ασυνήθιστο τρόπο. Ανάμεσα στους δώδεκα ήταν ψαράδες, ένας τελώνης, και ένας επαναστάτης. Η Αγία Γραφή καταγράφει τις συνεχείς αποτυχίες, δυσκολίες, και αμφιβολίες αυτών των δώδεκα αντρών που ακολούθησαν τον Ιησού Χριστό. Αφού είδαν την ανάσταση του Ιησού και την ανάληψή Του στον Ουρανό, το Άγιο Πνεύμα μεταμόρφωσε τους μαθητές / αποστόλους σε δυνατούς άντρες του Θεού που «αναστάτωσαν την οικουμένη» (Πράξεις 17:6). Τι διαφορετικό είχαν; Οι δώδεκα απόστολοι / μαθητές «ήταν με τον Ιησού» (Πράξεις 4:13). Μακάρι το ίδιο να ειπωθεί και για μας!

ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ Του πρ. Γεωργ. Κουγιουμτζόγλου



                           Απόστολοι ονομάζονται οί Δώδεκα μαθητές του Κυρίου πού άφησαν τα πάντα καί ακολούθησαν τον Κύριο σε όλη τη δημόσια διακονία Του μέχρι της Αναλήψεως. Στή συνέχεια μετά την έπι φοίτηση του Άγιου Πνεύματος, έγιναν κήρυκες καί μάρτυρες της πίστεως στον Χριστό προς λύτρωση της ανθρωπότητας από την αμαρτία καί συνέβαλαν στην εξάπλωση της Βασιλείας του Θεού στη γη.
Το ιερό καί τιμητικότατο αυτό όνομα δόθηκε από τον ίδιο τον Κύριο στους Μαθητές Του, όταν διανυκτέρευσε στο ορός προσευχόμενος' τότε, «προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού, καί έκλεξάμενος άπ' αυτών δώδεκα, ους καί Αποστόλους ώνόμασεν...» (Λουκ. στ', 12-13).
    Οι Ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος καί Ιωάννης χρησιμοποιούν περισσότερο το όνομα «οι Δώδεκα», ό δε Λουκάς καί Παύλος το «Απόστολοι». Αργότερα χρησιμοποιείται ή λέξη σε ευρύτερη έννοια καί ονομάζονται Απόστολοι καί άλλοι πλην των Δώδεκα, (οί εβδομήκοντα), αλλά καί οί συνεργάτες αυτών.
    Κατάλογοι των ονομάτων των δώδεκα Αποστόλων υπάρχουν τέσσερις: Ματ. ι', 2' Μαρ. γ', 13' Λουκ. στ', 14 καί Πράξ. α', 13. Οί κατάλογοι αυτοί συμφωνούν μόνο στον πρώτο, τον Πέτρο καί τον τελευταίο τον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Ή διαφωνία - ασυμφωνία τους οφείλεται στο γεγονός ότι οι Ιουδαίοι συνήθιζαν να έχουν δύο ονόματα καί άλλοι Ευαγγελιστές αναφέρουν το πρώτο, ενώ άλλοι προτιμούν το δεύτερο.
    Κατά την εκλογή των Μαθητών Του, ό Κύριος έσταμάτησε στον αριθμό δώδεκα, γιατί όπως οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ, οί δώδεκα Πατριάρχες, θεωρούνται σι αρχηγοί των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, δηλαδή όλου του Ιουδαϊσμού, έτσι καί οί Δώδεκα αυτοί πρώτοι Μαθητές του Κυρίου, έγιναν οι πνευματικοί αρχηγοί του νέου Ισραήλ, δηλαδή του Χριστιανισμού. Άλλα καί διότι τα δωδέκα κουδουνάκια στο κάτω μέρος του χιτώνα του Άρχιερέως Ααρών πού κουδούνιζαν, όταν βημάτιζε στη Σκηνή, τους δώδεκα Αποστόλους εδήλωναν, πού ήχησαν (κουδούνισαν) καί έκήρυξαν σε ολόκληρη την οικουμένη το Ευαγγέλιο της άπολυτρώσεως. Γι' αυτό καί ό Ώσηέ προφήτευσε ότι δώδεκα δρύες θα ακολουθήσουν τον Θεό πού θα φανεί στη γη.
    Έκτος από τους Δώδεκα, ό Κύριος εξέλεξε καί τους «Εβδομήκοντα», οι όποιοι κατά διαλείμματα Τον ακολουθούσαν. Αυτούς απέστειλε για να προετοιμάσουν το έδαφος απ' όπου επρόκειτο να περάσει καί να διδάξει (Λουκ. Γ, 1). Καί ό αριθμός αυτός ανταποκρίνεται προς τους εβδομήκοντα εκείνους Πρεσβυτέρους τους οποίους ό Μωυσής, κατ' εντολή του Θεού, εξέλεξε ως βοηθούς του. Αποδεικνύεται έτσι ότι τα παραδείγματα της Παλαιάς είναι σύμφωνα με τα της Καινής Διαθήκης.
    Μεταξύ των Δώδεκα ό Κύριος είχε τρεις, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο καί τον Ιωάννη οί όποιοι αποτελούσαν το στενότερο κύκλο Του καί παρευρίσκονταν μόνο αυτοί σε εξαιρετικές περιπτώσεις, (ανάσταση της κόρης του Ίαείρου, στη Μεταμόρφωση, στην προσευχή της Γεσθημανής). Τον πρώτο, γιατί αγάπησε τον Χριστό «σφόδρα». Τον τρίτο, γιατί αγαπήθηκε από τον Χριστό «σφόδρα». Καί τον δεύτερο, γιατί μπορούσε να πιει το ποτήρι του θανάτου το οποίο καί ό Κύριος ήπιε.
    Οι δώδεκα Απόστολοι πού εξέλεξε ό Κύριος για να μυήσει στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, ώστε να συνεχίσουν αργότερα το έργον Του, ούτε μόρφωση είχαν ούτε από ανώτερη κοινωνική τάξη του Ιουδαϊσμού προέρχονταν. Όλοι κατάγονταν από την πτωχή καί καθυστερημένη πολιτιστικά Γαλιλαίο, εκτός από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, που προερχόταν από την Ιουδαία. Ήσαν άνθρωποι απλοί, βιοπαλαιστές, αλιείς στο επάγγελμα καί τελώνες, αλλά με αγνά θρησκευτικά ενδιαφέροντα καί με πίστη στον Θεό του Ισραήλ καί στις Μεσσιανικές παραδόσεις. Οι υιοί του Ζεβεδαίου ήσαν σχετικά εύποροι, γιατί καί πλοίο ιδιόκτητο είχαν καί γνωριμίες με τους Αρχιερείς της Ιερουσαλήμ διατηρούσαν, Ή εξωτερική τους εμφάνιση προξενούσε την εντύπωση ότι ήσαν άνθρωποι «αγράμματοι καί ιδιώται» (Πράξ. δ', 13). Είχαν όμως την Άποστολικότητα: Ήσαν αυτόπτες καί ακόλουθοι του Κυρίου, (γεγονός πού συνιστά την εξωτερική μαρτυρία ενώπιον των ανθρώπων) καί είχαν την άνωθεν κλήση καί αποστολή {εσωτερικό γνώρισμα της άποστολικότητας). Τ' ανωτέρω σημαίνουν ότι ή αυθεντία των Αποστόλων, κατά τη δράση τους στην Εκκλησία, στηριζόταν στον ίδιο τον Θεό. "Ετσι συνέχισαν το έργο του Διδασκάλου τους κινούμενοι διαρκώς από πόλη σε πόλη καί χει-ροτονουντες κατάλληλους διαδόχους.
Αυτούς τους δώδεκα ιερούς Αποστόλους έχουμε χρέος όλοι οί Χριστιανοί να τιμούμε καί να γεραίρουμε σαν φωστήρες του κόσμου, κήρυκες της ευσέβειας καί καταλύτες της πλάνης. Καί κάνω άπ' όλα να τους γνωρίζουμε.
Πρώτος Απόστολος είναι ό Πέτρος, ό κορυφαίος των Αποστόλων, ό όποιος προηγουμένως ονομαζόταν Σίμων. Ήταν έγγαμος ψαράς, αγράμματος, αδελφός του Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, από τη Βηθσαϊδα της Γαλιλαΐας, υιός του Ίωνα.
Αυτόν τον Απόστολο μακάρισε ό Κύριος καί τον ονόμασε Πέτρο, ενώ την πίστη του απεκάλεσε πέτρα πάνω στην όποια απεφάσισε να οικοδομήσει την Εκκλησία Του. «Μακάριος ει, Σΐμων Βαριωνα... συ ει Πέτρος, καί έπι ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, καί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματ. ιστ', 17, 18).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο πρώτα στην Ιουδαία καί Αντιόχεια ακολούθως στη Μικρά Ασία καί κατέληξε στη Ρώμη. Επειδή εκεί ένίκησε με υπερφυσικό τρόπο το μάγο Σίμωνα, σταυρώθηκε από τον αυτοκράτορα Νέρωνα κατακέφαλα, (πάνω τα πόδια - κάτω το κεφάλι), όπως ό ίδιος το ζήτησε καί έτσι έλαβε το άφθαρτο στεφάνι του μαρτυρίου, μεταξύ των ετών 66 καί 69, αφού άφησε δύο καθολικές επιστολές στην Εκκλησία του Χρ
ιστού.
Δεύτερος1είναι ό Ανδρέας, ό Πρωτόκλητος, ο αδελφός του Πέτρου.
Υπήρξε ενωρίτερα μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, αλλά τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον Χριστό. Προσέλκυσε καί τον αδελφό του λέγοντας: «Εύρήκαμεν τον Μεσσίαν». Θεωρείται ιδρυτής της Εκκλησίας της Κων/πόλεως.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο σε όλα τα παραθαλάσσια μέρη της Μαύρης θάλασσας, Βιθυνίας καί Βυζαντίου. Αργότερα μέσω Θράκης καί Μακεδονίας κατήλθε μέχρι την Αχαΐα. Στήν Πάτρα ενήργησε πολλά θαύματα καί επειδή πολλοί επίστευαν στον Χριστό ό Ανθύπατος της πόλεως Αιγεάτης έκάρφωσε τον Απόστολο του Χρίστου σε ένα Σταυρό ανάποδα κι' εκεί παρέδωσε το πνεύμα του. Το λείψανο του μετά από πολλά χρόνια μεταφέρθηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως.
Τρίτος Απόστολος είναι ό Ιάκωβος, ό του Ζεβεδαίου, αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου καί Ευαγγελιστού.
Είναι ό τρίτος της τριάδος Απόστολος, τον όποιον ό Κύριος ελάμβανε μαζί με τον Πέτρο καί Ιωάννη ιδιαιτέρως στίς προσευχές, αλλά καί στη Μεταμόρφωση Του.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο σ' ολόκληρη την Ιουδαία. Ό Ηρώδης όμως ό Άγρίππας για την πολλή παρρησία πού είχε, τον έθανάτωσε με μαχαίρι το 44
μ.Χ. καί έτσι έγινε ό δεύτερος μάρτυρας της πίστεως μας μετά τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο ( 43 μ.Χ.).
Τέταρτος είναι ό Ιωάννης ό Ευαγγελιστής καί Θεολόγος, αδελφός του Ιακώβου.
Είναι ό Απόστολος πού αγαπήθηκε από τον Χριστό «σφόδρα» καί ό έπιπεσών έπι το στήθος Αυτού. Ό Ιωάννης έχει λάβει τα περισσότερα επίθετα: Απόστολος, Ευαγγελιστής, Θεολόγος, Μαθητής της αγάπης, Ήγαπημένος μαθητής, Επιστήθιος, Παρθένος, Βοανεργές - υιός της Βροντής.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία. Εξορίστηκε στην Πάτμο, όπου πλήθη απίστων προσήλθαν στο Χριστιανισμό. Όταν επέστρεψε στην Εφεσο αναπαύθηκε εν ειρήνη (περίπου 95 χρονών). Ενωρίτερα μας άφησε το Ευαγγέλιο του, τρεις Καθολικές επιστολές καί την Αποκάλυψη.
Πέμπτος Απόστολος του Χριστού είναι ό Φίλιππος ό από Βηθσαϊδα της Γαλιλαίος, συμπατριώτης του Ανδρέου καί Πέτρου.
Είναι αυτός πού είπε στο Ναθαναήλ «όν έγραψε Μωσής καί Προφήται εύρήκαμεν,Ίησούν τον υίόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ίω. α', 46).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία (Λυδία καί Μυσία) καί στην Ίεράπολη μαζί με τον Βαρθολομαίο (Ναθαναήλ) καί την αδελφή του Μαριάμνη. Μαρτύρησε τρυπημένος στους αστραγάλους καί καρφωμένος σ' ένα ξύλο στην Ίεράπολη. Λόγω σεισμού πού ακολούθησε οι συνοδοί του αφέθησαν ελεύθεροι.
Εκτος Είναι ό Βαρθολομαίος ή Ναθαναήλ.
Όταν ό φίλος του Φίλιππος του είπε για τον Χριστό τ' άνωτέρω καί πλησίασε, ό Χριστός τον προϋπάντησε λέγοντας: «Ιδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ εστί» (Ίω. α', 48).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ινδούς, οι όποιοι ονομάζονταν Ευδαίμονες καί τους παρέδωσε το κατά Ματθαίον Εύαγγέλιον. Από τους απίστους όμως σταυρώθηκε στην Ούρβανούπολη. Εκεί παρέδωσε το πνεύμα του καί έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.
Εβδομος Απόστολος είναι ό Θωμάς πού λεγόταν καί Δίδυμος.
Είναι ό Μαθητής πού για την απιστία του είπε ό Κύριος: «Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ίω. κ', 27) καί αυτός ψηλαφώντας Τον είπε: «Ό Κύριος μου καί ό Θεός μου» (κ', 28).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο του Χρίστου στους Πάρθους, Μήδους, Πέρσες καί Ινδούς. Ό Βασιλεύς των τελευταίων, επειδή ό Θωμάς έβάπτισε καί τον υιό του, τον φυλάκισε καί τελικά τον καταδίκασε σε θάνατο: Οι στρατιώτες τον κατατρύπησαν με τις λόγχες τους.
Ογδοος είναι ό Ματθαίος, ό Τελώνης, αδελφός του Ιακώβου του Άλφαίου.
Είναι αυτός που ακολούθησε τον Χριστό αφού εγκατέλειψε «την ύπηρεσίαν του». Μετά το μεγάλο δείπνο πού προσέφερε στον Χριστό έγινε Απόστολος καί Ευαγγελιστής. Το Ευαγγέλιο του το έγραψε στην Αραμαική γλώσσα οκτώ χρόνια μετά την Πεντηκοστή, αργότερα όμως μεταφράστηκε στα Ελληνικά.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους καί Μήδους στους οποίους ίδρυσε Εκκλησία, μετά από πολλά θαύματα πού έκανε σ' αυτούς. Τελικά θανατώθηκε από τους άπιστους δια πύρας.
Ενατος είναι ό Ιάκωβος ό υιός του Άλφαίου, αδελφός του Λευί δηλ. του Ματθαίου.
Λέγεται καί Ιάκωβος ό μικρός, προς διάκριση από τον Ιάκωβο το μεγάλο, τον αδελφό του Ιωάννου, αλλά καί προς διάκριση από τον Ιάκωβο τον Άδελφόθεο.
Ό τόπος στον όποιο έκήρυξε ό Απόστολος Ιάκωβος δεν είναι εξακριβωμένος. Αναγράφεται ότι έκήρυξε στα έθνη καί ονομάστηκε σπέρμα θειο. Κηρύττοντας καί ελέγχοντας τους απαίδευτους λαούς κρεμάστηκε σε σταυρό καί έτσι παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό.

