Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία.

10. Η
Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία.
Σε πολλούς επικρατεί η αντίληψις ότι η Ορθοδοξία είναι μία από τις πολλές θρησκείες, που έχει σαν κύρια μέριμνά Της την
προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας για την ζωή μετά θάνατον, να εξασφάλιση δηλαδή μία θέση στον Παράδεισο για κάθε
Ορθόδοξο Χριστιανό. Έτσι θεωρείται ότι το Ορθόδοξο δόγμα προσφέρει μία επί πλέον εξασφάλισι, επειδή είναι Ορθόδοξο, και
ότι, αν κανείς δεν πιστεύη στο Ορθόδοξο δόγμα, αυτό είναι ένας επί πλέον λόγος για να πάη στην Κόλασι ο άνθρωπος αυτός,
εκτός δηλαδή από το ότι ενδεχομένως θα τον στείλουν εκεί τα προσωπικά του αμαρτήματα.
Όσοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι αυτό το πράγμα είναι η Ορθοδοξία, αυτοί έχουν συσχετίσει την Ορθοδοξία
αποκλειστικά με την μέλλουσα ζωή. Και αυτοί δεν κάνουν και πολλά πράγματα σ’ αυτήν την ζωή, αλλά περιμένουν να πεθάνουν,
για να πάνε στον Παράδεισο, επειδή, όταν ζούσαν, ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί!
Μια άλλη μερίδα Ορθοδόξων δραστηριοποιείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ενδιαφερομένη όχι για την άλλη ζωή,
αλλά κυρίως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Δηλαδή για το πως θα τους βοηθήση η Ορθοδοξία να ζήσουν καλά σ’ αυτήν την ζωή. Τέτοιοι
Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται στον Θεό, βάζουν τους παπάδες
14
να κάνουν προσευχές, κάνουν αγιασμούς, παρακλήσεις
ευχέλαια κλπ., για να τους βοηθάη ο Θεός να περνάνε καλά σ’ αυτήν την ζωή, να μην αρρωσταίνουν, να αποκαθίστανται τα
παιδιά τους, να εξασφαλίσουν στα κορίτσια τους μία καλή προίκα και έναν καλό γαμπρό, τα αγόρια τους να βρουν καλές
κοπέλλες με καλή προίκα για να παντρευτούν, οι δουλειές τους να πηγαίνουν καλά, το εμπόριο, με το οποίο ασχολούνται, να
πηγαίνει καλά, ακόμη και το χρηματιστήριο ή η βιομηχανία τους, κλπ. Οπότε βλέπομε ότι αυτοί οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν
κατά πολύ από τους πιστούς των άλλων θρησκειών, που κάνουν και εκείνοι τα ίδια περίπου πράγματα
15
.
Δηλαδή βλέπει κανείς από τα παραπάνω την Ορθοδοξία να έχη αυτά τα δύο κοινά σημεία με όλα τα άλλα θρησκεύματα:
Πρώτον, το να προπαρασκευάζη τους πιστούς για την ζωή μετά θάνατον, ώστε να πάνε στον Παράδεισο, όπως ο καθένας τον
φαντάζεται, και δεύτερον, το να φροντίζη, ώστε οι Χριστιανοί να μην περνούν θλίψεις, στενοχώριες, καταστροφές, αρρώστιες,
πολέμους κλπ. σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, δηλαδή ο Θεός να τα τακτοποιή όλα κατά τις ανάγκες ή τις επιθυμίες τους. Έτσι γι’ αυτούς
τους δεύτερους, η θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αυτήν την ζωή και μάλιστα σ’ αυτήν την καθημερινή τους ζωή.
Κατά βάθος όμως απ’ όλους τους παραπάνω Χριστιανούς ποιος ενδιαφέρεται αν υπάρχη ή δεν υπάρχη Θεός; Ποιος Τον
αναζητά; Γι’ αυτούς δεν τίθεται θέμα αν υπάρχη Θεός ή όχι, εφ’ όσον καλύτερα θα ήταν να υπήρχε Θεός για να μπορούμε να τον
επικαλούμεθα και να του ζητούμε να ικανοποιή τις ανάγκες μας, ώστε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας και να έχωμε κάποια
ευτυχία σ’ αυτή την ζωή.
Οπότε βλέπομε ότι ο άνθρωπος έχει μια ισχυρότατη τάσι να θέλη να υπάρχη Θεός, να πιστεύη ότι υπάρχει Θεός, διότι είναι
μία ανάγκη για τον άνθρωπο να υπάρχη Θεός, για να εξασφαλίζη τα όσα είπαμε. Ε, και εφ’ όσον είναι λοιπόν μία ανάγκη για τον
άνθρωπο το να υπάρχη Θεός, άρα Θεός υπάρχει!
Αν ο άνθρωπος δεν είχε την ανάγκη ενός Θεού και αν μπορούσε να εξασφαλίση αυτάρκεια των προς το ζην σ’ αυτήν την
ζωή με κάποιον άλλο τρόπο, τότε δεν ξέρει κανείς πόσοι άνθρωποι θα πίστευαν στον Θεό. Αυτό, γίνεται, εν πολλοίς στην Ελλάδα.