Δέκατος Απόστολος είναι ό Σίμων ό Κανανίτης δηλ. ό Ζηλωτής, από την Κανά της Γαλιλαίας.
Ό Σίμων ανήκε στο κόμμα των Ζηλωτών (πού στα Αραμαικά
ό ζηλωτής λέγεται Κanana καί με Ελληνική κατάληξη Κανανίτης = Ζηλωτής) καί διατήρησε την ονομασία του αυτή καί ως Απόστολος, (όπως καί ό Ματθαίος ό Τελώνης).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στη Μαυριτανία καί γενικά στην Αφρική. Τελικά μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο.
Ενδέκατος είναι ό Ιούδας Ιακώβου, τον οποίο ό Ματθαίος ονομάζει Λεββαϊο ή Θαδδαΐο.
Ό Ιούδας, δηλαδή αυτός διακρινόμενος από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον προδότη, είναι αδελφός του Ιακώβου του Αδελφό-θεού καί επομένως υιός του Ιωσήφ του μνήστορος. Αρα είναι «αδελφός» του Κυρίου. Λεββαΐος σημαίνει θαρραλέος καί Θαδ-δαϊος (στα Αραμαικά) σημαίνει μεγάθυμος, μεγαλόψυχος. Είναι συγγραφεύς της Καθολικής επιστολής Ιούδα.
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία καί έφώτισε τα ευρισκόμενα στη χώρα αυτή έθνη. Πήγε καί στην Εδεσσα, οπού έθεράπευσε τον Τοπάρχη. Τελικά τον κρεμάσανε καί τον θανάτωσαν με έκτοξευόμενα βέλη.
Δωδέκατος Απόστολος τον Χριστού είναι ό Ματθίας, στη θέση του προδότη Ιούδα.
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οί Απόστολοι, αφού έπιλέξανε δύο, τους καταλληλότερους από τους έβδομήκοντα Αποστόλους, έβαλαν κλήρο «καί προσευξάμενοι... επεσεν ό κλήρος έπι Ματθίαν καί συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα Αποστόλων» (Πράξ. α', 24.26).
Έκήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στην Αιθιοπία καί αφού ύπέμεινε πολλά βασανιστήρια από τους απίστους παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.
    Οί ανωτέρω πανεύφημοι Απόστολοι, οί δώδεκα καί οί ανήκοντες στον ευρύτερο κύκλο των εβδομήκοντα, μαζί με τίς σεπτές Μυροφόρες καί πιστές ακόλουθες του Κυρίου, αυτοί όλοι, πού ήσαν εκατόν είκοσι (120) στον αριθμό (Πράξ. α', 15), πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν έβαπτίστηκαν με το βάπτισμα δι' ύδατος, αλλά βαπτίστηκαν την ήμερα της Πεντηκοστής «εν Πνεύματι Άγίω».

    Πρώτον γιατί ό Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει φανερά ότι ό Ιησούς δεν έβάπτιζε «...ό Ιησούς ουκ έβάπτιζε, άλλ' οί Μαθηταί αυτού» (Ίω. δ', 2) καί δεύτερον γιατί ό μεν Πρόδρομος έκήρυξε λέγοντας για τον Κύριο: «Εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι, αυτός δε βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι Άγίω καί πυρί» (Λουκ. γ', 16), ό δε Χριστός το έβεβαίωσε λέγοντας: «Ιωάννης μεν έβάπτισε ύδατι, ύμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Άγίω ου μετά πολλας ταύτας ημέρας» (Πράξ. α', 5). Ή υπόσχεση αυτή του Κυρίου πραγματοποιήθηκε την ήμερα της Πεντηκοστής: «Καί εγένετο αφνω έκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας... καί ώφθησαν αυ-τοϊς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ώσεί πυρός, έκάθισέ τε έφ' ένα έκα-στον αυτών καί έπλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Άγιου» (Πράξ. β', 2-4). Γι' αυτό δεν χρειάστηκαν άλλο βάπτισμα. Το ίδιο πιστοποιεί καί ό θειος Γρηγόριος ό Παλαμάς λέγοντας ότι το ύπερώον στο όποιο κατήλθε το Αγιον Πνεύμα, έγινε κολυμβήθρα στην όποια βαπτίστηκαν όλοι οί Απόστολοι καί οί λοιποί εκεί ευρισκόμενοι. Άλλα καί ό Αγιος Χρυσόστομος, στην ερμηνεία του Ευαγγελίου, αναφέρει ότι οί Απόστολοι βαπτίστηκαν από το βάπτισμα του Άγιου Πνεύματος κατά την ήμερα της Πεντηκοστής.
****************
1. Ό Αγιος Νικόδημος, δεύτερο Απόστολο, αναφέρει, τον Παύλο, το σκεύος εκλογής του Χρίστου, ό όποιος υπερνίκησε όλους τους Αποστόλους στο ζήλο της πίστεως καί στους κόπους. Αυτός έκήρυξε τον Χριστό από Ιεροσολύμων μέχρι του Ιλλυρικού, όπως ό ίδιος αναφέρει καί έφθασε στη Ρώμη αποκεφαλίστηκε.
 
Από το βιβλίο "Λατρευτικό Εγχειρίδιο"

ΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΕΣ

Ευαγγελιστής Ιωάννης


Ευαγγελιστής Ιωάννης
John the Theologian.jpg
Ο απόστολος Ιωάννης
Γέννηση 1ος αιώνας, Γαλιλαία
Κοίμηση περ. 104 μ.Χ., Έφεσος-Μικρά Ασία
Εορτασμός 8 Μαΐου
Σημαντικές ημερομηνίες 49 μ.Χ. Αποστολική Σύνοδος
Τίτλος Απόστολος


Ο Απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης ή Ιωάννης ο θεολόγος, ήταν ένας εκ των μαθητών και αποστόλων του Ιησού Χριστού. Είναι ο συγγραφέας του τετάρτου και εκτενούς ευαγγελίου καθώς και ο συγγραφέας του βιβλίου της Αποκαλύψεως και τριών καθολικών επιστολών. Πήρε την ονομασία θεολόγος εξ αιτίας των υψηλών θεολογικών νοημάτων του ευαγγελίου που συνέγραψε και συγκεκριμένα της σημαντικής χριστολογίας που ανέπτυξε. Υπήρξε από τους πλέον αγαπημένους μαθητές του Κυρίου, ο οποίος διακρινόταν για την αγάπη του και για το οικουμενικό πνεύμα της διδασκαλίας του. Μετά την φυγή του από τα Ιεροσόλυμα κήρυξε κυρίως στη Μικρά Ασία και κοιμήθηκε εν ειρήνη σε μεγάλη ηλικία, πιθανώς στην πόλη της Εφέσου.


Βίος

Καινή Διαθήκη

Ο Ιωάννης ήταν γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιακώβου, ο οποίος αποκεφαλίστηκε το 44 στα Ιεροσόλυμα από τον Ηρώδη Αγρίππα (Πράξεις 12, 2). Μητέρα του ήταν η Σαλώμη (Ματθαίος 27, 56. Μάρκος 15, 40) η οποία αναφέρεται από τον ίδιο το Ιωάννη ως αδελφή της Θεοτόκου. Επειδή όμως αυτή η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται από τα υπόλοιπα ευαγγέλια, εικάζεται πως ήταν αδελφή του Ιωσήφ και άρα κουνιάδα της[1]. Ο ίδιος ήταν ψαράς στο επάγγελμα και πιθανώς ανήκε σε εύπορη οικογένεια, αφού οικογενειακώς διέθεταν σκάφος αλιείας και μισθωτούς (Μάρκος 1, 20). Ήταν επίσης ακόλουθος του Ιωάννη του βαπτιστή κάτι που δείχνει τη θρησκευτική φύση του και τις μεσσιανικές του ανησυχίες.
Μέσα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης λαμβάνουμε, σε σχέση με τους περισσότερους Αποστόλους, σχετικά αρκετές πληροφορίες. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Κύριος είχε αποκαλέσει τον ίδιο και το αδελφό του βοανεργές δηλαδή "Υιούς τους βροντής". Σύμφωνα με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας και τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό αυτό ειπώθηκε για την υψηλή θεολογική σκέψη τους[2], αλλά σύμφωνα με άλλους ερευνητές αυτό ίσως να προδίδει και τη θυελλώδη ιδιοσυγκρασία τους[3]. Μερικά περιστατικά από το βίο των αδελφών επίσης δεικνύουν ότι ίσως ανήκαν στο κίνημα των ζηλωτών. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Μάρκου (10, 35-45) όπου τα δύο αδέλφια παρακάλεσαν τον Ιησού να τους δώσει εξέχουσα θέση στην επίγεια βασιλεία που θα ίδρυε, παρανοώντας το πραγματικό νόημα της βασιλείας που εννοούσε. Λίγο αργότερα και πριν μπει στα Ιεροσόλυμα ο Ιησούς, οι μαθητές οδηγήθηκαν σε ένα χωριό Σαμαρειτών, οι οποίοι όμως δεν τους δέχτηκαν. Τότε οι Ιωάννης και Ιάκωβος ζήτησαν από τον Κύριο να ρίξει φωτιά στην πόλη, όπως είχε κάνει ο προφήτης Ηλίας, για να τους εξολοθρεύσει (Λουκάς 9, 51-56).
Πρέπει να τονιστεί πως ο Ιωάννης ήταν αρχικώς παρών μαζί με τον Ανδρέα, στην επαφή του Ιησού με τους μέλλοντες μαθητές Του, όπου μάλιστα τον επισκέφτηκαν και στο σπίτι που διέμενε συζητώντας για πολλή ώρα (Ιω. 1, 39-40). Ο Ιωάννης μετά την κλήση του από τον Κύριο χωρίς δισταγμό άφησε την αλιεία και τον ακολούθησε (Ματθαίος 4, 21-22. Μάρκος 1, 19-20. Λουκάς 5, 1-11), ενώ μαζί με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο αποτέλεσε το στενό κύκλο των μαθητών του Κυρίου. Ο Κύριος μάλιστα έδειχνε να τον εμπιστεύεται απερίφραστα, αφού σε αυτόν και τον Πέτρο έδωσε εντολή να ετοιμάσουν το Μυστικό Δείπνο (Λουκάς 22, 8), ενώ του εμπιστεύτηκε τη φροντίδα της μητέρας Του (Ιω. 20, 4). Σημαντικό επίσης επεισόδιο που δείχνει τη μεγάλη οικειότητα και αγάπη που του είχε ο Κύριος είναι το περιστατικό του Μυστικού Δείπνου, όπου ο Πέτρος απευθύνθηκε σε αυτόν να μεσολαβήσει, ώστε να μάθουν ποιος θα τον προδώσει. Ύστερα από τη σύλληψη του Ιησού ο Ιωάννης τον ακολούθησε μέχρι το γνωστό του αρχιερέα Καϊάφα, όπου μάλιστα μεσολάβησε να περάσει και ο Πέτρος (Ιω. 18, 16). Κάτι τέτοιο δείχνει πως πιθανώς ο Ιωάννης ανήκε σε υψηλή κοινωνική τάξη[4]. Στις Πράξεις επίσης βλέπουμε πως οι Πέτρος και Ιωάννης συνεργάζονταν στο ιεραποστολικό έργο αρκετές φορές. Έτσι μαζί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν ενώπιον του συνεδρίου διακηρύσσοντας την πίστη τους (Πράξεις 4, 1-23). Ο Παύλος τέλος ονομάζει τιμητικά τους Πέτρο, Ιάκωβο αδελφόθεο και Ιωάννη στύλους (Γαλάτας 2, 9).