Έτσι βλέπομε, πολλοί άνθρωποι, ενώ πριν ήταν αδιάφοροι ως προς την θρησκεία, προς το τέλος της ζωής τους να
θρησκεύουν, μετά ίσως από κάποιο γεγονός που τους φόβισε. Διότι πλέον δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να επικαλούνται να τους
βοηθήση κάποιος Θεός, από δεισιδαιμονική δηλαδή πρόληψη. Γι’ αυτούς τους λόγους η φύσις του ανθρώπου βοηθά στο να
θρησκεύη ο άνθρωπος. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ισχύει για τους πιστούς όλων των θρησκειών.
Παντού η φύσις του ανθρώπου είναι η ίδια. Έτσι ο άνθρωπος μετά την πτώση του - εσκοτισμένος όπως είναι κατά φύσιν –
μάλλον, παρά φύσιν - ρέπει προς την δεισιδαιμονία.
Τώρα το ερώτημα που ακολουθεί είναι: Που σταματάει η δεισιδαιμονία και που αρχίζει η αληθινή πίστις;
Σ’ αυτά τα θέματα οι Πατέρες έχουν σαφείς θέσεις και διδασκαλία. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ακολουθεί ή μάλλον νομίζει
ότι ακολουθεί την διδασκαλία του Χριστού και απλώς πηγαίνει στην Εκκλησία κάθε Κυριακή, που κοινωνεί κατά τακτά
διαστήματα, που χρησιμοποιεί τους παπάδες για να του κάνουν αγιασμούς , ευχέλαια κλπ
16
., χωρίς να εμβαθύνη σ’ αυτά,
παραμένοντας στο γράμμα του νόμου και όχι στο πνεύμα του νόμου, αυτός ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Μετά ένας
άλλος, ο οποίος προσεύχεται αποκλειστικά για την μέλλουσα ζωή για τον εαυτό του και για τους άλλους και αδιαφορεί τελείως γι’
αυτήν την ζωή, αυτός πάλι ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Η μία τάσις εκπροσωπείται από τον παπά της ενορίας και
όσους μαζεύονται γύρω του με το παραπάνω πνεύμα και η άλλη εκπροσωπείται από έναν Γέροντα σε μοναστήρι, συνήθως
κάποιον αρχιμανδρίτη, που βρίσκεται σε σύνταξι και περιμένει να πεθάνη, με μερικούς μοναχούς γύρω του
17
.
Εφ’ όσον οι δύο αυτές τάσεις δεν είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρσι και τον φωτισμό, από πατερικής απόψεως,
είναι λανθασμένες ως προς εκείνο που επιδιώκουν. Όσο όμως είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρσι και τον φωτισμό και
εφαρμόζουν την Ορθόδοξη Πατερική ασκητική αγωγή για την απόκτησι της νοεράς προσευχής, τότε μόνον τα πράγματα τίθενται
πάνω σε ορθή βάσι. Αυτές οι δύο τάσεις είναι υπερβολές προς τα δύο άκρα. Δεν έχουν αυτές οι τάσεις κοινόν άξονα. Ο κοινός
άξονας που διακρατεί την Ορθοδοξία και διατηρεί την συνοχή της, ο ένας και μοναδικός της άξονας επάνω σε όλα τα θέματα που
10

την απασχολούν και ο οποίος τοποθετεί τα πράγματα πάνω σε ορθή βάσι, όταν λαμβάνεται υπ’ όψιν, είναι ο άξονας:
Κάθαρσις –
φωτισμός - θέωσις
.
Οι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται για το τι θα συμβή στον άνθρωπο μετά θάνατον αποκλειστικά, αλλά εκείνο κυρίως που τους
ενδιαφέρει είναι το τι θα γίνη ο άνθρωπος
σ’ αυτήν τη ζωή
. Μετά θάνατον δεν υπάρχει θεραπεία του νοός, οπότε πρέπει σ’ αυτήν
τη ζωή να αρχίση η θεραπεία, διότι «εν τω Άδη ουκ εστι μετάνοια». Γι’ αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία δεν είναι υπερκοσμική ούτε
μελλοντολογική ούτε εσχατολογική, αλλ’ είναι καθαρά
ενδοκοσμική
. Διότι το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας είναι για τον άνθρωπο
σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ αυτήν την ζωή, όχι μετά θάνατον.
Τώρα η κάθαρσις και ο φωτισμός για ποιον λόγο χρειάζονται; Για να πάη ο άνθρωπος στον Παράδεισο και να αποφύγη την
Κόλασι; Γι’ αυτό χρειάζονται; Εις τι συνίσταται η κάθαρσις και ο φωτισμός και για ποιον λόγο επιδιώκονται από τους
Ορθοδόξους; Για να βρη κανείς τον λόγο και να δώση απάντησι στην ερώτησι αυτή, πρέπει να κατέχη το βασικό κλειδί, το οποίο
είναι τούτο: Όλοι οι άνθρωποι επάνω στην γη έχουν το ίδιο τέλος από Ορθόδοξη θεολογική άποψη. Είτε είναι κανείς Ορθόδοξος
είτε είναι Βουδδιστής είτε Ινδουϊστής είτε αγνωστικιστής είτε άθεος, ο,τιδήποτε και αν είναι, δηλαδή κάθε άνθρωπος επάνω στην
γη, είναι προωρισμένος να δη την δόξα του Θεού. Θα δη την δόξα του Θεού κατά το κοινό τέλος της ανθρωπότητος κατά την
Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Όλοι
οι άνθρωποι θα δουν την δόξα του Θεού, και από αυτής της απόψεως έχουν το ίδιο τέλος.