Εξωγραφικές πηγές

Η αρχαία παράδοση της εκκλησίας γενικώς διασώζει πολλές πληροφορίες για τον Ιωάννη. Κατά τον Τερτυλλιανό, ο Απόστολος διώχτηκε στη Ρώμη. Οι διώκτες του μάλιστα τον έβαλαν σε ένα δοχείο με καυτό λάδι, από όπου βγήκε αβλαβής[5]. Στο διωγμό του Δομετιανού εξορίστηκε στην Πάτμο και εκεί έγραψε την Αποκάλυψη. Μετά το θάνατο του Δομετιανού πήγε στην Έφεσο όπου έγραψε το ευαγγέλιο και έδρασε μέχρι το θάνατο του. Ο Ειρηναίος, προγενέστερος του Τερτυλλιανού, αναφέρει πως ο απόστολος ζούσε στη δυτική Μικρά Ασία μέχρι τα χρόνια του Τραϊανού (98-117), πως έγραψε το ευαγγέλιο στην Έφεσο και πως ο Πολύκαρπος Σμύρνης διετέλεσε μαθητής του και ο Παπίας ακροατής του[6]. Κατά τον Ιερώνυμο, ο Ιωάννης έφτασε σε τόσο μεγάλη ηλικία ώστε να μη μπορεί να πηγαίνει μόνος του στο ναό και γι αυτό τον πήγαιναν οι μαθητές του, ενώ δεν είχε πια δύναμη ούτε να κηρύττει[7]. Ο Ειρηναίος τέλος μας διασώζει ιστορία που δείχνει πόσο πολύ αποστρεφόταν τους αιρετικούς. Κατ αυτή την ιστορία όταν έμαθε κάποτε ότι ο αιρετικός γνωστικός Κήρινθος είχε μπει στα λουτρά, προέτρεψε τους μαθητές του να φύγουν αμέσως από εκεί για να μην πέσει η στέγη πάνω τους[8].
Ο Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο το 7ο έτος της βασιλείας τους Τραϊανού[9], περίπου δηλαδή το 104, σε ηλικία πιθανώς πάνω από 100 ετών. Το γεγονός αυτό δημιούργησε διάφορους θρύλους, όπως ότι τελικά δεν πέθανε αλλά ότι αναλήφθηκε, όπως οι Ηλίας και Ενώχ[10]. Επίσης πρέπει να αναφερθεί, πως οπωσδήποτε δεν ευσταθεί η άποψη ότι μαρτύρησε[11], παρά τις όποιες ιστορικές αναφορές των Φιλίππου Σιδήτη και Γεωργίου Αμαρτωλού.

Ο Ιωάννης ο «πρεσβύτερος»

Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησε του ερευνητές έχει να κάνει με την ύπαρξη ενός προσώπου ονομαζόμενου "Ιωάννη Πρεσβυτέρου". Η διάκριση των δύο προσώπων, δηλαδή πρεσβυτέρου και θεολόγου, στηρίζεται στις περιγραφές του Παπία Ιεραπόλεως που διασώζει ο ιστορικός Ευσέβιος[12]. Συγγραφέας του Ευαγγελίου και της Αποκάλυψης, κατ αυτή την πηγή, δεν είναι ο Ιωάννης ο θεολόγος που πέθανε με μαρτυρικό θάνατο νωρίς, αλλά άλλος Ιωάννης, ο επονομαζόμενος πρεσβύτερος, που ήταν μαθητής και αυτός του Κυρίου και αυτόπτης μάρτυρας του βίου Του. Μάλιστα μερικοί ερευνητές μας αναφέρουν πως δε γίνεται ο Ιωάννης να είναι φορέας μίας τόσο υψηλής χριστολογίας, αφού μαρτύρησε -σύμφωνα πάντα με τους ίδιους ερευνητές- το πολύ μέχρι το 70. Επίσης ισχυρίζονται πως προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν οι απουσίες αναφορών τόσο από τον Ιγνάτιο, όσο και από τον Πολύκαρπο, στις επιστολές τους προς Εφεσίους και Φιλιππησίους αντίστοιχα.
Παρόλα αυτά η σημερινή επιστημονική έρευνα δε συνηγορεί προς μία τέτοια κατεύθυνση[13][14]. Οι αιτιολογίες μάλιστα που αναφέρθηκαν ανωτέρω μάλλον παρουσιάζονται αδύναμες, καθώς αφενός δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνεται αναφορά του ονόματος μέσω των επιστολών αυτών, αφετέρου η υψηλή χριστολογία του τετάρτου ευαγγελίου είναι κάτι φυσιολογικό αφού το ευαγγέλιό του εγράφη σε αρκετά ώριμη ηλικία, έχοντας αυξημένες θεολογικές γνώσεις[15]. Άλλωστε ο ίδιος δε μαρτύρησε, αλλά πέθανε σε βαθιά γεράματα όπως μας αναφέρει η πλειοψηφία των αρχαίων συγγραφέων, με μερικούς από αυτούς να υπομνηματίζουν και τη συγγραφή του Ευαγγελίου (Ειρηναίος Λουγδούνου[16], Τερτυλλιανός[17], Ιερώνυμος[18]).
Συνοπτικά θα λέγαμε πως ο Ιωάννης είναι ο συγγραφέας του τετάρτου ευαγγελίου, πως έδρασε στη Μικρά Ασία και οπωσδήποτε την Έφεσο και έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα, κοιμώμενος με φυσικό και όχι μαρτυρικό τρόπο[19].

Θεολογία

Γενικά

Το Ευαγγέλιο και οι επιστολές του Ιωάννη απαρτίζουν μία θεολογική συλλογή, την οποία τη χαρακτηρίζει μία ιδιαιτερότητα. Η ιδιαιτερότητα αυτή είναι η κυριαρχία του Λόγου, δηλαδή η χριστολογία[20]. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, σωτηριολογικά, εκκλησιολογικά, ανθρωπολογικά, βυθίζονται μέσα στο κεφάλαιο χριστολογία. Βέβαια η χριστολογία είναι το μείζον θέμα και των συνοπτικών ευαγγελιστών, αλλά εδώ θα λάβει μία μοναδική διάσταση, μία διαφορετική προσέγγιση και προοπτική, μία σαφώς πιο πνευματική και θεολογική μορφή και όχι τόσο ιστορική. Αυτό πιθανώς συνέβη διότι το ευαγγέλιο του Ιωάννη συνεγράφη αρκετά αργότερα, με αποτέλεσμα ο ίδιος να έχει μία πιο ξεκάθαρη εικόνα των αναγκών της εκκλησιαστικής κοινότητας, αλλά και των προκλήσεων του περιβάλλοντος το οποίο σταδιακά πλέον συνδιαμορφωνόταν με τη χριστιανική διδασκαλία. Η έξοδος λοιπόν της εκκλησίας στον ελληνιστικό κόσμο είχε συνέπειες, έδωσε όμως συνάμα και νέες προοπτικές στον ευαγγελικό λόγο, με τον Ιωάννη όχι μόνο να έχει επίγνωση του γεγονότος αυτού, αλλά να είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τις πρώτες παραχαράξεις της αποστολικής διδασκαλίας[21][22].

Χριστολογία

Η έννοια του Λόγου στη Ιωάννεια θεολογία. Ο ρόλος των μυστηρίων

Η βασική αρχή που διέπει τη χριστολογία του Ιωάννη είναι πως ο Χριστός μόνος φανερώνει το Θεό και εξηγεί τα περί Θεού (Ιω. 1, 18). Απώτερος σκοπός δε των "σημείων" Του, είναι να πιστέψει ο κόσμος ότι είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού (Ιω. 20, 31). Ο Χριστός μπορεί και αποκαλύπτει το Θεό, διότι είναι ο Λόγος του. Η έννοια του Λόγου εδώ λαμβάνεται τόσο από την ελληνική φιλοσοφία, όσο και από τη ιουδαϊκή παράδοση αφού ήδη την είχε χρησιμοποιήσει ο Φίλων ο Ιουδαίος. Η έννοια όμως λαμβάνει μία τελείως διαφορετική διάσταση καθώς στην περίπτωσή του δεν είναι απλώς μία ανυπόστατη δύναμη του Θεού, όπου χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η συστατική και θεραπευτική των όντων θεία δύναμη, όπως στην περίπτωση του Φίλωνα[23]. Διαφοροποίηση μάλιστα υπάρχει και από την έννοια της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αφού εκεί κατανοείται ως συνεκτική δύναμη του κόσμου και του ανθρώπου με το θεό[24]. Σε αυτή λοιπόν την περίπτωση ο λόγος δεν είναι ούτε πρόσωπο, ούτε δημιουργός. Την έννοια του λόγου τη βλέπουμε επίσης στον Πλάτωνα, που την θεωρεί ως θεμελιακό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, στον Αριστοτέλη, που υπογραμμίζεται πως η κατάκτηση του λόγου είναι ανθρώπινο ίδιον και συνάμα θεμέλιο της αρετής και της ευδαιμονίας και τη Στοά που είχε ανθρωπολογικό και κοσμολογικό περιεχόμενο[25]. Έτσι λοιπόν η θεολογία της έννοιας του Λόγου λαμβάνει μία πραγματικά νέα διάσταση, που παρά την εξωτερική σύγκλειση και δανεισμό, έχει ένα νέο σαφές θεολογικό περιεχόμενο. Ο Λόγος είναι ο Ιησούς Χριστός, ο δημιουργός του σύμπαντος, το φως και η ζωή της ανθρωπότητας, ο οποίος ενανθρωπήστηκε για τη σωτηρία του κόσμου.
Ο τίτλος Λόγος βέβαια έχει περιορισμένη χρήση στη γραμματεία του Ιωάννη αφού περιορίζεται στον πρόλογο του ευαγγελίου του, μία φορά στην πρώτη επιστολή του (1,1) και μία φορά στην Αποκάλυψη (19, 13). Είναι χαρακτηριστική όμως και πολύ σημαντική η χρήση της έννοιας στην Ιωάννεια θεολογία και επίσης πολύ εμφατική στην ομολογία του προλόγου του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου:
"Α´\ΕΝ ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.᾿Εγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι' αὐτοῦ. οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ' ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. ῏Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. ᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο." (1, 1-18).
Ο Ιωάννης σε αυτό το ομολογιακό κατ ουσίαν κείμενο αναφέρει πως ο Λόγος είναι προαιώνιος και θείος, ότι είναι ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Ο Ιησούς Χριστός είναι η ζωή και το φως και είναι σαφώς Θεός. Ο κόσμος λοιπόν ήλθε σε ύπαρξη δια μέσω του Λόγου. Ο κόσμος όμως αν και ήλθε σε ύπαρξη δια του Λόγου δεν είχε συνείδηση του γεγονότος αυτού και της δυνάμεως αυτού (ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω) και μάλιστα ο ίδιος ο λαός του τον αρνήθηκε (ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον). Ο Λόγος αυτός της Παλαιάς Διαθήκης ενσαρκώθηκε, σε μία συγκλονιστική ενοίκηση, απτή και ορατή (εθεασάμεθα τη δόξα αυτού). Σαφής είναι ο στόχος του Ιωάννη εδώ, να αποκρούσει κάθε τάση δοκητισμού[26]. Η έλευση μάλιστα του Ιησού συνιστά πλήρωση του αποκαλυπτικού έργου του Θεού όπως δόθηκε στο Μωϋσή. Τελειώνει μάλιστα με μία εκπληκτική δήλωση η οποία δείχνει τη σαφή διασύνδεση και το ρόλο του Λόγου στην Παλαιά Διαθήκη. Το Θεό κανείς δεν είδε ποτέ αναφέρει ο Ιωάννης. Είναι ακατάληπτος και αόρατος, αλλά γίνεται γνωστός με τη θεία ενανθρώπηση του Λόγου. Ο Λόγος ως μονογενής υιός, που είναι θεός και υπάρχει στους κόλπους του Πατρός, είναι ο μόνος ικανός να Τον φανερώνει και να Τον εξηγεί.
Εδώ λοιπόν φανερώνεται η θεία υπόσταση του Λόγου, προκειμένου να αναφερθεί η υπόσταση του προαιώνιου Υιού του Θεού[27]. Στόχος τελικά του Ιωάννη, στη χρήση αυτού του όρου είναι να κατασταθεί σαφές ότι ο εναθρωπήσας Λόγος και ο προαιώνιος Λόγος και Υιός του Θεού, ο οποίος ενήργησε ποικιλοτρόπως κατά την Παλαιά Διαθήκη για το σχέδιο της θείας οικονομίας, είναι ο ίδιος[28]. Ο Λόγος αυτός ο οποίος έχει άναρχη ύπαρξη προς τον Πατέρα, είναι ο Μεσσίας, τον οποίον είδαν αυτοπτώς οι μαθητές Του. Είναι αυτός που θα έρθει εν δόξη για να δώσει τέλος στην ανθρώπινη τραγωδία (Αποκ. 19, 11-16).
Ο Ιησούς κατά τον Ιωάννη είναι Θεός (Ιω. 1, 1) και αυτή η θεότητα σφραγίζεται από την ιδιάζουσα σχέση με τον πατέρα του (Ιω. 5, 19-23). Μάλιστα το γεγονός ότι ο υιός έχει επιφορτιστεί με την ευθύνη να επιτελέσει το έργο του Πατρός είναι δείγμα της ισότητάς του με τον Πατέρα[29], ενώ επιβεβαιώνεται και από το ότι όποιος πιστέψει σε αυτόν θα βρει ζωή αιώνιο, ενώ όποιος απειθεί "ουκ όψεται ζωήν" (Ιω. 3, 35). Ο Υιός μάλιστα είναι ανενδεής και παντογνώστης (Ιω. 16, 30), στον οποίο ο Πατέρας έδωσε κάθε δύναμη (3, 35). Ο ίδιος είναι παντοδύναμος καθώς δεν είναι απλώς δημιουργός του παντός, αλλά γνωρίζει τα παρελθόντα (4, 17), την εσωτερική κατάσταση ων ανθρώπων (2, 24-25) να διακρίνει καταστάσεις από μακριά (1, 42. 47-50).
Στη θεολογία του Ιωάννη όμως βλέπουμε και μία υψηλή διδασκαλία που δε μένει σε απλά ηθικά κριτήρια, αλλά σε μία υψηλή χαρισματική, οντολογική πραγματικότητα. Ο Ιησούς δεν κάνει απλό κατηχητικό έργο, αλλά ανοίγει το δρόμο για την ένωση και την κοινωνία με το Θεό[30]. Η διδασκαλία του άλλωστε για τον άρτο της ζωής αξιολογείται προς την κατεύθυνση της διάνοιξης αυτής της σχέσης. Αυτή λοιπόν η σχέση πραγματώνεται με τα μυστήρια, όπως ακριβώς μυστηριακή ήταν και η θεία ενσάρκωση. Το βάπτισμα λοιπόν έχει θεμέλιο την ενσάρκωση (3, 1-15) που ανοίγει τη θύρα της βασιλείας του ουρανού (3, 5), ενώ η Θεία Ευχαριστία είναι το νέο μάννα που θρέφει το νέο Ισραήλ. Ο άρτος αυτός είναι ο ίδιος ο Ιησούς, άρτο τον οποίο αν δε φάγει ο κόσμος δε θα βρει αιώνια ζωή (6, 30-58), ενώ όποιος δε φάει από τη σάρκα Του δε θα έχει μέσα του τον Κύριο (6, 56) και άρα δεν θα επιτελείται αυτή η μυστική ένωση. Καταλαβαίνουμε δηλαδή εδώ, πως ο ευαγγελιστής μιλά για τα μυστήρια ως μία κατάσταση που πραγματώνει τη σχέση ανθρώπου και Θεού[31].