Όλοι βέβαια θα δουν τη δόξα του Θεού, αλλά με μία διαφορά: Οι μεν σεσωσμένοι θα δουν την δόξα του Θεού ως Φως
γλυκύτατον και ανέσπερον, οι δε κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού ως
πυρ καταναλίσκον
, σαν φωτιά που θα τους καίη.
Αυτό, το ότι όλοι θα δούμε την δόξα του Θεού, είναι ένα αληθινό και αναμενόμενο γεγονός. Το να δη κανείς τον Θεό, δηλαδή την
δόξα Του, το Φως Του, αυτό είναι κάτι που θα γίνη είτε το θέλομε είτε όχι. Η βίωσις όμως αυτού του Φωτός θα είναι διαφορετική
στους μεν από τους δε.
Οπότε το έργο της Εκκλησίας και των παπάδων δεν είναι να μας βοηθήσουν να δούμε αυτήν την δόξα, διότι αυτό θα γίνη
οπωσδήποτε. Το έργο της Εκκλησίας εστιάζεται στο
πως
θα δη ο κάθε άνθρωπος τον Θεόν. Όχι στο αν θα δη τον Θεόν. Δηλαδή
το έργο της Εκκλησίας είναι να κηρύττη στους ανθρώπους ότι υπάρχει Θεός αληθινός, ότι ο Θεός αποκαλύπτεται είτε ως Φως είτε
ως πυρ καταναλίσκον, ότι όλοι οι άνθρωποι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα δούμε τον Θεόν
18
, και να προετοιμάζη
τα μέλη της, ώστε να δουν τον Θεόν όχι σαν φωτιά, αλλά σαν Φως
19
.
Αυτή η προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας, καθώς και όλων των ανθρώπων, που θέλουν να δουν τον Θεόν ως Φως,
είναι στην ουσία της μία
θεραπευτική αγωγή
, η οποία πρέπει να αρχίση και να τελειώση
σ’ αυτήν τη ζωή
. Πρέπει σ’ αυτήν τη ζωή
να γίνη η θεραπεία και να περατωθή. Διότι μετά θάνατον ουκ εστι μετάνοια. Αυτή η θεραπευτική αγωγή είναι η ουσία και το
κύριο περιεχόμενο της Ορθοδόξου Παραδόσεως ως και η κύρια μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνίσταται δε και
αποτελείται από τα ακόλουθα τρία στάδια πνευματικής αναβάσεως: Την κάθαρσι από τα πάθη, τον φωτισμό από την Χάρι του
Αγίου Πνεύματος, και την θέωσι, πάλι από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος. Συμβαίνει δε και τούτο: Αν δεν φθάση κανείς
τουλάχιστον σε κατάστασι μερικού φωτισμού, σ’ αυτήν την ζωή, δεν μπορεί να δη τον Θεόν σαν Φως ούτε σ’ αυτήν την ζωή,
αλλά ούτε και στην άλλη ζωή
20
.
Έτσι είναι φανερό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο όπως είναι σήμερα, αυτήν την στιγμή.
Και εκείνος, που χρειάζεται θεραπεία, είναι
ο κάθε άνθρωπος
, ο οποίος έχει και την ευθύνη ενώπιον του Θεού να αρχίση αυτό το
έργο σήμερα, σ’ αυτήν την ζωή, διότι σ’ αυτήν την ζωή μπορεί. Όχι μετά θάνατον. Και αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος είναι εκείνος,
που θα αποφασίση για το αν θα ακολουθήση αυτόν τον δρόμο της θεραπείας ή όχι.
Ο Χριστός είπε: « Εγώ ειμί η οδός»
21
. Η οδός προς τι; Όχι μόνον προς την άλλη ζωή. Ο Χριστός είναι πρώτα η οδός σ’
αυτήν την ζωή. Ο Χριστός είναι η οδός προς τον Πατέρα Του και Πατέρα μας. Ο Χριστός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο πρώτα σ’
αυτήν την ζωή και του δείχνει τον δρόμο προς τον Πατέρα. Αυτός ο δρόμος είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αν ο άνθρωπος δεν δη τον
Χριστόν σ’ αυτήν την ζωή τουλάχιστον με την νοερά αίσθηση, δεν θα δη τον Πατέρα, δηλαδή το Φως του Θεού ούτε στην άλλη
ζωή
22
.
11. Ποιοι είναι οι θεολόγοι της Εκκλησίας.
Ποιοι είναι τώρα οι θεολόγοι της Εκκλησίας; Είναι μόνο εκείνοι που έφθασαν στην θεωρία. Η
θεωρία
συνίσταται στην
φώτισι και στην θέωσι. Η φώτισις είναι μία κατάστασις αδιάλειπτος, που υπάρχει εν ενεργεία όλο το ημερονύκτιο, ακόμη και
κατά τον ύπνο
23
. Ενώ η θέωσις είναι μία κατάστασις κατά την οποίαν βλέπει κάποιος την δόξαν του Θεού, και η οποία διαρκεί
όσο θέλει ο Θεός.