Η σχέση Πατρός-Υιού

Η σπουδαιότητα της θεολογίας του Ιωάννη έγκειται στον εγκαινιασμό μίας νέα τάσης. Πέρα δηλαδή της ταύτισης του ευαγγελίου με τον Ιησού και την απόδοση της έννοιας Λόγος στον Κύριο με απώτερο σκοπό όπως καταδείχτηκε στην ταυτοποίηση και απόδοση σαφούς υπόστασης προς το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, την επιτομή της σχέσης μεταξύ Πατρός και Υιού. Γι αυτο και η θεολογία του είναι πρωτοποριακή αν και δεν αποτελεί μία αντικειμενοποιημένη διδασκαλία, την οποία καλείται να ακολουθήσει ο κάθε πιστός για μία ανεπανάληπτη σχέση[32]. Η θεολογία του Ιωάννη σαφώς διαχωρίζει όμως την επιτομή αυτή σε δύο στάδια. Την έννοια της εσωτερικής σχέσης των δύο προσώπων, δηλαδή της θεολογικής σχέσης, καθώς και της εξωτερικής (ad extra), δηλαδή της οικονομικής.
Το ευαγγέλιο λοιπόν ταυτίζεται με τον Κύριο και η υποστατικότητα αυτού τονίζεται με τον εμφατικό βιβλικό τρόπο με την έννοια του "εγώ ειμί". Η φράση είναι σαφώς βιβλική καθότι ο Θεός διαβεβαίωσε τον Μωυσή στη βάτο ότι "εγώ ειμί ο ων" (Έξοδος 3, 14). Επίσης δηλώνει και στον ισραηλιτικό λαό πως "Εγώ ειμί ο θεός, και ουκ εστίν άλλος" (Ησαΐας 45, 22) και "άκουέ μου, Ιακώβ και Ισραήλ, ον εγώ καλώ. Εγώ ειμί πρώτος, και εγώ ειμί εις τον αιώνα" (Ησαΐας 48, 12). Εδώ λοιπόν ο Θεός ομιλεί με υποστατικό τρόπο. Και ο Θεός που ομιλεί δεν είναι άλλος από τον άσαρκο Λόγο, που φανερώνει και τον Πατέρα[33]. Ο Ιωάννης συνάμα μας αναφέρει με σαφήνεια περισσότερες από δέκα ομολογίες του Κυρίου ο οποίος αναφέρει επίσης το "εγώ ειμί" (Ιω. 4, 25-26. 6, 35. 8, 12. 8, 24. 8, 28. 10, 7-9 κ.α.). Είναι σαφές λοιπόν από τις δηλώσεις αυτές ότι η φανέρωση του Θεού δε στηρίζεται απλώς σε εικόνες και προτάσεις αλλά σε σαφή άμεση γνώση αφού ο Ιησούς, δεν είναι απλώς ένας ψιλός άνθρωπος, αλλά ο θεός ο οποίος "Ο ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν·" (Α΄ Ιωάννου 1, 1-2).
Γι αυτό και ο Πατέρας με τον Υιό είναι συνεργοί. Ο Πατήρ έστειλε τον Λόγο και δεν τον άφησε μόνο (8, 29). Τον απέστειλε ως μονογενή του υιό για να πιστεύσει ο κόσμος και να σωθεί (3, 16-17). Ο Υιός είναι συνδημιουργός του κόσμου όπως είδαμε αφού μάλιστα ο Υιός ποιεί όσα ο πατήρ ποιεί (5, 19). Ο Πατέρας μάλιστα "πάντα έδωκεν τη χειρί αυτού" (3, 35) και είναι συναΐδιοι (1, 1-2). Ο Πατήρ τελικά δοξάζεται εν των Υιώ (14, 13) και το αντίθετο (17, 22) και γι αυτό και στο πρόσωπο του Ιησού οι άνθρωποι βλέπουν το Πατέρα που είναι και οι δύο αχώριστοι. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ευαγγελιστής στο στόμα του Κυρίου:
"ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα" (14, 9)
"πιστεύετέ μοι οτι εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί" (14, 11).
"εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν" (10, 30)
Γι αυτο και:
"ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἔχει τὴν μαρτυρίαν ἐν αὐτῷ· ὁ μὴ πιστεύων τῷ Θεῷ ψεύστην πεποίηκεν αὐτόν, ὅτι οὐ πεπίστευκεν εἰς τὴν μαρτυρίαν ἣν μεμαρτύρηκεν ὁ Θεὸς περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία, ὅτι ζωὴν αἰώνιον ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός, καὶ αὕτη ἡ ζωὴ ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ἐστιν. ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν· ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει." (Α΄ Ιωάννη 5, 10-12).
Η κοινωνία αυτή Πατρός και Υιού έχει πολύ σπουδαία σημασία διότι η αιώνια ζωή συντελείται στους κόλπους της θείας ενότητας κατά τον Ιωάννη (Α΄ Ιωάννου 2, 24-25). Η βάση λοιπόν όλης της Ιωάννειας θεολογίας στηρίζεται στο ότι ο Πατέρας και ο Υιός κατά την ουσία και το έργο είναι ένα[34]. Μπορεί εδώ να μην υπάρχουν οι φιλοσοφικοί όροι ουσία-φύση-πρόσωπο-υπόσταση, όμως είναι σαφείς οι εικόνες που μας προσδίδει ο Ιωάννης για μία τέτοια σχέση όπως ανωτέρω δείχτηκε. Γι αυτό και ο Ευαγγελιστής μας επισημαίνει πως:
"Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου. ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ.".
Συνάμα όμως με τη θεολογική σχέση, η οποία εξετάστηκε ανωτέρω, ο Ιωάννης εγκαινιάζει και τη σχέση της λεγόμενης οικονομικής τριάδος. Είναι χαρακτηριστικό ζητούμενο το οποίο διαφοροποιεί την ορθόδοξη και πατερική ανατολική θεολογία από τη θεολογία της Δύσης. Η θεολογία του Ιωάννη, τονίζει αυτή τη διαφορά η οποία οδηγεί στη σαφή διάκριση θεολογίας και οικονομίας, μία διαφορά που δεν διείδε ορθώς η δυτική χριστιανοσύνη με αποτέλεσμα τη θεολόγηση του Φιλιόκβε.
Σύμφωνα με τον Ιωάννη λοιπόν ο Ιησούς έχει αποσταλεί από τον Πατέρα στον κόσμο όχι για να επιτελέσει το ίδιο έργο, αλλά για να τελειώσει το κοινό τους έργο (10, 36). Είναι λοιπόν απεσταλμένος του Πατρός και τίποτα δεν επιτελεί αφ εαυτού, καθώς ποιεί όσα διδάχτηκε από τον πατέρα (2, 28). Η αποστολή όμως αυτή διαφέρει σαφώς από την αποστολή των προφητών, ενώ είναι δείγμα της αγάπης Του (Α΄ Ιωάννου 4, 9-10). Ο Υιός λοιπόν είναι αυτός ο οποίος επιτελεί τα έργα το Πατρός ανταποκρινόμενος σε μια μοναδική αποστολή, κάτι το οποίο αποδεικνύει την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους.Βάση μάλιστα της οικονομικής θεώρησης είναι και εσχατολογική προοπτική του κηρύγματός του, αφού εν συνεχεία, μετά τη δική του αποστολή, ο ίδιος θα ζητήσει από τον πατέρα να στείλει το παράκλητο Πνεύμα (14, 16-17) για να ολοκληρώσει το έργο, όπου θα μείνει με την ανθρωπότητα στον αιώνα.
Πολλές φορές στην θεολογία του Ιωάννη, προτάσσεται η έκφραση του Κυρίου, ότι ο Πατήρ είναι μείζον του Ιησού (Ιω. 14, 28), με στόχο να καταδειχτεί κάποιου είδους κατωτερότητα του Υιού, έναντι του Πατρός ή και διαφορά φύσεως. Όπως όμως είδαμε ανωτέρω, σε πολλά σημεία ο Κύριος διατυπώνει με σαφήνεια την ισοδυναμία του και την ομοούσιότητά του, με αποτέλεσμα να διαφαίνεται κάποιου είδους αντίφαση. Κατά την πατερική θεώρηση όμως δεν υφίσταται. Η έννοια μείζον αφορά τον Πατέρα, ως προς το αίτιο[35][36], καθώς ο Πατήρ γεννά αενάως τον Υιό. Ο Πατήρ λοιπόν ως αίτιο της γέννησης του Υιού, καλείται μείζον κάτι που προκύπτει στη βάση του διαχωρισμού αΐδιας και οικονομικής τριάδος[37].

Πνευματολογία

Η πνευματολογία στη θεολογία του Ιωάννη εντάσσεται στα πλαίσια της εσχατολογίας. Είναι φανερό πως όταν Εκείνος θα απέλθει, θα αποσταλεί ο παράκλητος, για να μείνει ανάμεσά τους "καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα" (14, 16-17). Η πνευματολογία μάλιστα του Ιωάννη εντάσσεται στο όλο θεολογικό του οικοδόμημα ως ολοκληρωμένη πνευματολογία[38]. Το Πνεύμα λοιπόν κατά τον Ιωάννη είναι πρόσωπο, το οποίο διακρίνεται από τον Υιό και τον πατέρα "ἀλλ' ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς·" (16, 7). Όπως ο Υιός εστάλη από τον πατέρα έτσι και ο παράκλητος θα εκπορευθεί από τον Πατέρα (15, 26). Το Πνεύμα αυτό όμως δεν είναι μία απλή δύναμη, έχει υπόσταση και είναι το πνεύμα της αληθείας (14, 17) γιατί κατά την ουσία του είναι αλήθεια[39]. Όπως λοιπόν ο Υιός είναι αλήθεια και το Πνεύμα είναι αλήθεια, αλλά συνάμα ο Υιός και το Πνεύμα διδάσκουν (7, 14. 14, 26), μαρτυρούν (8, 14. 15, 26), κρίνουν και ελέγχουν τον κόσμο για να οδηγήσουν στη σωτηρία (3, 17-20. 16, 7-11). Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα εκφράζουν και επιτελούν τα έργα του Πατρός (14, 10. 16, 13). Ακριβώς λοιπόν μέσα από αυτές τις περικοπές διακρίνεται πως ενώ υπάρχει υποστατική διάκριση, υπάρχει ταυτότητα ενεργειών. Η ενέργεια τελικά των τριών προσώπων είναι μία[40]. Γι αυτό και με την έλευση του Αγίου Πνεύματος έρχεται ο ίδιος ο Χριστός, όπως ακριβώς με την παρουσία του Χριστού είναι συγχρόνως δεδομένη και η παρουσία του Πατρός (14, 10-11).
Η έννοια μάλιστα παράκλητος δηλώνει τον παρηγορητή, το διδάσκαλο, τον καθοδηγό και το σύμβουλο. Ο Χριστός όμως επίσης υπήρξε παράκλητος, γι αυτό και αναφέρει πως θα έλθει άλλος παράκλητος (14, 16). Το Πνεύμα λοιπόν αυτό δοξάζει τον Υιό και χαριτώνει τους Αποστόλους για να συνεχίσουν το αγιαστικό έργο του Σωτήρα (20, 22-23). Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι:
  • Το Άγιο Πνεύμα είναι η ενεργός δύναμη για την ιεραποστολή της εκκλησίας κι η βάση της αυθεντίας της (20, 21-23).
  • Το Άγιο Πνεύμα χαρακτηρίζει τη λατρεία και είναι βάση της μυστηριακής ζωής. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης "ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν." (4, 23-24). Η είσοδος μάλιστα στη βασιλεία των ουρανών είναι έργο του Πνεύματος, αφού όποιος δε γεννηθεί άνωθεν, δηλαδή εν Πνεύματι Αγίω δεν θα εισέλθει στη βασιλεία (3, 5), γι αυτό και το πνεύμα είναι ζωή (6, 63).

Εκκλησιολογία

Παρότι ο Ιωάννης στο ευαγγέλιο του δε χρησιμοποιεί τον όρο εκκλησία, αλλά και την εξιδιασμένη χρήση της αναφοράς της στην Αποκάλυψη (Αποκ. 1, 4, 20. 2, 1, 8, 12) είναι περισσότερο από όλους τους ευαγγελιστές ενήμερος για την ύπαρξη και τη θέση της εκκλησίας, ως σώμα που λειτουργεί σε αντιδιαστολή με την κοινωνία των Ιουδαίων[41]. Ο Ιωάννης μάλιστα καταγράφει όχι μόνο την ιστορική, αλλά πρωτίστως τη θεολογική διάσταση των δύο μεγεθών. Ο Χριστός λοιπόν είναι η απαρχή μια νέας κατάστασης, την οποία οι Ιουδαίοι απέρριψαν με αποτέλεσμα να μείνουν εκτός αυτής. Αντιθέτως όσοι πίστεψαν "τέκνα Θεού γενέσθαι" (1, 11-12). Παρατηρούμε λοιπόν πως στον Ιωάννη υπάρχει μία διαλεκτική ένταση μεταξύ του παλαιού και του νέου. Έτσι παρατηρούμε πως η απιστία μεταλλάσσει τα τέκνα του Αβραάμ (8, 41-42) σε τέκνα διαβόλου (8, 44), ενώ αντιθέτως όσοι πιστεύουν στον Κύριο μαθητές του και μέτοχοι της αλήθειας θα αποβούν (8, 31-32). Κρηπίδα της εμφάνισης της εκκλησίας είναι το πάθος και ο θάνατός του, που στην Ιωάννεια θεολογία έχει αποφασιστική σημασία για την ύπαρξή της. Και αυτό διότι στη νέα αυτή κατάσταση οι πιστοί δέχονται το Άγιο Πνεύμα (14, 16-26. 15, 26. 16, 7). Στην θεώρηση αυτή δεν παραθεωρεί και την ύπαρξη των Αποστόλων. Αυτοί λοιπόν κλήθηκαν να μαρτυρήσουν (15, 27) περί αυτού και να δώσουν καρπό μένοντα (15, 16). Έχουν λοιπόν την ευθύνη της μεταδόσεως του ευαγγελικού λόγου. Είναι υπεύθυνοι για να συνάξουν τα τέκνα του Θεού που είναι διασκορπισμένα (11, 52) και να τα οδηγήσουν στην πίστη που συνεπάγεται υιοθεσία (1, 12). Στην υιοθεσία ο άνθρωπος οδηγείται μέσω μία νέας πνευματικής αναγέννησης (3, 5) που δεν είναι μία απλή ηθική κατάσταση αλλά μια απτή πραγματικότητα και συντελείται μέσω του βαπτίσματος. Έτσι τα μυστήρια συνδέονται με ένα σαφή εκκλησιολογικό χαρακτήρα. Το βάπτισμα και η Θεία Ευχαριστία τελικά ενσωματώνουν το μέλος στην εκκλησία και την καινή ζωή. Αυτή η καινή ζωή νοείται μόνο με ενσωμάτωση στο ίδιο το σώμα της εκκλησίας, που είναι συνάμα και το σώμα του ζώντος Χριστού. Γι αυτό και μόνο η βρώση "σώματος και αίματος" οδηγούν τον άνθρωπο στην αιώνια ζωή, αφού όποιος φάει από τη σάρκα του Κυρίου θα ενωθεί με τον Κύριο, κατά τον τρόπο που κοινωνεί αυτός με τον πατέρα (6, 57). Στα ίδια πλαίσια πρέπει να κατανοούνται κατά αναλογία οι παραβολές του Κυρίου. Οι παραβολές του καλού ποιμένα (10, 1-16) και της αμπέλου (15, 1-10) καταδεικνύουν τον τύπο της σχέσης του ιδρυτού της εκκλησίας και του ποιμνίου. Αυτός λοιπόν είναι ο ποιμήν ο καλός που θα δώσει τη ζωή του υπέρ των προβάτων, ενώ ο Κύριος είναι και η άμπελος. Όποιος λοιπόν είναι εκτός της αμπέλου και άρα το Χριστό, που συνεπάγεται την εκκλησία, αδυνατεί να βρει ζωή και να καρποφορήσει.

Ανθρωπολογία

Η κεντρική πτυχή της ανθρωπολογίας του Ιωάννη είναι η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα κάτω από τη θεία επίβλεψη[42]. Ο σαρκωθείς Υιός άλλωστε έχει "εξουσία πάσης σαρκός" (17, 2). Η έλευσή Του στον κόσμο απέβλεπε στον επαναπροσανατολισμό του ανθρώπου, στην πνευματική αναγέννησή του. Έτσι ο Χριστός, ενώνοντας την θεϊκή φύση με την ανθρώπινη, την εμβολιάζει με τα στοιχεία της θείας φύσης, τα οποία υψώνουν τον άνθρωπο σε άλλο επίπεδο ύπαρξης[43]. Σκοπός λοιπόν είναι να επιχειρηθεί μια πρώτη διατύπωση κάποιας χριστιανικής ανθρωπολογίας. Σύμφωνα με τον Ιωάννη, όσοι λαμβάνουν Αυτόν, τους δίδεται η εξουσία να κληθούν τέκνα του (1, 12). Αυτή η υιοθεσία όμως δεν εννοείται ως μία γέννηση εξ αίματος, αλλ εκ Θεού (1, 13) η οποία θέτει ως θεμέλιο την πίστη στον Χριστό (1, 12). Ο άνθρωπος λοιπόν εγκεντριζόμενος πλέον στο σώμα της ζωής, που είναι ο Χριστός, μέσα από τη νέα γέννηση, το βάπτισμα, οδηγείται στη γνώση της αλήθειας που τον ελευθερώνει από την αμαρτία (8, 44). Εκτός λοιπόν της χριστιανικής ζωής ο άνθρωπος είναι δέσμιος της αμαρτίας. Η γέννηση κατά τον Ιωάννη προϋποθέτει την πίστη, τη γνώση της αλήθειας, αλλά και την αγάπη (Α΄ Ιωάννη 3, 14-18), τη δικαιοσύνη (Α΄ Ιωάννη 2, 29) και τα αγαθά έργα (Α΄ Ιωάννη 5, 2-3). Αυτές οι αλήθειες όμως έχουν οικουμενικό χαρακτήρα, διότι στην ανθρωπολογία του δε χωρά φυλετική διάκριση, αφού η παρουσία του Χριστού ανακεφαλαιώνει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος ώστε οι πάντες να είναι κληρονόμοι της νέας πραγματικότητας[44]. Άλλωστε το απολυτρωτικό έργο του Ιησού προσφέρεται εξίσου σε Ιουδαίους και Σαμαρείτες. Έτσι τελικά ο άνθρωπος στη θεολογία του Ιωάννη δεν είναι μία αυτοτελής οντότητα, αλλά μια οντότητα που προσδιορίζει τη ύπαρξη της σε σχέση με το πρόσωπο του Χριστού, γι αυτό και είναι βαθύτατα θεοκεντρική[45].