Ένας φωτισμένος μπορεί να μη φθάση ποτέ σε θέωσι. Ο Θεός, που την χαρίζει, κρίνει αν είναι απαραίτητο να οδηγήση
έναν φωτισμένο σε θέωσι. Και το ότι δεν οδηγεί κάποιον σε θέωση μπορεί να σημαίνη ότι έτσι χωρίς αυτήν δηλαδή , θα είναι
καλύτερα για την ψυχή του, διότι σε εναντία περίπτωσι η θέωσις μπορούσε να τον έβλαπτε, π.χ. να τον οδηγούσε σε υπερηφάνεια.
Δηλαδή ο Θεός οδηγεί κάποιον σε θέωσι, όταν δεν κινδυνεύη πνευματικά και όταν του είναι απαραίτητο είτε για να τον στηρίξη
είτε για να τον δυναμώση είτε για να τον προετοιμάση για κάποια αποστολή.
Έτσι η εμπειρία της θεώσεως δεν είναι αυτόματη. Δεν μπορεί δηλαδή ένας φωτισμένος να την αποκτήση. Ένας φωτισμένος
μάλλον αποφεύγει να την ζητήση από τον Θεό. Όταν όμως την έχει ανάγκη, ο Θεός συγκαταβαίνει και την δίνει, του δείχνει
δηλαδή την δόξα Του, το άκτιστο Φως Του. Π.χ. ένας ασκητής ζη στην έρημο, σε απομόνωσι από τους ανθρώπους και με πολλές
στερήσεις· και τούτο για την αγάπη του Θεού. Τότε, εφ’ όσον έχη καθαρθή, έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και τον παρηγορεί και του
χαρίζει εμπειρίες θεώσεως.
Ένας αληθινός ασκητής δεν είναι ποτέ μόνος του, αλλά τουλάχιστον έχει μέσα στην καρδιά του το Πνεύμα το Άγιο, που
προσεύχεται αδιαλείπτως μέσα του και του κάνει παρέα στην φαινομενική μοναξιά του. Αυτή είναι η κατάστασις φωτισμού. Όταν
όμως το ίδιο το Άγιο Πνεύμα κρίνη ότι πρέπει, τότε του χαρίζει κατά διαστήματα και την εμπειρία της θεώσεως, όταν χρειάζεται
και εφ’ όσον είναι για το καλό του, π.χ. για να τον δυναμώση μετά από μία δαιμονική επίθεσι. Αυτά φαίνονται καθαρά στους
βίους των αγίων. Σ’ αυτά λοιπόν τα δύο στάδια θεωρίας, στον φωτισμό και στην θέωσι, η γνώσις του Θεού είναι καθαρά
εμπειρική
. Δεν είναι γνώσις μεταφυσική, δηλαδή αποτέλεσμα φιλοσοφικού στοχασμού.
11

1
13. Η επιστημονική μέθοδος Θεολογίας και ποιος είναι ο θεόπνευστος
Τώρα, όπως ο μαθητής που ενδιαφέρεται για την αστρονομία, διαβάζει από τα βιβλία του για τα άστρα και μετά παρατηρεί
τα άστρα στον ουρανό και αργότερα, όταν μεγαλώση και επιθυμήση να τα μελετήση καλύτερα και να τα γνωρίση από πιο κοντά,
πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο, οπότε τα μελετά μέσα από τα τηλεσκόπια, και βλέπει όσα δεν έβλεπε με γυμνό μάτι, έτσι γίνεται και
στην πνευματική ζωή. Ο Χριστιανός, που θέλει να δη την δόξα του Θεού, πρέπει να περάση μέσα από ωρισμένα στάδια εμπειριών
και πνευματικών αναβάσεων. Τα στάδια αυτά, όπως έχομε πη, διακρίνονται στην κάθαρσι, στον φωτισμό και στην θέωσι. Η
πλήρης κατάστασις φωτισμού επέρχεται, όταν ο άνθρωπος αποκτήση την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, που ενεργεί μέσα στην
καρδιά του, και γίνη, στην κυριολεξία ναός του Αγίου Πνεύματος.
Στην επιστήμη στην οποιαδήποτε θετική επιστήμη, δεν υπάρχει κάποια αντίστοιχη κατάστασις φωτισμού, δηλαδή σαν
ιδιαίτερη καθοριστική εμπειρία. Μόνο η αντίστοιχη κατάστασις της θεώσεως υπάρχει στις θετικές επιστήμες, τηρουμένων βέβαια
των αναλογιών. Όπως δηλαδή ο θεούμενος, δηλαδή εκείνος που βρίσκεται σε κατάστασι θεώσεως, βλέπει την δόξα του Θεού,
έτσι και ο επιστήμονας βλέπει το ποθούμενο αντικείμενο, το προς παρατήρησι και μελέτη μέσα από τα κατάλληλα όργανα της
επιστήμης του (π.χ. τηλεσκόπιο, μικροσκόπιο κ.λ.π.). Δηλαδή, μόλις καταπιαστή κανείς με μία φυσική επιστήμη, φθάνει αμέσως
στην όραση του αντικειμένου της γνώσεώς του και έρχεται μ’ αυτό σε άμεση επαφή.
Οι επιστήμονες εμπνέονται από αυτά που παρατηρούν. Ο βιολόγος από τα ζώα και φυτά που παρατηρεί, ο μικροβιολόγος
από τα μικρόβια που βλέπει στο μικροσκόπιο κ.λ.π.. Οπότε ο μικροβιολόγος είναι, ας πούμε, μικροβιόπνευστος, ο αστρονόμος
αστρόπνευστος κ.λ.π.. Εμπνέονται δηλαδή ο καθένας από το αντικείμενο της μελέτης του.
Οπότε ο θεολόγος - όχι εκείνος που παίρνει ένα πτυχίο θεολογίας, αλλά εκείνος που αξιώνεται να δη τον Θεόν - τι πρέπει
να είναι κατά αντιστοιχίαν; Βέβαια
θεόπνευστος
. Και ποιος είναι ο θεόπνευστος; Είναι εκείνος, ο οποίος είδε τον Θεόν.
Μετά εκείνος που φθάνει στην φώτιση γιατί λέγεται φωτισμένος; Διότι έχει το Πνεύμα το Άγιο μέσα του, που τον διδάσκει.
Και πως τον διδάσκει; Με την νοερά προσευχή. Προσεύχεται δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην καρδιά του και έτσι τον
διδάσκει, τον πληροφορεί δηλαδή σε ό,τι χρειάζεται να κάνη ή να πη. Ένας τέτοιος άνθρωπος πληροφορείται κάθε στιγμή, ποιο
είναι το θέλημα του Θεού για ο,τιδήποτε. Οπότε ο δάσκαλός του της προσευχής, είναι το ίδιο το Πνεύμα το Άγιο. Δηλαδή στην
Θεολογία ο ίδιος ο Θεός είναι και το αντικείμενο της γνωστικής προσπαθείας του ανθρώπου, αλλά και ο δάσκαλος του ανθρώπου,
που τον οδηγεί προς αυτήν την γνώσι, την γνώσι δηλαδή του Θεού, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η θέα του ακτίστου Φωτός.
Επίσης στις θετικές επιστήμες για να φθάση ένας φοιτητής εκεί που θα φθάση, δεν θα πρέπει να διδαχθή από κάποιον την
επιστήμη του; Μόνο από τα βιβλία θα διδαχθή ή και από ζωντανούς και σωστούς επιστήμονες; Θα πρέπη βέβαια να διδαχθή και
από σωστούς επιστήμονες. Θα πρέπη να πάει σε Πανεπιστήμιο και να προσκολληθή σε έναν καθηγητή, που γνωρίζει το
αντικείμενο της γνώσεως που ενδιαφέρει τον φοιτητή, όπως και να αποκτήση μία πεποίθησι ότι πράγματι ο καθηγητής του ξέρει
αρκετά πράγματα γι’ αυτό που θέλει ο ίδιος να μάθη. Βέβαια ο φοιτητής γνωρίζει ότι ο καθηγητής του δεν τα ξέρει όλα. Αυτό το
μαθαίνει από τον ίδιο τον καθηγητή του, ο οποίος, αν είναι συνεπής και έντιμος, θα πρέπει να αποκαλύψη στον φοιτητή του με
σαφήνεια τι γνωρίζει και τι δεν γνωρίζει επάνω στην επιστήμη του. Οπότε ο φοιτητής μαθαίνει από τον καθηγητή του, τι δεν είναι
13

γνωστό ακόμη, καθώς και τι είναι γνωστό επάνω στην επιστήμη που επέλεξε. Μαθαίνει επίσης και την μέθοδο ή τις μεθόδους
αποκτήσεως της γνώσεως, δηλαδή την
μέθοδο ερεύνης
, καθώς και πως να διακρίνη μεταξύ γνωστών και αγνώστων, ως και
χρησίμων και αχρήστων γνώσεων, καθώς και πως να διευρύνη το αντικείμενο της μελέτης και γνώσεώς του με περαιτέρω έρευνα.
Όταν λοιπόν ο καθηγητής του είναι ειλικρινέστατος και τον ενημερώνη για το τι γνωρίζει και τι δεν γνωρίζει και του διδάσκη την
μέθοδο ερεύνης, τότε ο φοιτητής μπορεί και εξελίσσεται σιγά-σιγά και ο ίδιος σε ειδικό, όπως ο καθηγητής του, επάνω στην
επιστήμη του.
Από όλα αυτά βλέπει κανείς ότι η εμπειρική μέθοδος εκμαθήσεως μιας επιστήμης, όσον αφορά στα ουσιώδη θέματα
μεθοδολογίας, ανταποκρίνεται πλήρως στην Πατερική μέθοδο θεογνωσίας, δηλαδή θεολογίας. Επίσης ότι ο φωτισμός είναι μία
εμπειρική κατάστασις, όπως και η θέωσις είναι επίσης μία εμπειρική κατάστασις, που δεν έχουν καμμία σχέσι με μεταφυσική
δηλαδή με φιλοσοφικό στοχασμό. Η δε μύησις στην κατάστασι του φωτισμού, όσον αφορά στην μεθοδολογία, δεν διαφέρει από
την αντίστοιχη μύησι των φοιτητών σε οποιαδήποτε από τις θετικές επιστήμες. Για να φθάση κανείς στην κατάστασι του
φωτισμού, θα πρέπει να πάη να προσκολληθή σε έναν πνευματικό πατέρα, ο οποίος έχει ήδη φθάσει στην κατάστασι αυτή και ο
οποίος θα είναι διατεθειμένος να τον διδάξη την μέθοδο της θεογνωσίας και να τον βοηθήση στην πνευματική του ανάβασι.