Εσχατολογία

Η εσχατολογία του Ιωάννη, όπως και κάθε τι στη θεολογία του, προσδιορίζεται από την εμφάνιση του Λόγου. Η εμφάνιση του Λόγου λοιπόν πλουτίζει την ιστορία με το έσχατο και το υπέρ-ιστορικό[46]. Το έσχατο στην περίπτωση του Ιωάννη, δε δηλώνει όπως στη συνήθη σχολαστική θεολογία τα τέλη της ιστορίας, αλλά τη δυναμική που αποκτά η ιστορία από τη στιγμή του πλουτισμού της από το θεάνθρωπο. Γι αυτό και μας επισημαίνει ο ευαγγελιστής πως "έρχεται ώρα και νυν εστί" (Ιω. 4, 23. 5, 25) . Το έσχατο της ιστορίας λοιπόν είναι εδώ και τώρα, αλλά συνάμα το αναμενόμενο και προσδοκώμενο. Υπάρχει λοιπόν σύγκλιση του παρόντος και του εσχάτου[47]. Έτσι αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κύριος: "ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται" (5, 25).
Η εσχατολογία λοιπόν του Ιωάννη βασίζεται σε τρία θεμέλια: α. την εξουσία του Υιού, β. την έννοια της ζωής, γ. την κρίση, που ενώ έρχεται είναι συνάμα δυναμικά παρούσα.
Ο Χριστός λοιπόν είναι η πηγή της ζωής, γι αυτό και όποιος ακούει τον Υιό μεταβαίνει από το θάνατο στη ζωή (5, 24-29) καθώς ο λόγος του είναι ρήματα ζωής αιωνίου (6, 68). Η ζωή αυτή η αιώνιος όμως είναι συνέπεια της κρίσεως, αφού κρίση είναι το φως που ήλθε στον κόσμο (3, 19). Η δε κρίση συμβαίνει τώρα, καθώς ο διάβολος θα εκβληθεί έξω από τον κόσμο (12, 31). Αυτή η κρίση όμως δεν πρέπει να νοείται με ανθρώπινα κριτήρια διότι ο Κύριος ήλθε να σώσει το κόσμο και όχι να τον κρίνει (3, 17). Στην πραγματική λοιπόν προσωπική ιστορία του κάθε πιστού, πραγματώνεται η υπέρβαση της κρίσεως και η μετάβαση στην εν Χριστώ ύπαρξη (5, 24). Θα υπάρξει όμως και η τελική κρίση του κόσμου. Αυτή θα είναι μία καθολική κρίση που θα οδηγήσει στη μέλλουσα και αιώνιο ζωή. Η Αποκάλυψη αποτυπώνει σαφώς το θεολογικό πρίσμα της εσχατολογίας του Ιωάννη[48]. Ο Ιωάννης λοιπόν με συμβολικές εικόνες δείχνει την εσχατολογική πορεία του ανθρωπίνου γένους μέσα σε μια τραγική πορεία. Στο τέλος ο θρίαμβος της θεϊκής δύναμης είναι αναπόφευκτος. Οι περιγραφές είναι συγκλονιστικές, καθώς προηγείται της αιωνίου βασιλείας παγκόσμια κρίση. Τα έργα και οι ημέρες τις ανθρωπότητας στέκονται ενώπιον του θρόνου του Θεού, που τώρα εν δόξη εμφανίζεται στην ιστορία. Οι εγγραμμένοι στη βίβλο τη ζωής εισέρχονται στη βασιλεία των ουρανών, αντιθέτως όσοι εκλείπουν, θα βρεθούν εκτός χάριτος. Η μέλλουσα λοιπόν ζωή για τον Απόστολο είναι η εν Χριστώ πληρότητα της ζωής. Οι δούλοι του αρνίου θα κοινωνούν μαζί Του και θα βλέπουν το πρόσωπό του: "καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἔτι, καὶ οὐ χρεία λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων" (Αποκ. 22, 1-5).

Σύμβολα των Ευαγγελιστών του πρωτοπρ. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου



Οί τέσσερις Ευαγγελιστές συμβολίζονται με τέσσερα ζώα, διότι θεωρήθηκε ότι σ’ αυτούς αναφέρεται ή προφητεία του προφήτου Ιεζεκιήλ (α’, 5-14). Σύμφωνα μ’ αυτή ό Προφήτης είδε τον Θεό να κάθεται στο χερουβικό θρόνο καί τις Αγγελικές δυνάμεις με μορφή τεσσάρων ζώων (ανθρώπου, λέοντος, μόσχου καί αετού) να ψάλλουν: «Αγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ’ πλήρης ό ουρανός και ή γη της δόξης σου».
Ή ερμηνεία της αλληγορίας αυτής από τους Πατέρες πού ασχολήθηκαν με την αντιστοιχία των Προσώπων, δεν είχε πάντοτε την ίδια εφαρμογή. Τελικά έγινε αποδεκτή σ’ Ανατολή καί Δύση ή ερμηνεία του Αγίου Ιερωνύμου, όπως αναπτύσσεται στη συνέχεια.
Ματθαίος (έκ των Δώδεκα, 16 Νοεμβρίου).
Ό πρώτος Ευαγγελιστής, όπου αγιογραφείται, παρουσιάζεται να έχει πλησίον του μία ανθρώπινη μορφή (άνθρωπος, ό βασιλιάς της δημιουργίας) το πρώτο από τα συμβολικά ζώα του Ιεζεκιήλ. Ό συμβολισμός αυτός αναφέρεται στο Ματθαίο, διότι το Ευαγγέλιο του αρχίζει από την κατά σάρκα γενεαλογία του Ιησού Χριστού.
Μάρκος (μαθητής του Απ. Πέτρου, 25 Απριλίου).
Ό Ευαγγελιστής αυτός συμβολίζεται καί αγιογραφείται με λέοντα (το βασιλιά των ζώων), το δεύτερο από τα ζώα της προφητείας. Ό συμβολισμός αυτός αναφέρεται στο Μάρκο, είτε διότι το Ευαγγέλιο του αρχίζει με τη διαβίωση του Προδρόμου Ιωάννου στις έρημους, όπου ζουν οί λέοντες, είτε διότι κύριο χαρακτηριστικό του Ευαγγελίου του είναι ή βασιλεία του Χριστού καθώς και το ζώο αυτό είναι βασιλικό.

Λουκάς (μαθητής του Απ. Παύλου, 18 Όκτωβρίου).
Το τρίτο από τα συμβολικά ζώα ό βους (ό βασιλιάς των κατοικίδιων ζώων), αποδίδεται στον Ευαγγελιστή Λουκά καί μ’ αυτό συμβολίζεται. Ό συμβολισμός αυτός αναφέρεται στο Λουκά, επειδή το Ευαγγέλιο του αρχίζει από τη λατρεία του παλαιού νόμου, κατά την όποια τα θυσιαζόμενα ζώα ήσαν συνήθως βόδια.
Ιωάννης (έκ των Δώδεκα, 8 Μαΐου).
Ό υψιπετής αυτός Ευαγγελιστής δεν μπορούσε παρά μόνο να συμβολιστεί με τον αετό (το βασιλιά των πτηνών). Ό συμβολισμός αυτός αναφέρεται στον Ιωάννη, διότι θεολόγησε υψηλά την απερίγραπτη αιώνια γέννηση του Υιού καί Λόγου του Θεού, ένεκα του οποίου επονομάστηκε καί Θεολόγος.
Από το βιβλίο «Λατρευτικό Εγχειρίδιο»