14. Περί θρησκείας
Το ερώτημα τώρα είναι: Η θρησκεία ταυτίζεται με μία διδασκαλία περί της αθανασίας της ψυχής, καθώς και με μία
διδασκαλία περί υπάρξεως Θεού για την μέλλουσα ζωή; Επίσης ταυτίζεται με την επικράτησι της πλήρους δικαιοσύνης; Δηλαδή
πρέπει να έχωμε θρησκεία, επειδή πρέπει να υπάρχη ένας δίκαιος Θεός, ο οποίος θα κάνη και την τελική κρίσι όλων των
ανθρώπων, ώστε να τιμωρηθούν οι άδικοι στην Κόλασι και να βραβευθούν οι δίκαιοι (τα καλά παιδιά) στον Παράδεισο; Αν η
απάντησις είναι ναι, ε τότε
πρέπει
να υπάρχη θρησκεία, αφ’ ενός για να επικρατήση τελικά η δικαιοσύνη και αφ’ ετέρου για να μη
μείνη ανεκπλήρωτος ο πόθος του ανθρώπου για
ευδαιμονία
. Είναι δυνατόν δηλαδή το καλό παιδί να μη ζη μετά θάνατον
ευδαίμονα ζωή; Δεν είναι δυνατόν! Κι ας ήταν αδικημένο σ’ αυτήν την ζωή. Όλοι δηλαδή αυτοί οι αδικημένοι ή τα καλά παιδιά
είναι δυνατόν να μην δικαιωθούν στην μέλλουσα ζωή; Δεν είναι δυνατόν! Και δεν θα πρέπη εκεί να ζήσουν μία ζωή ευχάριστη,
μία ζωή ευδαιμονίας; Βεβαίως! Μα, για να γίνη αυτό, θα πρέπη να υπάρχη ζωή μετά θάνατον, καθώς και ένας καλός και δίκαιος
Θεός, ο οποίος θα πρέπη να κάνη μία καλή και δίκαιη μοιρασιά! Έτσι δεν είναι; Θα πρέπη να υπάρχη. Σύμφωνα με την αντίληψι
του Μεσαίωνα, δηλαδή, της Δυτικής θεολογίας.
Όμως, σε σχέσι με όλα αυτά, έρχεται η μοντέρνα ψυχολογία και τα τινάζει όλα αυτά στον αέρα. Μας λέγει ότι αυτές οι
αντιλήψεις είναι ψυχολογικές, διότι ο άνθρωπος έχει μέσα του το αίσθημα της δικαιοσύνης, το οποίο είναι εκείνο που απαιτεί να
τιμωρηθούν τα κακά παιδιά και να βραβευθούν τα καλά παιδιά! Και, εφ’ όσον η βράβευσις αποτυγχάνη να πραγματοποιηθή σ’
αυτήν εδώ την ζωή, προβάλλει η ανθρώπινη φαντασία την ιδέα ότι αυτά πρέπει να εκπληρωθούν σε μια άλλη ζωή και γι’ αυτό ο
αδύνατος άνθρωπος, καθώς και εκείνος που αγαπάει την δικαιοσύνη και έχει βαθειά και σοβαρά αισθήματα για την δικαιοσύνη,
γίνεται θρησκευόμενος και πιστεύει στα δόγματα της θρησκείας που ακολουθεί. Γι’ αυτούς τους λόγους δηλαδή πιστεύει, επειδή
το δόγμα, στο οποίο πιστεύει, του εξυπηρετεί την ψυχολογική του ανάγκη για απόδοσι δικαιοσύνης. Οι λόγοι αυτοί δεν έχουν
φιλοσοφικά, μεταφυσικά δηλαδή θεμέλια, αλλά μόνο ψυχολογικά θεμέλια.
Το σωστό όμως στο παραπάνω σκεπτικό είναι ότι, εάν ποτέ επικρατήσουν η δικαιοσύνη και η ευδαιμονία για τους καλούς
ανθρώπους, θα πρέπη να επικρατήσουν σ’ αυτήν την ζωή. Διότι άλλη ζωή οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν αν θα έχουν, εφ’ όσον τα
επιχειρήματα, που αναφέραμε για την ύπαρξη άλλης ζωής, είναι καθαρά ψυχολογικά επιχειρήματα και δεν είναι επιστημονικά
επιχειρήματα, δηλαδή επιχειρήματα που να θεμελιώνωνται επάνω στην εμπειρία και στην επιστημονική μεθοδολογία. Έτσι οι
άνθρωποι αυτοί πιστεύουν σε μία ζωή μετά θάνατον απλώς, επειδή θέλουν να πιστεύουν. Και γι’ αυτό η ουσία της θρησκείας τους
είναι ότι υπάρχει μια άλλη ζωή, όπου τιμωρείται η αδικία και βραβεύεται η δικαιοσύνη.
Έτσι, γι’ αυτούς τους λόγους, βλέπει κανείς ότι σήμερα σοβαροί άνθρωποι στην Ευρώπη και στην Αμερική δεν
παραδέχονται πλέον αυτά σαν θεμέλια της θρησκείας και πάρα πολλοί επιστήμονες έχουν απορρίψει την θρησκεία και έχουν
οδηγηθή στον αγνωστικισμό, ενώ οι αντίστοιχοί τους της Ανατολικής Ευρώπης, στην αθεΐα
31
. Τα τελευταία χρόνια βρίσκει κανείς
πολλούς κομμουνιστές, οι οποίοι εγκατέλειψαν την σκληρή αθεΐα του παρελθόντος και έχουν γίνει αγνωστικιστές. Και από αυτής
της απόψεως μοιάζουν με τους αγνωστικιστές της Ευρώπης και της Αμερικής. Από την άλλη μεριά υπάρχουν οι θρησκευόμενοι
στα κομμουνιστικά κράτη και στην Αμερική, οι οποίοι συνεχίζουν να πιστεύουν στην μετά θάνατον ζωή, διότι, όπως εξηγήσαμε,
θέλουν να πιστεύουν, χωρίς να έχουν επιστημονικά επιχειρήματα για την στήριξι αυτών των πεποιθήσεων. Αυτή είναι η γενική
κατάστασις.
Τώρα ποια είναι η θέσις της Ορθοδοξίας για όλα αυτά; Η Ορθοδοξία είναι και αυτή μια θρησκεία, που ενδιαφέρεται για την
μετά θάνατον κατάληξι του ανθρώπου; Ή είναι μία θρησκεία, που ενδιαφέρεται γι’ αυτήν εδώ την ζωή με βάσι την οποία θα
προδιαγραφεί και η άλλη; Το δεύτερο βέβαια. Οι Πατέρες εξηγούν τον λόγο με μία μικρή φράσι: «Εν τω Άδη ουκ εστι μετάνοια».
Δηλαδή μετά τον θάνατον δεν υπάρχει δυνατότης μετανοίας. Οι Νεοέλληνες θεολόγοι όμως ακολουθώντας τον δάσκαλο τους, τον
Αδαμάντιο Κοραή, έχουν μία μεταφυσική αντίληψι περί του θέματος αυτού. Έχουν αντιγράψει την μεθοδολογία των Λατίνων και
των Προτεσταντών και έχουν αποκλίνει τελείως από την Πατερική παράδοσι της Ορθοδοξίας.
15. Περί των δύο πίστεων
Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο πίστεις. Η μία πίστις είναι η εγκεφαλική, η λογική πίστις της αποδοχής. Ο άνθρωπος εδώ
αποδέχεται κάτι λογικά και πιστεύει σ’ αυτό που αποδέχεται. Αυτή όμως δεν είναι η πίστις που
δικαιώνει
τον άνθρωπο. Όταν η
Αγία Γραφή λέγη ότι ο άνθρωπος δια μόνης της πίστεως σώζεται
32
, δεν εννοεί απλώς την πίστη της αποδοχής. Η άλλη πίστις είναι
η καρδιακή πίστις, η πίστις της καρδιάς, διότι δεν υπάρχει η πίστις αυτή στην λογική, δηλαδή στην διάνοια, αλλά στον χώρο της
καρδιάς. Αυτή η πίστις είναι δώρο Θεού, δηλαδή δεν θα την λάβη ο άνθρωπος, αν δεν θελήση ο Θεός να του την χαρίση, και
14

ονομάζεται
ενδιάθετος πίστις
. Αυτήν την πίστη προκάλεσε ο πατέρας του σεληνιαζομένου νέου στο Ευαγγέλιο τον Χριστό να του
χαρίση, λέγοντας: «Κύριε, βοήθει μου τη απιστία»
33
. Αυτός βέβαια πίστευε λογικά· δεν είχε όμως την βαθειά, την ενδιάθετο
πίστη, που είναι δώρο Θεού.
Η ενδιάθετος πίστις όμως προέρχεται από εμπειρία Χάριτος. Και, αφού είναι εμπειρία Χάριτος, τι μπορεί να είναι για τον
Ορθόδοξο η ενδιάθετος πίστις; Είναι η νοερά προσευχή. Οπότε, όταν ο άνθρωπος έχη την νοερά ευχή μέσα στην καρδιά του, που
είναι η προσευχή του Αγίου Πνεύματος, τότε έχει και την ενδιάθετο πίστι και δια της πίστεως μέσω της προσευχής βλέπει αόρατα
πράγματα. Γι’ αυτό και, όταν συμβαίνη τέτοιου είδους όρασις, λέγεται θεωρία. Θεωρία σημαίνει όρασις.
Η όρασις γίνεται γενικά με δύο τρόπους: Ή με την ευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά, όταν ο άνθρωπος δεν έχη
φθάσει ακόμη στην θέωσι, οπότε μπορεί και βλέπει, μέσω όμως της προσευχής, ή με την θέωσι, κατά την οποία
καταργείται
αυτή
η ενδιάθετος πίστις, καθώς και η ελπίς και μένει μόνον η αγάπη προς τον Θεόν ως δώρο Θεού. Αυτό εξ άλλου εννοεί ο απόστολος
Παύλος, όταν λέγη: «Όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται»
34
. Όταν έλθη το τέλειον, καταργείται η πίστις
και η ελπίδα και μένει μόνο, η αγάπη. Και η αγάπη αυτή είναι η θέωσις. Στην θέωσι καταργείται η γνώσις, καταργείται η
προφητεία, παύει η γλώσσα, που είναι η νοερά ευχή και μένει μόνον η αγάπη. Ο Απόστολος Παύλος, τα λέγει αυτά πάρα πολύ
καθαρά και ωραία και οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν πάρα πολύ σωστά αυτά τα θέματα
35
.
16. Περί Απολογητικής στο θέμα της ψυχής
Ο Ορθόδοξος θεολόγος δεν είναι υποχρεωμένος να προτείνη την ύπαρξι μιας Φραγκικής ψυχής, «αλά Πλάτωνα» δηλαδή,
επειδή οι Φράγκοι ακολούθησαν τον Πλάτωνα στο περί ψυχής θέμα. Διότι οι Πατέρες δεν ακολούθησαν τον Πλάτωνα στα θέματα
αυτά. Βέβαια αυτό οι Νεοέλληνες δεν το γνωρίζουν και τόσο, διότι με αυτόν τον μεγάλο θαυμασμό που έχουν για τον Πλάτωνα
και τον Αριστοτέλη, που διδάσκονται στα σχολεία, έγιναν οι Πατέρες για τους Νεοέλληνες σαν χορευτές στο θέατρο, ώστε και
αυτοί να χορεύουν τον χορό του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη! Διότι πως αλλοιώς οι Πατέρες θα είναι μεγάλοι Πατέρες, για τους
Νεοέλληνες, αν δεν είναι οπαδοί των αρχαίων Ελλήνων; Εδώ στην Ελλάδα το μόνο κριτήριο μεγαλειότητος είναι το αν είναι κάτι
από την αρχαία Ελλάδα! Γι’ αυτό και η εορτή των Τριών Ιεραρχών εδώ στην Ελλάδα έχει πάρει αυτήν την μορφή που έχει, ότι
δηλαδή οι Τρεις Ιεράρχες είναι συνεχιστές του μεγάλου Ελληνικού πνεύματος της αρχαίας Ελλάδος! Αν όμως διαβάση κανείς
τους Τρεις Ιεράρχες και προ παντός τον ιερό Χρυσόστομο, θα δη ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνέχεια επικρίνει τους
αρχαίους Έλληνες. Ο Χρυσόστομος είναι μεγάλος «υβριστής» των αρχαίων Ελλήνων. Για τον Χρυσόστομο δηλαδή το όνομα
Έλληνας, που είχε καταλήξει να σημαίνει ειδωλολάτρης, είναι μία βρισιά και τίποτε άλλο. Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος, όπως και
ο Γρηγόριος ο Νύσσης δεν πάνε πολύ πίσω στο θέμα αυτό. Αυτοί, ως Καππαδόκες που ήταν, είχαν άλλη παράδοσι.
Εξ επόψεως της μοντέρνας επιστήμης ο Ορθόδοξος δεν είναι υποχρεωμένος να κάνη Απολογητική, π.χ. στο θέμα περί της
αθανασίας της ψυχής, ως και περί υπάρξεως πνευματικής ψυχής, καθώς και περί μεταφυσικής γνωσιολογίας όπως κάνουν οι
Λατίνοι. Δεν είναι καθόλου υποχρεωμένος. Μάλιστα θα έλεγα το άλλο: Ότι είναι μάλλον υποχρεωμένος να κάνη το αντίθετο,
δηλαδή να προσπαθή να μην κάνη Απολογητική και αντ’ αυτής απλώς να προβάλλη μόνο τις Πατερικές θέσεις στα θέματα αυτά.
Ο Χριστιανισμός εμφανίσθηκε σε μία εποχή που κυβερνούσε η ειδωλολατρία και μεταξύ των ελληνοφώνων και
λατινοφώνων κυριαρχούσαν γύρω από τα θέματα περί ψυχής διάφοροι φιλόσοφοι, Πλατωνικοί, Αριστοτελικοί, Πυθαγόρειοι
κ.λ.π. Οι περισσότερες από αυτές τις φιλοσοφίες, που είχαν και οπαδούς, ήταν και θρησκείες, όπως ο Νεοπλατωνισμός, που ήταν
καθαρή θρησκεία. Βέβαια, όσοι θέλουν να σώσουν τον Πλάτωνα, για να μη χαρακτηρισθή ιδρυτής θρησκείας, λένε ότι αυτός δεν
είχε θρησκευτικό σύστημα. Αλλά εγώ υποπτεύομαι ότι και το αρχαίο Πλατωνικό σύστημα και αυτό θρησκεία ήταν. Δεν ήταν
δηλαδή, μόνο ο Πλατωνισμός θρησκεία, αλλά και ο ίδιος ο Πλάτων ίδρυσε θρησκεία, αφού ενσωματώνη τις θρησκευτικές του
πεποιθήσεις μέσα στο φιλοσοφικό του σύστημα. Ο Πλάτων δεν διαχωρίζει την θρησκεία του από την φιλοσοφία.
Για τον Αριστοτέλη βέβαια είναι δύσκολο να ισχυρισθή κανείς κάτι τέτοιο, εφ’ όσον αυτός δεν δέχθηκε την ατομική
αθανασία του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος ως άτομο δεν είναι ψυχή, οπότε τουλάχιστον από αυτής της απόψεως ο
Αριστοτελισμός δεν είναι θρησκεία. Όμως, από άλλης απόψεως, είναι και αυτός θρησκεία, διότι και ο ίδιος ο Αριστοτέλης πίστευε
στους τότε θεούς, καθώς και διότι και ο ίδιος ήταν θρησκευόμενος άνθρωπος, όπως, εξ άλλου, ήταν και όλοι οι άλλοι της εποχής
του. Μάλιστα, δεν ήταν και άμοιρος της πίστεως στην μαγεία, δηλαδή στην μαγική αντίληψη περί θρησκείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου